Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Νεφέλαι (298-357)

ΧΟ. παρθένοι ὀμβροφόροι, [ἀντ.]
300 ἔλθωμεν λιπαρὰν χθόνα Παλλάδος, εὔανδρον γᾶν
Κέκροπος ὀψόμεναι πολυήρατον·
οὗ σέβας ἀρρήτων ἱερῶν, ἵνα
μυστοδόκος δόμος
ἐν τελεταῖς ἁγίαις ἀναδείκνυται,
305 οὐρανίοις τε θεοῖς δωρήματα·
ναοί θ᾽ ὑψερεφεῖς καὶ ἀγάλματα
καὶ πρόσοδοι μακάρων ἱερώταται
εὐστέφανοί τε θεῶν θυσίαι θαλίαι τε
310 παντοδαπαῖσιν ὥραις,
ἦρί τ᾽ ἐπερχομένῳ Βρομία χάρις,
εὐκελάδων τε χορῶν ἐρεθίσματα,
καὶ μοῦσα βαρύβρομος αὐλῶν.

ΣΤ. πρὸς τοῦ Διὸς ἀντιβολῶ σε, φράσον, τίνες εἴσ᾽, ὦ Σώκρατες, αὗται
315 αἱ φθεγξάμεναι τοῦτο τὸ σεμνόν; μῶν ἡρῷναί τινές εἰσιν;
ΣΩ. ἥκιστ᾽, ἀλλ᾽ οὐράνιαι Νεφέλαι, μεγάλαι θεαὶ ἀνδράσιν ἀργοῖς·
αἵπερ γνώμην καὶ διάλεξιν καὶ νοῦν ἡμῖν παρέχουσιν
καὶ τερατείαν καὶ περίλεξιν καὶ κροῦσιν καὶ κατάληψιν.
ΣΤ. ταῦτ᾽ ἄρ᾽ ἀκούσασ᾽ αὐτῶν τὸ φθέγμ᾽ ἡ ψυχή μου πεπότηται,
320 καὶ λεπτολογεῖν ἤδη ζητεῖ καὶ περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν,
καὶ γνωμιδίῳ γνώμην νύξασ᾽ ἑτέρῳ λόγῳ ἀντιλογῆσαι·
ὥστ᾽, εἴ πως ἔστιν, ἰδεῖν αὐτὰς ἤδη φανερὰς ἐπιθυμῶ.
ΣΩ. βλέπε νυν δευρὶ πρὸς τὴν Πάρνηθ᾽· ἤδη γὰρ ὁρῶ κατιούσας
ἡσυχῇ αὐτάς. ΣΤ. φέρε, ποῦ; δεῖξον. ΣΩ. χωροῦσ᾽ αὗται πάνυ πολλαὶ
325 διὰ τῶν κοίλων καὶ τῶν δασέων, αὗται πλάγιαι. ΣΤ. τί τὸ χρῆμα;
ὡς οὐ καθορῶ. ΣΩ. παρὰ τὴν εἴσοδον. ΣΤ. ἤδη —νυνί— μόλις οὕτως.
ΣΩ. νῦν γέ τοι ἤδη καθορᾷς αὐτάς, εἰ μὴ λημᾷς κολοκύνταις.
ΣΤ. νὴ Δί᾽ ἔγωγ᾽. ὦ πολυτίμητοι· πάντα γὰρ ἤδη κατέχουσιν
ΣΩ. ταύτας μέντοι σὺ θεὰς οὔσας οὐκ ᾔδεις οὐδ᾽ ἐνόμιζες;
330 ΣΤ. μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ὁμίχλην καὶ δρόσον αὐτὰς ἡγούμην καὶ καπνὸν εἶναι.
ΣΩ. οὐ γάρ, μὰ Δί᾽, οἶσθ᾽ ὁτιὴ πλείστους αὗται βόσκουσι σοφιστάς,
Θουριομάντεις, ἰατροτέχνας, σφραγιδονυχαργοκομήτας,
κυκλίων τε χορῶν ᾀσματοκάμπτας,—ἄνδρας μετεωροφένακας
οὐδὲν δρῶντας βόσκουσ᾽ ἀργούς, ὅτι ταύτας μουσοποιοῦσιν.
335 ΣΤ. ταῦτ᾽ ἄρ᾽ ἐποίουν ὑγρᾶν Νεφελᾶν στρεπταιγλᾶν δάιον ὁρμάν,
πλοκάμους θ᾽ ἑκατογκεφάλα Τυφῶ πρημαινούσας τε θυέλλας,
εἶτ᾽ ἀερίας, διεράς, γαμψοὺς οἰωνοὺς ἀερονηχεῖς,
ὄμβρους θ᾽ ὑδάτων δροσερᾶν Νεφελᾶν· εἶτ᾽ ἀντ᾽ αὐτῶν κατέπινον
κεστρᾶν τεμάχη μεγαλᾶν ἀγαθᾶν κρέα τ᾽ ὀρνίθεια κιχηλᾶν.
340 ΣΩ. διὰ μέντοι τάσδ᾽· οὐχὶ δικαίως; ΣΤ. λέξον δή μοι τί παθοῦσαι,
εἴπερ νεφέλαι γ᾽ εἰσὶν ἀληθῶς, θνηταῖς εἴξασι γυναιξίν;
οὐ γὰρ ἐκεῖναί γ᾽ εἰσὶ τοιαῦται. ΣΩ. φέρε, ποῖαι γάρ τινές εἰσιν;
ΣΤ. οὐκ οἶδα σαφῶς· εἴξασιν δ᾽ οὖν ἐρίοισιν πεπταμένοισιν,
κοὐχὶ γυναιξίν, μὰ Δί᾽, οὐδ᾽ ὁτιοῦν· αὗται δὲ ῥῖνας ἔχουσιν.
345 ΣΩ. ἀπόκριναί νυν ἅττ᾽ ἂν ἔρωμαι. ΣΤ. λέγε νυν ταχέως ὅ τι βούλει.
ΣΩ. ἤδη ποτ᾽ ἀναβλέψας εἶδες νεφέλην κενταύρῳ ὁμοίαν,
ἢ παρδάλει ἢ λύκῳ ἢ ταύρῳ; ΣΤ. νὴ Δί᾽ ἔγωγ᾽. εἶτα τί τοῦτο;
ΣΩ. γίγνονται πάνθ᾽ ὅ τι βούλονται· κᾆτ᾽ ἢν μὲν ἴδωσι κομήτην
ἄγριόν τινα τῶν λασίων τούτων, οἷόνπερ τὸν Ξενοφάντου,
350 σκώπτουσαι τὴν μανίαν αὐτοῦ κενταύροις ᾔκασαν αὑτάς.
ΣΤ. τί γάρ, ἢν ἅρπαγα τῶν δημοσίων κατίδωσι Σίμωνα, τί δρῶσιν;
ΣΩ. ἀποφαίνουσαι τὴν φύσιν αὐτοῦ λύκοι ἐξαίφνης ἐγένοντο.
ΣΤ. ταῦτ᾽ ἄρα, ταῦτα Κλεώνυμον αὗται τὸν ῥίψασπιν χθὲς ἰδοῦσαι,
ὅτι δειλότατον τοῦτον ἑώρων, ἔλαφοι διὰ τοῦτ᾽ ἐγένοντο.
355 ΣΩ. καὶ νῦν γ᾽ ὅτι Κλεισθένη εἶδον, ὁρᾷς, διὰ τοῦτ᾽ ἐγένοντο γυναῖκες.
ΣΤ. χαίρετε τοίνυν, ὦ δέσποιναι· καὶ νῦν, εἴπερ τινὶ κἄλλῳ,
οὐρανομήκη ῥήξατε κἀμοὶ φωνήν, ὦ παμβασίλειαι.

***
ΧΟΡ., αθέατος ακόμη.
Στη λιοπερίχυτη ας σύρουμε
300 γη της Παλλάδας, στη χώρα του Κέκροπα,
λεβεντομάνα, ακριβή και μυριόχαρη,
οι βροχοφόρες παρθένες εμείς·
τα άρρητα σέβονται εκεί τα ιερά,
σε άγιες εκεί τελετές ο ναός διαπλατώνεται
για τους μυημένους· εκεί προσφορές στους αθάνατους·
είναι ναοί αψηλοσκέπαστοι, αγάλματα,
κι είναι πομπές των μακάρων ιερές,
και πανηγύρια
310 ολοχρονίς, στους θεούς ωριοστέφανες πάντα θυσίες,
και, με την άνοιξη, η χάρη του Διόνυσου
κι η μουσική των αυλών η βαρύβροντη
και των Χορών οι φωνές οι γλυκές κι ερεθίστρες.

ΣΤΡ. Σ᾽ εξορκίζω, Σωκράτη, στο Δία, να μου πεις
σαν ποιές να ᾽ναι οι κυράδες που τέτοιο
τραγουδήσαν τραγούδι πολύ σοβαρό·
μήπως είναι ηρωίδες; ΣΩΚ. Καθόλου·
είν᾽ οι ουράνιες Νεφέλες, μεγάλες θεές
για όσους μένουν αργοί στη ζωή τους·
αυτές δίνουν σ᾽ εμάς πολυμάθεια και νου
και σε κάνουν γερό λιμαδόρο,
μυθοπλάστη, της φράσης τεχνίτη, ικανό
να χτυπάς, να νικάς με τα λόγια.
ΣΤΡ. Α, γι᾽ αυτό κι η δική μου ψυχή, τη φωνή
μόλις άκουσε, νά, φτερουγίζει
320 κι από τώρα γυρεύει να πιάσει ψιλές
ομιλίες για καπνούς και τα τέτοια,
να χτυπήσει το λόγο με αντίλογο, ευθύς
να κεντήσει με γνώμη άλλη γνώμη·
έτσι, τρόπος αν είναι, πολύ λαχταρώ
φανερή πια να δω τη μορφή τους.
ΣΩΚ. Κατά κει προς την Πάρνηθα ρίξε λοιπόν
τις ματιές σου· τις βλέπω που τώρα
με ησυχία κατεβαίνουν. ΣΤΡ. Γιά δείξε μου· πού;
ΣΩΚ. Νά τες, νά —τί πολλές!— προχωρούνε,
από λάκκες και σύδεντρα μέσα περνούν·
νά τες, νά, στην πλαγιά. ΣΤΡ. Μα τί τρέχει;
Δεν μπορώ να τις δω καθαρά. ΣΩΚ. Νά, κοντά
στην μπασιά. ΣΤΡ. Τώρα, ναι· μόλις όμως.
ΣΩΚ. Ολοκάθαρα πια θα τις βλέπεις, εξόν
αν στα μάτια έχεις τσίμπλες σα γρόθους.
Μπαίνει στην ορχήστρα ο Χορός των Νεφελών.
ΣΤΡ. Τώρα ναι, μά το Δία. Ω πολύ σεβαστές!
Τώρ᾽ απλώθηκαν σ᾽ όλο το χώρο.
ΣΩΚ. Και δεν το ᾽ξερες, πες μου, πως είναι θεές;
Για θεές δεν τις πίστευες; ΣΤΡ. Όχι,
330 μά το Δία· τις θαρρούσα πως είναι δροσιά,
κάποια αντάρα, καπνός, τίποτ᾽ άλλο.
ΣΩΚ. Μα το Δία· δεν είν᾽ έτσι· ταΐζουν αυτές
σοφιστές ένα πλήθος, ανθρώπους
σφραγιδοασπρονυχάτους με κόμη ριχτή,
θουριομάντηδες, κομπογιαννίτες,
τορναδόρους ασμάτων για κύκλιους χορούς
και πολλούς αστρολόγους αγύρτες,
χασομέρηδες δίχως δουλειά ή προκοπή,
επειδή γράφουν ύμνους για δαύτες.
ΣΤΡ. Α, γι᾽ αυτό στιχουργούν την «ορμή των υγρών
Νεφελών που αστραψιές αμολάουν»
και τις «θύελλες που άγρια βογκάουν» και «εκατό
κεφαλιών του Τυφώνα πλεξίδες»
και τις λεν «αεροδρόμες, νυχάτα πουλιά,
που αρμενίζουνε μες στους αιθέρες»
και για «μπόρες» μιλούν «δροσερών Νεφελών»·
για αμοιβή κομματάρες μασάουν
από σμέρνες μεγάλες, παχιές, και τσιχλών
νοστιμότατο κρέας κοπανάουν.
340 ΣΩΚ. Τους τα δίνουν αυτές· κι είναι δίκιο· τί λες;
ΣΤΡ. Πάει καλά· μα για πες· τί τους ήρθε
και, νεφέλες αν είναι στ᾽ αλήθεια, θνητών
γυναικών τη μορφή τώρα πήραν;
Οι νεφέλες συνήθως δεν έχουν μορφή
σαν αυτή. ΣΩΚ. Και πώς είναι συνήθως;
ΣΤΡ. Ακριβώς δεν μπορώ να σου πω· με μαλλιών
μοιάζουν όμως μεγάλες τουλούπες·
με γυναίκες δε μοιάζουν καθόλου ποτές·
ενώ αυτές έχουν, κοίταξε, μύτες.
ΣΩΚ. Θα σου κάνω ερωτήσεις κι απάντα μου. ΣΤΡ. Εμπρός·
λέγε, ρώτα με, κι ό,τι σ᾽ αρέσει.
ΣΩΚ. Το κεφάλι σηκώνοντας είδες ποτέ
μια νεφέλη σε σχήμα κενταύρου,
λύκου ή ταύρου ή και πάρδαλης; ΣΤΡ. Είδα, ναι, ναι·
μα τί σχέση έχουν τούτα μ᾽ εκείνα;
ΣΩΚ. Ό,τι θέλουνε γίνονται, ξέρε το, αυτές·
έτσι κάποιον αν δουν μακρομάλλη,
σαν τους άγριους αυτούς τους πολύ μαλλιαρούς,
σαν το γιο του Ξενόφαντου, ας πούμε,
350 τη μανία κοροϊδεύουν αυτού του τρελού
κι έτσι παίρνουν το σχήμα κενταύρου.
ΣΤΡ. Και κανέναν που κλέβει το κράτος αν δουν,
σαν τον Σίμωνα, ας πούμε, τί κάνουν;
ΣΩΚ. Για να βγάλουν στα φόρα πως κάνει αρπαγές,
τη μορφή παίρνουν άξαφνα λύκων.
ΣΤΡ. Α, γι᾽ αυτό μόλις είδαν τον Κλεώνυμο χτες,
την ασπίδα του που είχε πετάξει,
τη δειλία της καρδιάς του τη νιώσαν ευθύς
και τις είδα να γίνονται ελάφια.
ΣΩΚ. Τον Κλεισθένη αντικρίζουν αυτή τη στιγμή,
καθώς βλέπεις, και γίναν γυναίκες.
ΣΤΡ. Χαιρετώ σας, κυράδες, λοιπόν, κι αν ποτέ
για άλλον έγινε αυτό, και για μένα,
ω του κόσμου βασίλισσες, βάλτε φωνή
δυνατή, που να φτάσει στα ουράνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου