Φαντασιώσεις. Κι η πρώτη σκέψη που περνά απ’ το μυαλό μου είναι πώς γράφουν για φαντασιώσεις σ’ έναν κόσμο που πάσχει από κυνισμό; Κι, ύστερα, έκανα τη σύνδεση. Ο κύριος τρόπος να χρησιμοποιούμε τη φαντασία μας ως ενήλικες καταντά να ‘ναι το σεξ; Λυπηρό. Ας είναι κι έτσι. Κάποιος εκστασιασμός πρέπει να υπάρχει σ’ αυτόν τον κόσμο, κι ας είναι αυτός κυρίως βασισμένος στην ηδονή. Κι έπειτα τι σου είναι ο έρωτας αν είναι ικανός να κρατήσει ζωντανά μέρη του εγκεφάλου, όπως η φαντασία, στη ρεαλιστική πραγματικότητα ενός κοινού έτους 2019.
Μπορούμε να διαχωρίσουμε τις φαντασιώσεις σε τρεις κύριες κατηγορίες.
Κατηγορία πρώτη: Σ’ αυτήν εντάσσονται οι φαντασιώσεις που είναι πρακτικά αδύνατο να πραγματοποιήσουμε, όπως για παράδειγμα με κάποιον διάσημο.
Κατηγορία δεύτερη: Φαντασιώσεις με άτομα απ’ τον γνωστό κύκλο μας, που θα μπορούσαμε να πραγματοποιήσουμε.
Κατηγορία τρίτη: Φαντασιώσεις που δεν εστιάζουν συγκεκριμένα στο άτομο αλλά στον χρόνο, τον τόπο και την πράξη.
Κι εδώ προκύπτουν διάφορα ερωτήματα. Τουτέστιν, αν είμαστε σε σχέση και δηλώνουμε ερωτευμένοι, κατά πόσο θεωρείται φυσιολογικό να ‘χουμε φαντασιώσεις της πρώτης και της δεύτερης κατηγορίας, που εμπλέκουν δηλαδή άλλα άτομα; Για πολλούς φαντασίωση της δεύτερης κατηγορίας, μπορεί να θεωρηθεί απιστία. Είναι; Είμαστε υπόλογοι για τις σκέψεις μας; Κι αν δεν μπορούμε να ελέγξουμε το μυαλό, μήπως οι φαντασιώσεις μας υποδηλώνουν αλήθειες που δεν είμαστε έτοιμοι να πούμε; Μήπως στη φαντασίωση με τρίτο άτομο κρύβεται η ανεπάρκεια της σχέσης μας να γεμίσει τα κενά μας;
Κι αν εμείς είμαστε πεπεισμένοι για τη φυσικότητα της κατάστασης κι άνετοι με το θέμα, δε σημαίνει ότι είναι κι η σχέση μας. Οπότε τίθεται το ερώτημα του κατά πόσο είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε και τι. Πέρα απ’ την ντροπή του τσαλακώματος. Γιατί θέλει ένα κάποιο θάρρος να αραδιάσεις τις ενδόμυχες επιθυμίες σου στο φως μέρα μεσημέρι, και πόσο μάλλον μπροστά στον άνθρωπο που σε ενδιαφέρει η εικόνα που έχει για ‘σένα πιο πολύ απ’ την εικόνα που σχηματίζει οποιοσδήποτε άλλος.
Κι αν αποφασίσεις να αποκαλύψεις φαντασιώσεις πρώτης κατηγορίας, σίγουρα θα λάβεις καλύτερες αντιδράσεις από αυτές της δεύτερης, αλλά μήπως υποβάλλεις τον σύντροφό σου σε έναν αγώνα δρόμου που είναι αδύνατο να κερδίσει; Μπαίνει αυτόματα και μόνος του σε μία διαδικασία σύγκρισης με το δικό σου άπιαστο απωθημένο το οποίο εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να φτάσει. Άρα αναγκάζεται να νιώθει ανεπαρκής. Εν τέλει, μήπως το μόνο που μπορείς να προκαλέσεις είναι σύγχυση; Απ’ την άλλη, αν μάθαινε με άλλο τρόπο ότι είχες φαντασιώσεις που δε συζητούσες, δε θα ήταν χειρότερο; Πώς μπορείς να είσαι σίγουρος ότι δε θα το πάρει εντελώς ανάποδα και δε θα ‘ναι αυτό κάτι που, στην τελική, θα μπει ανάμεσά σας; Φαντάζομαι δεν μπορείς.
Έπειτα, πάμε στην περίπτωση της τρίτης και πιο αθώας κατηγορίας, όπου η φαντασίωσή μας μπορεί να συμπεριλαμβάνει και τον σύντροφό μας. Ακόμα κι αν είμαστε έτοιμοι να μιλήσουμε γι’ αυτήν, πώς ξέρουμε ότι ο σύντροφός μας είναι έτοιμος να ακούσει; Είμαστε σε θέση να βιώσουμε ένα βλέμμα υποτίμησης, ντροπής ή και κατάκρισης; Κι αν είναι κι αυτός δεκτικός, το τελευταίο και πιο κρίσιμο ερώτημα είναι αν είμαστε ικανοί να την πραγματοποιήσουμε. Αν μπορούμε να διαθέσουμε τα ρίσκα που χρειάζονται για να περάσουμε τη γραμμή που διαχωρίζει τη φαντασία απ’ την πραγματικότητα.
Γιατί όσο είναι σκέψη, μπορεί να συσταλεί και να διαπλαστεί και να πάρει ό,τι σχήμα και μορφή θέλουμε να έχει. Είναι καθαρά δικό μας δημιούργημα, γέννημα θρέμμα του μυαλού μας. Αν, όμως, εφαρμοστεί, είναι πλέον πραγματικότητα. Γεγονός. Με πραγματικές διαστάσεις που δεν μπορούμε να μεταβάλουμε. Και μπορεί να μην είναι η πραγματικότητα αντάξια των προσδοκιών μας. Μπορεί, βέβαια, και να τις ξεπεράσει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δε θα εντάσσεται στην ενότητα «φαντασιώσεις», πλέον θα θεωρείται κι επίσημα εμπειρία.
Το θέμα είναι αν θεωρούμε αντάξια την ανταλλαγή φαντασίας για πραγματικότητα κι αν μετά δε θα ζητάμε αποζημιώσεις. Πάντως, αν η απάντηση είναι «ναι», δε θα έπρεπε να μας προβληματίζει ότι είμαστε έτοιμοι να ανταλλάξουμε τα τελευταία υπολείμματα φαντασίας που διαθέτουμε για ακόμα λίγη δόση πραγματικότητας; Θα μου πείτε καλύτερα να τα ζούμε στον κόσμο κι όχι στο υποσυνείδητό μας. Τι να πω; Στην τελική, εναπόκειται στον καθένα από μας κι είναι ακόμα μία προσωπική επιλογή που έχουμε να κάνουμε.
Μπορούμε να διαχωρίσουμε τις φαντασιώσεις σε τρεις κύριες κατηγορίες.
Κατηγορία πρώτη: Σ’ αυτήν εντάσσονται οι φαντασιώσεις που είναι πρακτικά αδύνατο να πραγματοποιήσουμε, όπως για παράδειγμα με κάποιον διάσημο.
Κατηγορία δεύτερη: Φαντασιώσεις με άτομα απ’ τον γνωστό κύκλο μας, που θα μπορούσαμε να πραγματοποιήσουμε.
Κατηγορία τρίτη: Φαντασιώσεις που δεν εστιάζουν συγκεκριμένα στο άτομο αλλά στον χρόνο, τον τόπο και την πράξη.
Κι εδώ προκύπτουν διάφορα ερωτήματα. Τουτέστιν, αν είμαστε σε σχέση και δηλώνουμε ερωτευμένοι, κατά πόσο θεωρείται φυσιολογικό να ‘χουμε φαντασιώσεις της πρώτης και της δεύτερης κατηγορίας, που εμπλέκουν δηλαδή άλλα άτομα; Για πολλούς φαντασίωση της δεύτερης κατηγορίας, μπορεί να θεωρηθεί απιστία. Είναι; Είμαστε υπόλογοι για τις σκέψεις μας; Κι αν δεν μπορούμε να ελέγξουμε το μυαλό, μήπως οι φαντασιώσεις μας υποδηλώνουν αλήθειες που δεν είμαστε έτοιμοι να πούμε; Μήπως στη φαντασίωση με τρίτο άτομο κρύβεται η ανεπάρκεια της σχέσης μας να γεμίσει τα κενά μας;
Κι αν εμείς είμαστε πεπεισμένοι για τη φυσικότητα της κατάστασης κι άνετοι με το θέμα, δε σημαίνει ότι είναι κι η σχέση μας. Οπότε τίθεται το ερώτημα του κατά πόσο είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε και τι. Πέρα απ’ την ντροπή του τσαλακώματος. Γιατί θέλει ένα κάποιο θάρρος να αραδιάσεις τις ενδόμυχες επιθυμίες σου στο φως μέρα μεσημέρι, και πόσο μάλλον μπροστά στον άνθρωπο που σε ενδιαφέρει η εικόνα που έχει για ‘σένα πιο πολύ απ’ την εικόνα που σχηματίζει οποιοσδήποτε άλλος.
Κι αν αποφασίσεις να αποκαλύψεις φαντασιώσεις πρώτης κατηγορίας, σίγουρα θα λάβεις καλύτερες αντιδράσεις από αυτές της δεύτερης, αλλά μήπως υποβάλλεις τον σύντροφό σου σε έναν αγώνα δρόμου που είναι αδύνατο να κερδίσει; Μπαίνει αυτόματα και μόνος του σε μία διαδικασία σύγκρισης με το δικό σου άπιαστο απωθημένο το οποίο εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να φτάσει. Άρα αναγκάζεται να νιώθει ανεπαρκής. Εν τέλει, μήπως το μόνο που μπορείς να προκαλέσεις είναι σύγχυση; Απ’ την άλλη, αν μάθαινε με άλλο τρόπο ότι είχες φαντασιώσεις που δε συζητούσες, δε θα ήταν χειρότερο; Πώς μπορείς να είσαι σίγουρος ότι δε θα το πάρει εντελώς ανάποδα και δε θα ‘ναι αυτό κάτι που, στην τελική, θα μπει ανάμεσά σας; Φαντάζομαι δεν μπορείς.
Έπειτα, πάμε στην περίπτωση της τρίτης και πιο αθώας κατηγορίας, όπου η φαντασίωσή μας μπορεί να συμπεριλαμβάνει και τον σύντροφό μας. Ακόμα κι αν είμαστε έτοιμοι να μιλήσουμε γι’ αυτήν, πώς ξέρουμε ότι ο σύντροφός μας είναι έτοιμος να ακούσει; Είμαστε σε θέση να βιώσουμε ένα βλέμμα υποτίμησης, ντροπής ή και κατάκρισης; Κι αν είναι κι αυτός δεκτικός, το τελευταίο και πιο κρίσιμο ερώτημα είναι αν είμαστε ικανοί να την πραγματοποιήσουμε. Αν μπορούμε να διαθέσουμε τα ρίσκα που χρειάζονται για να περάσουμε τη γραμμή που διαχωρίζει τη φαντασία απ’ την πραγματικότητα.
Γιατί όσο είναι σκέψη, μπορεί να συσταλεί και να διαπλαστεί και να πάρει ό,τι σχήμα και μορφή θέλουμε να έχει. Είναι καθαρά δικό μας δημιούργημα, γέννημα θρέμμα του μυαλού μας. Αν, όμως, εφαρμοστεί, είναι πλέον πραγματικότητα. Γεγονός. Με πραγματικές διαστάσεις που δεν μπορούμε να μεταβάλουμε. Και μπορεί να μην είναι η πραγματικότητα αντάξια των προσδοκιών μας. Μπορεί, βέβαια, και να τις ξεπεράσει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δε θα εντάσσεται στην ενότητα «φαντασιώσεις», πλέον θα θεωρείται κι επίσημα εμπειρία.
Το θέμα είναι αν θεωρούμε αντάξια την ανταλλαγή φαντασίας για πραγματικότητα κι αν μετά δε θα ζητάμε αποζημιώσεις. Πάντως, αν η απάντηση είναι «ναι», δε θα έπρεπε να μας προβληματίζει ότι είμαστε έτοιμοι να ανταλλάξουμε τα τελευταία υπολείμματα φαντασίας που διαθέτουμε για ακόμα λίγη δόση πραγματικότητας; Θα μου πείτε καλύτερα να τα ζούμε στον κόσμο κι όχι στο υποσυνείδητό μας. Τι να πω; Στην τελική, εναπόκειται στον καθένα από μας κι είναι ακόμα μία προσωπική επιλογή που έχουμε να κάνουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου