Η Σπάρτη ήταν σίγουρα μια ιδιάζουσα περίπτωση ελληνικής πόλης. Βασικό χαρακτηριστικό της η πλήρης υποταγή του ατόμου στο σύνολο και βασικό ιδανικό της ο σεβασμός των θεσμών και η δημιουργία άριστων πολεμιστών. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού υπήρχε ένα καλά διαμορφωμένο πολιτειακό πλαίσιο που διασφάλιζε τον ομαλό εσωτερικό βίο, αλλά και τον προστάτευε από ''επικίνδυνους'' νεωτερισμούς και αλλαγές. Σε αντίθεση με άλλες πόλεις όπου τα δικαιώματα του πολίτη ήταν ανάλογα της οικονομικής και κοινωνικής του θέσης, στην Σπάρτη η θέση του πολίτη στην κοινωνία βρισκόταν σε συνάρτηση με το μέγεθος εκπλήρωσης των καθηκόντων δράσης και αυτοθυσίας προς την Πατρίδα.
Η βασική αιτία δημιουργίας μιας τέτοιας μορφής καθεστώτος ήταν το ολιγάριθμο των Δωριέων που τον 12ο π.χ. αιώνα ήρθαν και κατέλαβαν αυτή την περιοχή και που αργότερα πήραν την ονομασία Σπαρτιάτες από την ομώνυμη πόλη που ίδρυσαν. (Ουσιαστικά συν-οικισμός 5 κωμών, Λίμναι, Κυνόσουρα, Μεσόα, Πιτάνη, Αμύκλαι). Οι Σπαρτιάτες γρήγορα αντιλήφθηκαν ότι όχι μόνο οι κάτοικοι τους οποίους είχαν ήδη υποτάξει αλλά και όλοι οι γείτονες, διάκεινται εχθρικά απέναντι τους. Για να επιβιώσουν θα έπρεπε να είναι πολύ καλοί πολεμιστές αλλά και επιτήδειοι διπλωμάτες που παράλληλα δεν θα έπρεπε να διστάζουν να γίνονται πολύ σκληροί.
Έτσι ξεκίνησαν μια έντονη πολεμική δραστηριότητα, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η υποταγή της Μεσσηνίας τον 8ο αιώνα, αλλά και η επέκταση του κράτους σε βάρος των γειτονικών περιοχών. Με βάση τη νέα πραγματικότητα δημιουργήθηκε η Λακεδαίμονα, μοναδική (επί της ουσίας) πόλη της οποίας ήταν η Σπάρτη. Η Σπαρτιατική κοινωνία ανέκαθεν ήταν κλειστή, όμως τα κύρια χαρακτηριστικά που θα την χαρακτηρίζουν τους επόμενους αιώνες διαμορφώθηκαν οριστικά περί τα τέλη του 7ου αιώνα. Την περίοδο εκείνη και σε αντίθεση με την πλειοψηφία των άλλων πόλεων που άρχισαν να παραχωρούν περισσότερα δικαιώματα στις εκτός αριστοκρατών τάξεις, εκείνοι αποφάσισαν να κλειστούν ακόμη περισσότερο στον εαυτό τους, διατηρώντας με μεγάλη αυστηρότητα τους ήδη υπάρχοντες θεσμούς. Την εποχή εκείνη είναι που θα αρχίσει η απαγόρευση εισόδου ξένων στη χώρα αλλά και η επαφή Σπαρτιατών με αυτούς.
Οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες. Τους Σπαρτιάτες που ήταν απόγονοι της κυρίαρχης Δωρικής φυλής με πλήρη πολιτικά δικαιώματα που ονομάζονταν Όμοιοι, τους Περιοίκους και τους Είλωτες. Οι Είλωτες ήταν οι κατακτηθέντες άνθρωποι που δούλευαν στα χωράφια των Ομοίων και θεωρούνταν κρατική περιουσία. Σύμφωνα με τον Παυσανία (Μεσσηνιακά Α-20, Σελ.247), η ονομασία προέκυψε από την πόλη που προέβαλλε την μεγαλύτερη αντίσταση, το Έλος που είχε ιδρυθεί από τον Έλιο, τον μικρότερο από τους υιούς του Περσέα. Το πιθανότερο είναι το όνομα τους να παράγεται από τη ρίζα, ελ - ''κυριεύω - κατακτώ''. Οι Είλωτες είχαν το δικαίωμα να κρατήσουν ένα συγκεκριμένο μέρος της παραγωγής αλλά δεν είχαν κανένα πολιτικό δικαίωμα. Νόμοι απαγόρευαν την εναντίον τους χειροδικία ή ακόμη περισσότερο δολοφονία, όμως οι συνθήκες εργασίας τους ήταν αρκετά σκληρές και βρίσκονταν συνεχώς κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των Ομοίων.
Πάντως σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούσαν κάποιοι Είλωτες να απελευθερωθούν και σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, αυτοί ονομάζονταν Νεοδαμώδεις. Πολιτικά δικαιώματα δεν είχαν και οι Περίοικοι, που ήταν είτε εκτοπισμένοι Δωριείς (που όπως λέει και η λέξη ζούσαν πέριξ της Σπάρτης), είτε απόγονοι των κατακτηθέντων Αχαιών που όμως δεν είχαν προβάλει αντίσταση. Οι περιοχές τους ήταν αυτοδιοικούμενες, ενώ οι ίδιοι εκτός της καλλιέργειας των κτημάτων μπορούσαν να ασχοληθούν και με άλλους τομείς ζωτικής σημασίας για την σπαρτιατική οικονομία, όπως την μεταλλουργία, την γλυπτική και την βιοτεχνία.
Οι σχετικά καλές συνθήκες διαβίωσης τους, είχε ως αποτέλεσμα οι ίδιοι να αισθάνονται ότι βρίσκονται ποιο κοντά στους Ομοίους παρά στους Είλωτες. Για το λόγο αυτό επιτρεπόταν η στράτευση τους, ενώ όσοι διακρίνονταν στις μάχες μπορούσαν να αναδειχτούν είτε ως αξιωματικοί στρατού, ή ακόμη και ως Ναύαρχοι.
Εκτός των τάξεων αυτών, υπήρχαν ακόμη οι Υπομείονες, αλλά και οι Μόθακες. Οι Υπομείονες ήταν Σπαρτιάτες που όμως δεν είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Συνήθως την ονομασία αυτή έπαιρναν οι νεώτεροι αδερφοί πολυμελών Σπαρτιατικών οικογενειών, όσοι δεν κατάφερναν να γίνουν μέλη μιας ομάδας (φρατρίας) κλπ., ενώ μπορούσε να επιβληθεί και ως ποινή για όσους Όμοιους δεν τηρούσαν τους πατροπαράδοτους νόμους της πόλης ή επιδείκνυαν δειλία κατά τους πολέμους.
Οι Μόθακες ήταν κατά βάση παιδιά Ομοίων Σπαρτιατών και Ειλωτίδων, μπορούσαν όμως να είναι και παιδιά απελεύθερων. Αν και δεν λογιζόντουσαν ως Λακεδαιμόνιοι, θεωρούνταν ελεύθεροι και εν δυνάμει στήριγμα του καθεστώτος. Για το λόγο αυτό μετείχαν της σπαρτιατικής αγωγής, αλλά και συντρέφονταν με τα παιδιά των Ομοίων. Από τους Μόθακες προέρχονταν επιφανείς άντρες, όπως οι Καλλικρατίδας, Λύσσανδρος και Γύλιππος.
Στην Σπάρτη ο πυρήνας που καθόριζε τα πάντα ήταν οι προφορικοί νόμοι του Λυκούργου για τον οποίο υπάρχουν αντιφατικές γνώμες που ξεκινούν από το πότε έζησε μέχρι του αν πράγματι ήταν υπαρκτό πρόσωπο .
Το σίγουρο πάντως είναι ότι οι νόμοι του για να αποκτήσουν περισσότερη βαρύτητα είχαν και τον μανδύα του Θεόπνευστου, μέσω χρησμού από το μαντείο των Δελφών που προέτρεπε τον κόσμο να τους εφαρμόσει, όπως αναφέρουν με μικροδιαφορές οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς. Έτσι οι νόμοι του Λυκούργου που καθόριζαν τα πάντα, μοίρασαν τη γη σε 9.000 ίσους κλήρους, τους οποίους κληρονομούσε ο πρωτότοκος υιός κάθε Ομοίου Σπαρτιάτη πολίτη. Οι κλήροι δεν μπορούσαν να μοιραστούν ή να μεταβιβαστούν. Καλλιεργούνταν από τους Είλωτες που μπορούσαν να παράγουν ορισμένη ποσότητα το χρόνο για κάθε προϊόν, η οποία θα ήταν αρκετή να θρέψει τους ίδιους και τις οικογένειες τους καθώς και αυτές των Ομοίων.
Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με τους Περιοίκους, στους οποίους είχαν μοιραστεί άλλοι 30.000 κλήροι. Η εργασία στους Ομοίους ήταν απαγορευμένη, ώστε να αφοσιώνονται στην στρατιωτική τους εξάσκηση, ενώ για την αποφυγή δημιουργίας εγχρήματης κοινωνίας, (αλλά και γενικότερα κάθε οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας με σκοπό το κέρδος) είχαν καθιερωθεί να υπάρχουν βαριά σιδερένια νομίσματα.
Η πολιτειακή οργάνωση της Σπάρτης είχε ως βάση την Απέλλα, δηλαδή ένα είδος Εκκλησίας του δήμου , στην οποία δικαίωμα συμμετοχής είχαν όλοι οι άνω των 30 ετών Όμοιοι Σπαρτιάτες πολίτες. Αν και στην Απέλλα δικαίωμα λόγου είχαν μόνο οι Βασιλείς, οι Έφοροι και οι Γερουσιαστές, εντούτοις θεωρείτο ο ανώτατος πολιτειακός θεσμός, αφού όλες οι αποφάσεις έπρεπε να εγκριθούν (δια βοής) από αυτή. Από την Απέλλα εκλεγόντουσαν ισόβια 28 πολίτες άνω των 60 ετών που μαζί με τους δύο Βασιλείς συναποτελούσαν το νομοθετικό σώμα της Γερουσίας. Στο σώμα αυτό κάθε Γερουσιαστής αντιπροσώπευε το γένος του, αφού η Σπάρτη ήταν διαιρεμένη σε 30 ωβές (φατρίες – γένη).
Η Γερουσία ήταν το ανώτατο δικαστικό σώμα αρμόδιο για υποθέσεις των οποίων η ποινή ήταν θάνατος, εξορία ή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ εξέταζε τα προς συζήτηση θέματα στην Απέλλα (προβουλευτικό σώμα).
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο η εκλογή ενός νέου γερουσιαστή ακολουθούσε την εξής διαδικασία: «Όταν κάποιο μέλος της Γερουσίας απεβίωνε, τότε ο λαός που συγκεντρωνόταν σε συνέλευση, προέβαινε σε εκλογή ορισμένων εκλεκτόρων που κλεινόντουσαν σε ένα κοντινό οίκημα, χωρίς να βλέπουν ή να τους βλέπει κανένας, αλλά μόνο να ακούνε τις φωνές του κόσμου. Κάθε υποψήφιος Γερουσιαστής χωρίς να μιλά, περνούσε από το χώρο που ήταν συγκεντρωμένος ο λαός, ο οποίος φωνάζοντας εξέφραζε την επιδοκιμασία του προς αυτόν. Εκείνος που αποσπούσε τις περισσότερες φωνές ανακηρυσσόταν από τους εκλέκτορες (που δεν ήξεραν με ποιά σειρά οι υποψήφιοι περνούσαν μπροστά από τον κόσμο), νέο μέλος της Γερουσίας στη θέση του εκλιπόντος». (Πλουτάρχου ''Λυκούργος, Βίοι παράλληλοι'').
Από την Απέλλα έβγαιναν πέντε μέλη με ετήσια διάρκεια που ονομάζονταν Έφοροι και που στην πραγματικότητα ήταν η ουσιαστική εξουσία της Σπάρτης και όχι οι δύο Βασιλείς που αν και απολάμβαναν σεβασμού, υφίσταντο αρκετούς περιορισμούς και η εξουσία τους γινόταν πράξη κυρίως στην στρατιωτική διοίκηση και τους πολέμους.
Οι Βασιλείς προερχόντουσαν από τα γένη των Ευρυπωντιδών και των Αγιαδών. Αν και για το θέμα της δυαρχίας έχουν ειπωθεί αρκετά, το πιθανότερο είναι η καθιέρωση του θεσμού να σχετίζεται με την διατήρηση ισορροπιών μεταξύ ισχυρών αντίζηλων οίκων, αλλά και την καλύτερη λειτουργία του πολιτεύματος μέσα από τον συνεχή έλεγχο εκατέρου προς έτερον. Σύμφωνα με τον Καργάκο για να αποφευχθεί μία πιθανή ώσμωση μεταξύ των δύο γενών, απαγορευόταν η σύναψη γάμου μεταξύ μελών των δύο βασιλικών οίκων. Σε περιπτώσεις ανηλικιότητας ή αδυναμίας των Βασιλέων, οριζόταν επίτροπος (ο πλησιέστερος εξ αρρενογονίας συγγενής) που ονομαζόταν Πρόδικος. (Κλασική περίπτωση επιτρόπου ήταν ο Παυσανίας, που οδήγησε το Σπαρτιατικό στράτευμα στις Πλαταιές, αφού ο Πλείσταρχος, υιός του θανόντα Βασιλιά Λεωνίδα ήταν ακόμη ανήλικος, Ηρόδοτος , Ιστορία Θ', Καλλιόπη). Πάντως οι Βασιλείς τιμόντουσαν και ως ιερά πρόσωπα αφού θεωρείτο ότι οι οικογένειες τους κατάγονταν από τους Ηρακλείδες υιούς του Ηρακλή, υιού του Διός.
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον Πλούταρχο η Απέλλα δημιουργήθηκε εκατόν τριάντα χρόνια μετά τον Λυκούργο, ώστε να τιθασευτεί η δύναμη της Ολιγαρχίας (Γερουσίας) που είχε παραμείνει αναλλοίωτη και αλαζονική. (Πλουτάρχου ''Λυκούργος, Βίοι Παράλληλοι''). Μεταξύ Βασιλιάδων και Εφόρων δίνονταν κάθε μήνα όρκοι μεταξύ τους, οι μεν Βασιλιάδες ότι θα τηρούν τους υπάρχοντες νόμους, οι δε Έφοροι ότι δεν θα τους παύσουν, εφόσον τηρούν τους όρκους τους.
Στην Σπάρτη πρωταρχική σημασία είχε η τεκνοποιία, όμως όλα τα νεογέννητα παρουσιάζονταν υποχρεωτικά σε επιτροπή, η οποία τα εξέταζε με προσοχή. Αν το παιδί κρινόταν δύσμορφο ή ελαττωματικό, τότε ο πατέρας υποχρεούταν να το στείλει στους Αποθέτας, ένα ειδικό μέρος στο οποίο έπρεπε να το αποθέσει (αφήσει). (Πλουτάρχου '' Λυκούργος, Βίοι παράλληλοι '' Σελ. 113). Επομένως στον Καιάδα στα βάραθρα του Ταΰγετου δεν έριχναν τα ελαττωματικά βρέφη, αλλά όσους ανθρώπους (νεκρούς ή ζωντανούς) κρίνονταν ένοχοι για προδοσία ή άλλα βαριάς μορφής παραπτώματα. (Θουκυδίδης, Βιβλίο Α'). Ο Ιωάννης Βολωνάκης αναφέρει επιπροσθέτως ότι στον Καιάδα έπεφταν με δική τους θέληση και ηλικιωμένοι που δεν άντεχαν άλλο να ζουν (πχ. λόγω σοβαρής ασθένειας ) ένα έθιμο που φαίνεται ότι υπήρχε και αλλού (π.χ. Θράκη και Σκυθία).
Τα υγιή παιδιά και μέχρι την ηλικία των 7 ετών παρέμεναν στο σπίτι τους, υπό συνθήκες αυστηρής ανατροφής. Από την ηλικία των 7 ετών και μέχρι τα 20, διαρκούσε η σκληρή και επίπονη εκπαίδευση που διαμόρφωνε τους οπλίτες, η φήμη των οποίων έμεινε αιώνια. Να σημειωθεί ότι εκπαίδευση, (χωρίς ορισμένα σκληρά χαρακτηριστικά που υπήρχαν σε αυτή των αγοριών ) υπήρχε και για τα κορίτσια... Τα παιδιά εντάσσονταν παράλληλα σε βούες (τα συνομήλικα) και σε ίλες (μαζί με μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά), επικεφαλής των οποίων ήταν ο βουαγός και ο πρωτείρας αντίστοιχα.
Την επίβλεψη των παιδιών αλλά και την σωστή εφαρμογή της εκπαίδευσης είχε ο παιδονόμος που ήταν επιφορτισμένος με ευρύτατες εξουσίες και ο οποίος είχε για βοηθούς του εφήβους μαστιγοφόρους... (Ξενοφώντας ''Λακεδαιμονίων Πολιτεία''). Για την Σπάρτη η εκπαίδευση ήταν ένας πολύ σημαντικός πυλώνας για την διατήρηση των χαρακτηριστικών του κράτους, αφού το πλέον σίγουρο υπόβαθρο για την στήριξη και συντήρηση ενός πολιτειακού συστήματος, είναι η δια βίου εκπαίδευση του ανθρώπου, γεγονός που οι Σπαρτιάτες είχαν καταλάβει απόλυτα...
Σε τι αποσκοπούσε όμως η εκπαίδευση; Επιδίωξη της δεν ήταν μόνο η εξάσκηση και το δυνάμωμα του σώματος αλλά και αυτό του νου, ώστε το σώμα να μπορεί να συνεχίζει να μάχεται με την θέληση, όταν θα έχει καταπονηθεί από την κούραση και τον πόνο των πληγών. Παράλληλα αποσκοπούσαν να πετύχουν το τέλειο δέσιμο των πολεμιστών μεταξύ τους, ώστε η μονάδα όταν επιτίθεται να είναι ένα σώμα και μία καρδιά. Για να επιτευχθεί καλύτερα αυτό δίδασκαν στους νέους την αρετή, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η εμφύτευση περηφάνιας για την πόλη, με την θυσία για εκείνη να θεωρείται η υπέρτατη τιμή και την λιποταξία ή την δειλία η υπέρτατη ατιμία και όποιος χαρακτηριζόταν δειλός δεν μπορούσε να σταθεί στην πόλη.
Καταρχάς έπαυε να είναι μέλος της ομάδας του, γεγονός που αυτομάτως σήμαινε ότι έχανε τα πλήρη πολιτικά του δικαιώματα. Από εκεί και πέρα ήταν υποχρεωμένος να υφίσταται μια σειρά περιορισμών και εξευτελισμών που τον ανάγκαζαν να προτιμά τον θάνατο από μια άτιμη και ντροπιασμένη ζωή. (Ξενοφώντας ''Λακεδαιμονίων Πολιτεία'').
Βασικό στοιχείο της εκπαίδευσης ήταν η πλήρης υποταγή του ατόμου στο σύνολο. Η ζωή των εφήβων ήταν εξαιρετικά σκληρή, όλα τα παιδιά ήταν κοντοκουρεμένα, ανυπόδητα, αναγκασμένα να φοράνε ένα απλό ιμάτιο (σύμφωνα με τον Πλούταρχο μέχρι τα 12 φορούσαν χιτώνα) και με τον ύπνο να γίνεται σε καλάμια, ενώ αποθαρρύνονταν να χρησιμοποιούν συχνά λουτρά και αλοιφές.
Η καθημερινή εξάσκηση περιελάμβανε συνεχείς ασκήσεις με ή χωρίς όπλα, κυνήγι, ατέλειωτες πορείες κλπ. Οι ασκήσεις ήταν σκληρές και μεταξύ άλλων περιελάμβαναν, ασιτία, έκθεση στο κρύο και απομόνωση στο δάσος. Ενώ ο πλέον συνηθισμένος τρόπος επιβολής τιμωρίας ήταν το μαστίγωμα, όμως η κάθε τιμωρία έπρεπε να δικαιολογείται. Στο διάστημα αυτό ο κάθε νέος ανάλογα με την ηλικία και την πρόοδο του περνούσε από βαθμίδες. Ένα σημαντικό σημείο της εκπαίδευσης ήταν η ''παιδεραστία''. Για κάθε έφηβο από 12 έως 18 ετών υπήρχε υποχρεωτικά ένας ενήλικας που αναλάμβανε χρέη ''εραστή''.
Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η λέξη δεν είχε το νόημα που της αποδίδεται σήμερα και ο ''εραστής'' αναλάμβανε την μετάδοση διαφόρων γνώσεων, την διδαχή ήθους, ιστορία, διαλεκτικές συζητήσεις κλπ που αποσκοπούσαν και στην πνευματική ολοκλήρωση του νέου (ερώμενου). Έτσι δημιουργείτο ένα δέσιμο μεταξύ των δύο και ο ''εραστής'' θεωρείτο και ο κύριος υπεύθυνος για την μελλοντική επιτυχία ή αποτυχία του εφήβου. Σημαντική μαρτυρία που αποκλείει κάθε πονηρή υπόνοια καταθέτει και ο Αιλιανός:
Εάν ποτέ κάποιος έφηβος επεχείρησε να ασελγήση εις βάρος άλλου, δεν συνέφερε σε κανένα από τους δύο να καταντροπιάσουν την Σπάρτη. Σε τέτοια περίπτωσι, ή εξωρίσθηκαν ή και κάτι χειρότερο, έχασαν την ζωή τους.
Τέλος κάθε νέος έφηβος ήταν υποχρεωμένος να κυκλοφορεί σιωπηλός με τα δύο του χέρια στο ιμάτιο και με τα μάτια στραμμένα προς τα κάτω. Τα μέτρα αυτά αποσκοπούσαν στη διαμόρφωση ανθρώπων λιγομίλητων και με απόλυτη πειθαρχία. Για την συμπεριφορά των νέων ο Ξενοφώντας (Λακεδαιμονίων Πολιτεία) ανέφερε χαρακτηριστικά ότι :
«Την φωνή τους θα άκουγες λιγότερο παρά των λίθινων αγαλμάτων, πολύ λιγότερο θα μετέστρεφες το δικό τους βλέμμα, παρά των χάλκινων αδριάντων και θα τους θεωρούσες ποιο ντροπαλούς ακόμη και από τις παρθένες στα νυφικά δωμάτια. Όταν μάλιστα φτάνουν στο συσσίτιο ευχαριστημένος να είσαι και την απάντηση τους στις ερωτήσεις να ακούσεις».
Με την συμπλήρωση των 20 ετών ολοκληρωνόταν η εκπαίδευση και οι νέοι θεωρούνταν πλέον έτοιμοι στρατιώτες προς υπεράσπιση της πατρίδας. Παρόλα αυτά για να θεωρηθούν και Όμοιοι πολίτες έπρεπε αναγκαστικά να ενταχθούν και σε μια ομάδα (φατρία). Οι ομάδες αυτές αποτελούνταν από περίπου 15 άτομα και κάθε μία είχε συνήθως και τον δικό της χώρο. Η ένταξη σε μια ομάδα δεν ήταν δεδομένη. Για να ενταχθεί κάποιος σε αυτή, θα έπρεπε να γίνει αποδεκτός από όλα τα ήδη υπάρχοντα μέλη της. Η αποδοχή ή όχι του προς ένταξη νέου γινόταν με μυστική ψηφοφορία και αν υπήρχε έστω και μία αρνητική ψήφος ο νέος απορριπτόταν. Η ένταξη σε μια ομάδα ήταν υποχρεωτική, ειδάλλως δεν μπορούσε κάποιος να έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα και υποβιβαζόταν στην τάξη των Υπομειόνων
Επικεφαλής του στρατού ήταν οι δύο βασιλείς, ενώ αμέσως μετά στην ιεραρχία ερχόντουσαν οι Πολέμαρχοι επικεφαλής μιας μόρας και στη συνέχεια οι Λοχαγοί, οι Πεντηκόνταρχοι και τέλος οι Ενωμοτάρχες. Επιπλέον σύμφωνα με τον Θουκυδίδη υπήρχαν ο Σκιρίτης Λόχος και η Βασιλική φρουρά. Ο Σκιρίτης λόχος ήταν σώμα ειδικών αποστολών που αρχικά αποτελείτο από οπλίτες που προέρχονταν από την Αρκαδική πόλη Σκίριν, στην συνέχεια όμως άρχισαν να εντάσσονται σε αυτή και άνδρες από άλλες περιοχές, διατηρήθηκε όμως το όνομα ως τιμητικός τίτλος.
Η Βασιλική φρουρά ή Ιππείς, αποτελείτο από τριακόσιους εκλεκτούς Ομοίους και ήταν η προσωπική φρουρά του Βασιλιά. (Αυτοί ήταν και οι στρατιώτες που συνόδεψαν τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες). Στο Σπαρτιατικό στρατό κάθε στρατιώτης είχε συγκεκριμένη θέση και γνώριζε εκ των προτέρων που έπρεπε να παρουσιαστεί αλλά και ποιοι θα ήταν οι διοικητές του. Παράλληλα με το στρατό υπήρχε και το ολιγάριθμο πάντως ιππικό επικεφαλής του οποίου ήταν ο Ιππαρμοστής που διοικούσε 6 τάγματα με ισάριθμους διοικητές. Επίσης υπήρχε ο Ναύαρχος επικεφαλής του ναυτικού, η θητεία του οποίου ήταν ετήσια χωρίς όμως δικαίωμα επανεκλογής. Τον Ναύαρχο υποδείκνυε ο Βασιλιάς αλλά η έγκριση διορισμού του γινόταν από τους εφόρους. Τα πλοία επανδρωνόντουσαν από Περίοικους ή Είλωτες και μόνο οι στρατιώτες πάνω στα πλοία ήταν Όμοιοι Σπαρτιάτες. Η ζωή για τον Σπαρτιάτη πολίτη συνέχιζε να δίνει προτεραιότητα στη στρατιωτική εκπαίδευση, τον αθλητισμό και το κυνήγι.
Οι κατοικίες τους ήταν απλές και ομοιόμορφες, ενώ εντός της πόλης υπήρχαν αρκετοί τάφοι, ώστε να υπάρχει εξοικείωση με το φαινόμενο του θανάτου. Το φαγητό για τα μέλη μιας φρατρίας ήταν κοινό, με το κάθε μέλος να είναι υποχρεωμένο να φέρνει κάθε μήνα μια ορισμένη ποσότητα από αλεύρι, τυρί, σύκα , κρασί κλπ. Το βασικότερο όμως φαγητό ήταν ο περίφημος '' Μέλας Ζωμός '' που αποτελείτο από χοιρινό κρέας που είχε βραστεί μέσα σε αίμα σφαγιασθέντος χοίρου και είχε αρτυσθεί με μπόλικο αλάτι και ξύδι. Η συνεισφορά σε τρόφιμα και κρασί ήταν υποχρεωτική και αν κάποιος δεν ανταποκρινόταν σε αυτή την υποχρέωση έπαυε να είναι μέλος της ομάδας και κατ' επέκταση να θεωρείται Όμοιος Σπαρτιάτης.
Η στρατιωτική θητεία διαρκούσε βέβαια επίσημα μέχρι την ηλικία των 30 ετών, (μόνο ύστερα από αυτή ο κάθε Σπαρτιάτης μπορούσε να κοιμάται σπίτι του) όμως ανεπίσημα και ουσιαστικά συνεχιζόταν μέχρι τα γεράματα, και όλοι ήταν υποχρεωμένοι να βρίσκονται σε πολεμική ετοιμότητα.
Με βάση όλα αυτά τα χαρακτηριστικά θα περίμενε κανείς και η ζωή των ενηλίκων Σπαρτιατών να είναι απόλυτα καθορισμένη και αυστηρή, όμως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Η κοινωνία τους ήταν γεμάτη από γιορτές, χορούς και συμπόσια στα οποία συμμετείχαν και οι γυναίκες αλλά και γυμνικούς αγώνες (οι οποίοι περιελάμβαναν όχι μόνο ανδρικούς, όπως οι γυμνοπαιδιές για τα αγόρια αλλά και αντίστοιχους εφηβικούς γυναικείους, όπως τα παρθένια). Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της Σπαρτιατικής κοινωνίας ήταν η ελεύθερη ζωή και τα δικαιώματα των γυναικών, που σε αντίθεση με άλλες πόλεις μπορούσαν να κυκλοφορούν παντού, να συμμετέχουν ενεργά στα θρησκευτικά ή πολιτισμικά δρώμενα, ενώ η γνώμη τους λαμβανόταν υπόψη.
Η ίδια η εμφάνιση των ενηλίκων Σπαρτιατών ενθάρρυνε το μακρύ μαλλί , αλλά όχι και τον έντονο καλλωπισμό ή ειδικά για τις γυναίκες τα κοσμήματα και το έντονο ντύσιμο, ενώ μέσα στο γενικότερα ελευθέριο περιβάλλον των λεσχών μπορούσαν να συζητηθούν τα πάντα.
Στην Σπάρτη δεν θα ενθαρρυνθεί η ίδρυση θεάτρων και φιλοσοφικών σχολών αλλά υπήρχε σε μεγάλη υπόληψη η ποίηση και κυρίως η μουσική. Τα τραγούδια ήταν τέτοια ώστε να κεντρίζουν και να διεγείρουν την ψυχή τους αλλά και να τους εμπνέουν ενθουσιασμό και όρεξη για δράση.
Δημοφιλή ήταν και τα εμβατήρια τα οποία τραγουδούσαν με συνοδεία αυλού, ώστε να συνδέεται η ανδρεία με την μουσική. Εξυπακούεται ότι η στρατιωτική ζωή των Σπαρτιατών θα τους καταστήσει πρωταγωνιστές στους Ολυμπιακούς αγώνες και η πόλη τους θα έχει διαχρονικά τους περισσότερους Ολυμπιονίκες. Να σημειωθεί ότι από ενδείξεις (όπως ο εορτασμός των Παρθενίων) και αναφορές αρχαίων (Παυσανίας, Ηλειακά Α' 16,4) θεωρείται πιθανό ότι είτε πριν είτε μετά τους αντρικούς Ολυμπιακούς αγώνες διεξάγονταν προς τιμή της Ήρας και αντίστοιχοι μονοήμεροι εφηβικοί γυναικείοι αγώνες τα Ηραία .
Μάλιστα σχετικά με τους Ολυμπιακούς αγώνες ο Θουκυδίδης (Βιβλίο Α') αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες ήταν που εισήγαγαν και επέβαλλαν σε αυτούς, τους γυμνικούς αγώνες αλλά και την επάλειψη των αθλητών με λάδι, ενώ μέχρι τότε οι αθλητές αγωνίζονταν φορώντας ζώνη γύρω από τα γεννητικά τους όργανα. Το εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και γενικότερα ο τρόπος ζωής και το πολίτευμα των Σπαρτιατών, θα γίνει αντικείμενο διαφωνιών μεταξύ των εκτός Σπάρτης ανθρώπων, αφού άλλοι (π.χ. Ισοκράτης, Παναθηναϊκός Λόγος) το θεωρούσαν απάνθρωπο και στερούμενο κάθε έννοιας παιδείας και άλλοι (π.χ. Ξενοφώντας, Λακεδαιμονίων Πολιτεία) πρότυπο αγωγής που δημιουργούσε ανθρώπους με υψηλό αίσθημα αρετής.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (Πολιτικά, Τόμος Δ') το Σπαρτιατικό πολίτευμα παρά τις ατέλειες του ήταν ένας πετυχημένος συνδυασμός δημοκρατίας και ολιγαρχίας. Ήταν δημοκρατικό αφού η ανατροφή των παιδιών και η ζωή τους (κατοικίες, συσσίτια, ρούχα κλπ ) ήταν πανομοιότυπη.
Επιπλέον ο λαός είχε τον πρώτο λόγο στα κοινά, αφού εξέλεγε την μία από τις δύο αρχές (Γερουσία), και συμμετείχε στην άλλη (Έφοροι). Από την άλλη όμως υπήρχαν και αρκετές ολιγαρχικές διατάξεις, όπως η ανάθεση των αξιωμάτων με ψηφοφορία αντί κλήρωσης, η απονομή δικαιοσύνης που ήταν στα χέρια των λίγων κλπ. Το πολίτευμα της Σπάρτης συνδύαζε όλους τους τύπους πολιτευμάτων. Ήταν μια μορφή δημοκρατίας που η εκτελεστική της έκφραση ήταν ολιγαρχική και η πληθυσμιακή της σύνθεση αριστοκρατική. Το σίγουρο πάντως είναι ότι χάρις το πολίτευμα αυτό οι Σπαρτιάτες αποδείχτηκαν σημαντικός ανασχετικός παράγοντας της Περσικής προσπάθειας για κατάληψη της Ελλάδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου