Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ: ΑΥΝΑΝ ΚΑΙ ΚΑΪΝ

Το κεφάλαιο Δ΄ «Αυνάν και Κάιν» εστιάζει στην αντιπαράθεση του εβραϊκού με τον ελληνικό πολιτισμό. Ο εβραϊκός πολιτισμός ολόκληρος είναι ένας Αρμαγεδδών κίνησης και ορμής, που πηγάζει από το μυχό της κοσμικής ουσίας και χύνεται στο σύμπαν. Ένας Αρμαγεδδών που του λείπει όμως το απολλώνιο στοιχείο, δηλαδή η επιστήμη, ο γνωστικός φωτισμός, η ελεγχόμενη ανακάλυψη, η μαθηματική συμπεριφορά. Οι εβραίοι δεν έκαναν ανακαλύψεις, έχουν μόνον Αποκάλυψη. Γι' αυτό οι Εβραίοι δεν δημιούργησαν επιστήμη όπως οι Έλληνες.
 
Όλοι οι άντρες είμαστε αυνάνες.   
                                                                                                       
Εκείνος ο άντρας που δε δέχεται τούτο το κατηγόρημα είναι ο κατεξοχήν αυνάνας. Αυτός πια είναι που αυνανί­ζεται με χέρια και καθρέφτες.
 
Εκτός πια και δεν ημπορεί. Είναι δηλαδή ανίκανος, όπως ήταν ο Καζαντζάκης. Σύμφωνα τουλάχιστον με τη μαρτυρία της γυναικαδέλφης του Έλλης Αλεξίου[1]. Ή εί­ναι αμποδεμένος, όπως ήταν ο ήρωας του Παλαμά στο Θάνατος Παλικαριού.
 
Το ανυποψίαστο είναι ότι σ’ αυτή τη μυσταγωγία του αυνανισμού όλοι οι άντρες έχουμε παραστάτισσες και συλ­λειτουργούς όλες τις γυναίκες. Αυτές αποθεώνουν τις αυ­νανιστικές μας επιδόσεις. Ωχού! τι άχαρο ρόλο έμελλε να τους αναθέσει η αγωγή που έλαβαν από την παράδοση, και ο εκφυλισμός που γνώρισε και γνωρίζει το ανθρώπινο γένος μέσα στην προχώρηση της ιστορίας του.
 
Τίμιε αναγνώστη, μην παραξενεύεσαι. Γιατί το άκρα παράδοξο είναι ακριβώς το άκρα φυσικό. Δεν είναι φυσι­κό να βρίσκεις ακίνητη τη γη που πατάς; Και όμως! που είπε ο Γαλιλαίος[2]. Αυτή η γη που φαίνεται ακίνητη, κι­νείται με την ιλιγγιώδη ταχύτητα των εικοσιεννέα χιλιο­μέτρων στο δευτερόλεπτο. Και δεν κάνει μόνο μία, αλλά πολλές κινήσεις και όλες ταυτόχρονα.
 
Λέμε, λοιπόν, πως όλοι οι άντρες είμαστε αυνάνες. Ωστόσο υπάρχουν και οι ήρεμες εξαιρέσεις. Ο Σολωμός, λόγου χάρη, ή ο άγιος Παπαδιαμάντης που δεν εγνώρισαν τη γυναίκα. Αυτοί δεν είναι αυνάνες. Στέκουνται μακρυά από τούτη τη-στιγματική ρετσινιά.
 
Είναι τόσο ωραίοι άνθρωποι, που δεν ημπορεί παρά να ή σαν και στον ίδιο βαθμό εγκρατείς. Και όταν η ορμο­νική πλησμονή τους επίεζε, η ερωτική στέρηση ή η πενία όπως τη λέει ο Πλάτων, πρέπει να έβρισκαν τη βούληση να νικήσουν τον πειρασμό, και να μην ξεπέσουν στη «δου­λειά του χεριού», στο έργο του χεριού ή το χειροενεργεϊν, που λέει ο Διογένης Λαέρτιος για το Διογένη Σινωπέα.
 
Μια φορά, γράφει ο Λαέρτιος, ξεβρακώθηκε καταμεσίς στην Αγορά της Κορίνθου ο κυνικός Διογένης, άνοιξε τα σκέλια του, και λαγνοβοώντας άρχισε να αυνανίζεται αρειμανίως. ’Ώφθη χειρουργών[3], είναι η έκφραση του Λαέρτιου. (Ωχ, τι βολή για τους μεγαλογιατρούς χειρουργούς φοροφυγάδες).
 
- Α να χαθείς, παρασάνταλε! δε ντρέπεσαι; του φωνάξανε οι τριγυρινοί.
 
- Γιατί να ντρέπομαι, μωρέ ζευζέκηδες, τους έκοψε ο Διογένης. Επειδή χορταίνω τη γενετήσια πείνα μου με την τριβή; Μακάρι να μπορούσα να χόρταινα και την πεί­να της κοιλιάς μου με τον ίδιο ανέξοδο τρόπο!
 
Τρομερή απόκριση τρομερού ανθρώπου. Γιατί μια τέ­τοια πράξη λευτεριάς έχει πετάξει στα άχρηστα το Φρόυντ, τους ψυχαναλυτές, και όλα μας τα συμπλέγματα. Και προ­φανώς από κάτι τέτοιες επιβολές ημπορεί να καταλάβει κανείς, γιατί ο Νίτσε θεωρούσε τους Κυνικούς σπουδαιό­τερους από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.
 
Ο Σολωμός, λοιπόν, και ο Παπαδιαμάντης μας πρέπει να ζήσανε στην εγκράτεια και στην πειθαρχία. Και το σπέρμα τους, μαζί με την οδύνη της βούλησής τους να μην αυνανίζουνται, πρέπει να τό ’καναν ποίηση και δημι­ουργία.
 
Μη ξεχνάμε πως για τις ώρες του γενετήσιου αφόρη­του η σοφή φύση έχει επινοήσει την ασφαλιστική δικλεί­δα της ονείρωξης. Δεν είναι αφύσικος ο άνθρωπος που ούτε συνέρχεται προς το έτερο φύλο, αλλά ούτε και αυνα­νίζεται. Γιατί στο πρόβλημα η ονείρωξη είναι η καθ’ ύπνους ευγενική λύση της φύσης.
 
Μόνο για το Νίτσε, αυτό το γίγαντα της βούλησης, που δεν εγνώρισε κι αυτός τη γυναίκα, (εκείνο που πιθανώς εγνώρισε για μία μόνο φορά ήταν η σύφιλη), ευρέθηκε το βρώμικο στόμα του Ριχάρδου Βάγκνερ να ειπεί ότι ήταν αυνάνας. Ένας Onanist. Από το χαρακτήρα του Βά­γκνερ όμως ημπορεί κανείς να τα περιμένει όλα.
 
Πριν έρθουμε στα πράγματα και τις αποδείξεις, γιατί η πρόθεσή μου δεν είναι να ισχυρισθώ με το μπλα-μπλά αλ­λά να αποδείξω με τη μέθοδο των μαθηματικών επιστη­μών ότι όλοι οι άντρες είμαστε αυνάνες, κρίνω αναγκαίες δύο τρεις εισηγητικές πληροφορίες.
 
Πρώτον, ότι ο εβραίικος πολιτισμός δεν είναι ο μεγαλύτε­ρος πολιτισμός της ιστορίας σε παγκόσμιο βεληνεκές. Πρώτος βέβαια είναι ο Ελληνικός.
 
Λέγοντας εβραίικος πολιτισμός δεν εννοώ το χριστιανι­κό του αρρώστημα. Λόγος για τον οποίο οι ίδιοι οι εβραίοι απέρριψαν τόσο επίμονα τη χριστιανική διδασκαλία.
 
Λέγοντας εβραίικος πολιτισμός εννοώ τον πολιτισμό του Ισραήλ, όπως αυτός εμφανίζεται στην Παλαιά Δια­θήκη.
 
Η Παλαιά Διαθήκη είναι ένα ρυπογράφημα από τα ελάχιστα που έφτασε να κάμει ο άνθρωπος. Σε κάθε περί­πτωση όμως ρυπογράφημα τρομοψυχολογικό, όχι επιστημονικό όπως είναι ο πολιτισμός των ελλήνων.
 
Αυτό το αιώνιο μισάνθρωπο μνημείο οι εβραίοι το κατασκεύασαν με βάση την ένστικτη γνώση τους. Το εργαλείο τους ήταν η ψυχή του ανθρώπου με όλο το βάθος, το μυστήριο, το σκοτάδι, την άγνοια, τον τρόμο της. Η λογική για τους εβραίους έπαιξε το ρόλο του επίκουρου παραστάτη. Ποτέ του οδηγητή, όπως εσυνέβηκε με τους Έλληνες.
 
Εντούτοις αυτή η ψυχή, το συναίσθημα δηλαδή οι επι­θυμίες το πάθος η φαντασία η διαίσθηση η βούληση, εί­ναι μεγάλο κεφάλαιο στη δομή της ανθρώπινης φύσης.
 
Είναι, θά ’λεγα, ολόκληρο το σώμα και οι λειτουργίες του, αλλά του λείπουν τα κόκαλα. Του λείπει δηλαδή η σκελετική άρθρωση. Εκείνος ο σταθερός ιστός τάξης και συνοχής, που δίνει ειδή και σχήμα, διάκριση σύμπνοια και αναλογία, στην ολότητα του οργανισμού. Για να το ειπώ ποιητικά, του λείπει ο Απόλλων.
 
Ο εβραίικος πολιτισμός ολόκληρος δεν είναι ένας Διόνυσος. Μια φοβερή ανυπέρθετη δύναμη ύλης. Είναι το βρυαρό και πανίσχυρο ρεύμα ροών και δυνάμεων, ένας Αρμαγεδών κί­νησης και ορμής, που πηγάζει από το μυχό της κοσμικής ουσίας και χύνεται στο σύμπαν. Ένας Αρμαγεδών όχι ορ­γανωμένες και εύτακτος, γιατί του λείπει το απολλώνιο στοιχείο. Του λείπει δηλαδή η επιστήμη, ο γνωστικός φωτι­σμός, η ελεγχόμενη ανακάλυψη, η μαθηματική συμπεριφορά.
 
Οι εβραίοι δεν έκαναν ανακαλύψεις, έχουν μόνο Απο­κάλυψη (sic) ή το Το Απόκρυφο Βιβλίο του Ενώχ.
 
Γι’ αυτό οι εβραίοι δεν εδημιούργησαν επιστήμη, όπως έγινε με τους Έλληνες. Απέναντι στην προσωκρατική φυ­σική και την ευκλείδεια γεωμετρία, οι εβραίοι το μόνο που κατάφεραν ήταν να στήσουν το νοητό ναό του Ιεζε­κιήλ. Απέναντι στη φιλοσοφία των Ελλήνων, τη διαλεκτι­κή τους μέθοδο δηλαδή, οι εβραίοι έστησαν το δεσποτικό λόγο των πατριαρχών, των κριτών, των βασιλέων, των προφητών. Απέναντι στο γεωμετρημένο ήθος της ελληνι­κής τραγωδίας, έστησαν την καρμανιόλα του μωσαϊκού δε­κάλογου. Απέναντι στην ελληνική δημοκρατία τόσο του ιωνικού όσο και του δωρικού τύπου, οι εβραίοι έστησαν το αρχέτυπο του φασισμού.
 
(Εγώ είμαι ο κύριος ο θεός σου. Κι άλλοι θεοί έξω από μένα δεν υπάρχουν. Είναι ο πρώτος νόμος τους. Εκεί που οι έλληνες είχαν τριάντα χιλιάδες θεούς).
 
Το κενό που είχαν στην κοσμοθεωρία τους οι εβραίοι, λόγω της απουσίας της λογικής, ή του Απόλλωνα, το εκάλυψαν με την αυθαίρετη επινόηση του θεού. Ο Γιαχβέ γι’ αυτούς είναι η σπονδυλική τους στήλη. Και ο Νόμος, η προσήλωσή τους δηλαδή στο Γιαχβέ, τους εκράτησε κα­θαρούς μέσα στον κλύδωνα της ιστορίας και σε όλους τους εθνικούς τους καταποντισμούς: Η καταστροφή από τον Τίτο το 70 μ.Χ., ο περιπλανώμενος Ιουδαίος, το ξεπά­τωμά τους από το Χίτλερ.
 
Οι εβραίοι εκαλλιέργησαν τη γη της πίστης. Οι Έλληνες εκαλλιέργησαν τη γη της γνώσης. Οι εβραίοι ήσαν δή­μιοι, οι Έλληνες ήσαν δικαστές. Οι εβραίοι ήσαν αδίστα­χτοι, οι Έλληνες ήσαν ευγενικοί.
 
Αυνάν και Κάϊν
 
Γι’ αυτό και νίκησαν οι εδραίοι τους Έλληνες.
 
Εχρησιμοποίησαν σαν όπλο τους βέβαια το χριστιανι­σμό, ένα νόθο και μυσαρό παρασάρκωμα του σώματός τους, από τους ίδιους απόβλητο, και αφάνισαν την ωραία Ελλάδα. Ό,τι δεν εκατάφερε η ανδρεία, το κατάφερε ο δό­λος. Η κλασική περίπτωση του Έλληνα Διγενή. Ζηλεύγει ο Χάρος, με χωσιά μακρά τονε βιγλίζει, και λάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του επήρε.
 
Έτσι, λοιπόν, σήμερα oι εβραίοι μέσω του αμερικάνι­κου λόμπυ τους οδηγούν την ιστορία του κόσμου. Στον αφανισμό βέβαια και στο διάολο. «Κατά Ισραήλ», που λέ­ει ο λαός μας. Ωστόσο την οδηγούν.
 
Τι κρίμα και τι καημός. Απέναντι στους γίγαντες εβραίους επιστήμονες της εποχής μας, στο Φρόυντ στο Μαρξ στον Αϊνστάιν, οι νεοέλληνες να μην έχουν να δεί­ξουν τίποτα. Οι απόγονοι των Ελλήνων, που εστάθηκαν οι γεννήτορες της επιστήμης. Εκεί μας εκατάντησαν οι πα­πάδες. Από τους βυζαντινούς πατριάρχες ως τους σημερι­νούς βαζιβουζούκους των μητροπόλεων της Αττικής και της Λάρισας.
 
Εμ δεν τραβάει, μάνα μου, μπροστά ο άνθρωπος με το θυμιατό και με τα κυριελέησον. Χρειάζεται και την Αθηνά. Και η Αθηνά ήταν ολόκληρη μυαλό. Την είχε γεννή­σει το κεφάλι του Δία.
 
Καταπώς έχουν να μας διδάξουν οι σοφοί και οι ποιη­τές, αλλά και καταπώς έχει να μας δείξει η προσωπική μας εμβίωση και εμπειρία, η δοκιμασία ζωής δηλαδή, δύο εί­ναι οι ψηλότερες κορυφές της καταδρομικής πορείας του βίου μας. Η πείρα του έρωτα, και η πείρα του θανάτου.
 
Ο έρωτας και ο θάνατος είναι δύο στιγμές απόλυτα μο­ναδικές για τον καθένα μας. Ποτέ δε γίνεται να ζήσουν δύο άνθρωποι την ερωτική τους βίωση με όμοιο τρόπο. Αλλά με όμοιο τρόπο ποτέ δε γίνεται να ζήσουν και τη βίωση θανάτου.
 
Ο δόλιος Μάκμπεθ έζησε εντελώς διαφορετικά πράγ­ματα στο θάνατό του από τον τραγικό Οθέλλο. Για να λάβει) δύο ήρωες του Σαίκσπηρ.
 
Και η Ναστάσια Φιλίπποβνα έζησε εντελώς διαφορε­τικά πράγματα στον έρωτά της από την Ιοκάστη. Για να λάβω δύο ηρωΐδες από την τραγωδία του Ντοστογιέβσκι και του Σοφοκλή.
 
Κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι γεννιέται ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του.
 
Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος στη γη, στον ουρανό εκρήγνυται ένας αστέρας supernova.
 
Έτσι, από την άποψη της ουσίας ο έρωτας και ο θάνα­τος δεν είναι απλώς στοιχεία υποβάθρου. Δεν είναι δύο απλές καταθέσεις της ενόργανης ζωής.
 
Πιο πλατιά, και πιο μακρυά, και πιο βαθιά, ο έρωτας και ο θάνατος είναι δύο πανεπίσκοποι νόμοι ανάμεσα στους οποίους ξεδιπλώνεται η διαλεκτική του σύμπαντος. Το δραστικό προτσές δηλαδή ολόκληρης της ανόργανης και της ενόργανης ύλης. Είναι το Α και το Ω του σύμπα­ντος κόσμου και του σύμπαντος θεού. Είναι το είναι και το μηδέν του όντος. Τα δύο μισά και αδελφά συστατικά του.
 
Έξω από τον έρωτα και το θάνατο πρωταρχικό δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Αλλά ούτε είναι και νοητό να υπάρ­χει. Τα ενενήντα δύο στοιχεία της ύλης εγίνανε, για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Και οι τέσσερες θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης, ηλεκτρομαγνητική ασθε­νής ισχυρή βαρυτική, λειτουργούν για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο.
 
Όλα τα όντα, τα φαινόμενα, και οι δράσεις του κόσμου είναι εκφράσεις, σαρκώσεις, μερικότητες, συντελεσμοί, εντελέχειες του έρωτα και του θανάτου.
 
Γι’ αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί και ομοιότητες, είναι συμπληρώματα, και οι δύο όψεις του ίδιου προσώπου. Είναι ο έμορφος Ενδυμίων, ας πούμε. Που άλλοτε ξύπνιος ακουμπάει το κεφάλι του τρυφερά στα στήθη της Σελήνης και την κοιτάει στα μάτια. Και άλλοτε κοιμάται τον ύπνο του νεκρού κάτω από το απέ­ραντα αμίλητο βλέμμα της.
 
Με τρεις μόνο καταδηλώσεις, αλλά επιφανείς και Ελληνικές, θα θυμίσω ότι ο έρωτας και ο θάνατος είναι το ίδιο πράγμα.
 
Πρώτο το φραγμένο 15 του Ηράκλειτου.
 
Ἅδης καί Διόνυσος ἕν’ καί ὠυτό.
 
Δεύτερος ο στίχος του Σολωμού.
 
Μόλις ειν’ έτσι δυνατός ο έρωτας κι ο χάρος.
 
Τρίτος ο λαμπερός δημοτικός μας δεκαπεντασύλλαβος.
 
Τι έρωτας, τι θάνατος, δεν έχεις να διαλέξεις.
 
Ο έρωτας και ο θάνατος, στον Εμπεδοκλή Φιλότητα και Νείκος, στο Φρόυντ Lustprinzip και Todestrieb, είναι τα δύο μισά του «συμβόλου». Σύμβολο στην αρχαία Ελλάδα ήταν το μέταλλο που τό ’σπαζαν στα δύο, και έπαιρναν από μισό οι δυο φίλοι. Όταν μετά από καιρούς ξανασμί­γανε, συνταίριαζαν τα δύο μισά (συμβάλλειν), εγνωρίζονταν και βεβαίωναν την αρχαία φιλία.
 
Γιατί υπάρχει ο έρωτας στη φύση και στη ζωή μας; Ο έρωτας υπάρχει, για να διαιωνίζεται η συνέχεια των ει­δών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η φύση έχτισε ετούτη τη συναρπαστική λειτουργία.
 
Τη φύση ποσώς την ενδιαφέρει, αν υπάρχουμε εμείς σα μονάδες, σαν ατομικότητες. Αν υπάρχεις εσύ κι εγώ, και περπατάς και χαίρεσαι· αν υπάρχει μια λεμονιά στον κά­μπο και στα όρη λειώνει το χιόνι για να ποτίζουνται οι τρυφεροί της κλώνοι· αν υπάρχει απάνω στο δέντρο το μήλο και το ρόδι, η φύση αδιαφορεί ολοτελώς. Δε φροντί­ζει για σένα, τίμιε αναγνώστη, η φύση περισσότερο, απ’ όσο φροντίζει για σένα μια πέτρα που την πατάς μπροστά σου, ή τη βλέπεις χτισμένη στον τοίχο.
 
Τη φύση ένα την ενδιαφέρει, η διαιώνιση των ειδών. Να ζήσει το κάθε είδος όσο γίνεται πιο πολύ χρόνο. Δύο, πέντε, δέκα εκατομμύρια χρόνια. Κι όταν θα εξαφανισθεί το κάθε είδος, αφού συντελεσθεί ο χρόνος που του ορί­στηκε να ζήσει, η φύση θα το ταφιάσει και θα το κλάψει χωρίς δάκρυα και γόους. Και ταυτόχρονα θα μεριμνήσει να το αντικαταστήσει με το καινούριο είδος.
 
Θα γνωρίζεις βέβαια πως από τότε που εμφανίσθηκε η ζωή στην επιφάνεια του πλανήτη, πριν εξακόσια εκα­τομμύρια χρόνια, το 99% των έμβιων όντων που έζησαν και άκμασαν, σήμερα έχουν εξαφανισθεί. Τα αντικατάστη- σαν άλλα, και αυτά με τη σειρά τους θα παραχωρήσουν τη θέση τους σε άλλα.
 
Στη φύση ανώλεθρο και αχάλαστο δε μένει τίποτα, παρά μονάχα ένα: η βούληση της φύσης να οικονομεί και να φρο­ντίζει την αλυσίδα των ειδών. Όπως φροντίζει και την αλυ­σίδα της ανόργανης ύλης. Την αλυσίδα των αστέρων, για πα­ράδειγμα. (Αστέρες πρώτης γενεάς, δεύτερης γενεάς κ.λ.π.).
 
Πώς πετυχαίνει η φύση τη διαιώνιση των ειδών; Με το πιο απλό, το πιο πανούργο, αλλά και το πιο ελκυστικό δέ­λεαρ. Με τη γενετήσια ηδονή. Με τον ἵμερον των ελλήνων, τη voluptas και τη libido των λατίνων.
 
Επομένως η ηδονή που τρυγούν και καρπώνουνται δύο δυνατοί και τρυφεροί εραστές, όταν αγκαλιάζουνται μέ­λος με μέλος, σφιχτά και βαθιά, και γίνουνται τα δύο ένα, δεν είναι ο αυτοσκοπός της γενετήσιας πράξης.
 
Δεν αγκαλιαζόμαστε, για να ζήσουμε εκείνο το σύντο­νο αλλά και ωκεάνιο αίσθημα του ἴλιγγου και του απο­κεφαλισμού που το λέμε ηδονή. Όχι.
 
Αγκαλιαζόμαστε, για να γεννήσουμε την καινούργια ζωή, το παιδί μας, που θα προωθήσει .την υπόθεση του είδους μας. Του είδους άνθρωπος στο προκείμενο.
 
Σύμφωνα μ’ αυτή την αυτονόητη και κατάδηλη θεώρη­ση της φυσιολογίας, οι άνθρωποι έπρεπε να ζευγαρώνου­με τόσες φορές, όσες είναι για να γεννήσουμε τη νέα ζωή. Αυτό είναι το άγιο θέλημα της φύσης. Και αυτό γίνεται με τα ζώα που ζουν φυσικά.
 
Οι κατσίκες, λένε οι χωρικοί μας, «ζητούν» το Σεπτέμ­βριο. Οι γάτες «ζητούν» το Γενάρη. Όλοι έχουμε ακούσει πόσο εύμουσα και καλεστικά νιαουρίζουν στα κεραμίδια το καταχείμωνο. Ούτε ο βιολιστής στη στέγη έτσι.
 
Αυτό συνέβαινε και με τον άνθρωπο. Αλλά με τον άνθρωπο. Αλλά με τον άνθρωπο εσυνέβηκε και κάτι άλλο. Ήρθε μια στιγμή μέσα στην εξελικτική του διαδρομή, που κατανόησε ότι είναι ωραίο πράμα να αγκαλιάζεται. Είδε ότι καλόν το ἰδεϊν και κατανοῆσαι, καί ἅψασθαι, και δοκιμάσαι το σώμα του έρωτα.
 
Από την άλλη όμως είδε ότι είναι κακό και ψυχρό και ανάποδο το προϊόν που έδινε αυτή η τερπνή ώρα, από έναν αριθμό προϊόντων και ύστερα. Είδε ότι η κύηση, ο τοκετός, το παιδί που θα ’ρχότανε είναι μπελάς και μπαλαούρα, είναι σκοτούρα και έγνοια, και κίνδυνος κάποτε μεγάλος. Οι μισές γυναίκες παλαιά πεθαίνανε στη γέννα.
 
Ετότες λοιπόν ήταν που ο άνθρωπος έκαμε τη μοιραία επιλογή. Εψήφισε φιλί και ηδονή, και καταψήφισε τοκετό και κύηση. Έτσι εδιάσπασε την ενότητα της πανίερης πράξης, και την εδιαχώρισε στα δύο μισά της. Επροσκύνησε το ένα, εβλαστήμησε το άλλο. Είπε ναι στο πήδημα, είπε όχι στο γκάστρωμα.
 
Ευρήκε, λοιπόν, τη λύση ο πανούργος. Αυτό το «δεινόν» τέρας, όπως λέει ο Σοφοκλής. Ο τετραπέρατος, ο μπα­γαμπόντης, ο πάντα καταφερτζής. Αυτός ο καιροσκόπος και υστερόβουλος, ο πολυπράγμονας και πονηρός. Αλλά μαζί ο μωρός και ο μύωπας. Ο κωμικός και ο ασήμαντος, ο ανεύθυνος, ο άτσαλος και ο υβριστής ανθρωπάκος.
 
Γιατί αποφάσισε να εκτρέψει τη γενετήσια ορμή του από το φυσικό της ρείθρο. Και ελογάριασε ανόητα πως η νέα κατάσταση που θα δημιουργήσει θα είναι εξίσου έγκριτη και νόμιμη με την παλαιά. Ότι ημπορεί ο ίδιος ο άνθρωπος να δημιουργήσει φύση!
 
Εδώ ο άνθρωπος δεν εσκέφθηκε ότι όσο μηχανικός και ευρεσιτέχνης και νά ’ναι, δεν ημπορεί να υψωθεί στην πε­ριωπή της δύναμης και της τελειότητας που έχει η φύση. Το λάθος του ήταν που πίστεψε πως θά ’φτανε να εξισώ­σει τη δύναμή του με τη δύναμη της φύσης.
 
Αλλά αυτό είναι Ύβρις με την έννοια της αττικής τρα­γωδίας. Είναι η μεγαλύτερη Ύβρις που διέπραξε ο άν­θρωπος σε όλη την εξέλιξη της ιστορίας του. Μαζί με την άλλη, την Ύβρι του θανάτου, που θα ειπούμε.
 
Δε γνωρίζουμε πότε συνέβηκε αυτή η τομή. Σε ποια στιγμή της ιστορικής πορείας του ανθρώπου. Όπως δε γνωρίζουμε την ακριβή στιγμή, που ο εγκέφαλος του ζώ­ου έγινε νους στον άνθρωπο. Τη στιγμή, δηλαδή, που ξεφεύγοντας από τη σφαίρα του ζώου ο άνθρωπος διατύ­πωσε την πρώτη ερώτηση. Το πρώτο τι; ή γιατί; που ο Καντ το λέει «Η στιγμή του όφι των πρωτοπλάστων».
 
Ωστόσο οι εβραίοι τη στιγμή διαχωρισμού της γενετή­σιας πράξης στην αίρεση ή προαίρεση της ηδονής, και στην καθαίρεση ή αναίρεση της κύησης, την καταδήλωσαν με τη σήμανση μιας σπουδαίας παραβολής. Την εκάρφωσαν στο χάρτη της ποίησης, όπως ο σαυροκτόνος Απόλ­λων εκάρφωνε στα δέντρα τις σαύρες. Είναι η στιγμή του Αυνάν.
 
Ο συγγραφέας της Γένεσης στο τριάντα οχτώ κεφάλαιο διηγείται μυθικά το κοσμοϊστορικό γεγονός.
 
Ένας γιος του Ιούδα έλαβε γυναίκα μία νέα και τρυ­φερή κόρη, τη Θάμαρ. Ο άντρας νιόπαντρος ακόμη πέθανε. Σύμφωνα με το νόμο τη χήρα έπρεπε να τη νυμφευθεί ο δευτερότοκος αδερφός του νεκρού. Αυτός ήταν ο Αυ­νάν. Τον εφώναξε λοιπόν ο πατέρας του και του είπε.
 
- Αυνάν, ο νόμος ορίζει να πάρεις γυναίκα τη χήρα του αδερφού σου. Να συνομιλείς μαζί της, και να γεννή­σεις παιδιά, που θα λάβουν το όνομα του νεκρού. Να αναστήσεις το σπέρμα του.
 
Έτσι και έγινε. Ο Αυνάν νυμφεύθηκε τη Θάμαρ, και ζούσε μεγάλες περιπέτειες μέσα στους ηδονικούς της κόλπους.
 
Σε μια στιγμή όμως σήκωσε το κεφάλι της η φαρμακε­ρή οχιά του εγωισμού, και τού ’δωκε συμβουλή κακή.
 
-  Είσαι λοιπόν τόσο ανυπόστατος, ώστε θα γίνεις το εργαλείο που θα γεννήσει κόρες και γιους σ’ έναν ξένο; Έστω κι αν είναι ο αδερφός σου αυτός; Όχι βέβαια.
 
- Μα με μαγεύει της ψυχής και του κορμιού της ο τρό­πος, παρατήρησε έντρομος στον εαυτό του. Έχει ένα λαι­μό σαν το απάλαφρο σείσμα του κύκνου. Και οι μηροί της είναι τορνευτό δαχτυλίδι μεγάλου τεχνίτη.
 
- Μην είσαι λιπόψυχος και προπέτης, τον αντίσκοψε η οχιά. Όλα ετούτα ημπορείς να τα χαίρεσαι και να τα τρυγάς.
 
- Μα πώς; απόρησε ο Αυνάν. Και το σπέρμα που θα αναστήσω στον αδερφό μου;
 
- Είσαι και βλακόμετρο, τον εσάρκασε η οχιά. Ησύχα­σε, και δε θα αναστήσεις κανένα σπέρμα στον αδερφό σου.
 
- Πώς;
 
- Να πώς: Κάθε φορά που η γιορτή σου θα γίνεται όρ­γιο, να φροντίζεις να μη δροσίζει το σπέρμα σου τον κόλ­πο της. Λίγη προσοχή χρειάζεται, τετράποδο. Λίγη τέχνη, και λίγη προπόνηση. Άειντε και με σκότισες! απόσωσε η οχιά.
 
Και ο συγγραφέας της Γένεσης κλείνει την ιστορία: «Αὐναν δέ ὅταν εἰσήρχετο πρός τήν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ἐξέχεεν ἐπί τήν γῆν τοῦ μη δοῦναι σπέρμα»[4].
 
Αυτό το «ἐξέχεεν ἐπί τήν γῆν» ο άνθρωπος από την εποχή του Αυνάν μέχρι σήμερα το ακολουθεί με κατάνυ­ξη. Επαναληπτικό τυφέκιο ακρίβειας. Η κάννη, το κινητό ουραίο, η σκοπευτική γραμμή, ο φλογοκρύπτης, η ακίδα σκόπευσης, η σκανδάλη, το φυσίγγιο, ο πυροκροτητής, η κατά βούληση πυροδότηση.
 
Μόνο που σήμερα, εξαιτίας η προηγμένη τεχνολογία που λένε, έχουμε και άλλους τρόπους αποφυγής του «δοῦναι σπέρμα».
 
Έχουμε γόνατα, κνήμες, μηρούς. Έχουμε τον κάλυκα της κοιλιάς, παρειές, γλουτάκια. Έχουμε στόμα, μαλλιά, το λακκάκι του λαιμού, και ό,τι άλλο επινόησε στο μεταξύ των αιώνων η δεινή τεχνοσύνη του ανθρώπου.
 
Και πιο ψηλά πια, τα εφευρήματα του τεχνουργού κρατήρων. Έχουμε την επέμβαση του γυναικολόγου, έχου­με περικαυλίδες και κόντομς, έχουμε την αντι-μπέϊμπυπίλλε.
 
Ιδού γιατί, τίμιε αναγνώστη, όλοι οι άντρες ήμαστε αυνάνες. Και στο έγκλημα έχουμε συνεργούς όλες τις γυναί­κες. Κυριολεκτώ. Που πάει να ειπεί μεταχειρίζομαι τις λέ­ξεις με την αρχαϊκή τους ακρίβεια και πιστότητα.
 
Τώρα εσύ φέρε τις αποστομωτικές αντιρρήσεις σου. Αυνάνες θα ειπείς είναι αυτοί που μαλακίζουνται. Όσοι καταφεύγουν στην αυτοϊκανοποίηση. Είναι εκείνοι που δε βρίσκουν γυναίκα, που είναι ακρατείς, που δεν έχουν τα αργύρια για το πορτέλο, ανδρικό ή γυναικείο.
 
Εντάξει. Δε θα διαφωνήσω μαζί σου. Αλλά στο δικό μου ζητούμενο όλα ετούτα που λες είναι σκύβαλα, και τσάνταλα, και αφουσιά[5]. Ανάθεσε στους δημοσιογράφους να σου τα εξηγήσουν. Kαι στους ιεροκήρυκες.
 
Εγώ το πρόβλημα το βλέπω από τη σκοπιά του στοχαζόμενου και του πάσχοντα. Γιατί, αν θέλεις να σου τελει­ώσω όσο μελαγχολικά αρμόζει στο θέμα, θα σου θυμίσω και τούτο:
 
Στη διαδικασία της ψυχικής μετάλλαξης του ανθρώπου που περιγράφουμε, και στην τροπή του από το φυσικό στο αφύσικο, ο Αυνάν είναι η αρχή. Το τέλος όμως ξέρεις ποιο είναι; Είναι το aids, φίλε.
 
Όπως στα περισσότερα, έτσι και εδώ η ιστορία αδίκη­σε τη γυναίκα. Γιατί στον ελληνικό κόσμο λέμε πλατωνι­κός έρωτας για τους άντρες, και λεσβιακός έρωτας για τις γυναίκες;
 
Έτσι, λοιπόν, και στον εβραίικο κόσμο δίπλα στον αυ­νανισμό έπρεπε να υπάρχει και ο συμπληρωματικός -ισμός για τις γυναίκες. Ο όρος θαμαρισμός. Και κοντά στους αυνάνες οι θαμάρες.
 
Αυτά για τον έρωτα και τον Αυνάν. Αλλά ποιά για τον Κάιν και το θάνατο;
 
Το τρίτο κεφάλαιο της Γένεσης ιστορεί πώς ο προάν­θρωπος έγινε άνθρωπος. Πώς ο άλογος εγκέφαλος έγινε νους. Kαι ακόμη ιστορεί πώς ο άνθρωπος εξορίστηκε από τον ευδαίμονα κήπο της άγνοιας του φυτού και του ζώου, και πέρασε στην επίπονη χώρα της γνώσης. Στη γη της ιστορίας του.
 
Την ίδια περιπέτεια στον ελληνικό κόσμο μας την έχει περιγράψει ο περίφημος μύθος του Πρωταγόρα στον ομώ­νυμο διάλογο του Πλάτωνα. Καθώς και η αττική τραγωδία με τους τρεις Προμηθείς του Αισχύλου. Εδώ μάλιστα η διή­γηση είναι πολύ πιο υψηλής τέχνης. Γιατί είναι ελληνική.
 
Το τρίτο κεφάλαιο της Γένεσης είναι η άλλη όψη της τραγωδίας του Σοφοκλή Οιδίπους Τύραννος. Ο Αδάμ και η Εύα δεν εγνώριζαν, και μαθαίνουν. Ο Οιδιπους και η Ιοκάστη δεν εγνώριζαν, και μαθαίνουν.
 
Ο Αδάμ και η Εύα εζούσαν στη μακάρια άγνοια του ζώου και περνάνε στην επίπονη γνώση του ανθρώπου. Ο Οιδιπους και η Ιοκάστη εζούσαν στη μακάρια άγνοια της αιμομιξίας το\) ζώου, και περνούν στην επίπονη γνώση του δεσμού μάνας και γιού.
 
Ο Αδάμ και η Εύα εξορίζουνται από τον ευδαίμονα κήπο της άγνοιας του ζώου. Ο Οιδιπους και η Ιοκάστη εξορίζουνται από την ευδαίμονα ζωή της άγνοιας στα πα­λάτια της Θήβας.
 
Ο Αδάμ και η Εύα από το αθωωτικό σκοτάδι της άγνοιας του ζώου ανοίγουν τα μάτια τους στο καταδικαστικό φως της γνώσης του ανθρώπου. Η αλλαγή τους τυ­φλώνει. Όπως ετύφλωσε τους δεσμώτες στην παραβολή της σπηλιάς του Πλάτωνα. Ο Οιδιπους τυφλώνεται και η Ιοκάστη σκοτώνεται (σκότος), γιατί η νέα γνώση τους ακύρωσε την παλαιή πλάνη.
 
Το τέταρτο κεφάλαιο της Γένεσης είναι η ιστορία του θανάτου. Είναι η τραγωδία του Σοφοκλή Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ. Είναι η αδερφοκτονία του Κάιν και του 'Αβελ. Είναι η αδερφοκτονία του Πολυνείκη και του Ετεοκλή.
 
Ο άνθρωπος ειδοποιήθηκε, πως αν φάγει τον καρπό της γνώσης θα πεθάνει το θάνατο. Ἧ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε[6].
 
Και η απειλή, που απείλησε ο θεός τους ωραίους γυ­μνούς την προτεραία, πραγματοποιήθηκε την υστεραία. Παρασκευή εφάγανε, και Σάββατο πεθάνανε.
 
Εφόσον το θέμα του τρίτου κεφάλαιου της Γένεσης ήταν η γνώση, αναγκαία το θέμα του τέταρτου κεφάλαιου θα ήταν ο θάνατος.

 
Οι δύο γεωργοποιμένες αδερφοί προσφέρουνε θυσία ευχαριστίας στη φύση τις απαρχές του κόπου τους. Ο Αβελ ένα λευκό ερίφιο στην εστία, ο Κάιν ένα δράγμα αστάχυα στο αλώνι.
 
Η φύση στρέφει αυτί και ακούει το τραγούδι του 'Αβελ, αποστρέφει το αυτί και σωπαίνει στην ικετήρια επίκληση του Κάιν. Το κοπάδι του Άβελ αυξαίνει, τα γεννήματα του Κάιν ξεραίνουνται.
 
Ο άφτουρος αδερφός ζηλοφθονεί το φτούριο. Πάμε στον κάμπο, του λέει. Κι εκεί σηκώνει άγρια το αξινάρι και του το κατεβάζει στο μέτωπο[7].
 
Ανοίγεται στα δύο το κεφάλι. Σκορπίζουνται τα αίμα­τα και τα νεύρα. Το κορμί τσακίζεται σα δέντρο. Σωριά­ζεται η χαρωπή κίνηση στο χώμα. Βασιλεύει το βλέμμα του Άβελ. Γυρίζει παραπονιάρικα στο φονιά.
 
- Γιατί με σκότωσες, αδερφέ μου; Δε θα ξαναϊδώ πια τα πουλιά και τον ήλιο. Δε θα μου ξαναχύσει νερό, να μου πλύνει τα χέρια η λυγερή στην αυλή. Το παιδί μου και τα αρνιά δε θα τα ξαναγγίξω. Ποτέ πια! Με ακούς; Ποτέ πια!
 
Ο συγγραφέας της Γένεσης λέει πως τότε εχτύπησε κε­ραυνός τον Κάιν στο μέτωπο. Και τον σημάδεψε με το ση­μάδι του φονιά.
 
Δεν ήταν κεραυνός. Αλλά ήταν εκείνο το ποτέ πια! Ήταν οι τελευταίες λέξεις του Άβελ, και έγιναν η ρυτίδα του θανάτου που σημάδεψε το μέτωπο του ζωντανού. Εί­ναι η ρυτίδα που όλοι τη φέρνουμε στο μέτωπο από τον Κάιν και ύστερα. Είναι η γνώση θανάτου.
 
Ανάμεσα σε όλα τα όντα, ζώα πτηνά φυτά ερπετά άστρα, τη γνώση θανάτου την έχει μόνον ο άνθρωπος. Εί­ναι το ακριβό λύτρο με το οποίο εξαγοράστηκε το δώρο της γνωστικής του συνείδησης. Της νόησης.
 
Εκατομμύρια άνθρωποι είχαν πεθάνει πριν τον Άβελ. Αλλά δεν ήξευραν ότι πεθαίνουν. Όπως δεν το ξεύρουν τα ψάρια, τα πουλιά, τα φυτά, τα ερπετά, τα άστρα. Δεν ήξευραν ότι πεθαίνουν, γιατί ζούσαν στον παράδεισο της άγνοιας του ζώου.
 
Ο θάνατος ήρθε στον κόσμο μαζί με τον Κάιν. Και η γνώση θανάτου είναι η πιο ακριβή κατανόηση.
 
Το σύννεφο του ουρανού φέρνει βροχή στους κάμπους και στα όρη χιόνι. Το σύννεφο του Κάιν έφερε και έσκασε τον κεραυνό του τρόμου στην ύπαρξη του ανθρώπου. Η λάμψη του που ετύλιξε τη γη της ιστορίας μας, έγινε μια απέραντη χλαμύδα αίματος.
 
Εννοώ πως εκείνο το ποτέ πια!, που είπε ο Αβελ ξεψυ­χώντας, έγινε στον άνθρωπο ο πιο ανήμερος τρόμος στη διαλεκτική του σχέση με το θάνατο. Η φυσική γνώση ότι πεθαίνοντας ο άνθρωπος χάνεται για πάντα, και ότι δε θα ξαναζήσει ποτέ πια, έσπειρε στην ύπαρξή του τον πα­νικό φόβο.
 
Το για πάντα! και το ποτέ πια! είναι δύο φράσεις που το εκτόπισμά τους έχει τιμή απόλυτη. Και προορίστηκαν να τις μεταχειρίζεται ο άνθρωπος μόνο για το οριστικό γεγονός του θανάτου.  
       ,
Αυτόν τον πανικό φόβο μπροστά στο θάνατο είναι που δεν άντεξε ο άνθρωπος. Δε βρήκε τη βούληση να τον νι­κήσει. Να τον παραδεχθεί, να τον αναγνωρίσει. Να υπο­ταχθεί ευγενικά και περήφανα στο αδυσώπητο φυσικό και στο αδυσώπητο δίκιο του. Ελύγισε.
 
Και ελύγισε επάνω ακριβώς στο σημείο της τροπής. Έτσι το τρόπαιο το επήρε ο θάνατος. Έβαλε πια τον άν­θρωπο μπροστά και τον κυνηγά προτροπάδην. Και τού­τος ο βερέμης τρέχει να του ξεφύγει. Αλλόφρονας, τυφλός, ανεμοπόδαρος. Σπεύδει, με τα φυσικά του σημάδια χαμέ­να, να κρυφτεί στα καταφύγια.
 
Και τα καταφύγιά του είναι τα σπήλαια και οι κατάγειες οικήσεις. Είναι οι οπές και τα πέτρινα ρήγματα, οι βαραθρωμοί και oι καταβυθίσεις στα υπόγεια του συναι­σθήματος και της εμπύρετης φαντασίας του.
 
Όλοι ετούτοι είναι τόποι κρυμμένοι στο ζόφο της ύπαρξης, χιλιάδες λεύγες βαθιά και μακριά από τη φωτε­ρή τροπόσφαιρα της λογικής μας. Για να μην ακούμε τον κεραυνό του 'Αβελ. Εκείνο το εκκωφαντικό ποτέ πια!
 
Την απόκρυψη και την καταφυγή από τον πανικό φό­βο του θανάτου ο άνθρωπος την εβάφτισε θεούς και θρη­σκείες. Και ζωή μετά θάνατο.
 
Προπαντός αυτό. Η πίστη στη ζωή μετά θάνατο είναι το σύστημα ανάρτησης, είναι η ραχοκοκαλιά όλων των θρησκειών.
 
Βρες μου μια θρησκεία, που ο ιδρυτής της να μήν εστερέωσε το οικοδόμημά της απάνου στην θεμέλια πέτρα της πίστης για μια ζωή μετά θάνατο, κι εγώ θα σου δείξω πως η θρησκεία αυτή δεν έχει οπαδό ούτε τον ίδιο τον ιδρυτή της. Δε μιλώ για το Βούδα. Γιατί η νιρβάνα είναι εγκατάλειψη, δεν είναι περηφάνεια.
 
Με τους θεούς και τις θρησκείες ευρήκαν το δρόμο τους, κι εμπήκαν στο δρόμο τους όλα τα λερωμένα και τ’ άπλυτα της ιστορίας.
 
Ιερατείο, συναγωγή, κατήχηση. (Δε λέω την ωραία λέ­ξη εκκλησία, γιατί είναι ελληνική και δηλώνει τον αγνό και ρωμαλέο δήμο). Το αφιόνι, η παράκρουση, ο φανατι­σμός. Το θεολογικό μίσος, το odium theologicum. Και από κοντά η δυσειδής μορφή και η δυσώδης σάρκα όλων αυ­τών των λειτουργημάτων. Το κηφηναριό δηλαδή και η παρασίτιση. Οι ομφαλοσκόποι, οι θεόπτες, οι δαιμονόβλαβοι και οι δαιμονοκρουσμένοι. Και ψηλά ψηλά, εκεί πια είναι και δεν είναι. Εκεί θα ιδείς τα ινστιτούτα της αμά­θειας, και τις λαμπρές ακαδημίες του σκότους. Τις θεο(α)λογικές σχολές και την ιερή Σύνοδο.
 
Με τους θεούς και τις θρησκείες εμπήκαν στο δρόμο τους όλα τα λερωμένα και τ’ άπλυτα της ιστορίας. Από το «ἐλευθεροῦτε θεῶν τε πατρώων ἕδη» του Αισχύλου ίσαμε τους σταυρούς των σταυροφόρων, τον αγκυλωτό σταυρό του Χίτλερ[8], και πρόσφατα τον ιερό πόλεμο των ιρακινών στον Κόλπο κατά των «άπιστων» Αμερικανών.
 
Στη μετάλλαξη της ανθρώπινης φύσης η τομή του Κάιν είναι πολύ χειρότερη από την τομή του Αυνάν. Γιατί εδώ η εκτροπή από το φυσικό στο αφύσικο είναι διαστροφή μυαλού, και πνεύματος, και αξιών. Είναι η κιβδήλεψη ολόκληρου του πολιτισμού και της ιστορίας.
 
Κακά είναι και τα δύο. Αλλά πόσο κακότερο το χτύπη­μα της όχεντρας από το κέντρωμα της μέλισσας!
 
Γιατί, στο τέλος τέλος, με την τομή του Αυνάν ο άν­θρωπος έγινε ο κυνηγός της αντοχής και της χαράς του. Ενώ με την τομή του Κάιν έγινε ο κυνηγημένος του τρό­μου και της δειλίας του.
 
Με τον Αυνάν γκρεμίζεται στο βράχο τραγουδώντας. Με τον Κάιν βυθίζεται στο έλος σκούζοντας.
-------------------------- 
[1] Βλ. το βιβλίο της Έλλης Αλεξίου, Για να γίνει μεγάλος
[2] Ο Γαλιλαίος δεν αρνήθηκε από φόβο, όπως λένε. Τον εαυτό του και την αλήθεια του μπροστά στην Ιερή Εξέταση. Και πέθανε στην φυλακή γέροντας εβδομήντα οχτώ χρονώ. Σε «κατ’ οίκον περιορισμόν» ακριβέστερα.
[3] Διογένης Λαέρτιος, 2, 46. Ἐπ’ ἀγορᾶς ποτε χειρουργῶν, «εἴθε», ἔφη «και την κοιλίαν ἦν παρατρίψαντα μη πεινῆν»
[4] Γένεσ., ΑΗ΄, 10.
[5] Αφουσιά. Είναι μία λέξη λαμπρή που χάθηκε από τη γλώσσα μας. Αφουσιά ήταν το υπόλειμμα από τα μαυρόφυλλα που μας έτρωγαν οι μεταξοσκώληκες, όταν πια είχαν μεγαλώσει πολύ, ήταν «τριτάκι» ή «της μεγάλης» στη γλώσσα των μεταξοπαραγωγών. Τα φύλλα, δηλαδή, είχαν απολέσει την ουσία τους (από+ουσία). Χαρακτηρίζω τη λέξη λαμπρή, γιατί σήμερα αφουσιά είναι η ζωή μας σε σχέση με την αλήθεια και την πραγματικότητα.
[6] Γενέσ., Β, 17.
[7] 6. Γενέσ., Δ΄, 15.
[8] Η Σβάστικα μοιάζει με αγκυλωτό σταυρό, αλλά είναι παλαιογερμανικό σύμβολο

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου