ΧΟ. χαῖρ᾽, ὦ πασῶν ἀνδρειοτάτη· δεῖ δὴ νυνί σε γενέσθαι
δεινὴν ‹μαλακήν,› ἀγαθὴν φαύλην, σεμνὴν ἀγανήν, πολύπειρον·
1110 ὡς οἱ πρῶτοι τῶν Ἑλλήνων τῇ σῇ ληφθέντες ἴυγγι
συνεχώρησάν σοι καὶ κοινῇ τἀγκλήματα πάντ᾽ ἐπέτρεψαν.
ΛΥ. ἀλλ᾽ οὐχὶ χαλεπὸν τοὔργον, εἰ λάβοι γέ τις
ὀργῶντας ἀλλήλων τε μὴ ᾽κπειρωμένους.
τάχα δ᾽ εἴσομαι ᾽γώ. ποῦ ᾽στιν ἡ Διαλλαγή;
1115 πρόσαγε λαβοῦσα πρῶτα τοὺς Λακωνικούς,
καὶ μὴ χαλεπῇ τῇ χειρὶ μηδ᾽ αὐθαδικῇ,
μηδ᾽ ὥσπερ ἡμῶν ἄνδρες ἀμαθῶς τοῦτ᾽ ἔδρων,
ἀλλ᾽ ὡς γυναῖκας εἰκός, οἰκείως πάνυ.
ἢν μὴ διδῷ τὴν χεῖρα, τῆς σάθης ἄγε.
1120 ἴθι καὶ σὺ τούτους τοὺς Ἀθηναίους ἄγε·
οὗ δ᾽ ἂν διδῶσι, πρόσαγε τούτου λαβομένη.
ἄνδρες Λάκωνες, στῆτε παρ᾽ ἐμὲ πλησίον,
ἐνθένδε δ᾽ ὑμεῖς, καὶ λόγων ἀκούσατε.
ἐγὼ γυνὴ μέν εἰμι, νοῦς δ᾽ ἔνεστί μοι.
1125 αὐτὴ δ᾽ ἐμαυτῆς οὐ κακῶς γνώμης ἔχω,
τοὺς δ᾽ ἐκ πατρός τε καὶ γεραιτέρων λόγους
πολλοὺς ἀκούσασ᾽ οὐ μεμούσωμαι κακῶς.
λαβοῦσα δ᾽ ὑμᾶς λοιδορῆσαι βούλομαι
κοινῇ δικαίως, οἳ μιᾶς ἐκ χέρνιβος
1130 βωμοὺς περιρραίνοντες ὥσπερ ξυγγενεῖς
Ὀλυμπίασιν, ἐν Πύλαις, Πυθοῖ—πόσους
εἴποιμ᾽ ἂν ἄλλους, εἴ με μηκύνειν δέοι; —
ἐχθρῶν παρόντων βαρβάρῳ στρατεύματι
Ἕλληνας ἄνδρας καὶ πόλεις ἀπόλλυτε.
1135 εἷς μὲν λόγος μοι δεῦρ᾽ ἀεὶ περαίνεται.
ΠΡΥ. ἐγὼ δ᾽ ἀπόλλυμαί γ᾽ ἀπεψωλημένος.
ΛΥ. εἶτ᾽, ὦ Λάκωνες, πρὸς γὰρ ὑμᾶς τρέψομαι,
οὐκ ἴσθ᾽ ὅτ᾽ ἐλθὼν δεῦρο Περικλείδας ποτὲ
ὁ Λάκων Ἀθηναίων ἱκέτης καθέζετο
1140 ἐπὶ τοῖσι βωμοῖς ὠχρὸς ἐν φοινικίδι
στρατιὰν προσαιτῶν; ἡ δὲ Μεσσήνη τότε
ὑμῖν ἐπέκειτο χὠ θεὸς σείων ἅμα.
ἐλθὼν δὲ σὺν ὁπλίταισι τετρακισχιλίοις
Κίμων ὅλην ἔσωσε τὴν Λακεδαίμονα.
1145 ταυτὶ παθόντες τῶν Ἀθηναίων ὕπο
δῃοῦτε χώραν, ἧς ὑπ᾽ εὖ πεπόνθατε;
***
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Γεια χαρά σου, αντρογύναικο, δείξου μας τώρα
φοβερή και γλυκούλα, καλή και κακιά,
σοβαρή και γαλίφα και σ᾽ όλα μπασμένη!
1110 Των Ελλήνων οι πρώτοι από Σε μαγεμένοι,
παραδώσαν την τύχη τους στ᾽ άξια σου χέρια.
ΛΥΣ. Εύκολο πράμ᾽, αφού βαστάτε ως τώρα
και δεν πέσατε, μ᾽ όλην την καΐλα σας,
ένας πάνου στον άλλονε. Κοιτάχτε!
Έλα δω, Διαλλαγή!
(Το μηχάνημα κατεβάζει μια μισόγυμνη κοπέλα)
Φέρε μου πρώτα
τους Μοραΐτες. Μ᾽ απαλό χεράκι
κι όχι με τ᾽ άγριο να τους πιάσεις, όπως
μας πιάνουν οι απελέκητοί μας άντρες·
μα σαν γυναίκες, τρυφερά, καλόβολα.
Κι αν αρνιούνται το χέρι, άρπα τ᾽ αβγά τους.
(Η Διαλλαγή φέρνει τους Μοραΐτες)
1120 Τράβα τώρα τους Αθηναίους να φέρεις.
Κι αν αρνηθούνε, πιάσ᾽ τους από κείνο.
(Φέρνει τους Αθηναίους)
Σταθείτ᾽ εδώ στο πλάι μου, Μοραΐτες,
και σεις απ᾽ τ᾽ άλλο μέρος μου, Αθηναίοι.
Κι ακούστε τί θα πω. Γυναίκ᾽ αν είμαι,
έχω μυαλό δω μέσα και ποτέ μου
έξω δεν πέφτω. Τα ᾽χω ξεσκολίσει
τα λόγια των παλιών και του πατέρα μου.
Και τώρα μαζικά και με το δίκιο μου
θα σας τα ψάλω. Μια γενιά ᾽μαστε όλοι
κι απ᾽ το ίδιο αγιασματάρι όλοι ραντίζουμε
1130 τους βωμούς των θεών στην Ολυμπία,
στις Θερμοπύλες, στους Δελφούς και σ᾽ άλλα
μέρη πολλά (τί να τα λέω; Δεν έχω
καιρό). Κι ενώ στρατός εχθρών βαρβάρων
μας ζώνει, Έλληνες άντρες, πολιτείες
ελληνικές χαλάτε και τ᾽ αδέρφια σας…
Του λόγου μου το πρώτο μέρος τέλειωσε.
ΠΡΥ. (Τρώγοντας με τα μάτια του τη Διαλλαγή)
Κι εμέν᾽ αυτή με χάλασε και μ᾽ άναψε.
ΛΥΣ. Και τώρα εσάς θα πιάσω, Μοραΐτες.
Ξεχνάτε που μας ήρθ᾽ έναν καιρό
ο Περικλείδας απ᾽ τη Σπάρτη ικέτης
των Αθηναίων κι απ᾽ τους βωμούς μας πιάστηκε
1140 κιτρινιάρης, με κόκκινη χλαμύδα,
και ζήταγε στρατό. Η Μεσσήνη τότες
σας έσφιγγε κι ο Θεός σειούσε τη χώρα σας.
Τότε ο Κίμων με τέσσαρες χιλιάδες
κατέβη και σας γλίτωσε. Και τώρα
αντίς για ευχαριστώ, την ευεργέτισσα
τη χώρα μας αχάριστα χαλάτε.
δεινὴν ‹μαλακήν,› ἀγαθὴν φαύλην, σεμνὴν ἀγανήν, πολύπειρον·
1110 ὡς οἱ πρῶτοι τῶν Ἑλλήνων τῇ σῇ ληφθέντες ἴυγγι
συνεχώρησάν σοι καὶ κοινῇ τἀγκλήματα πάντ᾽ ἐπέτρεψαν.
ΛΥ. ἀλλ᾽ οὐχὶ χαλεπὸν τοὔργον, εἰ λάβοι γέ τις
ὀργῶντας ἀλλήλων τε μὴ ᾽κπειρωμένους.
τάχα δ᾽ εἴσομαι ᾽γώ. ποῦ ᾽στιν ἡ Διαλλαγή;
1115 πρόσαγε λαβοῦσα πρῶτα τοὺς Λακωνικούς,
καὶ μὴ χαλεπῇ τῇ χειρὶ μηδ᾽ αὐθαδικῇ,
μηδ᾽ ὥσπερ ἡμῶν ἄνδρες ἀμαθῶς τοῦτ᾽ ἔδρων,
ἀλλ᾽ ὡς γυναῖκας εἰκός, οἰκείως πάνυ.
ἢν μὴ διδῷ τὴν χεῖρα, τῆς σάθης ἄγε.
1120 ἴθι καὶ σὺ τούτους τοὺς Ἀθηναίους ἄγε·
οὗ δ᾽ ἂν διδῶσι, πρόσαγε τούτου λαβομένη.
ἄνδρες Λάκωνες, στῆτε παρ᾽ ἐμὲ πλησίον,
ἐνθένδε δ᾽ ὑμεῖς, καὶ λόγων ἀκούσατε.
ἐγὼ γυνὴ μέν εἰμι, νοῦς δ᾽ ἔνεστί μοι.
1125 αὐτὴ δ᾽ ἐμαυτῆς οὐ κακῶς γνώμης ἔχω,
τοὺς δ᾽ ἐκ πατρός τε καὶ γεραιτέρων λόγους
πολλοὺς ἀκούσασ᾽ οὐ μεμούσωμαι κακῶς.
λαβοῦσα δ᾽ ὑμᾶς λοιδορῆσαι βούλομαι
κοινῇ δικαίως, οἳ μιᾶς ἐκ χέρνιβος
1130 βωμοὺς περιρραίνοντες ὥσπερ ξυγγενεῖς
Ὀλυμπίασιν, ἐν Πύλαις, Πυθοῖ—πόσους
εἴποιμ᾽ ἂν ἄλλους, εἴ με μηκύνειν δέοι; —
ἐχθρῶν παρόντων βαρβάρῳ στρατεύματι
Ἕλληνας ἄνδρας καὶ πόλεις ἀπόλλυτε.
1135 εἷς μὲν λόγος μοι δεῦρ᾽ ἀεὶ περαίνεται.
ΠΡΥ. ἐγὼ δ᾽ ἀπόλλυμαί γ᾽ ἀπεψωλημένος.
ΛΥ. εἶτ᾽, ὦ Λάκωνες, πρὸς γὰρ ὑμᾶς τρέψομαι,
οὐκ ἴσθ᾽ ὅτ᾽ ἐλθὼν δεῦρο Περικλείδας ποτὲ
ὁ Λάκων Ἀθηναίων ἱκέτης καθέζετο
1140 ἐπὶ τοῖσι βωμοῖς ὠχρὸς ἐν φοινικίδι
στρατιὰν προσαιτῶν; ἡ δὲ Μεσσήνη τότε
ὑμῖν ἐπέκειτο χὠ θεὸς σείων ἅμα.
ἐλθὼν δὲ σὺν ὁπλίταισι τετρακισχιλίοις
Κίμων ὅλην ἔσωσε τὴν Λακεδαίμονα.
1145 ταυτὶ παθόντες τῶν Ἀθηναίων ὕπο
δῃοῦτε χώραν, ἧς ὑπ᾽ εὖ πεπόνθατε;
***
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Γεια χαρά σου, αντρογύναικο, δείξου μας τώρα
φοβερή και γλυκούλα, καλή και κακιά,
σοβαρή και γαλίφα και σ᾽ όλα μπασμένη!
1110 Των Ελλήνων οι πρώτοι από Σε μαγεμένοι,
παραδώσαν την τύχη τους στ᾽ άξια σου χέρια.
ΛΥΣ. Εύκολο πράμ᾽, αφού βαστάτε ως τώρα
και δεν πέσατε, μ᾽ όλην την καΐλα σας,
ένας πάνου στον άλλονε. Κοιτάχτε!
Έλα δω, Διαλλαγή!
(Το μηχάνημα κατεβάζει μια μισόγυμνη κοπέλα)
Φέρε μου πρώτα
τους Μοραΐτες. Μ᾽ απαλό χεράκι
κι όχι με τ᾽ άγριο να τους πιάσεις, όπως
μας πιάνουν οι απελέκητοί μας άντρες·
μα σαν γυναίκες, τρυφερά, καλόβολα.
Κι αν αρνιούνται το χέρι, άρπα τ᾽ αβγά τους.
(Η Διαλλαγή φέρνει τους Μοραΐτες)
1120 Τράβα τώρα τους Αθηναίους να φέρεις.
Κι αν αρνηθούνε, πιάσ᾽ τους από κείνο.
(Φέρνει τους Αθηναίους)
Σταθείτ᾽ εδώ στο πλάι μου, Μοραΐτες,
και σεις απ᾽ τ᾽ άλλο μέρος μου, Αθηναίοι.
Κι ακούστε τί θα πω. Γυναίκ᾽ αν είμαι,
έχω μυαλό δω μέσα και ποτέ μου
έξω δεν πέφτω. Τα ᾽χω ξεσκολίσει
τα λόγια των παλιών και του πατέρα μου.
Και τώρα μαζικά και με το δίκιο μου
θα σας τα ψάλω. Μια γενιά ᾽μαστε όλοι
κι απ᾽ το ίδιο αγιασματάρι όλοι ραντίζουμε
1130 τους βωμούς των θεών στην Ολυμπία,
στις Θερμοπύλες, στους Δελφούς και σ᾽ άλλα
μέρη πολλά (τί να τα λέω; Δεν έχω
καιρό). Κι ενώ στρατός εχθρών βαρβάρων
μας ζώνει, Έλληνες άντρες, πολιτείες
ελληνικές χαλάτε και τ᾽ αδέρφια σας…
Του λόγου μου το πρώτο μέρος τέλειωσε.
ΠΡΥ. (Τρώγοντας με τα μάτια του τη Διαλλαγή)
Κι εμέν᾽ αυτή με χάλασε και μ᾽ άναψε.
ΛΥΣ. Και τώρα εσάς θα πιάσω, Μοραΐτες.
Ξεχνάτε που μας ήρθ᾽ έναν καιρό
ο Περικλείδας απ᾽ τη Σπάρτη ικέτης
των Αθηναίων κι απ᾽ τους βωμούς μας πιάστηκε
1140 κιτρινιάρης, με κόκκινη χλαμύδα,
και ζήταγε στρατό. Η Μεσσήνη τότες
σας έσφιγγε κι ο Θεός σειούσε τη χώρα σας.
Τότε ο Κίμων με τέσσαρες χιλιάδες
κατέβη και σας γλίτωσε. Και τώρα
αντίς για ευχαριστώ, την ευεργέτισσα
τη χώρα μας αχάριστα χαλάτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου