Ο Βούδας ταξίδευε μέσα σ’ ένα δάσος. Η ημέρα ήταν ζεστή -ήταν μεσημέρι- δίψασε, έτσι είπε στον μαθητή του, τον Ανάντα, “Πήγαινε πίσω. Προσπεράσαμε ένα μικρό ρυάκι. Πήγαινε πίσω και φέρε μου λίγο νερό”.
Ο Ανάντα πήγε πίσω, αλλά το ρυάκι ήταν πολύ μικρό και είδε κάποιες άμαξες να περνούν από μέσα του. Το νερό τώρα είχε βρομίσει, είχε γίνει λάσπη. Όλη η βρομιά που είχε κατακαθίσει μέσα του είχε ανέβει στην επιφάνεια, και το νερό δεν ήταν πλέον πόσιμο. Έτσι ο Ανάντα σκέφτηκε, “Θα πρέπει να επιστρέφω με άδεια χέρια”. Επέστρεψε και είπε στον Βούδα: “Εκείνο το νερό έχει βρομίσει εντελώς και δεν είναι πόσιμο. Άφησέ με να πάω μπροστά. Ξέρω ότι υπάρχει ένα ποτάμι μερικά μίλια μακριά από εδώ, έτσι θα πάω και θα φέρω νερό από εκεί”.
Ο Βούδας είπε, ‘Όχι! Θα πας πίσω στο ίδιο ρυάκι”. Επειδή το είχε πει ο Βούδας, ο Ανάντα αναγκάστηκε να το κάνει, αλλά πήγε πίσω με μισή καρδιά. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να φέρει πίσω νερό, και σπαταλούσε χρόνο άσκοπα, και αισθανόταν και ο ίδιος δίψα. Αλλά επειδή το είπε ο Βούδας έπρεπε να πάει. Και πάλι πήγε στο ρυάκι, και πάλι επέστρεψε και είπε: “Γιατί επιμένεις; Εκείνο το νερό δεν είναι πόσιμο”.
Ο Βούδας είπε, “Θα πας πάλι”. Και επειδή το είχε πει ο Βούδας, ο Ανάντα αναγκάστηκε να υπακούσει.
Την τρίτη φορά που έφτασε στο ρυάκι, το νερό ήταν πάλι καθαρό όπως πάντα. Η λάσπη είχε φύγει με την ροή, η σκόνη με τον άνεμο, τα ξερά φύλλα είχαν φύγει, και το νερό ήταν και πάλι καθαρό. Και τότε ο Ανάντα γέλασε. Γέμισε την κανάτα με νερό και επέστρεψε χορεύοντας. Έπεσε στα πόδια του Βούδα και είπε, “Ο τρόπος της διδασκαλίας σου είναι θαυμαστός. Μου δίδαξες ένα μεγάλο μάθημα – ότι το μόνο που χρειάζεται είναι υπομονή και ότι τίποτε δεν είναι μόνιμο”.
Και αυτή είναι η βασική διδασκαλία του Βούδα: τίποτε δεν είναι μόνιμο, τα πάντα ρέουν, επομένως, γιατί ν’ ανησυχείτε; Επιστρέψτε στο ίδιο ρυάκι. Εν τω μεταξύ όλα θα έχουν αλλάξει. Τίποτε δεν παραμένει το ίδιο. Απλώς δείξτε υπομονή, πηγαίνετε ξανά και ξανά και ξανά. Αρκούν μερικά λεπτά, και τα φύλλα θα έχουν φύγει, και η βρομιά θα έχει κατακαθίσει, και το νερό θα είναι και πάλι καθαρό στην επιφάνεια.
Ο Ανάντα ρώτησε επίσης τον Βούδα, όταν επέστρεφε για δεύτερη φορά, “Επιμένεις να πάω, αλλά μπορώ να κάνω κάτι για να καθαρίσω το νερό;”
Και ο Βούδας απάντησε: “Σε παρακαλώ, μην κάνεις τίποτε· διαφορετικά θα το κάνεις ακόμα πιο βρόμικο. Και μην μπεις μέσα στο ρυάκι. Απλώς μείνε έξω απ’ αυτό και περίμενε στην όχθη. Μπαίνοντας μέσα στο ρυάκι θα το ανακατέψεις. Το ρυάκι ρέει από μόνο του, έτσι άφησέ το να ρέει”.
Τίποτε δεν είναι μόνιμο· η ζωή είναι σε συνεχή ροή. Ο Ηράκλειτος είχε πει ότι δεν μπορείς να περάσεις δύο φορές τον ίδιο ποταμό. Είναι αδύνατον να περάσεις δύο φορές τον ίδιο ποταμό, επειδή ο ποταμός συνεχίζει να ρέει· τα πάντα αλλάζουν απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Και όχι μόνο συνεχίζει να ρέει ο ποταμός, συνεχίζετε να ρέετε και εσείς. Και εσείς είστε διαφορετικοί· και εσείς είστε ένας ποταμός που ρέει.
Δείτε αυτή τη μη μονιμότητα των πάντων. Μην βιάζεστε· μην προσπαθείτε να κάνετε κάτι. Απλώς περιμένετε! Περιμένετε σε μια πλήρη έλλειψη δράσης. Και εάν μπορείτε να περιμένετε, η μεταμόρφωση θα έρθει. Αυτή η ίδια η αναμονή είναι μια μεταμόρφωση.
Ο Ανάντα πήγε πίσω, αλλά το ρυάκι ήταν πολύ μικρό και είδε κάποιες άμαξες να περνούν από μέσα του. Το νερό τώρα είχε βρομίσει, είχε γίνει λάσπη. Όλη η βρομιά που είχε κατακαθίσει μέσα του είχε ανέβει στην επιφάνεια, και το νερό δεν ήταν πλέον πόσιμο. Έτσι ο Ανάντα σκέφτηκε, “Θα πρέπει να επιστρέφω με άδεια χέρια”. Επέστρεψε και είπε στον Βούδα: “Εκείνο το νερό έχει βρομίσει εντελώς και δεν είναι πόσιμο. Άφησέ με να πάω μπροστά. Ξέρω ότι υπάρχει ένα ποτάμι μερικά μίλια μακριά από εδώ, έτσι θα πάω και θα φέρω νερό από εκεί”.
Ο Βούδας είπε, ‘Όχι! Θα πας πίσω στο ίδιο ρυάκι”. Επειδή το είχε πει ο Βούδας, ο Ανάντα αναγκάστηκε να το κάνει, αλλά πήγε πίσω με μισή καρδιά. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να φέρει πίσω νερό, και σπαταλούσε χρόνο άσκοπα, και αισθανόταν και ο ίδιος δίψα. Αλλά επειδή το είπε ο Βούδας έπρεπε να πάει. Και πάλι πήγε στο ρυάκι, και πάλι επέστρεψε και είπε: “Γιατί επιμένεις; Εκείνο το νερό δεν είναι πόσιμο”.
Ο Βούδας είπε, “Θα πας πάλι”. Και επειδή το είχε πει ο Βούδας, ο Ανάντα αναγκάστηκε να υπακούσει.
Την τρίτη φορά που έφτασε στο ρυάκι, το νερό ήταν πάλι καθαρό όπως πάντα. Η λάσπη είχε φύγει με την ροή, η σκόνη με τον άνεμο, τα ξερά φύλλα είχαν φύγει, και το νερό ήταν και πάλι καθαρό. Και τότε ο Ανάντα γέλασε. Γέμισε την κανάτα με νερό και επέστρεψε χορεύοντας. Έπεσε στα πόδια του Βούδα και είπε, “Ο τρόπος της διδασκαλίας σου είναι θαυμαστός. Μου δίδαξες ένα μεγάλο μάθημα – ότι το μόνο που χρειάζεται είναι υπομονή και ότι τίποτε δεν είναι μόνιμο”.
Και αυτή είναι η βασική διδασκαλία του Βούδα: τίποτε δεν είναι μόνιμο, τα πάντα ρέουν, επομένως, γιατί ν’ ανησυχείτε; Επιστρέψτε στο ίδιο ρυάκι. Εν τω μεταξύ όλα θα έχουν αλλάξει. Τίποτε δεν παραμένει το ίδιο. Απλώς δείξτε υπομονή, πηγαίνετε ξανά και ξανά και ξανά. Αρκούν μερικά λεπτά, και τα φύλλα θα έχουν φύγει, και η βρομιά θα έχει κατακαθίσει, και το νερό θα είναι και πάλι καθαρό στην επιφάνεια.
Ο Ανάντα ρώτησε επίσης τον Βούδα, όταν επέστρεφε για δεύτερη φορά, “Επιμένεις να πάω, αλλά μπορώ να κάνω κάτι για να καθαρίσω το νερό;”
Και ο Βούδας απάντησε: “Σε παρακαλώ, μην κάνεις τίποτε· διαφορετικά θα το κάνεις ακόμα πιο βρόμικο. Και μην μπεις μέσα στο ρυάκι. Απλώς μείνε έξω απ’ αυτό και περίμενε στην όχθη. Μπαίνοντας μέσα στο ρυάκι θα το ανακατέψεις. Το ρυάκι ρέει από μόνο του, έτσι άφησέ το να ρέει”.
Τίποτε δεν είναι μόνιμο· η ζωή είναι σε συνεχή ροή. Ο Ηράκλειτος είχε πει ότι δεν μπορείς να περάσεις δύο φορές τον ίδιο ποταμό. Είναι αδύνατον να περάσεις δύο φορές τον ίδιο ποταμό, επειδή ο ποταμός συνεχίζει να ρέει· τα πάντα αλλάζουν απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Και όχι μόνο συνεχίζει να ρέει ο ποταμός, συνεχίζετε να ρέετε και εσείς. Και εσείς είστε διαφορετικοί· και εσείς είστε ένας ποταμός που ρέει.
Δείτε αυτή τη μη μονιμότητα των πάντων. Μην βιάζεστε· μην προσπαθείτε να κάνετε κάτι. Απλώς περιμένετε! Περιμένετε σε μια πλήρη έλλειψη δράσης. Και εάν μπορείτε να περιμένετε, η μεταμόρφωση θα έρθει. Αυτή η ίδια η αναμονή είναι μια μεταμόρφωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου