Εις τοιαύτα λοιπόν κατέληξε συμπεράσματα η έρευνά μου περί των παλαιών, ως προς τα οποία δεν ημπορεί κανείς να δώση πίστιν εις όλας τας υπαρχούσας παραδόσεις. Διότι οι ανθρώποι αποδέχονται εξ ίσου αβασανίστως όσα εξ ακοής μανθάνουν περί των παρελθόντων πραγμάτων, και όταν ακόμη αναφέρωνται εις την ιδικήν των χώραν. Ούτω, λόγου χάριν, οι περισσότεροι από τους Αθηναίους νομίζουν ότι ο Ίππαρχος ήτο πράγματι τύραννος, όταν εφονεύθη από τον Αρμόδιον και τον Αριστογείτονα, και αγνοούν ότι ο μεν Ιππίας, ως πρεσβύτερος των υιών του Πεσιστράτου, ήσκει την αρχήν, ενώ ο Ίππαρχος και ο Θεσσαλός ήσαν απλώς αδελφοί του, και ότι ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, υποπτεύσαντες κατ’ εκείνην την ημέραν και ακριβώς κατά την στιγμήν που επέκειτο η εκτέλεσις του σχεδίου των, ότι κάποιος από τους συνωμότας είχεν ειδοποιήσει τον Ιππίαν, παρήτησαν μεν αυτόν διά τούτο, θέλοντες όμως πριν συλληφθούν να κατορθώσουν κάτι άξιον λόγου, το οποίον να τους αποζημιώση διά τον κίνδυνον που διέτρεχαν, εφόνευσαν τον Ίππαρχον, τον οποίον συνήντησαν πλησίον του Λεωκορείου, ενώ διηυθέτει την Παναθηναϊκήν πομπήν. Υπάρχουν, άλλωστε, και άλλα πολλά γεγονότα, τα οποία δεν ελησμονήθησαν λόγω πολυκαιρίας, αλλ’ είναι σύγχρονα, ως προς τα οποία και οι άλλοι Έλληνες διατελούν εις πλάνην, ως λόγου χάριν, ότι οι βασιλείς της Σπάρτης δίδουν έκαστος όχι μίαν, αλλά δύο ψήφους, και ότι οι Λακεδαιμόνιοι έχουν εις τον στρατόν των τον Πιτανάτην λόχον, ο οποίος ουδέποτε πραγματικώς υπήρξε. Τόσον απρόθυμοι είναι οι περισσότεροι ανθρώποι να υποβάλλονται εις κόπον προς αναζήτησιν της αληθείας και τρέπονται μάλλον προς ό,τι ευρίσκουν έτοιμον.
Εν τούτοις, δεν θα επλανάτο κανείς, εάν επί τη βάσει των ανωτέρω τεκμηρίων έκρινεν ότι τα του παλαιού καιρού ήσαν κατά μεγάλην προσέγγισιν τοιαύτα, όπως τα εξέθεσα. Ούτε πρέπει να δώση μεγαλυτέραν πίστιν εις τας υπερβολάς της φαντασίας των ποιητών, ούτε εις τας διηγήσεις των χρονογράφων, τας οποίας ούτοι εσύνθεσαν μάλλον διά να ευχαριστήσουν τους ακροατάς των παρά διά να ειπούν την αλήθειαν. Αι διηγήσεις αυταί είναι ανεξέλεγκτοι και κατά το πλείστον περιήλθαν ένεκα της πολυκαιρίας εις την χώραν των μύθων, ώστε να καταστούν απίστευτοι. Προκειμένου, εν τούτοις, περί πραγμάτων τόσον παλαιών, πρέπει να θεωρήση κανείς ότι ταύτα εξηκριβώθησαν αποχρώντως, επί τη βάσει των πλέον αναμφισβήτητων τεκμηρίων. Και μολονότι οι άνθρωποι, εφόσον μεν διεξάγουν ένα πόλεμον, τον θεωρούν ως τον μέγιστον, ενώ όταν τελειώση θαυμάζουν περισσότερον τους παλαιούς, ο Πελοποννησιακός πόλεμος, διά τον κρίνοντα επί τη βάσει αυτών των γεγονότων, θέλει αποδειχθή ότι υπήρξε μεγαλύτερος από όλους τους προηγουμένους.
Και ως προς μεν τους λόγους, τους απαγγελθέντας από διαφόρους, είτε κατά τας παραμονάς του πολέμου, είτε κατά την διάρκειαν αυτού, η ακριβής απομνημόνευσις των λεχθέντων ήτο δύσκολος, ή μάλλον αδύνατος, και εις εμέ, δι’ όσους ο ίδιος ήκουσα, και εις τους άλλους, όσοι μου ανεκοίνωσαν αυτούς από τα διάφορα μέρη όπου τους ήκουσαν. Διά τούτο τους έγραψα όπως ενόμισα, ότι έκαστος των ρητόρων ηδύνατο να ομιλήση προσφορώτερον προς την εκάστοτε περίστασιν, προσηλούμενος συγχρόνως όσον το δυνατόν περισσότερον εις την γενικήν έννοιαν των πραγματικώς λεχθέντων. Τα γεγονότα, εξ άλλου, του πολέμου έκρινα καθήκον μου να γράψω, όχι λαμβάνων τας πληροφορίας μου από τον πρώτον τυχόντα, ούτε όπως τα εφανταζόμην, αλλ’ αφού υπέβαλα εις ακριβέστατον έλεγχον και εκείνα των οποίων υπήρξα αυτόπτης μάρτυς και όσα έμαθα από άλλους. Αλλ’ η εξακρίβωσίς των ήτο έργον δύσκολον, διότι οι αυτόπται μάρτυρες των διαφόρων γεγονότων δεν εξέθεταν τα ίδια πράγματα κατά τον ίδιον τρόπον, αλλ’ έκαστος αναλόγως της μνήμης του ή της ευνοίας, την οποίαν είχε προς τον ένα η τον άλλον αντίπαλον. Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορίαν μου ίσως την καταστήση ολιγώτερον τερπνήν ως ακρόαμα, θα μου είναι όμως αρκετόν, εάν το έργον μου κρίνουν ωφέλιμον όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψιν των γεγονότων, όσα έχουν ήδη λάβει χώραν, και εκείνων τα οποία κατά την ανθρωπίνην φύσιν μέλλουν να συμβούν περίπου όμοια. Διότι την ιστορίαν μου έγραψα ως θησαυρόν παντοτεινόν και όχι ως έργον προωρισμένον να υποβληθή εις διαγωνισμόν και ν’ αναγνωσθή εις επήκοον των πολλών, διά να λησμονηθή μετ’ ολίγον.
Σύγκρισις του Πελοποννησιακού πολέμου προς τους παλαιοτέρους
Σύγκρισις του Πελοποννησιακού πολέμου προς τους παλαιοτέρους
Η σπουδαιοτέρα πολεμική επιχείρησις των προηγουμένων χρόνων είναι ο Περσικός πόλεμος, και του πολέμου όμως αυτού η έκβασις απεφασίσθη ταχέως με δυο πεζομαχίας και δύο ναυμαχίας. Ενώ ο παρών πόλεμος παρετάθη εις μέγα μήκος και συνωδεύθη από τοιαύτας συμφοράς, ομοίας των οποίων δεν είχε γνωρίσει η Ελλάς εις ίσον διάστημα χρόνου. Ουδέποτε άλλοτε τωόντι τόσαι πόλεις εκυριεύθησαν και ηρημώθησαν, άλλαι μέν από βαρβάρους, άλλαι δε από τους ιδίους τους Έλληνας, που επολέμουν οι μεν κατά των δε. Μερικαί μάλιστα από τας πόλεις αυτάς μετά την άλωσίν των και κατοίκους μετέβαλαν. Ουδέποτε εξορίαι και φόνοι υπήρξαν συχνότεροι, από όσους συνέβησαν είτε ως άμεσος συνέπεια του πολέμου, είτε ως αποτέλεσμα των εμφυλίων σπαραγμών. Και έτσι αι διηγήσεις των παρελθόντων χρόνων, αι οποίαι μας περιήλθαν διά της παραδόσεως, αλλ’ εβεβαιούντο σπανίως από γεγονότα, έπαυσαν να είναι απίστευτοι. Διότι και σεισμοί έγιναν μεγάλης εκτάσεως και συγχρόνως εντάσεως ισχυρότατης, και εκλείψεις ηλίου συχνότεραι από τας μνημονευομένας εις το παρελθόν, και ξηρασίαι μεγάλαι εις μερικά μέρη, από τας οποίας προεκλήθησαν λιμοί, και τέλος και η λοιμώδης νόσος, η οποία επροξένησε μεγίστην βλάβην και κατέστρεψε σημαντικόν αριθμόν ανθρώπων. Διότι όλαι αυταί αι συμφοραί ενέσκηψαν συγχρόνως με τον παρόντα πόλεμον, ο οποίος ήρχισεν, αφού οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι διέρρηξαν την Τριακονταετή ειρήνην, την οποίαν είχαν συνομολογήσει μετά την άλωσιν της Ευβοίας. Και έγραψα πρώτον τας αίτιας και τας διαφοράς, ένεκα των οποίων διέρρηξαν την ειρήνην, ώστε να μη ευρέθη κανείς εις το μέλλον εις την ανάγκην να εξετάση διά ποίον λόγον οι Έλληνες περιεπλέχθησαν εις τόσον μεγάλον πόλεμον.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου