Στην σύγχρονη τεχνολογική εποχή, παρά το γεγονός ότι οι αληθινές αλυσίδες έχουν εκλείψει, παρατηρούμε να δημιουργείται ένας νέος τύπος σκλάβου: είναι ο άνθρωπος που υποβάλλει τον εαυτό του σε εθελοντική δουλεία, αυτός που μετατρέπει τον εαυτό του σε πράγμα, όπως ακριβώς είναι οι δούλοι. Δεν καταργήθηκε η δουλεία, -αν είναι δυνατόν- απλώς γίνανε όλοι δούλοι. Στην «Κοινωνία της Παρόρμησης» αναλύονται οι αιτίες αυτής της αφύσικης συμπεριφοράς και με ποιον τρόπο οι ανθρωπόμαζες έχουν πέσει θύματα της κατάχρησης λέξεων άνευ ουσίας όπως η «θετικότητα» «αγάπη για όλους» «ανοχή» θεάματα και κατανάλωση και φυσικά υποταγή στον Αφέντη και δουλικότητα. Οι έννοιες αυτές, υποβοηθούμενες από την ψευδαίσθηση της «ελευθερίας επιλογής», παράγει κουρασμένους, αποτυχημένους και καταθλιπτικούς, δουλικούς ανθρώπους, παράγει βιολογικά πράγματα.
Οι ηθικές απαγορεύσεις και οι κανόνες έχουν δώσει την θέση τους στα πρότζεκτ, στις πρωτοβουλίες και στα κίνητρα. Ενώ η κοινωνία της παρόρμησης με την αρνητικότητα της παράγει τρελούς και εγκληματίες, η κοινωνία της επίδοσης, αντιθέτως, γεννά καταθλιπτικούς και αποτυχημένους. Η θετικότητα του «μπορώ» είναι πιο αποτελεσματική από την αρνητικότητα του «πρέπει». Το επιδοσιακό υποκείμενο είναι ταχύτερο και παραγωγικότερο από το υπάκουο υποκείμενο αλλά η υπερδραστηριότητα τον καταστρέφει. Ο κύριος γίνεται δούλος. Η vita active έχει αρθεί σε απόλυτη αρχή. Ο σύγχρονος δούλος έχει επιλέξει ο ίδιος την υποδούλωσή του, προκειμένου να εξασφαλίσει την ελάχιστα ενδιαφέρουσα και απολύτως κενή επιβίωσή του.
Ενώ η υστερία είναι μια ψυχική ασθένεια της κοινωνίας της πειθαρχίας, η παράνοια και κατάθλιψη είναι η σημερινή ασθένεια. Συνυπεύθυνη της κατάθλιψης είναι η υπερελεγκτική σχέση που αναπτύσσεται με τον Εαυτό. Το υποκείμενο φθείρεται σαν να ήταν μέσα σε ένα τροχό χάμστερ που γυρίζει όλο και πιο γρήγορα γύρω από τον εαυτό του. Είναι πλάνη, να πιστεύετε ότι όσο πιο δραστήριοι γινόσαστε, τόσο πιο ελεύθεροι είσαστε. Η κόπωση επιτρέπει μια ήρεμη απραξία, μια ιδιαίτερη ορατότητα. Η εξαντλητική κόπωση είναι κόπωση της θετικής δύναμης ενώ η κόπωση που εμπνέει είναι η κόπωση της αρνητικής δύναμης, δηλαδή του να μη κάνω τίποτα.
Ας σας χάριζαν αυτήν ακριβώς τη στιγμή 1 ευρώ και σας έλεγαν ότι περιμένοντας μία εβδομάδα θα παίρνατε 5 ευρώ, τι θα κάνατε; Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν το 1 ευρώ τώρα αντί για τα 5 ευρώ σε μία εβδομάδα; Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Πολ Ρόμπερτς στο δοκίμιό του με τίτλο «Η κοινωνία της παρόρμησης, η Αμερική στην εποχή της στιγμιαίας επιβράβευσης» (Εκδόσεις Bloomsbury) έχει τις απαντήσεις. Μελετώντας εκ του σύνεγγυς την αμερικανική κοινωνία, ο Ρόμπερτς καταλήγει σε μερικά ανησυχητικά συμπεράσματα, με πλέον σοβαρό τηn μυωπική θεώρηση των πραγμάτων, την αδιαφορία δηλαδή για το απώτερο μέλλον.
«Η κοινωνία της παρόρμησης, είναι μια κοινωνία που εστιάζει στον εαυτό, στο άτομο και ειδικότερα στις βραχυπρόθεσμες εγωκεντρικές επιθυμίες του. Είναι μια κοινωνία που καθοδηγείται περισσότερο απ’ την επιθυμία, παρά απ’ την ανάγκη. Το μοτίβο αυτής της εστίασης στους βραχυπρόθεσμους εγωκεντρικούς σκοπούς αντιγράφεται απ’ την κοινωνία σε όλους τους θεσμούς, με αποτέλεσμα να το διακρίνουμε ολοκάθαρα στις επιχειρήσεις, στα πανεπιστήμια, στους οικονομικούς και κυβερνητικούς οργανισμούς, σε όλους τους θεσμούς δηλαδή που ιστορικά έτειναν να αντιμάχονται τηn βραχυπρόθεσμη οπτική του ατόμου υπέρ μιας πιο ευρείας χρονικά εστίασης. Το πρόβλημα που ανακύπτει είναι ότι, αν οι πάντες εστιάζουν στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, ποιος θα ασχοληθεί με τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα;»
Ο Ρόμπερτς θεωρεί ότι η εστίασή μας στο «εδώ, εγώ και τώρα» οφείλεται στην ταύτιση του εαυτού με την αγορά. «Πριν από 150 χρόνια η κοινωνία σού παρείχε φαγητό, καταφύγιο και κάποια ψυχαγωγία. Οσο οι τεχνολογίες γίνονταν καλύτερες και πιο αποδοτικές, καταφέρναμε να δημιουργούμε όλο και πιο γρήγορα εργαλεία ικανοποίησης, κομμένα και ραμμένα για τις εξατομικευμένες μας επιθυμίες. Δείτε πόσο γρήγορα ανταποκρίνεται η αγορά όταν χρησιμοποιείτε διαδικτυακά προϊόντα. Το προϊόντα αυτά χρησιμοποιούν τεχνητή νοημοσύνη προκειμένου να σας εποπτεύουν διαρκώς και να προσαρμόζουν τις αποκρίσεις τους στις δικές σας αποκρίσεις, μέχρι να ταιριάξουν απόλυτα μαζί σας, να γίνετε δηλαδή ένα πράγμα, μηδενίζοντας εντελώς το κενό μεταξύ της αγοράς και του εαυτού σας».
Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της μυωπικής μας σχέσης με την πραγματικότητα είναι το γεγονός ότι χάνουμε την επαφή με την κοινότητα, με το «εμείς», ασχολούμενοι διαρκώς με τον εαυτό μας. Το κινητό τηλέφωνο αναδεικνύεται το σύμβολο αυτής της εγωπαθούς κοινωνίας. «Το i phone, είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα της κοινωνίας του εγώ, της κοινωνίας που θέτει το άτομο στο κέντρο των πάντων. Σαφώς τα άτομα πρέπει να είναι το κέντρο της κοινωνίας, αλλά το γεγονός ότι δίνουμε έμφαση στο εγώ αντί στο εμείς, ότι δεν είναι we phone αλλά i phone, είναι ενδεικτικό. Εχουμε επιτρέψει στον κόσμο να νιώθει ότι ο εαυτός του είναι το κέντρο του σύμπαντος, ξεχνώντας το γεγονός ότι δεν υπάρχει σύμπαν χωρίς τηn σύνδεση με τους άλλους».
Εγκέφαλος και εξέλιξη
Πού οφείλεται, λοιπόν, αυτός ο εθισμός μας στις στιγμιαίες ανταμοιβές; Ο Ρόμπερτς αναφέρει ότι,
«Eάν η κοινωνία της παρόρμησης είχε σημαία, αυτή θα απεικόνιζε έναν άνθρωπο να κοιτάζει απ’ τηn λάθος πλευρά ενός τηλεσκοπίου. Τα ανθρώπινα όντα έχουμε μερικά ελαττώματα στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Ο εγκέφαλος είναι ένα εκπληκτικό όργανο, αλλά έχει κάποια θέματα “καλωδίωσης”, ένα εκ των οποίων είναι ότι τείνουμε να αποδίδουμε μεγαλύτερη αξία σε βραχυπρόθεσμα γεγονότα.
Εάν κάνεις ένα πείραμα με ανθρώπους και τους προσφέρεις να διαλέξουν μεταξύ μιας μικρής ανταμοιβής τώρα, 1 ευρώ σήμερα αντί για 5 ευρώ την επόμενη εβδομάδα, οι περισσότεροι θα πάρουν το 1 ευρώ σήμερα, ακόμα κι αν από επενδυτική σκοπιά θα ήταν καλύτερα να περιμένουν μία εβδομάδα και να πάρουν τα 5. Αυτό είναι πολύ λογικό, γιατί σε εξελικτικές εποχές έπρεπε να έχεις τον νου σου για απειλές που βρίσκονταν ακριβώς μπροστά σου, σ’ ένα ζώο που θα πηδήξει πάνω σου, ή για την πηγή φαγητού που μπορεί να βρίσκεται παραδίπλα. Το καλό νέο είναι ότι επιζήσαμε, αλλά το κάναμε σε βάρος του μέλλοντος, οπότε είναι σαν να κοιτάζουμε συνέχεια απ’ τη λάθος πλευρά του τηλεσκοπίου, όπου το μέλλον μοιάζει μικρότερο απ’ αυτό που πραγματικά είναι.
Καθώς ενηλικιωνόμαστε ως άτομα και κοινωνίες, μαθαίνουμε να πειθαρχούμε, μαθαίνουμε τη σπουδαιότητα της υπομονής απ’ την κοινωνία, τις οικογένειες και τα σχολεία μας. Με άλλα λόγια, όλοι αυτοί οι θεσμοί μάς έχουν διδάξει να εστιάζουμε στο μέλλον, μας έχουν διδάξει να κοιτάζουμε στο τηλεσκόπιο και να αναγνωρίζουμε ότι αυτές οι μικρές εικόνες που βλέπουμε είναι αυθεντικές. Την ίδια στιγμή όμως έχουμε όλη αυτή την τεχνολογία, τα καταναλωτικά προϊόντα και την καταναλωτική κουλτούρα, που μας ενθαρρύνει να εστιάζουμε στον κοντινό ορίζοντα, στο τι είναι διαθέσιμο αυτήν τη στιγμή. Ετσι υπάρχει μια διαρκής πίεση στο άτομο να εστιάσει στο εδώ και τώρα. Η πρόκληση των κοινωνιών μας είναι να σκεφτούμε με μακροπρόθεσμους όρους».
Οι νέες τεχνολογίες προσφέρουν εξαιρετικές δυνατότητες, προσθέτει ο Ρόμπερτς, αλλά κομίζουν και σοβαρές προκλήσεις. «Εάν είμαι γιατρός κι έχω μπροστά μου έναν βαριά ασθενή, το να μπορώ εκείνη τη στιγμή να πάρω την ταμπλέτα μου και να επικοινωνήσω μ’ έναν συνάδελφο σε μια άλλη χώρα, και μαζί να κάνουμε τη διάγνωση εντός λεπτών, σώζοντας μια ζωή ή εξοικονομώντας χρήματα, είναι φανταστικό. Εάν όμως χρησιμοποιώ το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ικανότητας για να ικανοποιώ απλώς ατομικές επιθυμίες και την ίδια στιγμή να μη χρησιμοποιώ αυτή την τεχνολογία για να ικανοποιώ μακροπρόθεσμες ανάγκες, τότε με το χρόνο αυτοϋπονομεύομαι.
Φανταστείτε έναν κόσμο που κάθεται μονίμως μπροστά από ένα βιντεοπαιχνίδι, λαμβάνοντας διαρκείς στιγμιαίες ικανοποιήσεις μ’ αυτόν και μόνο τον τρόπο, αυτό ξεκάθαρα είναι ένα σοβαρό πρόβλημα. Προφανώς, δεν βρισκόμαστε ακόμα εκεί, είμαστε κάπου στηn μέση, αλλά μια κοινωνία θα έπρεπε να έχει διαρκώς μια αίσθηση της θέσης της μέσα σ’ αυτό το ιστορικό συνεχές».
Αυτοδιαφήμιση στα social media
Μια περιδιάβαση στον εικονικό κόσμο της δικτύωσης μπορεί να μας προσφέρει ένα ζωντανό παράδειγμα όλων των στοιχείων της κοινωνίας της παρόρμησης. Ο ναρκισσισμός συνδυάζεται με τις στιγμιαίες επιβραβεύσεις και δημιουργεί μια ακαταμάχητη όσο και πρωτόγνωρη συνθήκη.
«Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μας επιτρέπουν να γίνουμε διάσημοι στο δικό μας δίκτυο και μας ενθαρρύνουν να επιδεικνύουμε τη ζωής μας, τις διακοπές μας, τα παιδιά μας, τι φάγαμε για πρωινό, τα κατοικίδιά μας, τις σκέψεις μας, μας ενθαρρύνουν να τα επιδεικνύουμε αυτά και να τα μεταδίδουμε μ’ έναν τρόπο που θα ήταν αδιανόητος πριν από 20 χρόνια. Ουσιαστικά, αυτoδιαφημιζόμαστε. Προωθούμε τους εαυτούς μας σαν να είμαστε brands, σαν να είμαστε προϊόντα, και είναι ενδιαφέρον αυτό, γιατί οι άνθρωποι -και ιδιαίτερα οι έφηβοι- καταλαβαίνουν απ’ την αρχή ότι πρέπει να εμπορεύονται τους εαυτούς τους μέσω των δράσεων και των εικόνων τους.
Είμαι 54 ετών και μερικές φορές φαντάζομαι πώς θα ήταν αν όταν ήμουν στο λύκειο συμπεριφερόμουν όπως συμπεριφέρονται οι άνθρωποι σήμερα. Τι θα έκανα λοιπόν τη δεκαετία του ’70; Θα σηκωνόμουν νωρίς το πρωί και θα έπρεπε να βρω μια πολαρόιντ, πιθανώς, και να αρχίσω να φωτογραφίζω το πρωινό μου, το κατοικίδιό μου, τη μητέρα μου, τον πατέρα μου και τον εαυτό μου φυσικά, κι αφού έπαιρνα όλες αυτές τις φωτογραφίες, θα είχα στα χέρια μου ένα πακέτο φωτογραφιών με το οποίο θα πήγαινα στο σχολείο, όπου θα έδειχνα μία μία αυτές τις φωτογραφίες ζητώντας απ’ τους συμμαθητές μου να πουν ότι τους αρέσουν. Αν το έκανα αυτό στο σχολείο μου, θα έτρωγα ξύλο γιατί κανένας δεν επιτρεπόταν να αυτοδιαφημίζεται έτσι. Αυτή η πράξη μου θα εκλαμβανόταν ως κάτι χυδαίο και απαράδεκτο. Τώρα, όμως, το κάνουμε αυτό σε καθημερινή βάση. Είναι υπέροχο να κρατάς επαφή με ανθρώπους μέσω του Facebook, να βλέπεις τι κάνουν και να μαθαίνεις τα νέα τους, υπάρχει σίγουρα κάτι ελκυστικό σε όλο αυτό, αλλά, αν η διαδικασία της αυτοδιαφήμισης δυσκολεύει το άτομο να δει τον υπόλοιπο κόσμο, με άλλα λόγια αν ο εαυτός γίνει τόσο μεγάλος σαν ένας τεράστιος πλανήτης που καλύπτει την όρασή μας και μας εμποδίζει να δούμε τον υπόλοιπο κόσμο, τότε υπάρχει πρόβλημα».
Μπορούμε να διαχωρίσουμε τηn θέση μας απ’ την κοινωνία της παρόρμησης; «Ναι, σπάζοντας τους δεσμούς ανάμεσα στον εαυτό και σε κάποια στοιχεία της κοινωνίας της παρόρμησης. Μπορείς, για παράδειγμα, να αποσυνδεθείς απ’ το διαδίκτυο ή να γίνεις πολύ πιο προσεκτικός με το πόσο χρόνο ξοδεύουν τα παιδιά σου καλωδιωμένα. Εχω φίλους που ξυπνούν στις 3 το πρωί για να τσεκάρουν το τηλέφωνό τους, καταστρέφοντας τον ύπνο τους. Υπάρχουν τρόποι να κάνεις πίσω και να χρησιμοποιήσεις αυτές τις εκπληκτικές τεχνολογίες ως εργαλεία. Φανταστείτε έναν ξυλουργό, μ’ ένα εκπληκτικό σετ εργαλείων και δεξιοτήτων, να ξυπνά στις 3 το πρωί για να βγει έξω να ψωνίσει υλικά σε μαγαζί. Γιατί του είναι αδιανόητο; Γιατί εργάζεται κατά την διάρκεια της ημέρας και ξέρει πότε να σταματήσει την δουλειά για να εστιάσει στην οικογένεια και την υπόλοιπη ζωή του».
Μάρκετινγκ, πολιτική, οργή και συμβιβασμός
Στο πεδίο της πολιτικής, η ραγδαία άνοδος του εξτρεμισμού μπορεί τώρα να αποδοθεί στη διαρκή υπόσχεση γρήγορων ανταμοιβών χωρίς μέριμνα για τις μελλοντικές συνέπειες.
«Το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, έχει γίνει το κυριότερο παράδειγμα της κοινωνίας της παρόρμησης. Μεγάλο μέρος της τεχνολογίας του μάρκετινγκ και των στρατηγικών που δημιούργησαν την κοινωνία της παρόρμησης στην καταναλωτική αγορά χρησιμοποιούνται τώρα κανονικότατα και στην πολιτική σφαίρα. Για παράδειγμα, η υπολογιστική ισχύς που μας επιτρέπει να αναλύουμε μεγάλο όγκο δεδομένων αξιοποιείται προκειμένου να προσαρμόσουμε τα πολιτικά μηνύματα σε μεμονωμένους ψηφοφόρους, αντιμετωπίζοντάς τους δηλαδή σαν καταναλωτές. Κατά κάποιον τρόπο πείσαμε τους ψηφοφόρους ότι θα μπορούσαν να έχουν όλα όσα θέλουν χωρίς να χρειάζεται να ανέχονται οτιδήποτε δεν θέλουν.
Την ίδια στιγμή, τους ενθαρρύναμε να είναι θυμωμένοι για τα πράγματα που δεν θέλουν και τους αποθαρρύναμε ως προς την ιδέα του συμβιβασμού. Ομως όλη η ουσία της πολιτικής είναι ο συμβιβασμός, είναι το να πείσεις τον κόσμο να παραιτηθεί από κάτι, για να πάρει κάτι ευρύτερα χρήσιμο και καλύτερο μακροπρόθεσμα. Αντ’ αυτού η αμερικανική πολιτική έχει μεταφερθεί σ’ ένα σημείο όπου προσπαθεί να πείσει τους ψηφοφόρους ότι μπορούν να έχουν ό,τι θέλουν ατομικά, όλη την ώρα. Κι έτσι, όταν τους ζητείται να παραιτηθούν από κάτι, έχουν κάθε λόγο να είναι θυμωμένοι».
Η διαδικασία εστίασης στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα εξελίχθηκε, αλλά βρήκε την αποτύπωσή της στους Τραμπ – Σάντερς.
«Ο Τραμπ, έχει εξουσιοδοτήσει τους υποστηρικτές του να ζητούν τα πράγματα που θέλουν και να αρνούνται οτιδήποτε δεν θέλουν, και μάλιστα να τα αρνούνται οργισμένα, μερικές φορές ακόμη και με βία. Ωστόσο, υπάρχει και η δημοκρατική πλευρά της εξίσωσης. Εως ένα βαθμό, και ο Μπέρνι Σάντερς έχει ενδώσει σε μια παρόμοια παρορμητικότητα. Εχει πείσει τους υποστηρικτές του ότι μπορούν να ζητούν μια αλλαγή που βασίζεται απλώς στην ατομική τους παρόρμηση, σαν να είναι αρκετό το να θέλεις και μόνο κάτι για να γίνει, χωρίς να χρειαστεί να περάσεις μέσα από τις περίπλοκες διαδικασίες της πολιτικής.
Θέλει να κυνηγήσει το 1%. Αυτός είναι ένας πολύ ενδιαφέρων σκοπός, γιατί γινόμαστε ξεκάθαρα μια πολύ άνιση κοινωνία, αλλά δεν είναι απλό, είναι μια πολύ περίπλοκη διαδικασία. Χρειάζεται να αρχίσεις μεταρρυθμίζοντας το πολιτικό σύστημα που έχει ενθαρρύνει την ανισότητα στη βάση. Χρειάζεται να βγάλεις τα χρήματα έξω από το σύστημα. Θέλω να πω ότι υπάρχουν τόσο πολλά βήματα κι εκείνος μερικές φορές παρουσιάζει την αλλαγή σαν να μπορούσε να συμβεί σχεδόν στιγμιαία. Και το κίνημα occupy είχε παρόμοια στοιχεία. Σύμφωνοι, οι πολιτικοί χρειάζεται να πείσουν και μέρος της πειθούς είναι να προτείνεις ότι “ναι, μπορείς να έχεις αυτό που θέλεις”, αλλά νομίζω ότι είναι πολύ επικίνδυνο να υποσχόμαστε γρήγορες και στιγμιαίες λύσεις».
Αν λειτουργούσαν πιο αποτελεσματικά τα Μέσα, ίσως το πρόβλημα να ήταν μικρότερο. Αλλά κι εκεί η παρόρμηση έχει πάρει τα ηνία.
«Εχω αρχίσει να πιστεύω τελευταία ότι ένα μεγάλο πρόβλημα με την δημοσιογραφία, με τους δημοσιογράφους και τα Μέσα είναι ότι οι δημοσιογράφοι, αντί να βγαίνουν έξω στον κόσμο να συνομιλούν και να βλέπουν τα πράγματα όπως είναι, βασίζονται στο διαδίκτυο και σ’ ένα-δύο τηλεφωνήματα που θα κάνουν, ξεχνώντας ότι, μόλις βγεις έξω, μιλήσεις με τους ανθρώπους και δοκιμάσεις τις θεωρίες σου, συνειδητοποιείς συχνά ότι οι ιδέες που πήρες απ’ το διαδίκτυο είναι εντελώς λάθος.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ένα εύγλωττο παράδειγμα αυτού του γεγονότος, καθώς η πολιτική τάξη στις ΗΠΑ χρειάστηκε ένα χρόνο για να πιστέψει ότι ο Τραμπ ήταν αληθινός. Τα Μέσα δεν μπορούσαν να το αποδεχτούν, γιατί δεν ταίριαζε σε καμία από τις θεωρίες που είχαν δημιουργήσει μέσα σ’ αυτές τις φούσκες τους που είχαν φτιάξει με το διαδίκτυο, με τους κοντινούς τους φίλους, τις ελίτ που διακινούσαν τις ίδιες πληροφορίες, τα ίδια δεδομένα, τις ίδιες έρευνες. Ετσι λοιπόν ήρθε ο Ντόναλντ Τραμπ και τους ήταν αδύνατο να δουν ότι ήταν ένα αληθινό φαινόμενο. Και μόνο όταν οι δημοσιογράφοι βγήκαν έξω, έσβησαν τα τηλέφωνά τους και μίλησαν με τους υποστηρικτές του Τραμπ, κατάλαβαν το γιατί».
Ο Ρόμπερτς χρησιμοποιεί τον όρο «ρωγμές στον καθρέφτη» για να εικονογραφήσει την εσωτερική αστάθεια της κοινωνίας της παρόρμησης και να την δει σαν μια αφορμή να επανεξετάσουμε τον τρόπο που ζούμε στη Δύση.
«Μας υπενθυμίζεται διαρκώς ότι δεν μπορούμε να έχουμε ό,τι θέλουμε αμέσως τώρα. Υπάρχουν μεγάλες ρωγμές, όπως η οικονομική κρίση ή, ακόμα καλύτερα, η στεγαστική φούσκα: η αγορά δίνει βραχυπρόθεσμη ικανοποίηση, αδιαφορώντας για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες, και μετά καταρρέει. Υπάρχει καλύτερη ένδειξη για το γεγονός ότι δεν είναι βιώσιμη η κοινωνία της παρόρμησης; Το θέμα είναι ότι επισκευάζει τον εαυτό της πολύ γρήγορα και μπορεί πολύ τάχιστα να προσφέρει εκ νέου βραχυπρόθεσμη ικανοποίηση, έτσι ώστε να μας δίνει την εντύπωση ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα. Ετσι στις ΗΠΑ η στεγαστική αγορά ξαναζεσταίνεται και αρχίζουμε να βλέπουμε τις ίδιες πρακτικές αναφορικά με το δανεισμό, που βλέπαμε πριν από την κατάρρευση. Δεν είναι τόσο άσχημα όσο τότε, αλλά για μία ακόμη φορά ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να πουν “παίρνω δάνειο πολλών ετών για να αγοράσω αυτοκίνητο».
Όμως τα δάνεια για τα αυτοκίνητα υποτίθεται ότι πρέπει να είναι διετή ή τριετή. Τώρα τα επεκτείνουμε όλο και περισσότερο στο χρόνο για να επιτρέπουμε στους ανθρώπους να αγοράζουν όλο και μεγαλύτερα αυτοκίνητα, εκμεταλλευόμενοι τις χαμηλές τιμές των καυσίμων. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι το αέριο δεν θα είναι φθηνό αενάως. Οι χιλιάδες καταναλωτές που είναι κλειδωμένοι μέσα σ’ αυτά τα τεράστια αυτοκίνητα είναι ένα σπουδαίο παράδειγμα παρορμητικής συμπεριφοράς που ανταποκρίνεται στις παρούσες συνθήκες, αλλά εθελοτυφλεί για τις πιθανότητες των μελλοντικών προβλημάτων».
Και το τελικό ερώτημα που προκύπτει είναι αν, μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι.
«Σε κάποιο βαθμό η οικονομική κρίση μας ξύπνησε απ’ το λήθαργο και μας υποχρέωσε να αναγνωρίσουμε τον κίνδυνο και το ρίσκο της βραχυπρόθεσμης σκέψης. Οι εκλογές επίσης μας υποχρεώνουν να ξυπνήσουμε απότομα. Στην Ευρώπη η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων έχει ταρακουνήσει το θεσμό του Τύπου και πολλούς ρεπόρτερ, που είχαν κλειδωθεί στις φούσκες τους και δεν πρόσεχαν τι γινόταν στον ευρύτερο κόσμο. Δυστυχώς, αυτό είναι το μοτίβο της ανθρώπινης ιστορίας και νομίζω ότι υπάρχει συνεχώς μια πίεση απ’ την κοινωνία της παρόρμησης να μας κοιμίσει ξανά. Η αληθινή κοινωνία, όμως, προσπαθεί συνεχώς να μας ξυπνήσει.
Θα θέλαμε να λύναμε ένα πρόβλημα μια για πάντα, αλλά η αλήθεια είναι ότι αδυνατούμε – κάποιες απ’ τις χειρότερες πρακτικές θα επανέρχονται ξανά και ξανά. Μπορούμε λοιπόν να λύσουμε τα προβλήματα μόνο προσωρινά, αλλά πιστεύω ότι σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές κάναμε καλύτερο ή χειρότερο έργο αφύπνισης. Νομίζω ότι είναι μία απ’ αυτές τις στιγμές που ο κόσμος αναγνωρίζει ότι κοιμόταν, ότι ήμασταν εστιασμένοι στον βραχύ ορίζοντα και στον εγωισμό. Τώρα είμαστε λίγο πιο πρόθυμοι να γίνουμε υπομονετικοί, να εστιάσουμε στον μακρύτερο ορίζοντα και στην πραγματικότητα και να δούμε τις διακινδυνεύσεις της κοινωνίας της παρόρμησης. Ναι, τώρα είμαι λίγο πιο αισιόδοξος, νιώθω πιο εμψυχωμένος».
Μαζί του, ελπίζω κι εμείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου