Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Προμηθεὺς δεσμώτης (160-192)

160 ΧΟ. τίς ὧδε τλησικάρδιος [στρ. β]
θεῶν, ὅτῳ τάδ᾽ ἐπιχαρῆ;
τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς
τεοῖσι, δίχα γε Διός; ὁ δ᾽ ἐπικότως ἀεὶ
θέμενος ἄγναμπτον νόον
δάμναται οὐρανίαν
165 γένναν, οὐδὲ λήξει,
πρὶν ἂν ἢ κορέσῃ κέαρ, ἢ παλάμᾳ τινὶ
τὰν δυσάλωτον ἕλῃ τις ἀρχάν.

ΠΡ. ἦ μὴν ἔτ᾽ ἐμοῦ, καίπερ κρατεραῖς
ἐν γυιοπέδαις αἰκιζομένου,
χρείαν ἕξει μακάρων πρύτανις,
170 δεῖξαι τὸ νέον βούλευμ᾽, ὑφ᾽ ὅτου
σκῆπτρον τιμάς τ᾽ ἀποσυλᾶται.
καί μ᾽ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς
ἐπαοιδαῖσιν θέλξει, στερεάς τ᾽
οὔποτ᾽ ἀπειλὰς πτήξας τόδ᾽ ἐγὼ
175 καταμηνύσω, πρὶν ἂν ἐξ ἀγρίων
δεσμῶν χαλάσῃ ποινάς τε τίνειν
τῆσδ᾽ αἰκείας ἐθελήσῃ.

ΧΟ. σὺ μὲν θρασύς τε καὶ πικραῖς [ἀντ. β]
δύαισιν οὐδὲν ἐπιχαλᾷς,
180 ἄγαν δ᾽ ἐλευθεροστομεῖς.
ἐμὰς δὲ φρένας ἠρέθισε διάτορος φόβος·
δέδια δ᾽ ἀμφὶ σαῖς τύχαις,
πᾷ ποτε τῶνδε πόνων
χρή σε τέρμα κέλσαντ᾽
ἐσιδεῖν· ἀκίχητα γὰρ ἤθεα καὶ κέαρ
185 ἀπαράμυθον ἔχει Κρόνου παῖς.

ΠΡ. οἶδ᾽ ὅτι τραχὺς καὶ παρ᾽ ἑαυτῷ
τὸ δίκαιον ἔχων Ζεύς· ἀλλ᾽ ἔμπας [ὀίω],
μαλακογνώμων
ἔσται ποθ᾽, ὅταν ταύτῃ ῥαισθῇ·
190 τὴν δ᾽ ἀτέραμνον στορέσας ὀργὴν
εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα
σπεύδων σπεύδοντί ποθ᾽ ἥξει.

***
ΧΟΡΟΣ
160 Ποιός έχει απ᾽ τους θεούς τόσο σκληρή καρδιά,
που με τα πάθη αυτά σου να γελά;
Τα βάσανά σου ποιός δε συμπονεί;
έξω απ᾽ το Δία, γιατ᾽ αυτός μ᾽ οργή παντοτεινή
και με τη γνώμη του που δεν αλλάζει
τη γέννα τ᾽ Ουρανού δαμάζει·
και δεν θα σταματήσει πριν
ή την καρδιά του χορτάσει,
ή μ᾽ όποιον τρόπο την αρχή
κανείς την άπαρτη του αρπάσει.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όμως έγνοια του, κι αν σε σκληρότατα
χεροπέδουκλα εγώ βασανίζομαι,
την ανάγκη μου ακόμα θα λάβει
των μακάρων ο Πρύτανης,
170 να του πω την καινούργια βουλή,
πως θα χάσει εξουσία και θρόνο.
Μα όλες τότε οι γητιές οι μελίγλωσσες
της πειθώς δε θα με ξεπλανέψουνε,
μ᾽ ουδέ μπρος σε φοβέρες ζαρώνοντας
θα του τη φανερώσω, πριν τ᾽ άδικα
μου αφαιρέσει δεσμά, και τις παίδειες μου
στρέξει αυτές να πλερώσει.

ΧΟΡΟΣ
Μα είσαι και συ θρασύς και στις πικρές σου αυτές
τη γνώμη δε λυγάς τις συμφορές·
180 Τη γλώσσα σου καθόλου δεν κρατείς
κι εμέ το νου μου ερέθισε φόβος πολύ βαρύς,
γιατί μ᾽ αυτά που σότυχαν φοβούμαι
και πού θα σώσεις, διαλογούμαι,
να βρεις λιμάνι μια φορά
στα τωρινά βάσανά σου,
γιατ᾽ είναι ασύντυχη η βουλή
του Δία κι αμάλαχτη η καρδιά του.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ξέρ᾽ ότι ᾽ναι σκληρός και στα χέρια του
πως το δίκιο κρατεί· μα στοχάζομαι
θα γενεί έναν καιρό μαλακόγνωμος
σαν του πέσει η βαριά στο κεφάλι·
190 μα μερώνοντας τότε την άκαμπτη
την οργή του σε αγάπης συνταίριασμα
μ᾽ εμέ πρόθυμο πρόθυμα θά ᾽ρθει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου