ΕΥ. ἔπειτ᾽ ἀπὸ τῶν πρώτων ἐπῶν οὐδὲν παρῆκ᾽ ἂν ἀργόν,
ἀλλ᾽ ἔλεγεν ἡ γυνή τέ μοι χὠ δοῦλος οὐδὲν ἧττον,
950 χὠ δεσπότης χἠ παρθένος χἠ γραῦς ἄν. ΑΙ. εἶτα δῆτα
οὐκ ἀποθανεῖν σε ταῦτ᾽ ἐχρῆν τολμῶντα; ΕΥ. μὰ τὸν Ἀπόλλω·
δημοκρατικὸν γὰρ αὔτ᾽ ἔδρων. ΔΙ. τοῦτο μὲν ἔασον, ὦ τᾶν.
οὐ σοὶ γάρ ἐστι περίπατος κάλλιστα περί γε τούτου.
ΕΥ. ἔπειτα τουτουσὶ λαλεῖν ἐδίδαξα— ΑΙ. φημὶ κἀγώ.
955 ὡς πρὶν διδάξαι γ᾽ ὤφελες μέσος διαρραγῆναι.
ΕΥ. λεπτῶν τε κανόνων εἰσβολὰς ἐπῶν τε γωνιασμούς,
νοεῖν, ὁρᾶν, ξυνιέναι, στρέφειν ἐρᾶν, τεχνάζειν,
κάχ᾽ ὑποτοπεῖσθαι, περινοεῖν ἅπαντα— ΑΙ. φημὶ κἀγώ.
ΕΥ. οἰκεῖα πράγματ᾽ εἰσάγων, οἷς χρώμεθ᾽, οἷς ξύνεσμεν,
960 ἐξ ὧν γ᾽ ἂν ἐξηλεγχόμην· ξυνειδότες γὰρ οὗτοι
ἤλεγχον ἄν μου τὴν τέχνην· ἀλλ᾽ οὐκ ἐκομπολάκουν
ἀπὸ τοῦ φρονεῖν ἀποσπάσας, οὐδ᾽ ἐξέπληττον αὐτούς,
Κύκνους ποιῶν καὶ Μέμνονας κωδωνοφαλαροπώλους.
γνώσει δὲ τοὺς τούτου τε κἀμοὺς ἑκατέρου μαθητάς.
965 τουτουμενὶ Φορμίσιος Μεγαίνετός θ᾽ ὁ Μανῆς,
σαλπιγγολογχυπηνάδαι, σαρκασμοπιτυοκάμπται,
οὑμοὶ δὲ Κλειτοφῶν τε καὶ Θηραμένης ὁ κομψός.
ΔΙ. Θηραμένης; σοφός γ᾽ ἀνὴρ καὶ δεινὸς εἰς τὰ πάντα,
ὃς ἢν κακοῖς που περιπέσῃ καὶ πλησίον παραστῇ,
970 πέπτωκεν ἔξω τῶν κακῶν, οὐ χεῖος, ἀλλὰ Κεῖος.
ΕΥ. τοιαῦτα μέντοὐγὼ φρονεῖν
τούτοισιν εἰσηγησάμην,
λογισμὸν ἐνθεὶς τῇ τέχνῃ
καὶ σκέψιν, ὥστ᾽ ἤδη νοεῖν
975 ἅπαντα καὶ διειδέναι
τά τ᾽ ἄλλα καὶ τὰς οἰκίας
οἰκεῖν ἄμεινον ἢ πρὸ τοῦ
κἀνασκοπεῖν· «Πῶς τοῦτ᾽ ἔχει;
ποῦ μοι τοδί; τίς τοῦτ᾽ ἔλαβε;»
980 ΔΙ. νὴ τοὺς θεούς, νῦν γοῦν Ἀθη-
ναίων ἅπας τις εἰσιὼν
κέκραγε πρὸς τοὺς οἰκέτας
ζητεῖ τε· «ποῦ ᾽στιν ἡ χύτρα;
τίς τὴν κεφαλὴν ἀπεδήδοκεν
985 τῆς μαινίδος; τὸ τρύβλιον
τὸ περυσινὸν τέθνηκέ μοι;
ποῦ τὸ σκόροδον τὸ χθιζινόν;
τίς τῆς ἐλάας παρέτραγεν;»
τέως δ᾽ ἀβελτερώτατοι
990 κεχηνότες μαμμάκυθοι,
μελιτίδαι καθῆντο.
***
ΕΥΡ. Έπειτα εγώ δεν άφηνα, κι από τους πρώτους στίχους,
τίποτε αργό· μιλούσανε κι ο δούλος κι η γυναίκα,
950 το αφεντικό κι η κοπελιά κι η γριά. ΑΙΣ. Τολμούσες τέτοια
να κάνεις, και δε σου ᾽πρεπε να σε σκοτώσουν; ΕΥΡ. Όχι·
φερνόμουν δημοκρατικά. ΔΙΟ. Παράτα το αυτό, φίλε·
συζήτηση πάνω σ᾽ αυτό δεν θα ᾽ταν για καλό σου.
ΕΥΡ., δείχνοντας τους θεατές.
Δίδαξα ακόμα αυτούς εδώ πώς να μιλούν… ΑΙΣ. Μακάρι
να ᾽σκαγες, τέτοιο μάθημα πριν πάρουν από σένα.
ΕΥΡ. με ρίγες και γωνιόμετρα τους στίχους να μετρούνε,
να βλέπουν, να στοχάζονται, να νιώθουν, να σκαρώνουν,
να τους αρέσει η συστροφή, κακό να βάζει ο νους τους,
να ψάχνουν, να σκαρφίζονται… ΑΙΣ. Ναι, το ᾽κανες. ΕΥΡ. μες στα έργα
δείχνοντας πράματα κοινά, καθημερνά και οικεία,
960 που ξέροντάς τα τούτοι εδώ μπορούσανε να κρίνουν
κι εμένα και την τέχνη μου· δεν το ᾽ριχνα στο στόμφο,
που η κριτική τους δύναμη να σβήνει θαμπωμένη·
δεν έδειχνα ήρωες μ᾽ άλογα κουδουνοχαμουράτα,
Μέμνονες, Κύκνους. Θα το δεις από τους μαθητές μας.
Δικός του είν᾽ ο Μεγαίνετος Μανής, είν᾽ ο Φορμίσιος,
σαλπιγγολογχομούσηδες, ψευτοπαλικαράδες,
δικοί μου ο Κλειτοφώντας κι ο κομψός ο Θηραμένης.
ΔΙΟ. Ο Θηραμένης; Φοβερός καταφερτζής· αν τύχει
να πέσει σε κακοτοπιά κι είναι κοντά ο χαμός του,
970 έξω απ᾽ τον κίνδυνο γλιστρά, σαν Τζιώτης κι όχι Χιώτης.
ΕΥΡ. Ναι, αυτούς εγώ τους έμαθα
τέτοιους να κάνουν στοχασμούς,
γιατί έβαλα λογαριασμό
στην τέχνη και έρευνα πολλή·
νιώθουν και ξεχωρίζουνε
τα πάντα τώρα· κυβερνούν
και το νοικοκυριό τους πιο
καλά από πριν: «Πώς πάει αυτό;
Ποιός πήρε αυτό; Το τάδε πού;»
980 ΔΙΟ. Κάθε Αθηναίος, μα τους θεούς,
όταν γυρίζει σπίτι του,
κράζει τους δούλους και ρωτά:
«Η χύτρα πού είναι; Λείπει μιας
μαινίδας το κεφάλι· ποιός
το ᾽φαγε; Το περυσινό
σκουτέλι πού είναι; πέθανε;
Πού ᾽ναι το σκόρδο που είχα χτες;
Κι η ελιά μου; ποιός τη δάγκασε;»
Άλλη φορά ήτανε κουτοί,
βλάκες, χαζοί, και κάθονταν
990 σαν αποβλακωμένοι.
ἀλλ᾽ ἔλεγεν ἡ γυνή τέ μοι χὠ δοῦλος οὐδὲν ἧττον,
950 χὠ δεσπότης χἠ παρθένος χἠ γραῦς ἄν. ΑΙ. εἶτα δῆτα
οὐκ ἀποθανεῖν σε ταῦτ᾽ ἐχρῆν τολμῶντα; ΕΥ. μὰ τὸν Ἀπόλλω·
δημοκρατικὸν γὰρ αὔτ᾽ ἔδρων. ΔΙ. τοῦτο μὲν ἔασον, ὦ τᾶν.
οὐ σοὶ γάρ ἐστι περίπατος κάλλιστα περί γε τούτου.
ΕΥ. ἔπειτα τουτουσὶ λαλεῖν ἐδίδαξα— ΑΙ. φημὶ κἀγώ.
955 ὡς πρὶν διδάξαι γ᾽ ὤφελες μέσος διαρραγῆναι.
ΕΥ. λεπτῶν τε κανόνων εἰσβολὰς ἐπῶν τε γωνιασμούς,
νοεῖν, ὁρᾶν, ξυνιέναι, στρέφειν ἐρᾶν, τεχνάζειν,
κάχ᾽ ὑποτοπεῖσθαι, περινοεῖν ἅπαντα— ΑΙ. φημὶ κἀγώ.
ΕΥ. οἰκεῖα πράγματ᾽ εἰσάγων, οἷς χρώμεθ᾽, οἷς ξύνεσμεν,
960 ἐξ ὧν γ᾽ ἂν ἐξηλεγχόμην· ξυνειδότες γὰρ οὗτοι
ἤλεγχον ἄν μου τὴν τέχνην· ἀλλ᾽ οὐκ ἐκομπολάκουν
ἀπὸ τοῦ φρονεῖν ἀποσπάσας, οὐδ᾽ ἐξέπληττον αὐτούς,
Κύκνους ποιῶν καὶ Μέμνονας κωδωνοφαλαροπώλους.
γνώσει δὲ τοὺς τούτου τε κἀμοὺς ἑκατέρου μαθητάς.
965 τουτουμενὶ Φορμίσιος Μεγαίνετός θ᾽ ὁ Μανῆς,
σαλπιγγολογχυπηνάδαι, σαρκασμοπιτυοκάμπται,
οὑμοὶ δὲ Κλειτοφῶν τε καὶ Θηραμένης ὁ κομψός.
ΔΙ. Θηραμένης; σοφός γ᾽ ἀνὴρ καὶ δεινὸς εἰς τὰ πάντα,
ὃς ἢν κακοῖς που περιπέσῃ καὶ πλησίον παραστῇ,
970 πέπτωκεν ἔξω τῶν κακῶν, οὐ χεῖος, ἀλλὰ Κεῖος.
ΕΥ. τοιαῦτα μέντοὐγὼ φρονεῖν
τούτοισιν εἰσηγησάμην,
λογισμὸν ἐνθεὶς τῇ τέχνῃ
καὶ σκέψιν, ὥστ᾽ ἤδη νοεῖν
975 ἅπαντα καὶ διειδέναι
τά τ᾽ ἄλλα καὶ τὰς οἰκίας
οἰκεῖν ἄμεινον ἢ πρὸ τοῦ
κἀνασκοπεῖν· «Πῶς τοῦτ᾽ ἔχει;
ποῦ μοι τοδί; τίς τοῦτ᾽ ἔλαβε;»
980 ΔΙ. νὴ τοὺς θεούς, νῦν γοῦν Ἀθη-
ναίων ἅπας τις εἰσιὼν
κέκραγε πρὸς τοὺς οἰκέτας
ζητεῖ τε· «ποῦ ᾽στιν ἡ χύτρα;
τίς τὴν κεφαλὴν ἀπεδήδοκεν
985 τῆς μαινίδος; τὸ τρύβλιον
τὸ περυσινὸν τέθνηκέ μοι;
ποῦ τὸ σκόροδον τὸ χθιζινόν;
τίς τῆς ἐλάας παρέτραγεν;»
τέως δ᾽ ἀβελτερώτατοι
990 κεχηνότες μαμμάκυθοι,
μελιτίδαι καθῆντο.
***
ΕΥΡ. Έπειτα εγώ δεν άφηνα, κι από τους πρώτους στίχους,
τίποτε αργό· μιλούσανε κι ο δούλος κι η γυναίκα,
950 το αφεντικό κι η κοπελιά κι η γριά. ΑΙΣ. Τολμούσες τέτοια
να κάνεις, και δε σου ᾽πρεπε να σε σκοτώσουν; ΕΥΡ. Όχι·
φερνόμουν δημοκρατικά. ΔΙΟ. Παράτα το αυτό, φίλε·
συζήτηση πάνω σ᾽ αυτό δεν θα ᾽ταν για καλό σου.
ΕΥΡ., δείχνοντας τους θεατές.
Δίδαξα ακόμα αυτούς εδώ πώς να μιλούν… ΑΙΣ. Μακάρι
να ᾽σκαγες, τέτοιο μάθημα πριν πάρουν από σένα.
ΕΥΡ. με ρίγες και γωνιόμετρα τους στίχους να μετρούνε,
να βλέπουν, να στοχάζονται, να νιώθουν, να σκαρώνουν,
να τους αρέσει η συστροφή, κακό να βάζει ο νους τους,
να ψάχνουν, να σκαρφίζονται… ΑΙΣ. Ναι, το ᾽κανες. ΕΥΡ. μες στα έργα
δείχνοντας πράματα κοινά, καθημερνά και οικεία,
960 που ξέροντάς τα τούτοι εδώ μπορούσανε να κρίνουν
κι εμένα και την τέχνη μου· δεν το ᾽ριχνα στο στόμφο,
που η κριτική τους δύναμη να σβήνει θαμπωμένη·
δεν έδειχνα ήρωες μ᾽ άλογα κουδουνοχαμουράτα,
Μέμνονες, Κύκνους. Θα το δεις από τους μαθητές μας.
Δικός του είν᾽ ο Μεγαίνετος Μανής, είν᾽ ο Φορμίσιος,
σαλπιγγολογχομούσηδες, ψευτοπαλικαράδες,
δικοί μου ο Κλειτοφώντας κι ο κομψός ο Θηραμένης.
ΔΙΟ. Ο Θηραμένης; Φοβερός καταφερτζής· αν τύχει
να πέσει σε κακοτοπιά κι είναι κοντά ο χαμός του,
970 έξω απ᾽ τον κίνδυνο γλιστρά, σαν Τζιώτης κι όχι Χιώτης.
ΕΥΡ. Ναι, αυτούς εγώ τους έμαθα
τέτοιους να κάνουν στοχασμούς,
γιατί έβαλα λογαριασμό
στην τέχνη και έρευνα πολλή·
νιώθουν και ξεχωρίζουνε
τα πάντα τώρα· κυβερνούν
και το νοικοκυριό τους πιο
καλά από πριν: «Πώς πάει αυτό;
Ποιός πήρε αυτό; Το τάδε πού;»
980 ΔΙΟ. Κάθε Αθηναίος, μα τους θεούς,
όταν γυρίζει σπίτι του,
κράζει τους δούλους και ρωτά:
«Η χύτρα πού είναι; Λείπει μιας
μαινίδας το κεφάλι· ποιός
το ᾽φαγε; Το περυσινό
σκουτέλι πού είναι; πέθανε;
Πού ᾽ναι το σκόρδο που είχα χτες;
Κι η ελιά μου; ποιός τη δάγκασε;»
Άλλη φορά ήτανε κουτοί,
βλάκες, χαζοί, και κάθονταν
990 σαν αποβλακωμένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου