Αγωνίζεστε σκληρά για να γίνετε διάσημοι και μία ’μέρα το πετυχαίνετε. Τώρα όμως δεν μπορείτε να περπατήσετε στον δρόμο, το πλήθος σας κοιτάζει επίμονα. Δεν έχετε καμία ελευθερία. Πρέπει να μείνετε κλεισμένοι στο δωμάτιό σας, δεν μπορείτε να βγείτε έξω, είστε φυλακισμένοι. Αρχίζετε να σκέπτεστε εκείνες τις όμορφες ημέρες όταν περπατούσατε στους δρόμους και ήσασταν τόσο ελεύθεροι… σαν να ήσασταν μόνος. Τώρα λαχταράτε εκείνες τις ημέρες. Ρωτήστε τους διάσημους…
Ο Βολταίρος γράφει στα απομνημονεύματά του ότι κάποτε δεν ήταν διάσημος -όπως όλοι δεν ήταν διάσημοι κάποτε- και το επιθυμούσε πολύ και αγωνιζόταν πολύ γι’ αυτό κι έγινε ένας από τους πιο διάσημους ανθρώπους στη Γαλλία. Η φήμη του διαδόθηκε τόσο πολύ που έγινε σχεδόν επικίνδυνο για εκείνον να βγαίνει από το δωμάτιό του, διότι εκείνη την εποχή με τις τόσες δεισιδαιμονίες, οι άνθρωποι πίστευαν πως εάν μπορούσες να πάρεις ένα κομμάτι από τα ρούχα ενός σπουδαίου άνδρα, αυτό είχε φοβερή αξία και σε προστάτευε. Σε προστάτευε από τα φαντάσματα, από ατυχήματα και τέτοια πράγματα.
Έτσι, εάν έπρεπε να πάει στον σταθμό να πάρει το τρένο, πήγαινε συνοδευόμενος από την αστυνομία. Διαφορετικά, ο κόσμος θα του έσκιζε τα ρούχα. Όχι μόνο αυτό, αλλά θα ξέσκιζαν και το δέρμα του και θα γύριζε πίσω ματωμένος και μελανιασμένος. Βαρέθηκε τόσο πολύ αυτή τη φήμη -δεν μπορούσε καν να βγει από το σπίτι του· άνθρωποι ήταν πάντα συγκεντρωμένοι εκεί σαν λύκοι για να πηδήξουν πάνω του- και άρχισε να προσεύχεται στον Θεό: «Δεν αντέχω άλλο! Το δοκίμασα και δεν το θέλω. Έχω γίνει σχεδόν σαν νεκρός». Και τότε συνέβη. Ήλθε ο άγγελος και του είπε: «Εντάξει». Σύντομα, η φήμη του χάθηκε.
Οι απόψεις των ανθρώπων αλλάζουν πολύ εύκολα. Δεν έχουν καμία σταθερότητα. Μπορεί να σε λατρεύουν τη μια ’μέρα και την επομένη, μπορεί να γίνεις ο πιο διαβόητος άνθρωπος. Τη μια μέρα βρίσκεσαι στην κορυφή και την επομένη οι άνθρωποι σε ξεχνούν εντελώς. Τη μια μέρα είσαι ο πρόεδρος και την επομένη είσαι απλώς ένας πολίτης και κανείς δεν ενδιαφέρεται.
Στην περίπτωση του Βολταίρου, άλλαξε ο τρόπος σκέψης των ανθρώπων, άλλαξε το κλίμα και οι άνθρωποι τον ξέχασαν εντελώς. Πήγαινε στον σταθμό και λαχταρούσε τουλάχιστον κάποιος, τουλάχιστον ένας άνθρωπος να περιμένει εκεί για να τον καλωσορίσει. Κανείς, όμως, δεν ερχόταν να τον χαιρετήσει, παρά μόνον ο σκύλος του.
Όταν πέθανε, μόνο τέσσερεις ήταν αυτοί που του είπαν το τελευταίο αντίο: οι τρεις ήταν άνθρωποι και ο τέταρτος ήταν ο σκύλος του. Πρέπει να πέθανε δυστυχισμένος, λαχταρώντας ξανά τη φήμη.
Τί να κάνουμε; Έτσι είναι τα πράγματα. Το μυαλό δεν θα σας επιτρέψει ποτέ να είστε ευτυχισμένοι. Όποιες και να είναι οι συνθήκες, το μυαλό θα βρίσκει πάντα κάτι για να είναι δυστυχισμένο. Ας σας το πω κι αλλιώς: Το μυαλό είναι ένας μηχανισμός που δημιουργεί δυστυχία. Λειτουργεί με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργεί δυστυχία.
Εάν ξεχάσετε το μυαλό, ξαφνικά γίνεστε ευτυχισμένοι χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος. Η ευτυχία τότε έρχεται απολύτως φυσικά, όπως αναπνέετε.
Ο Βολταίρος γράφει στα απομνημονεύματά του ότι κάποτε δεν ήταν διάσημος -όπως όλοι δεν ήταν διάσημοι κάποτε- και το επιθυμούσε πολύ και αγωνιζόταν πολύ γι’ αυτό κι έγινε ένας από τους πιο διάσημους ανθρώπους στη Γαλλία. Η φήμη του διαδόθηκε τόσο πολύ που έγινε σχεδόν επικίνδυνο για εκείνον να βγαίνει από το δωμάτιό του, διότι εκείνη την εποχή με τις τόσες δεισιδαιμονίες, οι άνθρωποι πίστευαν πως εάν μπορούσες να πάρεις ένα κομμάτι από τα ρούχα ενός σπουδαίου άνδρα, αυτό είχε φοβερή αξία και σε προστάτευε. Σε προστάτευε από τα φαντάσματα, από ατυχήματα και τέτοια πράγματα.
Έτσι, εάν έπρεπε να πάει στον σταθμό να πάρει το τρένο, πήγαινε συνοδευόμενος από την αστυνομία. Διαφορετικά, ο κόσμος θα του έσκιζε τα ρούχα. Όχι μόνο αυτό, αλλά θα ξέσκιζαν και το δέρμα του και θα γύριζε πίσω ματωμένος και μελανιασμένος. Βαρέθηκε τόσο πολύ αυτή τη φήμη -δεν μπορούσε καν να βγει από το σπίτι του· άνθρωποι ήταν πάντα συγκεντρωμένοι εκεί σαν λύκοι για να πηδήξουν πάνω του- και άρχισε να προσεύχεται στον Θεό: «Δεν αντέχω άλλο! Το δοκίμασα και δεν το θέλω. Έχω γίνει σχεδόν σαν νεκρός». Και τότε συνέβη. Ήλθε ο άγγελος και του είπε: «Εντάξει». Σύντομα, η φήμη του χάθηκε.
Οι απόψεις των ανθρώπων αλλάζουν πολύ εύκολα. Δεν έχουν καμία σταθερότητα. Μπορεί να σε λατρεύουν τη μια ’μέρα και την επομένη, μπορεί να γίνεις ο πιο διαβόητος άνθρωπος. Τη μια μέρα βρίσκεσαι στην κορυφή και την επομένη οι άνθρωποι σε ξεχνούν εντελώς. Τη μια μέρα είσαι ο πρόεδρος και την επομένη είσαι απλώς ένας πολίτης και κανείς δεν ενδιαφέρεται.
Στην περίπτωση του Βολταίρου, άλλαξε ο τρόπος σκέψης των ανθρώπων, άλλαξε το κλίμα και οι άνθρωποι τον ξέχασαν εντελώς. Πήγαινε στον σταθμό και λαχταρούσε τουλάχιστον κάποιος, τουλάχιστον ένας άνθρωπος να περιμένει εκεί για να τον καλωσορίσει. Κανείς, όμως, δεν ερχόταν να τον χαιρετήσει, παρά μόνον ο σκύλος του.
Όταν πέθανε, μόνο τέσσερεις ήταν αυτοί που του είπαν το τελευταίο αντίο: οι τρεις ήταν άνθρωποι και ο τέταρτος ήταν ο σκύλος του. Πρέπει να πέθανε δυστυχισμένος, λαχταρώντας ξανά τη φήμη.
Τί να κάνουμε; Έτσι είναι τα πράγματα. Το μυαλό δεν θα σας επιτρέψει ποτέ να είστε ευτυχισμένοι. Όποιες και να είναι οι συνθήκες, το μυαλό θα βρίσκει πάντα κάτι για να είναι δυστυχισμένο. Ας σας το πω κι αλλιώς: Το μυαλό είναι ένας μηχανισμός που δημιουργεί δυστυχία. Λειτουργεί με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργεί δυστυχία.
Εάν ξεχάσετε το μυαλό, ξαφνικά γίνεστε ευτυχισμένοι χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος. Η ευτυχία τότε έρχεται απολύτως φυσικά, όπως αναπνέετε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου