Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΣΥΡΙΓΓΑ

ΣΥΡΙΓΓΑ
(φυτό, καλαμιά)
 
Η Σύριγγα ήταν νύμφη της Αρκαδίας που την ερωτεύτηκε ο Πάνας.
 
Την καταδίωξε για να την πιάσει, αλλά την κρίσιμη στιγμή της σύλληψης εκείνη μεταμορφώθηκε σε καλαμιά στις όχθες του Λάδωνα. Είτε γιατί άκουσε τον ήχο που έκαναν οι καλαμιές, καθώς φυσούσε, είτε γιατί, στην προσπάθειά του να ξεχωρίσει ποια ήταν η κοπέλα, ξερίζωσε, μερικά από αυτά τα καλάμια, διαφορετικά σε μέγεθος το καθένα, και φύσηξε στο εσωτερικό τους.
 
Αυτή η τυχαία ανακάλυψη τον οδήγησε στη συστηματοποίησή της· κόλλησε με κερί καλάμια διαφορετικού μεγέθους το καθένα και έφτιαξε ένα μουσικό όργανο στο οποίο έδωσε το όνομα της χαμένης νύμφης. Με το όργανο αυτό συνοδεύει τον χορό και το τραγούδι των Νυμφών, που κατοικούν σε σπηλιές, συνήθως και με τον Ερμή στην παρέα. Ο Ερμής* εξάλλου, αφηγείται στον Άργο την ιστορία της Σύριγγας, προκειμένου να τον κοιμίσει και να ελευθερώσει την Ιώ.
 
Σε σπηλιά στην Έφεσο, όπου λεγόταν ότι ο Πάνας είχε εναποθέσει την πρώτη σύριγγα, γινόταν και ο έλεγχος της παρθενίας των κοριτσιών. Τις έκλειναν στη σπηλιά και, αν πράγματι ήταν παρθένες, ακούγονταν οι μελωδικοί ήχοι του οργάνου. Αυτόματα άνοιγαν οι πόρτες και οι κόρες έβγαινες έξω στεφανωμένες με κλαδιά πεύκου. Διαφορετικά, ακούγονταν πένθιμες φωνές από τη σπηλιά και η επίορκη νέα εξαφανιζόταν, όπως διαπιστωνόταν μετά το άνοιγμα της θύρας.
 
 Για έναν ακόμη τρόπο ελέγχου της παρθενίας βλ. Ροδώπις.
-------------------------------
*Σύριγγα και Πάνας
 
Ιδού τι αποκρίθηκε ο Ερμής: «Κάποτε στα βουνά της Αρκαδίας,
στη Νώνακρη με τα πολλά νερά, μια ναϊάδα ζούσε, απ' τις νύμφες
των ρουμανιών η πλέον ζηλευτή. Σύριγγα τη φωνάζανε οι άλλες.
Που λες, λοιπόν, η Σύριγγα αυτή ξεγλίστραγε απ' όλους τους μνηστήρες -
γιατί τη λαχταρήσανε πολλοί, σάτυροι που την παίρναν στο κατόπι
κι άλλα δαιμονικά που σεργιανάν στων ρουμανιών τα σκιερά λημέρια
και μέσα στους πολύκαρπους αγρούς. Αυτή την Άρτεμη είχε μονάχη έγνοια,
κόρη παρθένα, και στη φορεσιά την πέρναγες για της Λητώς την κόρη.
κι αν ήτανε κεράτινο αυτηνής, ολόχρυσο της Άρτεμης το τόξο,
λάθευες τη θνητή για τη θεά. Μια μέρα που γυρνούσε απ' του Λυκαίου
το διάσελο, ο Πάνας τη θωρεί, στεφανωμένος με πευκοβελόνες,
και τέτοιο λόγο λέει της κοπελιάς» - του Πάνα θα του έλεγε τα λόγια,
το πώς αψήφησε η νύφη το θεό και τρέχοντας στ' απόμερα του δάσους
φτάνει σε ποταμιά αμμουδερή, στου Λάδωνα το κρουσταλλένιο ρέμα.
πώς τότε η βαθιά νεροσυρμή εμπόδιζε το δρόμο της, κι εκείνη
τις αδελφές της, νύμφες του νερού, ικέτεψε ν' αλλάξουν τη μορφή της.
πώς την επήρε ο Πάνας αγκαλιά κι ενώ θαρρούσε πως κρατεί την κόρη
αντίς για κείνη βρέθηκε ο θεός με καλαμιά του βάλτου αγκαλιασμένος,
κι όταν βαθύς του βγήκε στεναγμός κινήθηκε ο αέρας στο καλάμι
κι έβγαλε εκείνο ήχο λιγυρό, ήχο λεπτό και παραπονεμένο.
πώς, τέλος, ο θεός με τη γλυκιά πρωτάκουστη φωνή συγκινημένος
«αλλιώς σε θέλησα», είπε, «δε βολεί· μα έστω κι έτσι θα 'μαστε αντάμα».
Κι απ' τον καιρό εκείνο στη σειρά καλάμια άνισα και με κερί δεμένα
φκιάσανε τ' όργανο που σύριγγα το λεν και κράτησαν το όνομα της νύμφης.
(Οβ., Μετ. 1. 689-712)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου