Ένα συχνό λοιπόν ζήτημα, που απασχολεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, είναι η έλλειψη λεξιλογίου στα παιδιά κάθε ηλικίας, που γίνεται πιο καίρια καθώς μεγαλώνουν.
Οι λόγοι είναι πολλοί και δεν θα σταθούμε σε αυτούς σήμερα. Θα μιλήσουμε κυρίως για την διαδικασία απόκτησης λεξιλογίου.
Πρέπει να τονιστεί όμως ότι, η εξοικείωση, η άσκηση, η πρακτική στη διαδικασία του λόγου γενικά, βελτιώνει τη δυνατότητα του ατόμου για πρόσληψη και ανάπτυξη του λεξιλογίου του. Όλοι μας μαθαίνουμε ευκολότερα εκείνα στα οποία είμαστε εκτεθειμένοι πιο συχνά. Μαθαίνουμε δια μέσου αυτών που ακούμε, βλέπουμε, νοιώθουμε, κάνουμε. Όσο εμπλέκουμε την καθημερινότητα μας με λόγο, προφορικό ή και γραπτό, τόσο μαθαίνουμε και διευρύνουμε το λόγο μας.
Αυτή η έκθεση, η εμπειρία, άμεση και έμμεση, μας διδάσκει.
Ιδιαίτερα βέβαια διδάσκει τα παιδιά.
Σε όλα εκείνα που γνωρίζουμε, πρέπει να βλέπουμε σχέσεις μεταξύ τους και έτσι να τα συνδέουμε με ποικίλους τρόπους και να τα οργανώνουμε στο μυαλό μας. Έτσι μαθαίνουμε.
Είναι σχεδόν απεριόριστος ο αριθμός των τρόπων που τα πράγματα μπορούν να συνδεθούν και να συσχετιστούν. Ας πούμε, δύο πράγματα μπορούν να συσχετισθούν ως όμοια ή παρόμοια ή ως αντίθετα. Μπορούν να συνδεθούν σύμφωνα με τη λειτουργία τους, τη θέση τους στο χώρο, το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα.
Τα παιδιά λοιπόν μαθαίνουν καινούργιες πληροφορίες συνδέοντάς τις με άλλες παλιές, που ήδη γνωρίζουν. Επίσης, μαθαίνουν αναγνωρίζοντας καινούργιες σχέσεις σε ήδη παλιές γνώσεις.
Με τέτοιο τρόπο φτιάχνουν και οργανώνουν και το λεξιλόγιο τους. Έτσι, οργανώνουν επίσης τη χρήση του για επικοινωνία.
Για να μπορεί ένα παιδί να αξιοποιήσει άνετα τη χρήση του λεξιλογίου, πρέπει να μπορεί εύκολα και ταξινομημένα να βλέπει τις σχέσεις μεταξύ λέξεων και εννοιών.
Οι γονείς πρέπει να προσφέρουν τις κατάλληλες εμπειρίες στο παιδί τους και να το ενθαρρύνουν να βλέπει τις σωστές συσχετίσεις. Πρέπει να δίνουν παραδείγματα και να βοηθούν τις ανάγκες που έχει η σκέψη του παιδιού τους.
Η μνήμη εξαρτάται σ’ ένα μεγάλο βαθμό από τις σχέσεις και συσχετίσεις των πραγμάτων. Η πληροφορία έρχεται σ’ εμάς, μένει για δευτερόλεπτα στο νου μας και πρέπει γρήγορα να κάνουμε τις κατάλληλες διεργασίες, αν μας ενδιαφέρει, ώστε τελικά η πληροφορία να μπορέσει κατόπιν να παραμείνει στη μνήμη μας για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ακούμε έναν αριθμό τηλεφώνου και τον θυμόμαστε μέχρι να τον πάρουμε ίσως. Κατόπιν, αν δεν τον συσχετίσουμε με κάτι που ήδη γνωρίζουμε, αν δεν του βρούμε συσχετίσεις κατάλληλες, τότε, ευθύς, θα τον ξεχάσουμε.
Ξεκινάμε να θυμηθούμε κάτι και αυτό, στο μυαλό μας, φέρνει κάτι άλλο. Όλα τα καινούργια και όλα τα παλιά μοιάζουν να ‘ναι αλυσιδωτά δεμένα.
Έτσι βρίσκουμε και τις αιτίες των πραγμάτων, καθώς επίσης ενώνονται και αυτές αλυσιδωτά. Τα «γιατί» και «επειδή» είναι κρίκοι αλυσίδας που ενώνουν καινούργιες πληροφορίες με παλιές. Ενώνουν τα πράγματα με τις αιτίες τους.
Εάν οι συσχετισμοί των πληροφοριών, οι διεργασίες αποθήκευσης στη μνήμη και ανάκλησης απ’ αυτήν για κάποιους λόγους δεν λειτουργούν όπως πρέπει, τότε, η μάθηση του καινούργιου γίνεται ιδιαίτερα δύσκολη. Επίσης, τα γεγονότα παρουσιάζονται αποσπασματικά, χωρίς αιτίες, χωρίς να ανήκουν σε κατηγορίες και οικογένειες λέξεων / εννοιών.
Είναι πιθανό, τα ονόματα των πραγμάτων να αποτυπώνονται στη μνήμη και να ανακαλούνται από τη μνήμη δύσκολα. Αν αυτό συμβαίνει συχνά, ίσως είναι δείγμα ενός προβλήματος γνωστού ως «ανομία». Π.χ. «Θέλω το αυτό που είναι μέσα στο έτσι, πως το λένε το τέτοιο...». Λόγος κενός, συχνά γεμάτος με νεολογισμούς (χρησιμοποίηση άγνωστων, καινούργιων λέξεων στη θέση των πραγμάτων).
Συχνά οι καταστάσεις αυτές ακολουθούν και συνοδεύουν την αφασία μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Οι λόγοι είναι πολλοί και δεν θα σταθούμε σε αυτούς σήμερα. Θα μιλήσουμε κυρίως για την διαδικασία απόκτησης λεξιλογίου.
Πρέπει να τονιστεί όμως ότι, η εξοικείωση, η άσκηση, η πρακτική στη διαδικασία του λόγου γενικά, βελτιώνει τη δυνατότητα του ατόμου για πρόσληψη και ανάπτυξη του λεξιλογίου του. Όλοι μας μαθαίνουμε ευκολότερα εκείνα στα οποία είμαστε εκτεθειμένοι πιο συχνά. Μαθαίνουμε δια μέσου αυτών που ακούμε, βλέπουμε, νοιώθουμε, κάνουμε. Όσο εμπλέκουμε την καθημερινότητα μας με λόγο, προφορικό ή και γραπτό, τόσο μαθαίνουμε και διευρύνουμε το λόγο μας.
Αυτή η έκθεση, η εμπειρία, άμεση και έμμεση, μας διδάσκει.
Ιδιαίτερα βέβαια διδάσκει τα παιδιά.
Σε όλα εκείνα που γνωρίζουμε, πρέπει να βλέπουμε σχέσεις μεταξύ τους και έτσι να τα συνδέουμε με ποικίλους τρόπους και να τα οργανώνουμε στο μυαλό μας. Έτσι μαθαίνουμε.
Είναι σχεδόν απεριόριστος ο αριθμός των τρόπων που τα πράγματα μπορούν να συνδεθούν και να συσχετιστούν. Ας πούμε, δύο πράγματα μπορούν να συσχετισθούν ως όμοια ή παρόμοια ή ως αντίθετα. Μπορούν να συνδεθούν σύμφωνα με τη λειτουργία τους, τη θέση τους στο χώρο, το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα.
Τα παιδιά λοιπόν μαθαίνουν καινούργιες πληροφορίες συνδέοντάς τις με άλλες παλιές, που ήδη γνωρίζουν. Επίσης, μαθαίνουν αναγνωρίζοντας καινούργιες σχέσεις σε ήδη παλιές γνώσεις.
Με τέτοιο τρόπο φτιάχνουν και οργανώνουν και το λεξιλόγιο τους. Έτσι, οργανώνουν επίσης τη χρήση του για επικοινωνία.
Για να μπορεί ένα παιδί να αξιοποιήσει άνετα τη χρήση του λεξιλογίου, πρέπει να μπορεί εύκολα και ταξινομημένα να βλέπει τις σχέσεις μεταξύ λέξεων και εννοιών.
Οι γονείς πρέπει να προσφέρουν τις κατάλληλες εμπειρίες στο παιδί τους και να το ενθαρρύνουν να βλέπει τις σωστές συσχετίσεις. Πρέπει να δίνουν παραδείγματα και να βοηθούν τις ανάγκες που έχει η σκέψη του παιδιού τους.
Η μνήμη εξαρτάται σ’ ένα μεγάλο βαθμό από τις σχέσεις και συσχετίσεις των πραγμάτων. Η πληροφορία έρχεται σ’ εμάς, μένει για δευτερόλεπτα στο νου μας και πρέπει γρήγορα να κάνουμε τις κατάλληλες διεργασίες, αν μας ενδιαφέρει, ώστε τελικά η πληροφορία να μπορέσει κατόπιν να παραμείνει στη μνήμη μας για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ακούμε έναν αριθμό τηλεφώνου και τον θυμόμαστε μέχρι να τον πάρουμε ίσως. Κατόπιν, αν δεν τον συσχετίσουμε με κάτι που ήδη γνωρίζουμε, αν δεν του βρούμε συσχετίσεις κατάλληλες, τότε, ευθύς, θα τον ξεχάσουμε.
Ξεκινάμε να θυμηθούμε κάτι και αυτό, στο μυαλό μας, φέρνει κάτι άλλο. Όλα τα καινούργια και όλα τα παλιά μοιάζουν να ‘ναι αλυσιδωτά δεμένα.
Έτσι βρίσκουμε και τις αιτίες των πραγμάτων, καθώς επίσης ενώνονται και αυτές αλυσιδωτά. Τα «γιατί» και «επειδή» είναι κρίκοι αλυσίδας που ενώνουν καινούργιες πληροφορίες με παλιές. Ενώνουν τα πράγματα με τις αιτίες τους.
Εάν οι συσχετισμοί των πληροφοριών, οι διεργασίες αποθήκευσης στη μνήμη και ανάκλησης απ’ αυτήν για κάποιους λόγους δεν λειτουργούν όπως πρέπει, τότε, η μάθηση του καινούργιου γίνεται ιδιαίτερα δύσκολη. Επίσης, τα γεγονότα παρουσιάζονται αποσπασματικά, χωρίς αιτίες, χωρίς να ανήκουν σε κατηγορίες και οικογένειες λέξεων / εννοιών.
Είναι πιθανό, τα ονόματα των πραγμάτων να αποτυπώνονται στη μνήμη και να ανακαλούνται από τη μνήμη δύσκολα. Αν αυτό συμβαίνει συχνά, ίσως είναι δείγμα ενός προβλήματος γνωστού ως «ανομία». Π.χ. «Θέλω το αυτό που είναι μέσα στο έτσι, πως το λένε το τέτοιο...». Λόγος κενός, συχνά γεμάτος με νεολογισμούς (χρησιμοποίηση άγνωστων, καινούργιων λέξεων στη θέση των πραγμάτων).
Συχνά οι καταστάσεις αυτές ακολουθούν και συνοδεύουν την αφασία μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Άλλες φορές, μικρά παιδιά, συχνά φαινομενικά χωρίς προβλήματα, έχουν τέτοιες δυσκολίες, μικρότερου ή μεγαλύτερου βαθμού.
Όσο αποφεύγουμε την χρήση νέων λέξεων, τόσο μειώνεται η ικανότητα μας να το κατακτήσουμε. Η σταθερή εξάσκηση πρόσληψης λέξεων και εξάσκησης της μνήμης μας βελτιώνει στην κατεύθυνση αυτή και ακονίζει την ταχύτητα και ακρίβεια της επικοινωνίας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου