αὐτὰρ ἐπεὶ δόλον αἰπὺν ἀμήχανον ἐξετέλεσσεν,
εἰς Ἐπιμηθέα πέμπε πατὴρ κλυτὸν Ἀργειφόντην
85 δῶρον ἄγοντα, θεῶν ταχὺν ἄγγελον· οὐδ᾽ Ἐπιμηθεὺς
ἐφράσαθ᾽, ὥς οἱ ἔειπε Προμηθεὺς μή ποτε δῶρον
δέξασθαι πὰρ Ζηνὸς Ὀλυμπίου, ἀλλ᾽ ἀποπέμπειν
ἐξοπίσω, μή πού τι κακὸν θνητοῖσι γένηται·
αὐτὰρ ὃ δεξάμενος, ὅτε δὴ κακὸν εἶχ᾽, ἐνόησε.
90 Πρὶν μὲν γὰρ ζώεσκον ἐπὶ χθονὶ φῦλ᾽ ἀνθρώπων
νόσφιν ἄτερ τε κακῶν καὶ ἄτερ χαλεποῖο πόνοιο
νούσων τ᾽ ἀργαλέων αἵ τ᾽ ἀνδράσι κῆρας ἔδωκαν.
[αἶψα γὰρ ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν.]
ἀλλὰ γυνὴ χείρεσσι πίθου μέγα πῶμ᾽ ἀφελοῦσα
95 ἐσκέδασ᾽, ἀνθρώποισι δ᾽ ἐμήσατο κήδεα λυγρά.
μούνη δ᾽ αὐτόθι Ἐλπὶς ἐν ἀρρήκτοισι δόμοισιν
ἔνδον ἔμεινε πίθου ὑπὸ χείλεσιν, οὐδὲ θύραζε
ἐξέπτη· πρόσθεν γὰρ ἐπέμβαλε πῶμα πίθοιο
αἰγιόχου βουλῇσι Διὸς νεφεληγερέταο.
100 ἄλλα δὲ μυρία λυγρὰ κατ᾽ ἀνθρώπους ἀλάληται·
πλείη μὲν γὰρ γαῖα κακῶν, πλείη δὲ θάλασσα·
νοῦσοι δ᾽ ἀνθρώποισιν ἐφ᾽ ἡμέρῃ, αἳ δ᾽ ἐπὶ νυκτὶ
αὐτόμαται φοιτῶσι κακὰ θνητοῖσι φέρουσαι
σιγῇ, ἐπεὶ φωνὴν ἐξείλετο μητίετα Ζεύς.
105 οὕτως οὔ τί πη ἔστι Διὸς νόον ἐξαλέασθαι.
***
Κι αφού συμπλήρωσε το φοβερό το δόλο τον ακαταμάχητο,
έστειλε ο Πατέρας στον Επιμηθέα τον ξακουστό φονιά του Άργου
με το δώρο, τον ταχύ αγγελιαφόρο των θεών. Κι ο Επιμηθέας
δε συλλογίστηκε πως του ᾽πε ο Προμηθέας δώρο ποτέ
να μη δεχτεί από τον Ολύμπιο Δία, μα να το αποπέμψει
πίσω, μην τύχει και συμβεί κάποιο κακό για τους θνητούς.
Όμως το δέχτηκε και, όταν πια τον βρήκε η συμφορά, τότε κατάλαβε.
90 Ζούσανε πριν πάνω στη γη τα γένη των ανθρώπων
δίχως συμφορές, δίχως τους κόπους τούς σκληρούς,
και δίχως τις βαριές αρρώστιες που ᾽δωσαν στους ανθρώπους θάνατο.
[Γιατί γοργά μέσα στην κακουχία γερνάνε οι θνητοί.]
Μα η γυναίκα με τα χέρια της του πιθαριού το μέγα αφαιρώντας πώμα
τα σκόρπισε όλα και ετοίμασε ολέθριες για τους ανθρώπους έγνοιες.
Και μόνο η Ελπίδα εκεί στο άθραυστο σπίτι της
έμεινε μέσα, από του πιθαριού τα χείλη κάτω, κι έξω δεν πέταξε
απ᾽ την πόρτα. Γιατί η Πανδώρα πρόλαβε και ξανάβαλε του πιθαριού το πώμα
με τη βουλή του Δία που την αιγίδα του βαστά, του συννεφοσυνάχτη.
100 Άλλοι αναρίθμητοι όλεθροι ανάμεσα στους ανθρώπους περιφέρονται.
Γεμάτη η γη με συμφορές, γεμάτη και η θάλασσα.
Κι αρρώστιες, άλλες τη μέρα, άλλες τη νύχτα, στους ανθρώπους
καταφθάνουν από μόνες τους και φέρνουν στους θνητούς κακά
μέσα στη σιωπή, αφού ο Δίας ο συνετός τη φωνή τους πήρε.
Έτσι δεν είναι δυνατό κανείς του Δία το σχέδιο να ξεφύγει.
εἰς Ἐπιμηθέα πέμπε πατὴρ κλυτὸν Ἀργειφόντην
85 δῶρον ἄγοντα, θεῶν ταχὺν ἄγγελον· οὐδ᾽ Ἐπιμηθεὺς
ἐφράσαθ᾽, ὥς οἱ ἔειπε Προμηθεὺς μή ποτε δῶρον
δέξασθαι πὰρ Ζηνὸς Ὀλυμπίου, ἀλλ᾽ ἀποπέμπειν
ἐξοπίσω, μή πού τι κακὸν θνητοῖσι γένηται·
αὐτὰρ ὃ δεξάμενος, ὅτε δὴ κακὸν εἶχ᾽, ἐνόησε.
90 Πρὶν μὲν γὰρ ζώεσκον ἐπὶ χθονὶ φῦλ᾽ ἀνθρώπων
νόσφιν ἄτερ τε κακῶν καὶ ἄτερ χαλεποῖο πόνοιο
νούσων τ᾽ ἀργαλέων αἵ τ᾽ ἀνδράσι κῆρας ἔδωκαν.
[αἶψα γὰρ ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν.]
ἀλλὰ γυνὴ χείρεσσι πίθου μέγα πῶμ᾽ ἀφελοῦσα
95 ἐσκέδασ᾽, ἀνθρώποισι δ᾽ ἐμήσατο κήδεα λυγρά.
μούνη δ᾽ αὐτόθι Ἐλπὶς ἐν ἀρρήκτοισι δόμοισιν
ἔνδον ἔμεινε πίθου ὑπὸ χείλεσιν, οὐδὲ θύραζε
ἐξέπτη· πρόσθεν γὰρ ἐπέμβαλε πῶμα πίθοιο
αἰγιόχου βουλῇσι Διὸς νεφεληγερέταο.
100 ἄλλα δὲ μυρία λυγρὰ κατ᾽ ἀνθρώπους ἀλάληται·
πλείη μὲν γὰρ γαῖα κακῶν, πλείη δὲ θάλασσα·
νοῦσοι δ᾽ ἀνθρώποισιν ἐφ᾽ ἡμέρῃ, αἳ δ᾽ ἐπὶ νυκτὶ
αὐτόμαται φοιτῶσι κακὰ θνητοῖσι φέρουσαι
σιγῇ, ἐπεὶ φωνὴν ἐξείλετο μητίετα Ζεύς.
105 οὕτως οὔ τί πη ἔστι Διὸς νόον ἐξαλέασθαι.
***
Κι αφού συμπλήρωσε το φοβερό το δόλο τον ακαταμάχητο,
έστειλε ο Πατέρας στον Επιμηθέα τον ξακουστό φονιά του Άργου
με το δώρο, τον ταχύ αγγελιαφόρο των θεών. Κι ο Επιμηθέας
δε συλλογίστηκε πως του ᾽πε ο Προμηθέας δώρο ποτέ
να μη δεχτεί από τον Ολύμπιο Δία, μα να το αποπέμψει
πίσω, μην τύχει και συμβεί κάποιο κακό για τους θνητούς.
Όμως το δέχτηκε και, όταν πια τον βρήκε η συμφορά, τότε κατάλαβε.
90 Ζούσανε πριν πάνω στη γη τα γένη των ανθρώπων
δίχως συμφορές, δίχως τους κόπους τούς σκληρούς,
και δίχως τις βαριές αρρώστιες που ᾽δωσαν στους ανθρώπους θάνατο.
[Γιατί γοργά μέσα στην κακουχία γερνάνε οι θνητοί.]
Μα η γυναίκα με τα χέρια της του πιθαριού το μέγα αφαιρώντας πώμα
τα σκόρπισε όλα και ετοίμασε ολέθριες για τους ανθρώπους έγνοιες.
Και μόνο η Ελπίδα εκεί στο άθραυστο σπίτι της
έμεινε μέσα, από του πιθαριού τα χείλη κάτω, κι έξω δεν πέταξε
απ᾽ την πόρτα. Γιατί η Πανδώρα πρόλαβε και ξανάβαλε του πιθαριού το πώμα
με τη βουλή του Δία που την αιγίδα του βαστά, του συννεφοσυνάχτη.
100 Άλλοι αναρίθμητοι όλεθροι ανάμεσα στους ανθρώπους περιφέρονται.
Γεμάτη η γη με συμφορές, γεμάτη και η θάλασσα.
Κι αρρώστιες, άλλες τη μέρα, άλλες τη νύχτα, στους ανθρώπους
καταφθάνουν από μόνες τους και φέρνουν στους θνητούς κακά
μέσα στη σιωπή, αφού ο Δίας ο συνετός τη φωνή τους πήρε.
Έτσι δεν είναι δυνατό κανείς του Δία το σχέδιο να ξεφύγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου