Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Αρχαία Ελληνική Γραμματεία: ΗΣΙΟΔΟΣ - Ἀσπὶς Ἡρακλέους (197-227)

Ἐν δὲ Διὸς θυγάτηρ ἀγελείη Τριτογένεια,
τῇ ἰκέλη ὡς εἴ τε μάχην ἐθέλουσα κορύσσειν,
ἔγχος ἔχουσ᾽ ἐν χειρὶ † χρυσέην τε τρυφάλειαν
200 αἰγίδα τ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοις· ἐπὶ δ᾽ ᾤχετο φύλοπιν αἰνήν.
Ἐν δ᾽ ἦν ἀθανάτων ἱερὸς χορός· ἐν δ᾽ ἄρα μέσσῳ
ἱμερόεν κιθάριζε Διὸς καὶ Λητοῦς υἱὸς
χρυσείῃ φόρμιγγι· [θεῶν δ᾽ ἕδος ἁγνὸς Ὄλυμπος·
ἐν δ᾽ ἀγορή, περὶ δ᾽ ὄλβος ἀπείριτος ἐστεφάνωτο
205 ἀθανάτων ἐν ἀγῶνι·] θεαὶ δ᾽ ἐξῆρχον ἀοιδῆς
Μοῦσαι Πιερίδες, λιγὺ μελπομένῃς ἐικυῖαι.
Ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος ἀμαιμακέτοιο θαλάσσης
κυκλοτερὴς ἐτέτυκτο πανέφθου κασσιτέροιο
κλυζομένῳ ἴκελος· [πολλοί γε μὲν ἂμ μέσον αὐτοῦ
210 δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον ἰχθυάοντες
νηχομένοις ἴκελοι·] δοιὼ δ᾽ ἀναφυσιόωντες
ἀργύρεοι δελφῖνες ἐφοίβεον ἔλλοπας ἰχθῦς.
τῶν δ᾽ ὕπο χάλκειοι τρέον ἰχθύες· αὐτὰρ ἐπ᾽ ἀκτῆς
ἧστο ἀνὴρ ἁλιεὺς δεδοκημένος, εἶχε δὲ χερσὶν
215 ἰχθύσιν ἀμφίβληστρον ἀπορρίψοντι ἐοικώς.
Ἐν δ᾽ ἦν ἠυκόμου Δανάης τέκος, ἱππότα Περσεύς,
οὔτ᾽ ἄρ᾽ ἐπιψαύων σάκεος ποσὶν οὔθ᾽ ἑκὰς αὐτοῦ,
θαῦμα μέγα φράσσασθ᾽, ἐπεὶ οὐδαμῇ ἐστήρικτο.
τὼς γάρ μιν παλάμαις τεῦξεν κλυτὸς Ἀμφιγυήεις,
220 χρύσεον· ἀμφὶ δὲ ποσσὶν ἔχεν πτερόεντα πέδιλα·
ὤμοισιν δέ μιν ἀμφὶ μελάνδετον ἆορ ἔκειτο
χαλκέου ἐκ τελαμῶνος· ὃ δ᾽ ὥς τε νόημ᾽ ἐποτᾶτο·
πᾶν δὲ μετάφρενον εἶχε κάρη δεινοῖο πελώρου,
Γοργοῦς· ἀμφὶ δέ μιν κίβισις θέε, θαῦμα ἰδέσθαι,
225 ἀργυρέη· θύσανοι δὲ κατῃωρεῦντο φαεινοὶ
χρύσειοι· δεινὴ δὲ περὶ κροτάφοισι ἄνακτος
κεῖτ᾽ Ἄιδος κυνέη νυκτὸς ζόφον αἰνὸν ἔχουσα.

***
Ήταν εκεί και του Δία η κόρη που το στρατό οδηγάει, η Τριτογένεια,
όμοια σαν να ᾽θελε να ξεσηκώσει μάχη.
Δόρυ στο χέρι κράταγε και περικεφαλαία φόραγε χρυσή
200 και την αιγίδα της στους ώμους γύρω. Μες στη σκληρή τη μάχη πορευόταν.
Ήταν εκεί και ιερός χορός των αθανάτων. Στη μέση
εράσμια κιθάριζε του Δία ο γιος και της Λητώς
με τη χρυσή τη φόρμιγγα. [Και των θεών η έδρα ήταν κει, ο άγιος Όλυμπος.
Εκεί και η συνέλευσή τους, κι ολόγυρα ωσάν στεφάνι κύκλωνε
χαρά ατέλειωτη των αθανάτων τη συγκέντρωση.] Και στο τραγούδι αρχή
οι θεές, οι Πιερίδες Μούσες, κάνανε και μοιάζανε να τραγουδούν γλυκά.
Μα και λιμάνι μ᾽ όρμους καλούς ήτανε σκαλισμένο εκεί
σε θάλασσα ακατάβλητη, κυκλικό, από κασσίτερο ολοκάθαρο,
ίδιο σαν να τρικύμιζε. [Πλήθος δελφίνια μέσα του
210 τρέχαν εδώ κι εκεί να πιάσουν ψάρια,
ίδια σαν να κολύμπαγαν.] Δύο δελφίνια αργυρά
αναφυσώντας άλαλα ψάρια τάραζαν.
Και από κάτω τους ψάρια χαλκά τρέπονταν σε φυγή. Μα στις ακτές
καθότανε ψαράς και παραμόνευε: είχε στα χέρια
δίχτυ για ψάρια κι έμοιαζε να το ρίξει έτοιμος.
Ήταν εκεί και της καλλίκομης Δανάης ο γιος, ο ιππότης ο Περσέας,
κι ούτε ακουμπούσε την ασπίδα με τα πόδια του, ούτε και μακριά της ήταν,
μα θαύμα μέγα να το στοχαστείς: εκείνος πουθενά δε στηριζόταν!
Αφού έτσι τον έφτιαξε αυτόν με τις παλάμες του ο ξακουστός Χωλός,
220 χρυσό. Κι είχε στα πόδια του ολόγυρα πέδιλα φτερωτά.
Ξίφος σε μαύρη θήκη στους ώμους του κρεμότανε
με τελαμώνα χάλκινο. Κι εκείνος όπως η σκέψη πέταγε.
Κι όλη την πλάτη του την κάλυπτε τέρατος φοβερού η κεφαλή:
ήτανε της Γοργώς. Μες σε ταγάρι αργυρό ήτανε τυλιγμένο, πράγμα θαυμάσιο
να το βλέπεις. Κρόσσια τού κρέμονταν λαμπρά, χρυσά.
Και φοβερή στου βασιλιά τούς κρόταφους ολόγυρα
του Άδη βρισκόταν η καλύπτρα με το φρικτό της νύχτας ζόφο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου