595 ἀμφί μοι αὖτε, Φοῖβ᾽ ἄναξ [ἀντ.]
Δήλιε, Κυνθίαν ἔχων
ὑψικέρατα πέτραν·
ἥ τ᾽ Ἐφέσου μάκαιρα πάγχρυσον ἔχεις
600 οἶκον, ἐν ᾧ κόραι σε Λυδῶν μεγάλως σέβουσιν·
ἥ τ᾽ ἐπιχώριος ἡμετέρα θεὸς
αἰγίδος ἡνίοχος, πολιοῦχος Ἀθάνα,
Παρνασσίαν θ᾽ ὃς κατέχων
πέτραν σὺν πεύκαις σελαγεῖ
605Βάκχαις Δελφίσιν ἐμπρέπων,
κωμαστὴς Διόνυσος.
ἡνίχ᾽ ἡμεῖς δεῦρ᾽ ἀφορμᾶσθαι παρεσκευάσμεθα,
ἡ Σελήνη συντυχοῦσ᾽ ἡμῖν ἐπέστειλεν φράσαι,
πρῶτα μὲν χαίρειν Ἀθηναίοισι καὶ τοῖς ξυμμάχοις·
610 εἶτα θυμαίνειν ἔφασκε· δεινὰ γὰρ πεπονθέναι
ὠφελοῦσ᾽ ὑμᾶς ἅπαντας οὐ λόγοις ἀλλ᾽ ἐμφανῶς.
πρῶτα μὲν τοῦ μηνὸς εἰς δᾷδ᾽ οὐκ ἔλαττον ἢ δραχμήν,
ὥστε καὶ λέγειν ἅπαντας ἐξιόντας ἑσπέρας·
«μὴ πρίῃ, παῖ, δᾷδ᾽, ἐπειδὴ φῶς Σεληναίης καλόν.»
615 ἄλλα τ᾽ εὖ δρᾶν φησιν, ὑμᾶς δ᾽ οὐκ ἄγειν τὰς ἡμέρας
οὐδὲν ὀρθῶς, ἀλλ᾽ ἄνω τε καὶ κάτω κυδοιδοπᾶν·
ὥστ᾽ ἀπειλεῖν φησιν αὐτῇ τοὺς θεοὺς ἑκάστοτε,
ἡνίκ᾽ ἂν ψευσθῶσι δείπνου κἀπίωσιν οἴκαδε,
τῆς ἑορτῆς μὴ τυχόντες κατὰ λόγον τῶν ἡμερῶν.
620 κᾆθ᾽ ὅταν θύειν δέῃ, στρεβλοῦτε καὶ δικάζετε.
πολλάκις δ᾽ ἡμῶν ἀγόντων τῶν θεῶν ἀπαστίαν,
ἡνίκ᾽ ἂν πενθῶμεν ἢ τὸν Μέμνον᾽ ἢ Σαρπηδόνα,
σπένδεθ᾽ ὑμεῖς καὶ γελᾶτ᾽· ἀνθ᾽ ὧν λαχὼν Ὑπέρβολος
τῆτες ἱερομνημονεῖν, κἄπειθ᾽ ὑφ᾽ ἡμῶν τῶν θεῶν
625 τὸν στέφανον ἀφῃρέθη· μᾶλλον γὰρ οὕτως εἴσεται
κατὰ σελήνην ὡς ἄγειν χρὴ τοῦ βίου τὰς ἡμέρας.
***
ΧΟΡ. Έλα κοντά μας, ω αφέντη της Δήλου, θεέ
που τον ορθόγκρεμο ορίζεις
βράχο του Κύνθου, έλα, Φοίβε, κι εσύ·
κι ω της Εφέσου κυρά, που σε ολόχρυσο
600 μέσα ναό σε τιμούν οι Λυδές, έλα, ω έλα·
και η Αθηνά που κρατά την αιγίδα, της πόλης μας
νά ᾽ρθει η προστάτρα, η θεά της Αθήνας·
και του Παρνάσσιου του βράχου ο αφέντης κοντά μας, ο Διόνυσος
ο κωμαστής,
οπού σε Βάκχες Δελφίδες ανάμεσα
λάμπει στο φως των λαμπάδων.
ΚΟΡ. Όταν το ξεκίνημά μας ετοιμάζαμε για δω,
μας αντάμωσε η Σελήνη και σας παραγγέλνει αυτά·
σε Αθηναίους και σε συμμάχους στέλνει χαιρετίσματα·
610 πρώτο αυτό· μα θύμωσε, είπε· γιατί ενώ σας ωφελεί
φανερά κι όχι με λόγια, εσείς της φέρνεστε άσκημα.
Σας οικονομά το μήνα μια τουλάχιστο δραχμή
για δαδί· όσοι βγαίνουν βράδυ, λένε «απόψε, βρε μικρέ,
για δαδί λεφτά μη δώσεις, κι είναι φεγγαροβραδιά».
Κι άλλα, λέει, καλά σας κάνει, κι όμως λαθεμένα εσείς
λογαριάζετε τις μέρες και τις σαλατιάζετε·
και γι᾽ αυτό τη φοβερίζουν οι θεοί κάθε φορά,
όταν άδειπνοι γυρίζουν πίσω σπίτι τους, γιατί
άλλαξε το ημερολόγιο και δεν έγινε γιορτή.
620 Δούλοι μαρτυρούν και δίκες γίνονται, ενώ θα ᾽πρεπε
να θυσιάζετε· άλλες μέρες, που νηστεύουμε οι θεοί,
—πένθος για το Σαρπηδόνα ή ίσως για το Μέμνονα—
δώστου εσείς σπονδές και γέλια· κι έτσι απ᾽ τον Υπέρβολο,
ενώ του ᾽χε πέσει ο κλήρος να ᾽ναι ιερομνήμονας,
θεοί πήραν το στεφάνι, για να μάθει άλλη φορά
σύμφωνα με το φεγγάρι τις ημέρες να μετρά.
Δήλιε, Κυνθίαν ἔχων
ὑψικέρατα πέτραν·
ἥ τ᾽ Ἐφέσου μάκαιρα πάγχρυσον ἔχεις
600 οἶκον, ἐν ᾧ κόραι σε Λυδῶν μεγάλως σέβουσιν·
ἥ τ᾽ ἐπιχώριος ἡμετέρα θεὸς
αἰγίδος ἡνίοχος, πολιοῦχος Ἀθάνα,
Παρνασσίαν θ᾽ ὃς κατέχων
πέτραν σὺν πεύκαις σελαγεῖ
605Βάκχαις Δελφίσιν ἐμπρέπων,
κωμαστὴς Διόνυσος.
ἡνίχ᾽ ἡμεῖς δεῦρ᾽ ἀφορμᾶσθαι παρεσκευάσμεθα,
ἡ Σελήνη συντυχοῦσ᾽ ἡμῖν ἐπέστειλεν φράσαι,
πρῶτα μὲν χαίρειν Ἀθηναίοισι καὶ τοῖς ξυμμάχοις·
610 εἶτα θυμαίνειν ἔφασκε· δεινὰ γὰρ πεπονθέναι
ὠφελοῦσ᾽ ὑμᾶς ἅπαντας οὐ λόγοις ἀλλ᾽ ἐμφανῶς.
πρῶτα μὲν τοῦ μηνὸς εἰς δᾷδ᾽ οὐκ ἔλαττον ἢ δραχμήν,
ὥστε καὶ λέγειν ἅπαντας ἐξιόντας ἑσπέρας·
«μὴ πρίῃ, παῖ, δᾷδ᾽, ἐπειδὴ φῶς Σεληναίης καλόν.»
615 ἄλλα τ᾽ εὖ δρᾶν φησιν, ὑμᾶς δ᾽ οὐκ ἄγειν τὰς ἡμέρας
οὐδὲν ὀρθῶς, ἀλλ᾽ ἄνω τε καὶ κάτω κυδοιδοπᾶν·
ὥστ᾽ ἀπειλεῖν φησιν αὐτῇ τοὺς θεοὺς ἑκάστοτε,
ἡνίκ᾽ ἂν ψευσθῶσι δείπνου κἀπίωσιν οἴκαδε,
τῆς ἑορτῆς μὴ τυχόντες κατὰ λόγον τῶν ἡμερῶν.
620 κᾆθ᾽ ὅταν θύειν δέῃ, στρεβλοῦτε καὶ δικάζετε.
πολλάκις δ᾽ ἡμῶν ἀγόντων τῶν θεῶν ἀπαστίαν,
ἡνίκ᾽ ἂν πενθῶμεν ἢ τὸν Μέμνον᾽ ἢ Σαρπηδόνα,
σπένδεθ᾽ ὑμεῖς καὶ γελᾶτ᾽· ἀνθ᾽ ὧν λαχὼν Ὑπέρβολος
τῆτες ἱερομνημονεῖν, κἄπειθ᾽ ὑφ᾽ ἡμῶν τῶν θεῶν
625 τὸν στέφανον ἀφῃρέθη· μᾶλλον γὰρ οὕτως εἴσεται
κατὰ σελήνην ὡς ἄγειν χρὴ τοῦ βίου τὰς ἡμέρας.
***
ΧΟΡ. Έλα κοντά μας, ω αφέντη της Δήλου, θεέ
που τον ορθόγκρεμο ορίζεις
βράχο του Κύνθου, έλα, Φοίβε, κι εσύ·
κι ω της Εφέσου κυρά, που σε ολόχρυσο
600 μέσα ναό σε τιμούν οι Λυδές, έλα, ω έλα·
και η Αθηνά που κρατά την αιγίδα, της πόλης μας
νά ᾽ρθει η προστάτρα, η θεά της Αθήνας·
και του Παρνάσσιου του βράχου ο αφέντης κοντά μας, ο Διόνυσος
ο κωμαστής,
οπού σε Βάκχες Δελφίδες ανάμεσα
λάμπει στο φως των λαμπάδων.
ΚΟΡ. Όταν το ξεκίνημά μας ετοιμάζαμε για δω,
μας αντάμωσε η Σελήνη και σας παραγγέλνει αυτά·
σε Αθηναίους και σε συμμάχους στέλνει χαιρετίσματα·
610 πρώτο αυτό· μα θύμωσε, είπε· γιατί ενώ σας ωφελεί
φανερά κι όχι με λόγια, εσείς της φέρνεστε άσκημα.
Σας οικονομά το μήνα μια τουλάχιστο δραχμή
για δαδί· όσοι βγαίνουν βράδυ, λένε «απόψε, βρε μικρέ,
για δαδί λεφτά μη δώσεις, κι είναι φεγγαροβραδιά».
Κι άλλα, λέει, καλά σας κάνει, κι όμως λαθεμένα εσείς
λογαριάζετε τις μέρες και τις σαλατιάζετε·
και γι᾽ αυτό τη φοβερίζουν οι θεοί κάθε φορά,
όταν άδειπνοι γυρίζουν πίσω σπίτι τους, γιατί
άλλαξε το ημερολόγιο και δεν έγινε γιορτή.
620 Δούλοι μαρτυρούν και δίκες γίνονται, ενώ θα ᾽πρεπε
να θυσιάζετε· άλλες μέρες, που νηστεύουμε οι θεοί,
—πένθος για το Σαρπηδόνα ή ίσως για το Μέμνονα—
δώστου εσείς σπονδές και γέλια· κι έτσι απ᾽ τον Υπέρβολο,
ενώ του ᾽χε πέσει ο κλήρος να ᾽ναι ιερομνήμονας,
θεοί πήραν το στεφάνι, για να μάθει άλλη φορά
σύμφωνα με το φεγγάρι τις ημέρες να μετρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου