Ούτε πότε έζησε ούτε πού γεννήθηκε ούτε πώς και πού πέθανε είναι γνωστά για τον Όμηρο. Η παράδοση θέλει γονείς του τον Μαίονα και την Κρηθηίδα ή να είχε παππού του τον Οδυσσέα. Επτά πόλεις διεκδικούσαν με αξιώσεις την τιμή να είναι ο τόπος, όπου γεννήθηκε: Κύμη, Σμύρνη, Χίος, Κολοφών Μ. Ασίας, Σαλαμίνα Κύπρου, Ρόδος, Άργος.
Η παράδοση τον θέλει τυφλό (Όμηρος αιολικά σημαίνει «ο μη ορών», αυτός που δεν βλέπει), όπως άλλωστε θέλει κι όλους τους μυθικούς τραγουδιστές, τους αοιδούς, πρόγονους των τροβαδούρων, που περιφέρονταν από κάστρο σε κάστρο και, στις αυλές των αρχόντων, υμνούσαν παλιά ηρωικά κατορθώματα, για να βγάλουν το ψωμί τους.
Του αποδίδουν την Ιλιάδα, την Οδύσσεια, 34 ύμνους ή Προοίμια σε εξάμετρο, που αναφέρονται στους θεούς, μια σειρά από κωμικές παρωδίες επών με ήρωες ζώα και τον «Μαργίτη», μια επίσης παρωδία με θέμα έναν χαζό και τις περιπέτειές του. Για αιώνες, οι ειδικοί πίστευαν ότι ο Όμηρος ήταν ένας μεγάλος παραμυθάς, ένας τεχνίτης του στίχου και της πλοκής, ένας ποιητής με εκπληκτική φαντασία. Οι ανασκαφές του Σλίμαν κατεδάφισαν αυτή την άποψη. Αναβίωσε η παλιά πίστη ότι πρόκειται για διήγηση ιστορικών γεγονότων.
Η υπόθεση της Ιλιάδας στηρίζεται στην οργή, την «μήνιν» του Αχιλλέα και στα όσα εξαιτίας της συνέβησαν. Η υπόθεση της Οδύσσειας στηρίζεται στην προσπάθεια του ήρωά της να επιστρέψει στην πατρίδα του και στις περιπέτειές του. Και οι δυο υποθέσεις είναι εντελώς φανταστικές αλλά βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Και οι δυο υποθέσεις είναι δανεισμένες από θρύλους και τραγούδια που προϋπήρξαν. Στην Ιλιάδα, ο Όμηρος δε δίστασε να υποδείξει ο ίδιος από πού δανείστηκε την υπόθεση του έργου, απαλλάσσοντας τους ερευνητές από ένα δύσκολο και χωρίς λόγο ψάξιμο. Από τον στίχο 524 ως τον 605 της ραψωδίας Ι, ο γέρο Φοίνικας (απλός συνονόματος με τον περιπλανώμενο αδερφό της Ευρώπης), προκειμένου να πείσει τον Αχιλλέα να δώσει τόπο στην οργή του και να βάλει ένα χεράκι ν’ αποκρούσουν οι Αχαιοί τους Τρώες, του διηγείται το τραγούδι με τον θρύλο του Μελέαγρου: Κάποτε οι Κουρήτες της Αιτωλίας εκστράτευσαν εναντίον της Καλυδώνας, της πόλης του Μελέαγρου. Ο ήρωας θύμωσε, επειδή η μητέρα του τον καταράστηκε εξαιτίας του ότι σκότωσε τον αδερφό της, και δεν ήθελε να πάει στη μάχη. Μάταια τον παρακαλούσαν όλοι να αναθεωρήσει την απόφασή του και υπόσχονταν δώρα. Κάποια στιγμή, όμως, τα πράγματα έγιναν πολύ άσχημα για την ίδια την Καλυδώνα, που κινδύνευσε να κυριευτεί. Ο Μελέαγρος ζώστηκε τα όπλα του, βγήκε στη μάχη και νίκησε τους εισβολείς.
Ένα παραμύθι, που έχει καταγραφεί στην Αίγυπτο τουλάχιστον 1200 χρόνια πριν από την εποχή του Ομήρου, περιγράφει τις μύριες όσες περιπέτειες ενός ναυαγού, που τελικά κατόρθωσε να σωθεί μόνο αυτός.
Πολλές φορές οι ποιητές δεν ασχολούνται με το να φτιάξουν δικές τους υποθέσεις. Δεν είναι αυτό που τους απασχολεί και δε διστάζουν να δανειστούν από τα έτοιμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα έργα των τραγικών του Ε’ αιώνα, των οποίων οι θεατές γνώριζαν την εξέλιξη και το τέλος της υπόθεσης, πριν καν να μπουν στο θέατρο, αφού η αφορμή για τη συγγραφή ήταν πάντα δανεισμένη από γνωστό μύθο. Και ο Σαίξπηρ, 21 αιώνες αργότερα, πριν να γράψει τον «Άμλετ», έπαιξε ως ηθοποιός τον ρόλο του φαντάσματος σε έργο προγενέστερου συγγραφέα. Κι ο Βιτσέντζος Κορνάρος δανείστηκε την υπόθεση του «Ερωτόκριτου» και της Αρετούσας του από την «Ερωφίλη» και τον Πανάρετο του Γεώργιου Χορτάτση, χωρίς καμιά προσπάθεια να το κρύψει (αντιστροφή ονομάτων) αλλά δημιουργώντας αίσιο τέλος. Και τα δυο έργα, άλλωστε, παραπέμπουν στο προγενέστερο «Paris et Vienne».
Η αναφορά γίνεται για να καταδειχτεί ότι ο Όμηρος δεν είναι ο πρώτος. Ηρωικά έπη υπήρχαν και πριν από αυτόν και οι τοιχογραφίες στην Πύλο μαρτυρούν πως, αιώνες νωρίτερα, τραγουδιόνταν και με τη συνοδεία λύρας. Τα κείμενα, που μας παραδόθηκαν, είναι από ελάχιστα ως κανένα. Ο απόηχος, όμως, των θρύλων παραπέμπει σε γεγονότα που συνέβησαν αιώνες πριν. Το ότι μόνο τα ομηρικά έπη έφτασαν ως εμάς έχει να κάνει με τη δύναμη του λόγου, που διέθετε ο ποιητής. Και με την έμπνευση του τύραννου της Αθήνας, Πεισίστρατου, να τα καταγράψει. Ίσως, επειδή μόνο τα ομηρικά έπη αντικατοπτρίζουν τη «συγκρατημένη τελειότητα», που αναφέρει ο Ρ. Λίβινξτον («Το Ελληνικό πνεύμα και η σημασία του για μας»), διορθώνοντας τον Σέλεϊ, ο οποίος μιλούσε για «συγκρατημένο μεγαλείο».
Οι αοιδοί τραγουδούσαν ηρωικά κατορθώματα αλλά φρόντιζαν να τα διανθίζουν και με τη συμμετοχή κάποιου από τους προγόνους εκείνου, που τύχαινε κάθε φορά να τους φιλοξενεί και να τους τρέφει. Οι θρύλοι διανθίστηκαν με ένα σωρό παραλλαγές και πρόσθετες λεπτομέρειες κι από στόμα σε στόμα πήραν νέα μορφή. Δουλειά του αναγνώστη είναι να χαρεί τα κείμενα. Δουλειά του φιλολόγου είναι να βρει την εξέλιξη με βάση τα γλωσσικά στοιχεία και να αναδείξει και αποκαταστήσει τη δύναμη του στόχου. Δουλειά του ιστορικού είναι να ξεχωρίσει τον θρύλο απ’ την αλήθεια και να αποκαταστήσει τα πραγματικά περιστατικά.
Η παράδοση τον θέλει τυφλό (Όμηρος αιολικά σημαίνει «ο μη ορών», αυτός που δεν βλέπει), όπως άλλωστε θέλει κι όλους τους μυθικούς τραγουδιστές, τους αοιδούς, πρόγονους των τροβαδούρων, που περιφέρονταν από κάστρο σε κάστρο και, στις αυλές των αρχόντων, υμνούσαν παλιά ηρωικά κατορθώματα, για να βγάλουν το ψωμί τους.
Του αποδίδουν την Ιλιάδα, την Οδύσσεια, 34 ύμνους ή Προοίμια σε εξάμετρο, που αναφέρονται στους θεούς, μια σειρά από κωμικές παρωδίες επών με ήρωες ζώα και τον «Μαργίτη», μια επίσης παρωδία με θέμα έναν χαζό και τις περιπέτειές του. Για αιώνες, οι ειδικοί πίστευαν ότι ο Όμηρος ήταν ένας μεγάλος παραμυθάς, ένας τεχνίτης του στίχου και της πλοκής, ένας ποιητής με εκπληκτική φαντασία. Οι ανασκαφές του Σλίμαν κατεδάφισαν αυτή την άποψη. Αναβίωσε η παλιά πίστη ότι πρόκειται για διήγηση ιστορικών γεγονότων.
Η υπόθεση της Ιλιάδας στηρίζεται στην οργή, την «μήνιν» του Αχιλλέα και στα όσα εξαιτίας της συνέβησαν. Η υπόθεση της Οδύσσειας στηρίζεται στην προσπάθεια του ήρωά της να επιστρέψει στην πατρίδα του και στις περιπέτειές του. Και οι δυο υποθέσεις είναι εντελώς φανταστικές αλλά βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Και οι δυο υποθέσεις είναι δανεισμένες από θρύλους και τραγούδια που προϋπήρξαν. Στην Ιλιάδα, ο Όμηρος δε δίστασε να υποδείξει ο ίδιος από πού δανείστηκε την υπόθεση του έργου, απαλλάσσοντας τους ερευνητές από ένα δύσκολο και χωρίς λόγο ψάξιμο. Από τον στίχο 524 ως τον 605 της ραψωδίας Ι, ο γέρο Φοίνικας (απλός συνονόματος με τον περιπλανώμενο αδερφό της Ευρώπης), προκειμένου να πείσει τον Αχιλλέα να δώσει τόπο στην οργή του και να βάλει ένα χεράκι ν’ αποκρούσουν οι Αχαιοί τους Τρώες, του διηγείται το τραγούδι με τον θρύλο του Μελέαγρου: Κάποτε οι Κουρήτες της Αιτωλίας εκστράτευσαν εναντίον της Καλυδώνας, της πόλης του Μελέαγρου. Ο ήρωας θύμωσε, επειδή η μητέρα του τον καταράστηκε εξαιτίας του ότι σκότωσε τον αδερφό της, και δεν ήθελε να πάει στη μάχη. Μάταια τον παρακαλούσαν όλοι να αναθεωρήσει την απόφασή του και υπόσχονταν δώρα. Κάποια στιγμή, όμως, τα πράγματα έγιναν πολύ άσχημα για την ίδια την Καλυδώνα, που κινδύνευσε να κυριευτεί. Ο Μελέαγρος ζώστηκε τα όπλα του, βγήκε στη μάχη και νίκησε τους εισβολείς.
Ένα παραμύθι, που έχει καταγραφεί στην Αίγυπτο τουλάχιστον 1200 χρόνια πριν από την εποχή του Ομήρου, περιγράφει τις μύριες όσες περιπέτειες ενός ναυαγού, που τελικά κατόρθωσε να σωθεί μόνο αυτός.
Πολλές φορές οι ποιητές δεν ασχολούνται με το να φτιάξουν δικές τους υποθέσεις. Δεν είναι αυτό που τους απασχολεί και δε διστάζουν να δανειστούν από τα έτοιμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα έργα των τραγικών του Ε’ αιώνα, των οποίων οι θεατές γνώριζαν την εξέλιξη και το τέλος της υπόθεσης, πριν καν να μπουν στο θέατρο, αφού η αφορμή για τη συγγραφή ήταν πάντα δανεισμένη από γνωστό μύθο. Και ο Σαίξπηρ, 21 αιώνες αργότερα, πριν να γράψει τον «Άμλετ», έπαιξε ως ηθοποιός τον ρόλο του φαντάσματος σε έργο προγενέστερου συγγραφέα. Κι ο Βιτσέντζος Κορνάρος δανείστηκε την υπόθεση του «Ερωτόκριτου» και της Αρετούσας του από την «Ερωφίλη» και τον Πανάρετο του Γεώργιου Χορτάτση, χωρίς καμιά προσπάθεια να το κρύψει (αντιστροφή ονομάτων) αλλά δημιουργώντας αίσιο τέλος. Και τα δυο έργα, άλλωστε, παραπέμπουν στο προγενέστερο «Paris et Vienne».
Η αναφορά γίνεται για να καταδειχτεί ότι ο Όμηρος δεν είναι ο πρώτος. Ηρωικά έπη υπήρχαν και πριν από αυτόν και οι τοιχογραφίες στην Πύλο μαρτυρούν πως, αιώνες νωρίτερα, τραγουδιόνταν και με τη συνοδεία λύρας. Τα κείμενα, που μας παραδόθηκαν, είναι από ελάχιστα ως κανένα. Ο απόηχος, όμως, των θρύλων παραπέμπει σε γεγονότα που συνέβησαν αιώνες πριν. Το ότι μόνο τα ομηρικά έπη έφτασαν ως εμάς έχει να κάνει με τη δύναμη του λόγου, που διέθετε ο ποιητής. Και με την έμπνευση του τύραννου της Αθήνας, Πεισίστρατου, να τα καταγράψει. Ίσως, επειδή μόνο τα ομηρικά έπη αντικατοπτρίζουν τη «συγκρατημένη τελειότητα», που αναφέρει ο Ρ. Λίβινξτον («Το Ελληνικό πνεύμα και η σημασία του για μας»), διορθώνοντας τον Σέλεϊ, ο οποίος μιλούσε για «συγκρατημένο μεγαλείο».
Οι αοιδοί τραγουδούσαν ηρωικά κατορθώματα αλλά φρόντιζαν να τα διανθίζουν και με τη συμμετοχή κάποιου από τους προγόνους εκείνου, που τύχαινε κάθε φορά να τους φιλοξενεί και να τους τρέφει. Οι θρύλοι διανθίστηκαν με ένα σωρό παραλλαγές και πρόσθετες λεπτομέρειες κι από στόμα σε στόμα πήραν νέα μορφή. Δουλειά του αναγνώστη είναι να χαρεί τα κείμενα. Δουλειά του φιλολόγου είναι να βρει την εξέλιξη με βάση τα γλωσσικά στοιχεία και να αναδείξει και αποκαταστήσει τη δύναμη του στόχου. Δουλειά του ιστορικού είναι να ξεχωρίσει τον θρύλο απ’ την αλήθεια και να αποκαταστήσει τα πραγματικά περιστατικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου