Η ασπίδα του Αχιλλέα
Όταν ο Αχιλλέας πληροφορείται τον θάνατο του Πατρόκλου, θρηνεί γοερά γιa τον χαμό του. Στα βάθη της θαλάσσης η μητέρα του, η Θέτις, ακούει τον θρήνο του και έρχεται να τον παρηγορήσει, συνοδευόμενη από τις αδελφές της, τις Νηρηίδες. Ο Αχιλλέας είναι αποφασισμένος να εκδικηθεί τον Έκτορα. Η μητέρα του πηγαίνει στον Όλυμπο για να του εξασφαλίσει όπλα, επειδή τα όπλα του, που τα είχαν χαρίσει άλλοτε οι θεοί στον Πηλέα, όταν παντρεύτηκε τη Θέτιδα, τα είχε δώσει στον Πάτροκλο και τώρα βρίσκονται στα χέρια του Έκτορα.
Ικανό τμήμα της ραψωδίας Σ, στην οποία οι Αλεξανδρινοί έδωσαν τον τίτλο Ὁπλοποιία, αφιερώνεται στην περιγραφή της καινούργιας ασπίδας (κατασκευή και -κυρίως- διακόσμηση), ενώ στα υπόλοιπα όπλα γίνεται απλώς σύντομη αναφορά. Φαίνεται ότι η ασπίδα είχε σχήμα κυκλικό και ότι οι παραστάσεις που την κοσμούσαν ήσαν διατεταγμένες σε ομόκεντρους κύκλους. Αντίθετα από ό,τι συμβαίνει σε ανάλογες περιγραφές, οι παραστάσεις της ασπίδας, που δεν αντλούν τα θέματά τους από τον μύθο, δεν έχουν επιλεγεί με σκοπό να εμβάλουν φόβο στους αντιπάλους, αλλά συγκροτούν μια ισορροπημένη επιλογή σκηνών από την καθημερινή ζωή, που πλαισιώνονται από την εικόνα του "σύμπαντος" (στο κέντρο) και την εικόνα του Ωκεανού (στην περιφέρεια). Ενδιαμέσως περιγράφονται με τη σειρά οι εξής παραστάσεις: 1) δύο πολιτείες, από τις οποίες η πρώτη (α) παρουσιάζεται σε ειρηνικές ασχολίες (γάμος, "δικαστήριο"), ενώ η δεύτερη (β) σε στιγμές πολέμου (πολιορκία, μάχη)· 2) όργωμα· 3) θερισμός· 4) τρύγος· 5) επίθεση λεόντων σε αγέλη βοδιών· 6) βοσκότοπος· 7) χορός. (Στο απόσπασμα που ακολουθεί παραλείπονται οι σκηνές 2β, 3, 5 και 6).
Η επιλογή του ποιητή να παρουσιάσει πάνω στην ασπίδα καθημερινές σκηνές του επιτρέπει να εισαγάγει στην επική αφήγηση, που αναφέρεται στο "εκεί" και το "τότε", στοιχεία από τον σύγχρονό του κόσμο, από το "εδώ" και το "τώρα". Ένα μέρος από τη γοητεία της περιγραφής απορρέει από το γεγονός ότι ο ποιητής, αντί να περιγράφει στατικές εικόνες, τις μετατρέπει σε ιστορίες γεμάτες ζωή και κίνηση.
Ἰλιὰς Σ 478-508, 541-549, 561-572, 590-608
ποίει δὲ πρώτιστα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε
πάντοσε δαιδάλλων, περὶ δ᾽ ἄντυγα βάλλε φαεινὴν
480 τρίπλακα μαρμαρέην, ἐκ δ᾽ ἀργύρεον τελαμῶνα.
πέντε δ᾽ ἄρ᾽ αὐτοῦ ἔσαν σάκεος πτύχες· αὐτὰρ ἐν αὐτῷ
ποίει δαίδαλα πολλὰ ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν.
ἐν μὲν γαῖαν ἔτευξ᾽, ἐν δ᾽ οὐρανόν, ἐν δὲ θάλασσαν,
ἠέλιόν τ᾽ ἀκάμαντα σελήνην τε πλήθουσαν,
485 ἐν δὲ τὰ τείρεα πάντα, τά τ᾽ οὐρανὸς ἐστεφάνωται,
Πληϊάδας θ᾽ Ὑάδας τε τό τε σθένος Ὠρίωνος
Ἄρκτον θ᾽, ἣν καὶ Ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν,
ἥ τ᾽ αὐτοῦ στρέφεται καί τ᾽ Ὠρίωνα δοκεύει,
οἴη δ᾽ ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο.
490 ἐν δὲ δύω ποίησε πόλεις μερόπων ἀνθρώπων
καλάς. ἐν τῇ μέν ῥα γάμοι τ᾽ ἔσαν εἰλαπίναι τε,
νύμφας δ᾽ ἐκ θαλάμων δαΐδων ὕπο λαμπομενάων
ἠγίνεον ἀνὰ ἄστυ, πολὺς δ᾽ ὑμέναιος ὀρώρει·
κοῦροι δ᾽ ὀρχηστῆρες ἐδίνεον, ἐν δ᾽ ἄρα τοῖσιν
495 αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν ἔχον· αἱ δὲ γυναῖκες
ἱστάμεναι θαύμαζον ἐπὶ προθύροισιν ἑκάστη.
λαοὶ δ᾽ εἰν ἀγορῇ ἔσαν ἀθρόοι· ἔνθα δὲ νεῖκος
ὠρώρει, δύο δ᾽ ἄνδρες ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς
ἀνδρὸς ἀποφθιμένου· ὁ μὲν εὔχετο πάντ᾽ ἀποδοῦναι
500 δήμῳ πιφαύσκων, ὁ δ᾽ ἀναίνετο μηδὲν ἑλέσθαι·
ἄμφω δ᾽ ἱέσθην ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι.
λαοὶ δ᾽ ἀμφοτέροισιν ἐπήπυον, ἀμφὶς ἀρωγοί·
κήρυκες δ᾽ ἄρα λαὸν ἐρήτυον· οἱ δὲ γέροντες
ἥατ᾽ ἐπὶ ξεστοῖσι λίθοις ἱερῷ ἐνὶ κύκλῳ,
505 σκῆπτρα δὲ κηρύκων ἐν χέρσ᾽ ἔχον ἠεροφώνων·
τοῖσιν ἔπειτ᾽ ἤϊσσον, ἀμοιβηδὶς δὲ δίκαζον.
κεῖτο δ᾽ ἄρ᾽ ἐν μέσσοισι δύω χρυσοῖο τάλαντα,
τῷ δόμεν ὃς μετὰ τοῖσι δίκην ἰθύντατα εἴποι.
εὐρεῖαν τρίπολον· πολλοὶ δ᾽ ἀροτῆρες ἐν αὐτῇ
ζεύγεα δινεύοντες ἐλάστρεον ἔνθα καὶ ἔνθα.
οἱ δ᾽ ὁπότε στρέψαντες ἱκοίατο τέλσον ἀρούρης,
545 τοῖσι δ᾽ ἔπειτ᾽ ἐν χερσὶ δέπας μελιηδέος οἴνου
δόσκεν ἀνὴρ ἐπιών· τοὶ δὲ στρέψασκον ἀν᾽ ὄγμους,
ἱέμενοι νειοῖο βαθείης τέλσον ἱκέσθαι.
ἡ δὲ μελαίνετ᾽ ὄπισθεν, ἀρηρομένῃ δὲ ἐῴκει,
χρυσείη περ ἐοῦσα· τὸ δὴ περὶ θαῦμα τέτυκτο.
καλὴν χρυσείην· μέλανες δ᾽ ἀνὰ βότρυες ἦσαν,
ἑστήκει δὲ κάμαξι διαμπερὲς ἀργυρέῃσιν.
ἀμφὶ δὲ κυανέην κάπετον, περὶ δ᾽ ἕρκος ἔλασσε
565 κασσιτέρου· μία δ᾽ οἴη ἀταρπιτὸς ἦεν ἐπ᾽ αὐτήν,
τῇ νίσοντο φορῆες, ὅτε τρυγόῳεν ἀλωήν.
παρθενικαὶ δὲ καὶ ἠΐθεοι ἀταλὰ φρονέοντες
πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν.
τοῖσιν δ᾽ ἐν μέσσοισι πάϊς φόρμιγγι λιγείῃ
570 ἱμερόεν κιθάριζε, λίνον δ᾽ ὑπὸ καλὸν ἄειδε
λεπταλέῃ φωνῇ· τοὶ δὲ ῥήσσοντες ἁμαρτῇ
μολπῇ τ᾽ ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες ἕποντο.
τῷ ἴκελον οἷόν ποτ᾽ ἐνὶ Κνωσῷ εὐρείῃ
Δαίδαλος ἤσκησεν καλλιπλοκάμῳ Ἀριάδνῃ.
ἔνθα μὲν ἠΐθεοι καὶ παρθένοι ἀλφεσίβοιαι
ὠρχεῦντ᾽, ἀλλήλων ἐπὶ καρπῷ χεῖρας ἔχοντες.
595 τῶν δ᾽ αἱ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον, οἱ δὲ χιτῶνας
εἵατ᾽ ἐϋννήτους, ἦκα στίλβοντας ἐλαίῳ·
καί ῥ᾽ αἱ μὲν καλὰς στεφάνας ἔχον, οἱ δὲ μαχαίρας
εἶχον χρυσείας ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων.
οἱ δ᾽ ὁτὲ μὲν θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι
600 ῥεῖα μάλ᾽, ὡς ὅτε τις τροχὸν ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν
ἑζόμενος κεραμεὺς πειρήσεται, αἴ κε θέῃσιν·
ἄλλοτε δ᾽ αὖ θρέξασκον ἐπὶ στίχας ἀλλήλοισι.
603 πολλὸς δ᾽ ἱμερόεντα χορὸν περιίσταθ᾽ ὅμιλος
605 τερπόμενοι· δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ᾽ αὐτοὺς
μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους.
ἐν δὲ τίθει ποταμοῖο μέγα σθένος Ὠκεανοῖο
ἄντυγα πὰρ πυμάτην σάκεος πύκα ποιητοῖο.
***
Επήρε πρώτα πρώτα κι έφτιαξε ασπίδα στέρεη, γιγάντια,
δουλεύοντάς τη ολόκληρη με τέχνη·
την έδεσε ολόγυρα με λαμπερό τριπλό στεφάνι που άστραφτε
και απ᾽ αυτό εκρέμασε λουρί ασημένιο.
480
Το σώμα της ασπίδας το έστρωσε πέντε φορές
και πάνω του χάραξε πολλά στολίδια με το σοφό μυαλό του.
Έβαλε μέσα τη γης, έβαλε τον ουρανό, έβαλε τη θάλασσα,
έβαλε τον ήλιο τον ακάμαντο και το φεγγάρι ολόγιομο,
κι όλα τα αστέρια που στεφανώνουν τον ουρανό,
τις Πλειάδες,1 τις Υάδες, τον στιβαρό Ωρίωνα,
485
την Άρκτο, που τήνε λεν και Αμάξι,
που μένει εκεί γυρνώντας γύρω γύρω και παραφυλάει τον Ωρίωνα,
αυτή που μόνη δεν μοιράζεται τα λουτρά του Ωκεανού.1
Έφτιαξε και δυο θεσπέσιες πολιτείες ανθρώπων
490
που τους δαμάζει ο θάνατος.
Στη μια γίνονταν γάμοι και ξεφάντωναν·
με λαμπάδες που φεγγοβολούσαν
έπαιρναν από τα δώματα τις νύφες
και τις οδηγούσαν μέσα από την πόλη,
ενώ ξεχυνόταν πλούσιο το τραγούδι του υμεναίου· 2
νεαροί χορευτές στροβιλίζονταν,
495
και ανάμεσά τους ηχούσαν αυλοί και φόρμιγγες.
Οι γυναίκες στέκονταν στις πόρτες και θαύμαζαν.
Οι άντρες ήσαν συναθροισμένοι στον τόπο που συνάζονται·
εκεί είχε ξεσπάσει μια φιλονικία·
φιλονικούσαν δύο για το τίμημα κάποιου που σκοτώθηκε·
ο ένας προσφερόταν να το πληρώσει στο ακέραιο
και αυτό το έλεγε ανοιχτά στον κόσμο,
500
όμως ο άλλος δεν δεχόταν τίποτα,3
και οι δύο ήθελαν να πάνε σε κριτή να κρίνει.
Το πλήθος μοιρασμένο εκραύγαζε
βοηθώντας και τον ένα και τον άλλο.
Και οι κήρυκες εκεί επάλευαν να κρατήσουν τον κόσμο·
οι γέροντες εκάθονταν πάνω σε λαξεμένες πέτρες
μέσα στον ιερό κύκλο4
και από τους κήρυκες με τις φωνές που γεμίζουν τον αέρα
505
έπαιρναν και κρατούσαν στα χέρια τους σκήπτρα.
Οι δυο που μάλωναν έτρεχαν τότε μπροστά τους,
και αυτοί εκρίναν ένας ένας.
Στη μέση εκεί ακουμπισμένα στο χώμα
περίμεναν δυο τάλαντα χρυσάφι,
για να δοθούν σ᾽ εκείνον από τους κριτές
που θα ᾽βγαζε την πιο δίκαιη κρίση.
541
γη καρπερή, απλόχωρη, οργωμένη τρεις φορές.
Πολλοί ζευγάδες εκεί μέσα πήγαιναν κι έρχονταν,
οδηγώντας τα ζευγάρια τους πέρα δώθε.
Και όταν γυρίζοντας έφταναν στην άκρη του χωραφιού,
ερχόταν τότες ένας άντρας και τους έδινε κρασί γλυκό σα μέλι·
545
εκείνοι εγύριζαν στον όργο πάλι και πάλι,
γυρεύοντας να φτάσουν ως την άκρη του νέου χωραφιού
με το βαθύ χώμα.
Και το χωράφι πίσω τους εμαύριζε κι έμοιαζε οργωμένο,
ας ήτανε από χρυσάφι· ήτανε ένα θαύμα αυτό που έφτιαξε.
με κλήματα που ελύγιζαν από το βάρος του καρπού·
ήτανε μαύρα τα σταφύλια του και τα κλήματα πέρα ώς την άκρη
έγερναν πάνω σε ασημένιες βέργες.
Από τη μια κι από την άλλη έβαλε αυλάκι εβένινο
και γύρω το έκλεισε με φράχτη από κασσίτερο.
Εκεί οδηγούσε μονάχα ένα μονοπάτι,
565
απ᾽ όπου περνούσαν εκείνοι που μετέφεραν τον καρπό,
όταν τρυγούσαν το αμπέλι.
Παρθενικά κορίτσια και νέοι ανύμφευτοι και ανέμελοι
σήκωναν σε πλεχτά καλάθια τον καρπό γλυκό σα μέλι.
Εκεί στη μέση κάποιο αγόρι έπαιζε με τη λιγυρή φόρμιγγα
μελωδίες που ξυπνούν τον πόθο και με την ηδυπάθεια της φωνής του570
τραγουδούσε θεσπέσια το τραγούδι του Λίνου.5
Εκείνοι ακολουθούσαν χτυπώντας όλοι με τα πόδια τους το χώμα
και λικνίζονταν τραγουδώντας και αλαλάζοντας.
Εσκάλισε κι ένα χορό ο φημισμένος τεχνίτης με τα κυρτά πόδια
590
όμοιο μ᾽ εκείνον που έφτιαξε κάποτε στην απλόχωρη Κνωσσό
ο Δαίδαλος για την καλλίκομη Αριάδνη.
Εκεί εχορεύαν νέοι ανύπαντροι και παρθένες βαρύτιμες,
κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου στον καρπό.
Οι γυναίκες φορούσαν αραχνοΰφαντα φορέματα,
595
οι άντρες χιτώνες με τέλεια ύφανση, που αχνοφέγγιζαν από το λάδι.6
Εκείνες έφεραν ωραία στεφάνια, εκείνοι είχανε χρυσά μαχαίρια
που κρέμονταν από αλυσίδες ασημένιες·
με ασκημένα πόδια άλλοτες έτρεχαν αβίαστα,
όπως όταν ένας κεραμέας καθιστός
600
δοκιμάζει ανάμεσα στις παλάμες του
το ζυγισμένο τροχό
να δει αν γυρίζει·
άλλοτε πάλι έτρεχαν σε δυο σειρές αντικρυστά.
Μέγα πλήθος όρθιο γύρω τους χαίρονταν τον χορό
που ξυπνάει τον πόθο· και δίπλα τους δυο ακροβάτες
605
άρχιζαν το τραγούδι και στροβιλίζονταν εκεί στη μέση.
Έβαλε τέλος και το ακατάλυτο ποτάμι του Ωκεανού
πλάι στο ακρότατο στεφάνι της στερεής ασπίδας.
--------------------------
Ικανό τμήμα της ραψωδίας Σ, στην οποία οι Αλεξανδρινοί έδωσαν τον τίτλο Ὁπλοποιία, αφιερώνεται στην περιγραφή της καινούργιας ασπίδας (κατασκευή και -κυρίως- διακόσμηση), ενώ στα υπόλοιπα όπλα γίνεται απλώς σύντομη αναφορά. Φαίνεται ότι η ασπίδα είχε σχήμα κυκλικό και ότι οι παραστάσεις που την κοσμούσαν ήσαν διατεταγμένες σε ομόκεντρους κύκλους. Αντίθετα από ό,τι συμβαίνει σε ανάλογες περιγραφές, οι παραστάσεις της ασπίδας, που δεν αντλούν τα θέματά τους από τον μύθο, δεν έχουν επιλεγεί με σκοπό να εμβάλουν φόβο στους αντιπάλους, αλλά συγκροτούν μια ισορροπημένη επιλογή σκηνών από την καθημερινή ζωή, που πλαισιώνονται από την εικόνα του "σύμπαντος" (στο κέντρο) και την εικόνα του Ωκεανού (στην περιφέρεια). Ενδιαμέσως περιγράφονται με τη σειρά οι εξής παραστάσεις: 1) δύο πολιτείες, από τις οποίες η πρώτη (α) παρουσιάζεται σε ειρηνικές ασχολίες (γάμος, "δικαστήριο"), ενώ η δεύτερη (β) σε στιγμές πολέμου (πολιορκία, μάχη)· 2) όργωμα· 3) θερισμός· 4) τρύγος· 5) επίθεση λεόντων σε αγέλη βοδιών· 6) βοσκότοπος· 7) χορός. (Στο απόσπασμα που ακολουθεί παραλείπονται οι σκηνές 2β, 3, 5 και 6).
Η επιλογή του ποιητή να παρουσιάσει πάνω στην ασπίδα καθημερινές σκηνές του επιτρέπει να εισαγάγει στην επική αφήγηση, που αναφέρεται στο "εκεί" και το "τότε", στοιχεία από τον σύγχρονό του κόσμο, από το "εδώ" και το "τώρα". Ένα μέρος από τη γοητεία της περιγραφής απορρέει από το γεγονός ότι ο ποιητής, αντί να περιγράφει στατικές εικόνες, τις μετατρέπει σε ιστορίες γεμάτες ζωή και κίνηση.
Ἰλιὰς Σ 478-508, 541-549, 561-572, 590-608
ποίει δὲ πρώτιστα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε
πάντοσε δαιδάλλων, περὶ δ᾽ ἄντυγα βάλλε φαεινὴν
480 τρίπλακα μαρμαρέην, ἐκ δ᾽ ἀργύρεον τελαμῶνα.
πέντε δ᾽ ἄρ᾽ αὐτοῦ ἔσαν σάκεος πτύχες· αὐτὰρ ἐν αὐτῷ
ποίει δαίδαλα πολλὰ ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν.
ἐν μὲν γαῖαν ἔτευξ᾽, ἐν δ᾽ οὐρανόν, ἐν δὲ θάλασσαν,
ἠέλιόν τ᾽ ἀκάμαντα σελήνην τε πλήθουσαν,
485 ἐν δὲ τὰ τείρεα πάντα, τά τ᾽ οὐρανὸς ἐστεφάνωται,
Πληϊάδας θ᾽ Ὑάδας τε τό τε σθένος Ὠρίωνος
Ἄρκτον θ᾽, ἣν καὶ Ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν,
ἥ τ᾽ αὐτοῦ στρέφεται καί τ᾽ Ὠρίωνα δοκεύει,
οἴη δ᾽ ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο.
490 ἐν δὲ δύω ποίησε πόλεις μερόπων ἀνθρώπων
καλάς. ἐν τῇ μέν ῥα γάμοι τ᾽ ἔσαν εἰλαπίναι τε,
νύμφας δ᾽ ἐκ θαλάμων δαΐδων ὕπο λαμπομενάων
ἠγίνεον ἀνὰ ἄστυ, πολὺς δ᾽ ὑμέναιος ὀρώρει·
κοῦροι δ᾽ ὀρχηστῆρες ἐδίνεον, ἐν δ᾽ ἄρα τοῖσιν
495 αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν ἔχον· αἱ δὲ γυναῖκες
ἱστάμεναι θαύμαζον ἐπὶ προθύροισιν ἑκάστη.
λαοὶ δ᾽ εἰν ἀγορῇ ἔσαν ἀθρόοι· ἔνθα δὲ νεῖκος
ὠρώρει, δύο δ᾽ ἄνδρες ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς
ἀνδρὸς ἀποφθιμένου· ὁ μὲν εὔχετο πάντ᾽ ἀποδοῦναι
500 δήμῳ πιφαύσκων, ὁ δ᾽ ἀναίνετο μηδὲν ἑλέσθαι·
ἄμφω δ᾽ ἱέσθην ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι.
λαοὶ δ᾽ ἀμφοτέροισιν ἐπήπυον, ἀμφὶς ἀρωγοί·
κήρυκες δ᾽ ἄρα λαὸν ἐρήτυον· οἱ δὲ γέροντες
ἥατ᾽ ἐπὶ ξεστοῖσι λίθοις ἱερῷ ἐνὶ κύκλῳ,
505 σκῆπτρα δὲ κηρύκων ἐν χέρσ᾽ ἔχον ἠεροφώνων·
τοῖσιν ἔπειτ᾽ ἤϊσσον, ἀμοιβηδὶς δὲ δίκαζον.
κεῖτο δ᾽ ἄρ᾽ ἐν μέσσοισι δύω χρυσοῖο τάλαντα,
τῷ δόμεν ὃς μετὰ τοῖσι δίκην ἰθύντατα εἴποι.
…
541 ἐν δ᾽ ἐτίθει νειὸν μαλακήν, πίειραν ἄρουραν,εὐρεῖαν τρίπολον· πολλοὶ δ᾽ ἀροτῆρες ἐν αὐτῇ
ζεύγεα δινεύοντες ἐλάστρεον ἔνθα καὶ ἔνθα.
οἱ δ᾽ ὁπότε στρέψαντες ἱκοίατο τέλσον ἀρούρης,
545 τοῖσι δ᾽ ἔπειτ᾽ ἐν χερσὶ δέπας μελιηδέος οἴνου
δόσκεν ἀνὴρ ἐπιών· τοὶ δὲ στρέψασκον ἀν᾽ ὄγμους,
ἱέμενοι νειοῖο βαθείης τέλσον ἱκέσθαι.
ἡ δὲ μελαίνετ᾽ ὄπισθεν, ἀρηρομένῃ δὲ ἐῴκει,
χρυσείη περ ἐοῦσα· τὸ δὴ περὶ θαῦμα τέτυκτο.
…
561 ἐν δὲ τίθει σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωὴνκαλὴν χρυσείην· μέλανες δ᾽ ἀνὰ βότρυες ἦσαν,
ἑστήκει δὲ κάμαξι διαμπερὲς ἀργυρέῃσιν.
ἀμφὶ δὲ κυανέην κάπετον, περὶ δ᾽ ἕρκος ἔλασσε
565 κασσιτέρου· μία δ᾽ οἴη ἀταρπιτὸς ἦεν ἐπ᾽ αὐτήν,
τῇ νίσοντο φορῆες, ὅτε τρυγόῳεν ἀλωήν.
παρθενικαὶ δὲ καὶ ἠΐθεοι ἀταλὰ φρονέοντες
πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν.
τοῖσιν δ᾽ ἐν μέσσοισι πάϊς φόρμιγγι λιγείῃ
570 ἱμερόεν κιθάριζε, λίνον δ᾽ ὑπὸ καλὸν ἄειδε
λεπταλέῃ φωνῇ· τοὶ δὲ ῥήσσοντες ἁμαρτῇ
μολπῇ τ᾽ ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες ἕποντο.
…
590 ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις,τῷ ἴκελον οἷόν ποτ᾽ ἐνὶ Κνωσῷ εὐρείῃ
Δαίδαλος ἤσκησεν καλλιπλοκάμῳ Ἀριάδνῃ.
ἔνθα μὲν ἠΐθεοι καὶ παρθένοι ἀλφεσίβοιαι
ὠρχεῦντ᾽, ἀλλήλων ἐπὶ καρπῷ χεῖρας ἔχοντες.
595 τῶν δ᾽ αἱ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον, οἱ δὲ χιτῶνας
εἵατ᾽ ἐϋννήτους, ἦκα στίλβοντας ἐλαίῳ·
καί ῥ᾽ αἱ μὲν καλὰς στεφάνας ἔχον, οἱ δὲ μαχαίρας
εἶχον χρυσείας ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων.
οἱ δ᾽ ὁτὲ μὲν θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι
600 ῥεῖα μάλ᾽, ὡς ὅτε τις τροχὸν ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν
ἑζόμενος κεραμεὺς πειρήσεται, αἴ κε θέῃσιν·
ἄλλοτε δ᾽ αὖ θρέξασκον ἐπὶ στίχας ἀλλήλοισι.
603 πολλὸς δ᾽ ἱμερόεντα χορὸν περιίσταθ᾽ ὅμιλος
605 τερπόμενοι· δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ᾽ αὐτοὺς
μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους.
ἐν δὲ τίθει ποταμοῖο μέγα σθένος Ὠκεανοῖο
ἄντυγα πὰρ πυμάτην σάκεος πύκα ποιητοῖο.
***
Επήρε πρώτα πρώτα κι έφτιαξε ασπίδα στέρεη, γιγάντια,
δουλεύοντάς τη ολόκληρη με τέχνη·
την έδεσε ολόγυρα με λαμπερό τριπλό στεφάνι που άστραφτε
και απ᾽ αυτό εκρέμασε λουρί ασημένιο.
480
Το σώμα της ασπίδας το έστρωσε πέντε φορές
και πάνω του χάραξε πολλά στολίδια με το σοφό μυαλό του.
Έβαλε μέσα τη γης, έβαλε τον ουρανό, έβαλε τη θάλασσα,
έβαλε τον ήλιο τον ακάμαντο και το φεγγάρι ολόγιομο,
κι όλα τα αστέρια που στεφανώνουν τον ουρανό,
τις Πλειάδες,1 τις Υάδες, τον στιβαρό Ωρίωνα,
485
την Άρκτο, που τήνε λεν και Αμάξι,
που μένει εκεί γυρνώντας γύρω γύρω και παραφυλάει τον Ωρίωνα,
αυτή που μόνη δεν μοιράζεται τα λουτρά του Ωκεανού.1
Έφτιαξε και δυο θεσπέσιες πολιτείες ανθρώπων
490
που τους δαμάζει ο θάνατος.
Στη μια γίνονταν γάμοι και ξεφάντωναν·
με λαμπάδες που φεγγοβολούσαν
έπαιρναν από τα δώματα τις νύφες
και τις οδηγούσαν μέσα από την πόλη,
ενώ ξεχυνόταν πλούσιο το τραγούδι του υμεναίου· 2
νεαροί χορευτές στροβιλίζονταν,
495
και ανάμεσά τους ηχούσαν αυλοί και φόρμιγγες.
Οι γυναίκες στέκονταν στις πόρτες και θαύμαζαν.
Οι άντρες ήσαν συναθροισμένοι στον τόπο που συνάζονται·
εκεί είχε ξεσπάσει μια φιλονικία·
φιλονικούσαν δύο για το τίμημα κάποιου που σκοτώθηκε·
ο ένας προσφερόταν να το πληρώσει στο ακέραιο
και αυτό το έλεγε ανοιχτά στον κόσμο,
500
όμως ο άλλος δεν δεχόταν τίποτα,3
και οι δύο ήθελαν να πάνε σε κριτή να κρίνει.
Το πλήθος μοιρασμένο εκραύγαζε
βοηθώντας και τον ένα και τον άλλο.
Και οι κήρυκες εκεί επάλευαν να κρατήσουν τον κόσμο·
οι γέροντες εκάθονταν πάνω σε λαξεμένες πέτρες
μέσα στον ιερό κύκλο4
και από τους κήρυκες με τις φωνές που γεμίζουν τον αέρα
505
έπαιρναν και κρατούσαν στα χέρια τους σκήπτρα.
Οι δυο που μάλωναν έτρεχαν τότε μπροστά τους,
και αυτοί εκρίναν ένας ένας.
Στη μέση εκεί ακουμπισμένα στο χώμα
περίμεναν δυο τάλαντα χρυσάφι,
για να δοθούν σ᾽ εκείνον από τους κριτές
που θα ᾽βγαζε την πιο δίκαιη κρίση.
...
Έβαλε και ένα νέο χωράφι ήμερο,541
γη καρπερή, απλόχωρη, οργωμένη τρεις φορές.
Πολλοί ζευγάδες εκεί μέσα πήγαιναν κι έρχονταν,
οδηγώντας τα ζευγάρια τους πέρα δώθε.
Και όταν γυρίζοντας έφταναν στην άκρη του χωραφιού,
ερχόταν τότες ένας άντρας και τους έδινε κρασί γλυκό σα μέλι·
545
εκείνοι εγύριζαν στον όργο πάλι και πάλι,
γυρεύοντας να φτάσουν ως την άκρη του νέου χωραφιού
με το βαθύ χώμα.
Και το χωράφι πίσω τους εμαύριζε κι έμοιαζε οργωμένο,
ας ήτανε από χρυσάφι· ήτανε ένα θαύμα αυτό που έφτιαξε.
...
Έβαλε αμπέλι όμορφο, χρυσό,με κλήματα που ελύγιζαν από το βάρος του καρπού·
ήτανε μαύρα τα σταφύλια του και τα κλήματα πέρα ώς την άκρη
έγερναν πάνω σε ασημένιες βέργες.
Από τη μια κι από την άλλη έβαλε αυλάκι εβένινο
και γύρω το έκλεισε με φράχτη από κασσίτερο.
Εκεί οδηγούσε μονάχα ένα μονοπάτι,
565
απ᾽ όπου περνούσαν εκείνοι που μετέφεραν τον καρπό,
όταν τρυγούσαν το αμπέλι.
Παρθενικά κορίτσια και νέοι ανύμφευτοι και ανέμελοι
σήκωναν σε πλεχτά καλάθια τον καρπό γλυκό σα μέλι.
Εκεί στη μέση κάποιο αγόρι έπαιζε με τη λιγυρή φόρμιγγα
μελωδίες που ξυπνούν τον πόθο και με την ηδυπάθεια της φωνής του570
τραγουδούσε θεσπέσια το τραγούδι του Λίνου.5
Εκείνοι ακολουθούσαν χτυπώντας όλοι με τα πόδια τους το χώμα
και λικνίζονταν τραγουδώντας και αλαλάζοντας.
...
590
όμοιο μ᾽ εκείνον που έφτιαξε κάποτε στην απλόχωρη Κνωσσό
ο Δαίδαλος για την καλλίκομη Αριάδνη.
Εκεί εχορεύαν νέοι ανύπαντροι και παρθένες βαρύτιμες,
κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου στον καρπό.
Οι γυναίκες φορούσαν αραχνοΰφαντα φορέματα,
595
οι άντρες χιτώνες με τέλεια ύφανση, που αχνοφέγγιζαν από το λάδι.6
Εκείνες έφεραν ωραία στεφάνια, εκείνοι είχανε χρυσά μαχαίρια
που κρέμονταν από αλυσίδες ασημένιες·
με ασκημένα πόδια άλλοτες έτρεχαν αβίαστα,
όπως όταν ένας κεραμέας καθιστός
600
δοκιμάζει ανάμεσα στις παλάμες του
το ζυγισμένο τροχό
να δει αν γυρίζει·
άλλοτε πάλι έτρεχαν σε δυο σειρές αντικρυστά.
Μέγα πλήθος όρθιο γύρω τους χαίρονταν τον χορό
που ξυπνάει τον πόθο· και δίπλα τους δυο ακροβάτες
605
άρχιζαν το τραγούδι και στροβιλίζονταν εκεί στη μέση.
Έβαλε τέλος και το ακατάλυτο ποτάμι του Ωκεανού
πλάι στο ακρότατο στεφάνι της στερεής ασπίδας.
--------------------------
1 Οι Πλειάδες (Πούλια) και οι Υάδες (πιθανώς από το ὕω = βρέχω) είναι αστερισμοί που βρίσκονται κοντά στον Ωρίωνα. Κατά τον Ησίοδο με την εμφάνιση των Πλειάδων αρχίζει ο θερισμός και με τη δύση τους το όργωμα. Έχει επισημανθεί ότι η εμφάνιση και η δύση των τριών αυτών αστερισμών καλύπτει το διάστημα από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο, δηλαδή την περίοδο κατά την οποία λαμβάνουν χώρα οι τρεις γεωργικές δραστηριότητες που περιγράφονται στη συνέχεια σε σκηνές της ασπίδας (θερισμός, τρύγος, όργωμα). Δεδομένου ότι για τους αρχαίους η (επίπεδη) γη περιβρέχεται από τον ποταμό Ωκεανό, όλα τα αστέρια ανατέλλουν από τον Ωκεανό και δύουν στον Ωκεανό. Η (Μεγάλη) Άρκτος δεν δύει στον Ωκεανό, επειδή για τους κατοίκους του βορείου ημισφαιρίου είναι ορατή καθ᾽ όλο το έτος.
2 Το τραγούδι του γάμου. Ονομάζεται υμέναιος από την τελετουργικώς επαναλαμβανόμενη κραυγή ὑμήν.
3 Πιθανώς η διαφωνία των δύο είχε να κάνει με το ότι ο ένας (ο δράστης) προσφερόταν να καταβάλει το τίμημα, ενώ ο άλλος (ο συγγενής του θύματος) επέμενε στην αντεκδίκηση.
4 Ο κύκλος χαρακτηρίζεται ιερός, επειδή ο ίδιος ο Ζευς εποπτεύει την απονομή δικαιοσύνης και επειδή κοντά στον χώρο που συγκεντρώνονται πρέπει να υπήρχαν βωμοί.
5 Το (θρηνητικό) τραγούδι του Λίνου και η ίδια η μυθική μορφή του Λίνου έχουν ίσως την αφετηρία τους στην πιθανώς ανατολικής προελεύσεως πένθιμη κραυγή αἴλινον. Στην αρχαιότητα υπήρχαν διάφορες παραδόσεις σχετικά με τον Λίνο, με κοινό χαρακτηριστικό τους ότι τον θάνατό του τον ακολουθούσε καθολικός θρήνος. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ανταγωνιζόταν τον Απόλλωνα στο τραγούδι και ο θεός τον σκότωσε.
6 Κατά την ύφανση χρησιμοποιούσαν λάδι για να γυαλίζουν τα ρούχα και ίσως για να γίνονται πιο απαλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου