Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Περιπέτειες στο Όλυμπο: Ήφαιστος

To ευθυμογράφημα που ακολουθεί, βασίστηκε στον σατυρικό τρόπο γραφής του Λουκιανού του Σύρου (125 - 180 μ.Χ.). Ο Λουκιανός ήταν ρήτορας και σατιρικός συγγραφέας, δημιουργός του σατιρικού διαλόγου, και από τους σημαντικότερους Αττικιστές συγγραφείς της Δεύτερης σοφιστικής. Ο λόγος του Λουκιανού είναι αιχμηρός και διεισδυτικός, και χρησιμοποιεί κατά κόρον τον διάλογο για να σατιρίσει, να καυτηριάσει και να αναπτύξει τα θέματα που της αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας.

Η προσπάθεια που ακολουθεί, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με την πρωτοτυπία και την αξία των έργων του Λουκιανού ή οποιουδήποτε άλλου αρχαίου Έλληνα συγγραφέα. Αποτελεί απλώς ένα σατυρικό κείμενο το οποίο αντλεί την έμπνευση του, από την μαγευτική και ανεξάντλητη αρχαία Ελληνική μυθολογία. Οι αναγνώστες του κειμένου θα πρέπει να το εκλάβουν ως τέτοιο και μόνο.

Μετά από την ετυμηγορία, όλοι οι Θεοί επέστρεψαν στον Όλυμπο, ή όπου αλλού η ανάγκη τους είχε ορίσει. Είχε έρθει η ώρα να αντιμετωπίσει ο Δίας την Ήρα. Έως τώρα είχε αποφύγει με τα κόλπα του την μουρμούρα της, η ώρα όμως ζύγωνε για της Ήρας την οργή. Σαν στο Θεϊκό παλάτι φτάσανε, ξεκίνησε η μπόρα. Αφού αρχίζει να ξεσπά σε ότι έβρισκε μπροστά της, μέχρι και στα αυτόματα που της είχε κάνει δώρο ο γιος της ο Ήφαιστος για να την υπηρετούν, αρχίζει τον εξάψαλμο στον Δία, η Ήρα:

- «Δία Άναξ, σύζυγε πατέρα Θεών και ανθρώπων, τρανό και υπεράνω όλων περνάς τον εαυτό σου. Τους άλλους μπορεί να ξεγελάς, εγώ όμως την κλίνη μου μοιράζομαι χρόνια η άτυχη μαζί σου, και σε έχω δει κακομοίρη μου όπως κανένας άλλος. Δεν φτάνει που την πίστη σου δεν έχω δεδομένη, όχι μόνο σε Θεές μα και σε θνητές τον γόνο σου ξεδιάντροπα μοιράζεις. Και σαν αυτό να μην έφτανε, τώρα μόνος σου Παιδιά μονάκριβα στον κόσμο τούτο φέρνεις. Εμένα δεν με σκέφτεσαι, καθόλου δεν με λογαριάζεις; Ξεχνάς πως πρώτη και εγώ Θεά είμαι ανάμεσα στον Όλυμπο μα και ανάμεσα στους ανθρώπους;»

- «Ήρα Θεά του γάμου και προστάτιδα των γυναικών, την τύχη σου μην την πιέζεις. Ξέρεις πολύ καλά πως αυτό δεν το έκανα από γινάτι, αλλά από ανάγκη να μην πάθω αυτό που έπαθε ο πατέρας μας από εμένα. Ξέρεις τι έλεγε ο χρησμός, τι ήθελες να κάνω; Πρώτη Θέα ανάμεσα στις άλλες είσαι. Τις καλύτερες σπονδές εσύ από όλες τις Θεές, απ’ τις θνητές γυναίκες παίρνεις. Τι με ζαλίζεις συνεχώς με τα καμώματα μου; Την αντρική την φύση μου πως θες να ξεπεράσω; Και αν καμία φορά ξεστρατώ σε σένα πάντα δεν γυρίζω; Νομίζεις πως καλοπερνώ τον γόνο μου όταν σπέρνω;»

- «Περίσσιο είναι το θράσος σου να θέλεις να με πείσεις, πως τα λυγερά κορμιά δεν θέλεις να αγαπήσεις».

- «Εμείς οι άντρες Ήρα μου, μικρή απόλαυση έχουμε για αυτό και το κυνηγούμε…»

- «Τι λες βρε ξεδιάντροπε, σαρδανάπαλε, ξεμωραμένε; Εσύ τα κανόνισες έτσι, ώστε και την απόλαυση να έχετε και τις αρπαχτές σας να κάνετε, και να βγαίνετε και από πάνω. Όχι αγάπη μου φτάνει πια, υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια!»

- «Στο λέω και είναι σίγουρο, εσείς έχετε όλη την απόλαυση, για εμάς μένει λίγη».

- «Αν θωρείς πως με έπεισες βαθιά είσαι νυχτωμένος, αν δεν σ’ άρεσε όπως λες πολύ, δεν θα έφευγες όλη την ώρα».

- «Αν στα δικά μου λόγια εκτίμηση δεν βάζεις, σου έχω ουδέτερη φωνή θνητού απόδειξη για να ‘χεις».

- «Και ποιος είναι αυτός που απόδειξη ατράνταχτη έχει;»

- «Ο Τειρεσίας που έχει υπάρξει και άντρας και γυναίκα, ξέρει ποιος χαίρεται τον έρωτα καλύτερα, και αυτό θα ομολογήσει. Την ιστορία θαρρώ την ξέρεις. Κάποτε ο Τειρεσίας ενώ περπατούσε στο όρος Κυλλήνη, συνάντησε δύο φίδια που ζευγάρωναν. Τα φίδια ενοχλήθηκαν και κίνησαν κατά πάνω του. Τότε εκείνος σήκωσε το ραβδί του, και χτύπησε το θηλυκό το φίδι. Μόλις το φίδι ψόφησε, ο Τειρεσίας μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε γυναίκα. Επτά χρόνια αργότερα, ο Τειρεσίας ως γυναίκα πια, βρέθηκε πάλι να περπατάει στο ίδιο ακριβώς σημείο του βουνού. Είδε και πάλι μπροστά του δύο ακριβώς ίδια φίδια, όπως και παλαιότερα, να ζευγαρώνουν. Αυτήν την φορά ο Τειρεσίας, χωρίς δισταγμό, σήκωσε το ραβδί του, και θανάτωσε το αρσενικό φίδι. Ακριβώς την ίδια στιγμή που το αρσενικό φίδι πέθαινε, ο Τειρεσίας ξαναέγινε και πάλι άντρας!»

Αφού το σκέφτηκε λιγάκι, η Ήρα σίγουρη για την γνώμη της, είπε στον Δία χωρίς να τον κοιτά:

- «Πολύ καλά πες του Ερμή του γοργοπόδαρου, μπροστά μας να τον φέρει».

Ο Ερμής δεν άργησε κατά όπως είπαν οι Θεοί, στον Όλυμπο τον Τειρεσία να φέρει. ‘Έτρεμε από τον φόβο του ο Τειρεσίας, τι του έμελλε να πάθει, κριτής αυτός ο δύσμοιρος σε Θεϊκό καβγά, ποιανού το μέρος να πάρει; Κατάλαβε ο Δίας, το δίλημμα του Τειρεσία και του ‘πε να μην διστάσει την αλήθεια μόνο να πει, γιατί το ψέμα δεν ξεγελά τους Θεούς. Ο κακορίζικος τι έπαθα, δεν μου ‘φτάνε το πάθημα να αλλάζω φύλλο χωρίς να θέλω, τώρα μπροστά στον θρόνο του Ολύμπου εγώ εδώ να τρέμω σκέφτηκε με τρόμο.

- «Άστα αυτά θνητέ, και την αλήθεια πες μας», του είπε κοφτά η Ήρα.

- «Την αλήθεια δεν τολμώ να πω, μα τον Δία Ήρα, αλλά με ένα τρόπο απλό, μόνοι σας μπορείτε να ανακαλύψετε, ότι θέλετε να μάθετε. Πάρτε το μικρό δάχτυλο της παλάμης σας και τρίψτε το μέσ’ το αυτί σας. Ποιο αισθάνεστε καλύτερα το δάκτυλο ή το αυτί; Το αυτί το δίχως άλλο, ...νομίζω…», είπε με τα μάτια χαμηλωμένα, μην τυχόν και αντικρίσει της Ήρας την ματιά….! Ο Δίας ξέσπασε στα γέλια, ασυγκράτητος διπλώθηκε στα δύο, η Ήρα κοκκίνισε από το κακό της.

-«Εξαφάνισε τον από μπροστά μου», τσίριξε στον Ερμή. Ο δε Τειρεσίας τα έκανε επάνω του, που να ήξερε πως για αυτή του την ομολογία θα έχανε το φως του. Έτσι τον τιμώρησε η Ήρα . Ο Δίας για να του απαλύνει τον πόνο, του έδωσε το χάρισμα της μαντικής και της ενόρασης. Τέτοιο ήταν το ξέσπασμα της Ήρας, που ο γιος της ο Ήφαιστος από τις φωνές της, ήρθε να δει τι συμβαίνει. 

- «Τι έγινε πάλι μητέρα, οι φωνές σας ακούγονται σε ολάκερη την πλάση. Πατέρα τι της έκανες πάλι; Δεν την λυπάσαι λίγο;»

Τα πήρε στο κρανίο ο Δίας, πολλά του είχε μαζεμένα, ήταν το χαϊδεμένο παιδί της μάνας του. Και όχι μόνο αυτό, δεν φτάνει που έπαιρνε πάντα το μέρος της, ήταν τόσο κακομούτσουνος και άσχημος, που δεν μπορούσε να είναι δικός του σπόρος. Άστραψε και βρόντηξε ο Όλυμπος. Ποιος είδε τον Δία και δεν φοβήθηκε; Πιάνει με μιας τον Ήφαιστο από το πόδι, τον στριφογυρίζει στον αέρα, και τον πετάει από τον Όλυμπο.

Ο Ήφαιστος στριφογύριζε στον αιθέρα για εννέα ημέρες, έως ότου ζαλισμένος έσκασε άγαρμπα και με κρότο στον λόφο Μόσυχλο της Λήμνου. Από την ζαλάδα και την άγαρμπη πτώση του, έσπασε το πόδι του, για αυτό και - αν και Θεός- , κούτσαινε. Οι κάτοικοι του νησιού πανικοβλήθηκαν από τον κρότο της πτώσης του Ηφαίστου, και έτρεξαν στο βουνό για να δουν τι είχε συμβεί. Εκεί είδαν τον Θεό σε κακά χάλια, και τον περιποιήθηκαν.

Οι κάτοικοι της Ανεμόεσσας Λήμνου, αποδείχθηκαν πολύ φιλόξενοι στον Θεϊκό επισκέπτη τους, για αυτό και ο Ήφαιστος όχι μόνο τους δίδαξε την τέχνη της μεταλλουργίας, αλλά τους χάρισε και τον διάσημο φαρμακευτικό πηλό την Λημνία γη, την οποία και ο ίδιος έβαζε στο πονεμένο πόδι του. Τον διάσημο αυτό πηλό τον εξόρυσσαν οι ιέρειες της Αρτέμιδος την 6η ημέρα του μηνός «Μουνιχιώνος» (Μαΐου). Τον πηλό αυτό από το όρος Μόσυχλο, το μάζευε η ιέρεια της Αρτέμιδος μετά από ορισμένες τοπικές εθιμικές τελετές, στις οποίες δεν θυσίαζαν ζώα, αλλά αντίθετα σκόρπιζαν σιτάρι και κριθάρι πάνω στο έδαφος.

Στην συνέχεια οι ιέρειες έπλαθαν σε μικρά δισκία τον φαρμακευτικό αυτό πηλό, και τον σφράγιζαν με τη σφραγίδα της Αρτέμιδος. Από τότε η Λήμνος αποτελούσε το μοναδικό μέρος του πλανήτη το οποίο αποτελούσε μόνιμη κατοικία ενός Ολύμπιου Θεού. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο απέφευγε και τον πατέρα του, ο οποίος συνέχιζε το βιολί του. Όπου όμορφη νεαρή παρθένα, ο Δίας πρώτος να γευτεί τον κήπο της. Η Ήρα το είχε πάρει πια απόφαση, όλα στην ζωή έχουν ένα τίμημα, ήταν η πρώτη ανάμεσα στις Θεές σύζυγος του αρχηγέτη Δία, βασιλιά του Ολύμπου, συνεπώς έκανε τα στραβά μάτια, κάνοντας την ζωή δύσκολη των θνητών όπου την έπαιρνε, όπως παραδείγματος χάριν με τον Ηρακλή, στην οποία ο ήρωας χρωστούσε το όνομα του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου