Κάθε άνθρωπος, κάθε μέρα, συναντά εκδηλώσεις ενός ιδιότυπου εγωκεντρισμού. Στο πλαίσιο μιας ανθρώπινης σχέσης, κάποιος να φέρεται δίχως να λογαριάζει τον άλλον. Να παραβλέπει την πρωταρχική πραγματικότητα, που είναι ότι, στην ανθρώπινη σχέση, δεν παίζεις μόνο εσύ.
Υπάρχουν κι άλλοι!
Πώς προκύπτει αυτό; Τι μπορώ να κάνω γι’ αυτό; Πώς πλάθεται έντεχνη ανθρώπινη σχέση;
Αποκαλύπτοντας το προφανές
Περιέργως, μάλλον είναι καιρός κι ανάγκη να μιλήσουμε κάπως για μια πρωταρχική πτυχή της ανθρώπινης κατάστασης: Για την ανθρώπινη σχέση.
Δηλαδή για εμπειρίες και πράγματα που είναι τόσο διάχυτα και που φαίνονται τόσο αυτονόητα, ώστε συχνά ξεχνάμε ακόμη και να σκεφτούμε θέματα προφανή ως προς την ανθρώπινη σχέση: Ως προς το ότι υπάρχει, ως προς το πώς υπάρχει και ως προς το τι θέλει για να υπάρχει, να καλλιεργηθεί και ν’ ανθίσει.
Όταν όλα μοιάζουν να κυλούν κανονικά, κατά τρόπο αναμενόμενο, σπάνια θα στρέψεις την προσοχή σου σε πρωταρχικά δεδομένα, όπως το σώμα σου, το ότι σκέφτεσαι και βλέπεις, το ότι κινείσαι κάνοντας διάφορα... και το ότι περιβάλλεσαι από άλλους ανθρώπους.
Η προσοχή και η διερώτηση γι’ αυτά αρχίζουν όταν κάτι σκοντάφτει, πάει στραβά, ξαφνιάζει: Όταν για παράδειγμα, το σώμα πονά, η σκέψη γεμίζει ιδέες παράξενες, το βλέμμα περιεργάζεται κάτι απροσδόκητο...Και οι άνθρωποι γύρω σου φέρονται με τρόπο που δεν ταιριάζει με το τι περιμένεις απ’ αυτούς, σε ξαφνιάζει, σε φέρνει σε δύσκολη ίσως θέση.
Τότε αναρωτιέσαι, μα τι τρέχει, γιατί αυτός αυτό κι εκείνη εκείνο κι ο άλλος το παρ' άλλο αφού...
Ουδέν κακόν αμιγές καλού, ωστόσο.
Πρώτα, το κακό: Όπως κάθε εποχή, έτσι και η εποχή που ζούμε έχει τη δική της χαρακτηριστική παθολογία των ανθρώπινων καταστάσεων. Θα τη λέγαμε καταναλωτικός ναρκισσισμός.
Ο καταναλωτισμός είναι η ιστορικά προσδιορισμένη νοοτροπία και κουλτούρα που κυβερνά (δουλώνει μάλλον) τον τρόπο ζωής στη σημερινή δυτική κοινωνία. Και ο ναρκισσισμός (ως εγωπάθεια, εγωκεντρισμός, λατρεία του Εγώ) είναι το είδος ανθρώπινης λειτουργίας που ταιριάζει άριστα, τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από το καταναλωτικό υπόδειγμα βίου.
Με χειροπιαστά αποτελέσματα, λίγο ή πολύ δυσάρεστα, ενίοτε ανυπόφορα, που τα ζει και τα συναντά ο καθένας μέσα του και γύρω του:
Δυσκολία των ερώτων, που όλο και συχνότερα βιώνονται σαν άγονοι, ασταθείς, μετέωροι, μέχρι και με τρόπο που δεν αξίζει να ελπίζεις ή να προσπαθείς γι’ αυτούς.
Άπιαστο της αγάπης, που όλο και συχνότερα φαίνεται απρόσιτη, επισφαλής, ανέστια, δίχως χώρο και τόπο σ’ έναν κόσμο χρήσιμο ή ευχάριστο, όχι όμως αγαπητό.
Δεσποτεία των αψύχων, που θέτει σα μέτρο του ονείρου τη συσσώρευση πραγμάτων και πληροφοριών.
Και κρίση των ανθρώπινων σχέσεων, όπου μοιάζει να βασιλεύει η αποξένωση, η ματαιοδοξία, ο ανταγωνισμός (συχνά, για έπαθλα κενά και μάταια).
Με συνέπεια, κατά κανόνα ο βίος να μη ρέει φυσικά, αυθόρμητα, στρωτά, χωρίς δυσανάλογο κόπο γι’ αμφίβολα αποτελέσματα. Να ζούμε χωρίς την αβίαστη παρουσία, διαθεσιμότητα, ζεστασιά και υποστήριξη, που θα περίμενε κανείς από μια αληθινή ανθρώπινη συμβίωση.
Αυτές οι κοινές εμπειρίες είναι, λοιπόν, το κακό που όλοι συναντάμε πια τριγύρω μας.
Υπάρχει εδώ κάτι καλό; Και τι;
Ναι, υπάρχει. Και συνίσταται στο ότι δεν είναι πλέον δυνατόν, σε τέτοιες περιστάσεις, να παραβλέπουμε την κακοδαιμονία της ανθρώπινης συμβίωσης στον σημερινό δυτικό κόσμο. Δεν είναι δυνατόν να προσπερνάμε σαν να μην τρέχει τίποτα την ερήμωση του ανθρώπινου τοπίου γύρω μας. Να μη μας πονάει (αυτή είναι η λέξη που ταιριάζει) η ένδεια και το έλλειμμα της ανθρώπινης σχέσης, να μη μας αναγκάζει να σκεφτούμε το ρήμαγμα της κοινωνίας, με τη βαριά κι αυθεντική έννοια του όρου «κοινωνία».
Που σημαίνει ακριβώς ανθρώπινη σχέση, επαφή, δούναι και λαβείν ανθρώπινης ποιότητας, συγκρότηση πεδίων κι αγαθών κοινών, δόσιμο και μοίρασμα, συν-ύπαρξη και συμ-βίωση με ανθρώπους –ακόμη κι αν συγκρούεσαι μαζί τους.
Δηλαδή, να υπάρχει και τόπος και τρόπος να ζεις από κοινού, χωρίς να χάνεις τον εαυτό σου, όσα μόνο η κοινότητα βίου μπορεί να προσφέρει στη συγκρότηση μιας αυθεντικά προσωπικής ζωής και ύπαρξης.
Κι επειδή μπορεί και ν’ ακούγονται λίγο εξεζητημένες αυτές οι λέξεις, ας πούμε το ίδιο πιο απλά:
Πως γίνεται και τόσες φορές απορούμε που οι άλλοι δεν βρίσκονται εκεί που περιμέναμε, δεν συμπεριφέρονται όπως υποθέταμε, δεν είναι τελικά ό,τι εμείς είχαμε φανταστεί πως είναι;
Πως γίνεται και τόσες φορές απορούν οι άλλοι για τον τρόπο που φέρεσαι εσύ, στο λένε ή δε στο λένε, μένουν κοντά σου «αν και...» ή απομακρύνονται, με περισσότερο ή λιγότερο θορυβώδη τρόπο;
Παρακινώντας σε να σκεφτείς κι εσύ τι πάσχει στον τρόπο σου, τι κάνεις λάθος, και να κοιτάξεις να διορθώσεις ό,τι στράβωσε κι ό,τι δεν λειτουργεί;
Αυτό λοιπόν θα συζητήσουμε εδώ:
Πως γίνεται και η συνάντηση με τον άλλον άνθρωπο αστοχεί ή παραμένει άγονη;
Πως γίνεται και μια ανθρώπινη σχέση μπλοκάρει, φτωχαίνει, ατροφεί και σβήνει;
Πως γίνεται και δυο άνθρωποι (ή και περισσότεροι) έρχονται κοντά, αλλά η επαφή τους δεν φέρνει καλό;
Και μάλιστα, πως γίνεται και η σχέση τους, αντί για καλό, φέρνει κακό;
Γιατί, αντί εμπιστοσύνη κι ευχαρίστηση, άφημα και υποστήριξη, συναντάμε και βιώνουμε δυσπιστία, αμφιβολία, ένταση, δυσαρέσκεια, αγωνία, τσίτα, φόβο, απόσταση κι εγκατάλειψη (και λίγα μάλλον λέω);
Πως γίνεται κι ενώ η ελπίδα ήταν πως η καλή συνάντηση θα φέρει συντροφιά, κοινές χαρές και κοινές προσπάθειες, ένα κοινό παιχνίδι προς αμοιβαίο όφελος... πως γίνεται κι αντί γι’ αυτά έρχεται κούραση, αίσθηση ματαιότητας, πολύς κόπος για το τίποτα, κάτι άνοστο ή κενό, και τελικά χανόμαστε σε πνιγηρή μοναξιά ― χώρια ή μαζί, δεν έχει πια σημασία...
Πως η αληθινή λαχτάρα να είσαι με τον άλλον εκτοπίζεται ή πνίγεται από την αίσθηση ότι είσαι μαζί του μόνο επειδή τον χρειάζεσαι ― “I need you”, που λένε και σε κάποια παγκόσμια γλώσσα, εκεί που θα ταίριαζε να πουν «Σ’ αγαπώ», «Σε θέλω», «Σ’ επιθύμησα», «Σε λαχτάρησα»...
Πως η αυθεντικότητα δεν έχει τόπο να σταθεί και η ζωή στην ανθρώπινη σχέση καταντά παράσταση ―καμιά φορά, μάλιστα, χρήση-χρησιμοποίηση του άλλου, ακόμη και του εαυτού σου, «για τις ανάγκες της παράστασης»;
Η κακοδαιμονία της ανθρώπινης σχέσης στη σύγχρονη κοινωνία, λοιπόν, έχει τουλάχιστον αυτό το καλό: Δεν επιτρέπει πια να παραβλέπουμε το προφανές. Επειδή το παραβλεπόμενο –ογκόλιθος– μας συνθλίβει. Μας βγάζει πια τα μάτια. Και μας αναγκάζει, έστω και θολά, έστω κι αν είμαστε ανέτοιμοι, έστω κι αν δε θέλουμε, να δούμε ότι εδώ κάτι δεν πάει καθόλου καλά.
Ν’ αντιληφθούμε ότι το τίμημα της παράβλεψης είναι μοιραίο: Εσωτερική κενότητα και ανισορροπία, φρενήρης παράσταση για το τίποτα, παχυδερμοσύνη, μοναξιά κι ερημιά, που με τίποτα δεν τ’ αντιρροπούν γυαλιστερά στολίδια, αστραφτερά κοπάδια, οι μάσκες και τα δήθεν, το λίφτινγκ και του νου και της μορφής, ουσίες χημικές ή νοερές που τάχα ναρκώνουν το άλγος, οι κούφιες κουβέντες του είδους «να περνάω καλά» και τα παρόμοια.
Να συνειδητοποιήσουμε ότι, έτσι όπως είναι κι έτσι όπως πάει, κάτι στη ζωή μας νοσεί πολύ περισσότερο απ’ όσο φανταζόμαστε. Και ν’ αναλογιστούμε αν και πως μπορούμε να πιάσουμε αυτόν τον ταύρο από τα κέρατα.
Έτσι λοιπόν, το κακό που διατρέχει τη σημερινή εμπειρία του βίου οδηγεί βιαίως στην αποκάλυψη του προφανούς.
Αποκαλύπτει ότι στην άγρια προσπάθεια να κερδίσουμε θέσεις και πράγματα, ακρωτηριάζουμε ή και χάνουμε τη ζωή και τους ανθρώπους.
Επισημαίνει ότι κάτι πάει πολύ στραβά και πλήττει όχι μόνο την ανθρώπινη σχέση, αλλά και την ίδια την ικανότητά μας ν’ αντιλαμβανόμαστε το πλήγμα, τη ζημιά και την κατάσταση.
Φανερώνει ότι έχουν πληγεί και τα πράγματα και οι εμπειρίες. Ότι και οι άνθρωποι και η πληροφορία και η ερμηνεία και η αντιμετώπιση της αντιξοότητας, όλα έχουν πληγεί –ας ελπίσουμε, όχι ανεπανόρθωτα.
Υπάρχουν κι άλλοι!
Πώς προκύπτει αυτό; Τι μπορώ να κάνω γι’ αυτό; Πώς πλάθεται έντεχνη ανθρώπινη σχέση;
Αποκαλύπτοντας το προφανές
Περιέργως, μάλλον είναι καιρός κι ανάγκη να μιλήσουμε κάπως για μια πρωταρχική πτυχή της ανθρώπινης κατάστασης: Για την ανθρώπινη σχέση.
Δηλαδή για εμπειρίες και πράγματα που είναι τόσο διάχυτα και που φαίνονται τόσο αυτονόητα, ώστε συχνά ξεχνάμε ακόμη και να σκεφτούμε θέματα προφανή ως προς την ανθρώπινη σχέση: Ως προς το ότι υπάρχει, ως προς το πώς υπάρχει και ως προς το τι θέλει για να υπάρχει, να καλλιεργηθεί και ν’ ανθίσει.
Όταν όλα μοιάζουν να κυλούν κανονικά, κατά τρόπο αναμενόμενο, σπάνια θα στρέψεις την προσοχή σου σε πρωταρχικά δεδομένα, όπως το σώμα σου, το ότι σκέφτεσαι και βλέπεις, το ότι κινείσαι κάνοντας διάφορα... και το ότι περιβάλλεσαι από άλλους ανθρώπους.
Η προσοχή και η διερώτηση γι’ αυτά αρχίζουν όταν κάτι σκοντάφτει, πάει στραβά, ξαφνιάζει: Όταν για παράδειγμα, το σώμα πονά, η σκέψη γεμίζει ιδέες παράξενες, το βλέμμα περιεργάζεται κάτι απροσδόκητο...Και οι άνθρωποι γύρω σου φέρονται με τρόπο που δεν ταιριάζει με το τι περιμένεις απ’ αυτούς, σε ξαφνιάζει, σε φέρνει σε δύσκολη ίσως θέση.
Τότε αναρωτιέσαι, μα τι τρέχει, γιατί αυτός αυτό κι εκείνη εκείνο κι ο άλλος το παρ' άλλο αφού...
Ουδέν κακόν αμιγές καλού, ωστόσο.
Πρώτα, το κακό: Όπως κάθε εποχή, έτσι και η εποχή που ζούμε έχει τη δική της χαρακτηριστική παθολογία των ανθρώπινων καταστάσεων. Θα τη λέγαμε καταναλωτικός ναρκισσισμός.
Ο καταναλωτισμός είναι η ιστορικά προσδιορισμένη νοοτροπία και κουλτούρα που κυβερνά (δουλώνει μάλλον) τον τρόπο ζωής στη σημερινή δυτική κοινωνία. Και ο ναρκισσισμός (ως εγωπάθεια, εγωκεντρισμός, λατρεία του Εγώ) είναι το είδος ανθρώπινης λειτουργίας που ταιριάζει άριστα, τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από το καταναλωτικό υπόδειγμα βίου.
Με χειροπιαστά αποτελέσματα, λίγο ή πολύ δυσάρεστα, ενίοτε ανυπόφορα, που τα ζει και τα συναντά ο καθένας μέσα του και γύρω του:
Δυσκολία των ερώτων, που όλο και συχνότερα βιώνονται σαν άγονοι, ασταθείς, μετέωροι, μέχρι και με τρόπο που δεν αξίζει να ελπίζεις ή να προσπαθείς γι’ αυτούς.
Άπιαστο της αγάπης, που όλο και συχνότερα φαίνεται απρόσιτη, επισφαλής, ανέστια, δίχως χώρο και τόπο σ’ έναν κόσμο χρήσιμο ή ευχάριστο, όχι όμως αγαπητό.
Δεσποτεία των αψύχων, που θέτει σα μέτρο του ονείρου τη συσσώρευση πραγμάτων και πληροφοριών.
Και κρίση των ανθρώπινων σχέσεων, όπου μοιάζει να βασιλεύει η αποξένωση, η ματαιοδοξία, ο ανταγωνισμός (συχνά, για έπαθλα κενά και μάταια).
Με συνέπεια, κατά κανόνα ο βίος να μη ρέει φυσικά, αυθόρμητα, στρωτά, χωρίς δυσανάλογο κόπο γι’ αμφίβολα αποτελέσματα. Να ζούμε χωρίς την αβίαστη παρουσία, διαθεσιμότητα, ζεστασιά και υποστήριξη, που θα περίμενε κανείς από μια αληθινή ανθρώπινη συμβίωση.
Αυτές οι κοινές εμπειρίες είναι, λοιπόν, το κακό που όλοι συναντάμε πια τριγύρω μας.
Υπάρχει εδώ κάτι καλό; Και τι;
Ναι, υπάρχει. Και συνίσταται στο ότι δεν είναι πλέον δυνατόν, σε τέτοιες περιστάσεις, να παραβλέπουμε την κακοδαιμονία της ανθρώπινης συμβίωσης στον σημερινό δυτικό κόσμο. Δεν είναι δυνατόν να προσπερνάμε σαν να μην τρέχει τίποτα την ερήμωση του ανθρώπινου τοπίου γύρω μας. Να μη μας πονάει (αυτή είναι η λέξη που ταιριάζει) η ένδεια και το έλλειμμα της ανθρώπινης σχέσης, να μη μας αναγκάζει να σκεφτούμε το ρήμαγμα της κοινωνίας, με τη βαριά κι αυθεντική έννοια του όρου «κοινωνία».
Που σημαίνει ακριβώς ανθρώπινη σχέση, επαφή, δούναι και λαβείν ανθρώπινης ποιότητας, συγκρότηση πεδίων κι αγαθών κοινών, δόσιμο και μοίρασμα, συν-ύπαρξη και συμ-βίωση με ανθρώπους –ακόμη κι αν συγκρούεσαι μαζί τους.
Δηλαδή, να υπάρχει και τόπος και τρόπος να ζεις από κοινού, χωρίς να χάνεις τον εαυτό σου, όσα μόνο η κοινότητα βίου μπορεί να προσφέρει στη συγκρότηση μιας αυθεντικά προσωπικής ζωής και ύπαρξης.
Κι επειδή μπορεί και ν’ ακούγονται λίγο εξεζητημένες αυτές οι λέξεις, ας πούμε το ίδιο πιο απλά:
Πως γίνεται και τόσες φορές απορούμε που οι άλλοι δεν βρίσκονται εκεί που περιμέναμε, δεν συμπεριφέρονται όπως υποθέταμε, δεν είναι τελικά ό,τι εμείς είχαμε φανταστεί πως είναι;
Πως γίνεται και τόσες φορές απορούν οι άλλοι για τον τρόπο που φέρεσαι εσύ, στο λένε ή δε στο λένε, μένουν κοντά σου «αν και...» ή απομακρύνονται, με περισσότερο ή λιγότερο θορυβώδη τρόπο;
Παρακινώντας σε να σκεφτείς κι εσύ τι πάσχει στον τρόπο σου, τι κάνεις λάθος, και να κοιτάξεις να διορθώσεις ό,τι στράβωσε κι ό,τι δεν λειτουργεί;
Αυτό λοιπόν θα συζητήσουμε εδώ:
Πως γίνεται και η συνάντηση με τον άλλον άνθρωπο αστοχεί ή παραμένει άγονη;
Πως γίνεται και μια ανθρώπινη σχέση μπλοκάρει, φτωχαίνει, ατροφεί και σβήνει;
Πως γίνεται και δυο άνθρωποι (ή και περισσότεροι) έρχονται κοντά, αλλά η επαφή τους δεν φέρνει καλό;
Και μάλιστα, πως γίνεται και η σχέση τους, αντί για καλό, φέρνει κακό;
Γιατί, αντί εμπιστοσύνη κι ευχαρίστηση, άφημα και υποστήριξη, συναντάμε και βιώνουμε δυσπιστία, αμφιβολία, ένταση, δυσαρέσκεια, αγωνία, τσίτα, φόβο, απόσταση κι εγκατάλειψη (και λίγα μάλλον λέω);
Πως γίνεται κι ενώ η ελπίδα ήταν πως η καλή συνάντηση θα φέρει συντροφιά, κοινές χαρές και κοινές προσπάθειες, ένα κοινό παιχνίδι προς αμοιβαίο όφελος... πως γίνεται κι αντί γι’ αυτά έρχεται κούραση, αίσθηση ματαιότητας, πολύς κόπος για το τίποτα, κάτι άνοστο ή κενό, και τελικά χανόμαστε σε πνιγηρή μοναξιά ― χώρια ή μαζί, δεν έχει πια σημασία...
Πως η αληθινή λαχτάρα να είσαι με τον άλλον εκτοπίζεται ή πνίγεται από την αίσθηση ότι είσαι μαζί του μόνο επειδή τον χρειάζεσαι ― “I need you”, που λένε και σε κάποια παγκόσμια γλώσσα, εκεί που θα ταίριαζε να πουν «Σ’ αγαπώ», «Σε θέλω», «Σ’ επιθύμησα», «Σε λαχτάρησα»...
Πως η αυθεντικότητα δεν έχει τόπο να σταθεί και η ζωή στην ανθρώπινη σχέση καταντά παράσταση ―καμιά φορά, μάλιστα, χρήση-χρησιμοποίηση του άλλου, ακόμη και του εαυτού σου, «για τις ανάγκες της παράστασης»;
Η κακοδαιμονία της ανθρώπινης σχέσης στη σύγχρονη κοινωνία, λοιπόν, έχει τουλάχιστον αυτό το καλό: Δεν επιτρέπει πια να παραβλέπουμε το προφανές. Επειδή το παραβλεπόμενο –ογκόλιθος– μας συνθλίβει. Μας βγάζει πια τα μάτια. Και μας αναγκάζει, έστω και θολά, έστω κι αν είμαστε ανέτοιμοι, έστω κι αν δε θέλουμε, να δούμε ότι εδώ κάτι δεν πάει καθόλου καλά.
Ν’ αντιληφθούμε ότι το τίμημα της παράβλεψης είναι μοιραίο: Εσωτερική κενότητα και ανισορροπία, φρενήρης παράσταση για το τίποτα, παχυδερμοσύνη, μοναξιά κι ερημιά, που με τίποτα δεν τ’ αντιρροπούν γυαλιστερά στολίδια, αστραφτερά κοπάδια, οι μάσκες και τα δήθεν, το λίφτινγκ και του νου και της μορφής, ουσίες χημικές ή νοερές που τάχα ναρκώνουν το άλγος, οι κούφιες κουβέντες του είδους «να περνάω καλά» και τα παρόμοια.
Να συνειδητοποιήσουμε ότι, έτσι όπως είναι κι έτσι όπως πάει, κάτι στη ζωή μας νοσεί πολύ περισσότερο απ’ όσο φανταζόμαστε. Και ν’ αναλογιστούμε αν και πως μπορούμε να πιάσουμε αυτόν τον ταύρο από τα κέρατα.
Έτσι λοιπόν, το κακό που διατρέχει τη σημερινή εμπειρία του βίου οδηγεί βιαίως στην αποκάλυψη του προφανούς.
Αποκαλύπτει ότι στην άγρια προσπάθεια να κερδίσουμε θέσεις και πράγματα, ακρωτηριάζουμε ή και χάνουμε τη ζωή και τους ανθρώπους.
Επισημαίνει ότι κάτι πάει πολύ στραβά και πλήττει όχι μόνο την ανθρώπινη σχέση, αλλά και την ίδια την ικανότητά μας ν’ αντιλαμβανόμαστε το πλήγμα, τη ζημιά και την κατάσταση.
Φανερώνει ότι έχουν πληγεί και τα πράγματα και οι εμπειρίες. Ότι και οι άνθρωποι και η πληροφορία και η ερμηνεία και η αντιμετώπιση της αντιξοότητας, όλα έχουν πληγεί –ας ελπίσουμε, όχι ανεπανόρθωτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου