Όλοι κάνουμε λάθη και τα κάνουμε τακτικά. Ορισμένα είναι μικρά, όπως «Όχι, δεν χρειάζεται να σταματήσουμε στο σούπερ μάρκετ, έχει μείνει γάλα στο ψυγείο». Κάποια άλλα είναι μεγαλύτερα, όπως «Μη με αγχώνεις, έχουμε αρκετό χρόνο να φτάσουμε στο αεροδρόμιο πριν φύγει η πτήση». Και κάποια άλλα είναι κρίσιμα, όπως «Ξέρω ότι έβρεχε και ήταν σκοτεινά, αλλά είμαι βέβαιος ότι αυτός είναι ο άνδρας που διέρρηξε το απέναντι σπίτι».
Κανείς μας φυσικά δεν απολαμβάνει το να έχει άδικο. Πρόκειται με βεβαιότητα για μια δυσάρεστη συναισθηματική εμπειρία. Το ερώτημα είναι πώς ανταποκρινόμαστε όταν αποδεικνύεται ότι κάναμε λάθος, ότι τελικά δεν είχε μείνει γάλα στο ψυγείο, όταν κολλάμε στην κίνηση και χάνουμε την πτήση ή όταν αποδεικνύεται ότι ο άνδρας που στείλαμε φυλακή ήταν τελικά αθώος.
Κάποιοι από εμάς παραδέχονται ότι έκαναν λάθος και λένε: «έχεις δίκιο. Έπρεπε να είχαμε πάρει γάλα». Κάποιοι από εμάς υπονοούμε ότι κάναμε λάθος, αλλά δεν το λέμε άμεσα με κάποιο τρόπο, για να μην ικανοποιήσουμε το άλλο άτομο, όπως «Είχαμε αρκετό χρόνο για να φτάσουμε νωρίς στο αεροδρόμιο, αν δεν υπήρχε η κίνηση. Αλλά εντάξει, θα ξεκινήσουμε νωρίτερα την επόμενη φορά».
Όμως, ορισμένοι άνθρωποι αρνούνται κατηγορηματικά να παραδεχτούν ότι έχουν άδικο, ακόμα κι όταν έρχονται αντιμέτωποι με αδιάσειστα στοιχεία. «Τον άφησαν ελεύθερο λόγω του τεστ DNA και μιας άλλης μαρτυρίας; Αυτό είναι γελοίο! Μα εγώ τον είδα».
Τα πρώτα δύο παραδείγματα μας είναι πιθανότατα σχετικά οικεία, επειδή αποτελούν τυπικές απαντήσεις σε απλά λάθη. Αποδεχόμαστε πλήρως ή εν μέρει, αλλά δεν κάνουμε ότι δεν βλέπουμε τα πραγματικά γεγονότα. Δεν παραδεχόμαστε ευθέως ότι είχε αρκετό γάλα, όταν δεν είχε ή ότι δεν αργήσαμε για το αεροδρόμιο, ενώ η πτήση έχει φύγει.
Αλλά τι συμβαίνει όταν ένα άτομο δεν παραδέχεται ούτε τα πραγματικά γεγονότα, όταν απλά δεν μπορεί να παραδεχτεί ότι έχει άδικο σε κάθε περίσταση; Τι είναι αυτό στο ψυχολογικό προφίλ τους που κάνει αδύνατη την παραδοχή, ενώ το λάθος είναι προφανές; Και γιατί αυτό συμβαίνει επανειλημμένως – γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν παραδέχονται ποτέ ότι έχουν άδικο;
Η απάντηση σχετίζεται με το εγώ τους, την αίσθηση του εαυτού. Ορισμένοι άνθρωποι έχουν ένα τόσο εύθραυστο εγώ, τόσο ευαίσθητη αυτοεκτίμηση, τόσο αδύναμη «ψυχολογική σύσταση» που η παραδοχή ενός λάθους τους φαίνεται τόσο απειλητική για το εγώ τους, που δεν μπορούν να το ανεχτούν.
Αν παραδεχτούν ότι έκαναν λάθος, η «απορρόφηση» αυτής της πραγματικότητας είναι τόσο συγκλονιστική γι’ αυτούς, που εκείνη τη στιγμή ενεργοποιούνται οι μηχανισμοί άμυνάς τους για να αποφύγουν όσο μπορούν την παραδοχή – διαστρεβλώνουν κυριολεκτικά την αντίληψη που έχουν για την πραγματικότητα ώστε να την κάνουν λιγότερο απειλητική. Οι μηχανισμοί άμυνάς τους προστατεύουν το εύθραυστο εγώ τους, αλλάζοντας τα γεγονότα στο νου τους έτσι ώστε να μην έχουν πια άδικο.
Ως εκ τούτου, σκαρφίζονται δηλώσεις όπως: «Έλεγξα το πρωί και υπήρχε γάλα στο ψυγείο, οπότε κάποιος πρέπει να το τελείωσε». Όταν αποδειχθεί ότι δεν ήταν κανένας σπίτι όταν έφυγαν το πρωί, οπότε κανείς δεν θα μπορούσε να το είχε πιει, δίνουν έμφαση στην προηγούμενη δήλωσή τους και επαναλαμβάνουν: « Κάποιος πρέπει να το έκανε, επειδή έλεγξα και υπήρχε γάλα», σαν κάποιο φάντασμα να μπήκε στο σπίτι, τελείωσε το γάλα και έφυγε χωρίς να αφήσει ίχνη.
Στο άλλο μας παράδειγμα, θα επιμείνουν ότι η λανθασμένη αναγνώριση του ληστή ήταν σωστή παρά το τεστ DNA και την μαρτυρία κάποιου άλλου. Όταν έρθουν αντιμέτωποι με αυτά, θα συνεχίσουν να επιμένουν ή να επιτίθενται σε οποιονδήποτε προσπαθήσει να διαφωνήσει και να δυσφημίσει τις πηγές των αντίθετων πληροφοριών (π.χ. «Αυτά τα εργαστήρια κάνουν συνεχώς λάθη και επίσης δεν μπορεί να δέχεστε μόνο τη μαρτυρία του διπλανού γείτονα. Παίρνετε εσκεμμένα το μέρος της άλλης πλευράς»).
Οι άνθρωποι που συνεχώς επαναλαμβάνουν αυτή την ίδια συμπεριφορά, είναι εξ ορισμού ψυχολογικά εύθραυστοι. Εντούτοις, είναι δύσκολο να παραδεχτούν στους άλλους αυτό το γεγονός και έτσι φθάνουν στο άλλο άκρο, προσπαθώντας να υπερασπιστούν παράλογα τα λεγόμενά τους και δεν υποχωρούν, καθώς θεωρούν πως αυτό δηλώνει δύναμη.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν επιλέγουν να υπερασπιστούν τη θέση τους• νιώθουν έναν εσωτερικό εξαναγκασμό στο να το κάνουν, ώστε να μπορέσουν να προστατεύσουν τα εύθραυστα εγώ τους. Η παραδοχή ενός λάθους είναι δυσάρεστη, πληγώνει το εγώ μας. Απαιτείται μια αξιοσημείωτη ποσότητα συναισθηματικής δύναμης και θάρρους για να έρθουμε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα και να παραδεχτούμε τα λάθη μας. Οι περισσότεροι «στραβώνουμε» όταν χρειάζεται να παραδεχτούμε ότι είχαμε άδικο, αλλά το ξεπερνάμε.
Όμως, όταν οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να παραδεχτούν ότι έχουν άδικο, όταν δεν μπορούν να ανεχτούν καν την ιδέα ότι έχουν κάνει λάθος, τότε υποφέρουν από ένα εγώ τόσο εύθραυστο, που δεν μπορούν απλά να το ξεπεράσουν – χρειάζονται να παραμορφώσουν την αντίληψη της πραγματικότητας και να έρθουν σε σύγκρουση με τα προφανή και αυτονόητα αποδεικτικά στοιχεία ώστε να υπερασπιστούν τους ισχυρισμούς τους.
Το πώς ανταποκρινόμαστε σε τέτοιους ανθρώπους είναι ένα διαφορετικό και προσωπικό ζήτημα. Αυτό που δεν πρέπει να κάνουμε είναι να θεωρήσουμε αυτό το χαρακτηριστικό τους ως σημάδια δύναμης ή αποφασιστικότητας επειδή υποδεικνύει το εντελώς αντίθετο – ψυχολογική αδυναμία και ευαισθησία.
Κανείς μας φυσικά δεν απολαμβάνει το να έχει άδικο. Πρόκειται με βεβαιότητα για μια δυσάρεστη συναισθηματική εμπειρία. Το ερώτημα είναι πώς ανταποκρινόμαστε όταν αποδεικνύεται ότι κάναμε λάθος, ότι τελικά δεν είχε μείνει γάλα στο ψυγείο, όταν κολλάμε στην κίνηση και χάνουμε την πτήση ή όταν αποδεικνύεται ότι ο άνδρας που στείλαμε φυλακή ήταν τελικά αθώος.
Κάποιοι από εμάς παραδέχονται ότι έκαναν λάθος και λένε: «έχεις δίκιο. Έπρεπε να είχαμε πάρει γάλα». Κάποιοι από εμάς υπονοούμε ότι κάναμε λάθος, αλλά δεν το λέμε άμεσα με κάποιο τρόπο, για να μην ικανοποιήσουμε το άλλο άτομο, όπως «Είχαμε αρκετό χρόνο για να φτάσουμε νωρίς στο αεροδρόμιο, αν δεν υπήρχε η κίνηση. Αλλά εντάξει, θα ξεκινήσουμε νωρίτερα την επόμενη φορά».
Όμως, ορισμένοι άνθρωποι αρνούνται κατηγορηματικά να παραδεχτούν ότι έχουν άδικο, ακόμα κι όταν έρχονται αντιμέτωποι με αδιάσειστα στοιχεία. «Τον άφησαν ελεύθερο λόγω του τεστ DNA και μιας άλλης μαρτυρίας; Αυτό είναι γελοίο! Μα εγώ τον είδα».
Τα πρώτα δύο παραδείγματα μας είναι πιθανότατα σχετικά οικεία, επειδή αποτελούν τυπικές απαντήσεις σε απλά λάθη. Αποδεχόμαστε πλήρως ή εν μέρει, αλλά δεν κάνουμε ότι δεν βλέπουμε τα πραγματικά γεγονότα. Δεν παραδεχόμαστε ευθέως ότι είχε αρκετό γάλα, όταν δεν είχε ή ότι δεν αργήσαμε για το αεροδρόμιο, ενώ η πτήση έχει φύγει.
Αλλά τι συμβαίνει όταν ένα άτομο δεν παραδέχεται ούτε τα πραγματικά γεγονότα, όταν απλά δεν μπορεί να παραδεχτεί ότι έχει άδικο σε κάθε περίσταση; Τι είναι αυτό στο ψυχολογικό προφίλ τους που κάνει αδύνατη την παραδοχή, ενώ το λάθος είναι προφανές; Και γιατί αυτό συμβαίνει επανειλημμένως – γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν παραδέχονται ποτέ ότι έχουν άδικο;
Η απάντηση σχετίζεται με το εγώ τους, την αίσθηση του εαυτού. Ορισμένοι άνθρωποι έχουν ένα τόσο εύθραυστο εγώ, τόσο ευαίσθητη αυτοεκτίμηση, τόσο αδύναμη «ψυχολογική σύσταση» που η παραδοχή ενός λάθους τους φαίνεται τόσο απειλητική για το εγώ τους, που δεν μπορούν να το ανεχτούν.
Αν παραδεχτούν ότι έκαναν λάθος, η «απορρόφηση» αυτής της πραγματικότητας είναι τόσο συγκλονιστική γι’ αυτούς, που εκείνη τη στιγμή ενεργοποιούνται οι μηχανισμοί άμυνάς τους για να αποφύγουν όσο μπορούν την παραδοχή – διαστρεβλώνουν κυριολεκτικά την αντίληψη που έχουν για την πραγματικότητα ώστε να την κάνουν λιγότερο απειλητική. Οι μηχανισμοί άμυνάς τους προστατεύουν το εύθραυστο εγώ τους, αλλάζοντας τα γεγονότα στο νου τους έτσι ώστε να μην έχουν πια άδικο.
Ως εκ τούτου, σκαρφίζονται δηλώσεις όπως: «Έλεγξα το πρωί και υπήρχε γάλα στο ψυγείο, οπότε κάποιος πρέπει να το τελείωσε». Όταν αποδειχθεί ότι δεν ήταν κανένας σπίτι όταν έφυγαν το πρωί, οπότε κανείς δεν θα μπορούσε να το είχε πιει, δίνουν έμφαση στην προηγούμενη δήλωσή τους και επαναλαμβάνουν: « Κάποιος πρέπει να το έκανε, επειδή έλεγξα και υπήρχε γάλα», σαν κάποιο φάντασμα να μπήκε στο σπίτι, τελείωσε το γάλα και έφυγε χωρίς να αφήσει ίχνη.
Στο άλλο μας παράδειγμα, θα επιμείνουν ότι η λανθασμένη αναγνώριση του ληστή ήταν σωστή παρά το τεστ DNA και την μαρτυρία κάποιου άλλου. Όταν έρθουν αντιμέτωποι με αυτά, θα συνεχίσουν να επιμένουν ή να επιτίθενται σε οποιονδήποτε προσπαθήσει να διαφωνήσει και να δυσφημίσει τις πηγές των αντίθετων πληροφοριών (π.χ. «Αυτά τα εργαστήρια κάνουν συνεχώς λάθη και επίσης δεν μπορεί να δέχεστε μόνο τη μαρτυρία του διπλανού γείτονα. Παίρνετε εσκεμμένα το μέρος της άλλης πλευράς»).
Οι άνθρωποι που συνεχώς επαναλαμβάνουν αυτή την ίδια συμπεριφορά, είναι εξ ορισμού ψυχολογικά εύθραυστοι. Εντούτοις, είναι δύσκολο να παραδεχτούν στους άλλους αυτό το γεγονός και έτσι φθάνουν στο άλλο άκρο, προσπαθώντας να υπερασπιστούν παράλογα τα λεγόμενά τους και δεν υποχωρούν, καθώς θεωρούν πως αυτό δηλώνει δύναμη.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν επιλέγουν να υπερασπιστούν τη θέση τους• νιώθουν έναν εσωτερικό εξαναγκασμό στο να το κάνουν, ώστε να μπορέσουν να προστατεύσουν τα εύθραυστα εγώ τους. Η παραδοχή ενός λάθους είναι δυσάρεστη, πληγώνει το εγώ μας. Απαιτείται μια αξιοσημείωτη ποσότητα συναισθηματικής δύναμης και θάρρους για να έρθουμε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα και να παραδεχτούμε τα λάθη μας. Οι περισσότεροι «στραβώνουμε» όταν χρειάζεται να παραδεχτούμε ότι είχαμε άδικο, αλλά το ξεπερνάμε.
Όμως, όταν οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να παραδεχτούν ότι έχουν άδικο, όταν δεν μπορούν να ανεχτούν καν την ιδέα ότι έχουν κάνει λάθος, τότε υποφέρουν από ένα εγώ τόσο εύθραυστο, που δεν μπορούν απλά να το ξεπεράσουν – χρειάζονται να παραμορφώσουν την αντίληψη της πραγματικότητας και να έρθουν σε σύγκρουση με τα προφανή και αυτονόητα αποδεικτικά στοιχεία ώστε να υπερασπιστούν τους ισχυρισμούς τους.
Το πώς ανταποκρινόμαστε σε τέτοιους ανθρώπους είναι ένα διαφορετικό και προσωπικό ζήτημα. Αυτό που δεν πρέπει να κάνουμε είναι να θεωρήσουμε αυτό το χαρακτηριστικό τους ως σημάδια δύναμης ή αποφασιστικότητας επειδή υποδεικνύει το εντελώς αντίθετο – ψυχολογική αδυναμία και ευαισθησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου