Το πραγματικό πρόσωπο του έρωτα θα βρίσκεται πάντα κάτω απ’ την επιφάνεια μιας ιδανικά πλασμένης πραγματικότητας που έχουμε φτιάξει για τους εαυτούς μας, με μοναδικό σκοπό την επιρροή που πιστεύουμε πως θα ‘χει στον δρόμο μας για ένα καλύτερο αύριο.
Εθελοτυφλούμε κι εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στις προσδοκίες που δημιούργησε η ιδέα της ύπαρξής του κι όχι η ύπαρξη του η ίδια, γεγονός που μας έχει οδηγήσει σε μια παρεξηγημένη εκδοχή του. Γι’ αυτό και δε θα καταφέρει ποτέ να μας προσφέρει όλα αυτά που χρειαζόμαστε για να γευτούμε την πολυπόθητη πλευρά της ευτυχίας και να ξεφύγουμε απ’ το συνειδητό συμβιβασμό μας στην ψευδαίσθησή της.
Ο έρωτας, ο παράφορος, που έχουμε κόψει και ράψει στα μέτρα μας μόνο και μόνο για να ευχαριστήσουμε την επιπολαιότητα που ξύπνησε μέσα μας η άπιαστη επιθυμία του «μαζί», που αντιπροσωπεύει και μετατρέπεται στον χειρότερο εφιάλτη μας. Συνειδητοποιούμε σιγά-σιγά την αδυναμία του να εκπληρώσει τις ουτοπικές, θα’ λεγε κανείς, προσδοκίες μας. Γίνεται αδιάφορος και βαλτώνει σε μια πραγματικότητα που πλήττει εξαιτίας της αμέλειάς μας και βυθίζεται σ’ έναν ωκεανό αμφιβολίας κι αστάθειας, χωρίς καμία πιθανότητα διαφυγής.
Η υπερτιμημένη αξία του ονείρου που μας οδήγησε σε μια αγάπη που δημιουργήσαμε απ’ το μηδέν, αρχίζει να φθείρεται γιατί δεν κατάφερε, τελικά, να εκπληρώσει τις υψηλές προσδοκίες μας. Περιφρονούμε την κάθε εκδοχή της που δε χρειάστηκε να ψάξουμε, πιστεύοντας πως μας αξίζει κάτι καλύτερο, για το οποίο θα χρειαστεί να παλέψουμε. Κι υποβάλλουμε τους εαυτούς μας σε μια διαδικασία αυταπάρνησης, που προέρχεται απ’ τον ανυπέρβλητο εγωισμό της κάθε απόφασής μας και δε θα σταματήσει ποτέ να επαναλαμβάνεται. Σαν φαύλος κύκλος, χωρίς αρχή και τέλος, που χαρακτηρίζεται απ’ την αξιοσημείωτη απουσία ηθικής κι αυτογνωσίας.
Φτάνει ο πήχης στα σύννεφα κι η επικείμενη πτώση μας απ’ τα ουράνια αιφνιδιάζει το μέσα μας κι αποκαλύπτει το ψέμα που κρύβεται κάτω απ’ το αστραφτερό και ζηλευτό, ίσως, περιτύλιγμα του. Ακόμη και τα καλύτερα πράγματα, λοιπόν, δεν είναι αντάξια της φήμης τους όταν τ’ απομυθοποιήσουμε και χάσουν το νόημά τους, γιατί δεν υπήρξαν ποτέ όπως τα είχαμε φανταστεί. Χτίζουμε τοίχους για να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας απ’ την αλήθεια της ύπαρξής τους και γκρεμίζουμε καθετί που τα θυμίζει, γιατί διαφέρουν απ’ την αντίληψη που είχαμε γι’ αυτά.
Γιατί, πολλές φορές, η φαντασία μας ευθύνεται για τον έρωτα κι όχι ο άνθρωπος που βρίσκεται απέναντί μας, ακόμη κι αν προσπαθούμε επανειλημμένα να πείσουμε τους εαυτούς μας για το αντίθετο. Εξιδανικεύουμε τη μορφή του για να ταιριάξει στις προσδοκίες μας κι επιμένουμε σ’ αυτές, με σκοπό την ικανοποίησή τους, ακόμη κι όταν δεν είναι ρεαλιστικά εφικτή. Διαστρεβλώνουμε, έτσι, τις αξίες του και ρίχνουμε μαύρη πέτρα στην παράφορη επιθυμία μας να τον ζήσουμε. Δεν εξυπηρετεί πλέον καμία ανάγκη μας για την κατάκτηση του αύριο που έμεινε στο παρελθόν και δεν αποσκοπεί στην απόλαυση του παρόντος, γιατί το αναζητούμε απεγνωσμένα στο χθες.
Ό,τι κι αν ψάχνουμε στη ζωή, δε θα βρεθεί ποτέ μπροστά μας με τον τρόπο που περιμένουμε. Δε μας ευνοούν οι συνθήκες και δε θα το επιτρέψουν ποτέ καταστάσεις που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Γι’ αυτό κι ερωτευόμαστε τα «θέλω» μας, περισσότερο απ’ την πραγματικότητα στην οποία έχουμε την τύχη να ζούμε κι αποδίδουμε σ’ άλλους τις ευθύνες για την αποτυχία μας να προσαρμοστούμε σε αυτή. Ξενερώνουμε περισσότερο όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με την προσωποποιημένη μορφή τους και την προσεγμένη ένταξή της, σε μια καθημερινότητα που ‘χει βυθιστεί στη ρουτίνα του οικείου και προσπαθεί με νύχια και με δόντια να ξεριζώσει απ’ τον πυρήνα της το διαφορετικό κι ό,τι προϋποθέτει η ύπαρξή του.
Έχουμε πλάσει μια ιδανική πραγματικότητα ηδονής κι ευτυχίας πάνω στα συντρίμμια της αποτυχίας μας να τη ζήσουμε έτσι ακριβώς όπως επιθυμούμε. Γι’ αυτό κι ερωτευτήκαμε περισσότερο κι απ’ τους ίδιους μας τους εαυτού ανθρώπους που δεν είδαμε ποτέ γι’ αυτό που είναι, αλλά γι’ αυτό που πάντα ονειρευόμασταν πως θα ‘πρεπε να είναι για να εκπληρώσουν τις προσδοκίες μας.
Ξεκινάει, λοιπόν, απ’ την αρχή η ιστορία, μόνο που αυτή τη φορά αποτελείται από διαφορετικούς κομπάρσους κι ακολουθεί το ίδιο ακριβώς μονοπάτι. Τελικός προορισμός; Η αδιαφορία που θα γεννηθεί μέσα από έναν έρωτα παράφορο, γιατί δε θα καταφέρει, τελικά, να ξεχωρίσει με την αυθεντικότητά του. Πώς μπορεί να υπάρξει άραγε το αυθεντικό, όταν έχουμε ήδη προκαθορίσει τη ροή του στη ζωή μας αναθέτοντάς του τον ρόλο που θα παίξει σε κάθε κομμάτι της;
Εθελοτυφλούμε κι εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στις προσδοκίες που δημιούργησε η ιδέα της ύπαρξής του κι όχι η ύπαρξη του η ίδια, γεγονός που μας έχει οδηγήσει σε μια παρεξηγημένη εκδοχή του. Γι’ αυτό και δε θα καταφέρει ποτέ να μας προσφέρει όλα αυτά που χρειαζόμαστε για να γευτούμε την πολυπόθητη πλευρά της ευτυχίας και να ξεφύγουμε απ’ το συνειδητό συμβιβασμό μας στην ψευδαίσθησή της.
Ο έρωτας, ο παράφορος, που έχουμε κόψει και ράψει στα μέτρα μας μόνο και μόνο για να ευχαριστήσουμε την επιπολαιότητα που ξύπνησε μέσα μας η άπιαστη επιθυμία του «μαζί», που αντιπροσωπεύει και μετατρέπεται στον χειρότερο εφιάλτη μας. Συνειδητοποιούμε σιγά-σιγά την αδυναμία του να εκπληρώσει τις ουτοπικές, θα’ λεγε κανείς, προσδοκίες μας. Γίνεται αδιάφορος και βαλτώνει σε μια πραγματικότητα που πλήττει εξαιτίας της αμέλειάς μας και βυθίζεται σ’ έναν ωκεανό αμφιβολίας κι αστάθειας, χωρίς καμία πιθανότητα διαφυγής.
Η υπερτιμημένη αξία του ονείρου που μας οδήγησε σε μια αγάπη που δημιουργήσαμε απ’ το μηδέν, αρχίζει να φθείρεται γιατί δεν κατάφερε, τελικά, να εκπληρώσει τις υψηλές προσδοκίες μας. Περιφρονούμε την κάθε εκδοχή της που δε χρειάστηκε να ψάξουμε, πιστεύοντας πως μας αξίζει κάτι καλύτερο, για το οποίο θα χρειαστεί να παλέψουμε. Κι υποβάλλουμε τους εαυτούς μας σε μια διαδικασία αυταπάρνησης, που προέρχεται απ’ τον ανυπέρβλητο εγωισμό της κάθε απόφασής μας και δε θα σταματήσει ποτέ να επαναλαμβάνεται. Σαν φαύλος κύκλος, χωρίς αρχή και τέλος, που χαρακτηρίζεται απ’ την αξιοσημείωτη απουσία ηθικής κι αυτογνωσίας.
Φτάνει ο πήχης στα σύννεφα κι η επικείμενη πτώση μας απ’ τα ουράνια αιφνιδιάζει το μέσα μας κι αποκαλύπτει το ψέμα που κρύβεται κάτω απ’ το αστραφτερό και ζηλευτό, ίσως, περιτύλιγμα του. Ακόμη και τα καλύτερα πράγματα, λοιπόν, δεν είναι αντάξια της φήμης τους όταν τ’ απομυθοποιήσουμε και χάσουν το νόημά τους, γιατί δεν υπήρξαν ποτέ όπως τα είχαμε φανταστεί. Χτίζουμε τοίχους για να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας απ’ την αλήθεια της ύπαρξής τους και γκρεμίζουμε καθετί που τα θυμίζει, γιατί διαφέρουν απ’ την αντίληψη που είχαμε γι’ αυτά.
Γιατί, πολλές φορές, η φαντασία μας ευθύνεται για τον έρωτα κι όχι ο άνθρωπος που βρίσκεται απέναντί μας, ακόμη κι αν προσπαθούμε επανειλημμένα να πείσουμε τους εαυτούς μας για το αντίθετο. Εξιδανικεύουμε τη μορφή του για να ταιριάξει στις προσδοκίες μας κι επιμένουμε σ’ αυτές, με σκοπό την ικανοποίησή τους, ακόμη κι όταν δεν είναι ρεαλιστικά εφικτή. Διαστρεβλώνουμε, έτσι, τις αξίες του και ρίχνουμε μαύρη πέτρα στην παράφορη επιθυμία μας να τον ζήσουμε. Δεν εξυπηρετεί πλέον καμία ανάγκη μας για την κατάκτηση του αύριο που έμεινε στο παρελθόν και δεν αποσκοπεί στην απόλαυση του παρόντος, γιατί το αναζητούμε απεγνωσμένα στο χθες.
Ό,τι κι αν ψάχνουμε στη ζωή, δε θα βρεθεί ποτέ μπροστά μας με τον τρόπο που περιμένουμε. Δε μας ευνοούν οι συνθήκες και δε θα το επιτρέψουν ποτέ καταστάσεις που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Γι’ αυτό κι ερωτευόμαστε τα «θέλω» μας, περισσότερο απ’ την πραγματικότητα στην οποία έχουμε την τύχη να ζούμε κι αποδίδουμε σ’ άλλους τις ευθύνες για την αποτυχία μας να προσαρμοστούμε σε αυτή. Ξενερώνουμε περισσότερο όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με την προσωποποιημένη μορφή τους και την προσεγμένη ένταξή της, σε μια καθημερινότητα που ‘χει βυθιστεί στη ρουτίνα του οικείου και προσπαθεί με νύχια και με δόντια να ξεριζώσει απ’ τον πυρήνα της το διαφορετικό κι ό,τι προϋποθέτει η ύπαρξή του.
Έχουμε πλάσει μια ιδανική πραγματικότητα ηδονής κι ευτυχίας πάνω στα συντρίμμια της αποτυχίας μας να τη ζήσουμε έτσι ακριβώς όπως επιθυμούμε. Γι’ αυτό κι ερωτευτήκαμε περισσότερο κι απ’ τους ίδιους μας τους εαυτού ανθρώπους που δεν είδαμε ποτέ γι’ αυτό που είναι, αλλά γι’ αυτό που πάντα ονειρευόμασταν πως θα ‘πρεπε να είναι για να εκπληρώσουν τις προσδοκίες μας.
Ξεκινάει, λοιπόν, απ’ την αρχή η ιστορία, μόνο που αυτή τη φορά αποτελείται από διαφορετικούς κομπάρσους κι ακολουθεί το ίδιο ακριβώς μονοπάτι. Τελικός προορισμός; Η αδιαφορία που θα γεννηθεί μέσα από έναν έρωτα παράφορο, γιατί δε θα καταφέρει, τελικά, να ξεχωρίσει με την αυθεντικότητά του. Πώς μπορεί να υπάρξει άραγε το αυθεντικό, όταν έχουμε ήδη προκαθορίσει τη ροή του στη ζωή μας αναθέτοντάς του τον ρόλο που θα παίξει σε κάθε κομμάτι της;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου