Ένας σπουδαίος σοφός έστειλε ένα νεαρό μαθητή του στην αυλή του βασιλιά Τζανάκ, για να διδαχθεί κάτι που του έλειπε.
Ο νεαρός είπε: “Αν δεν μπορείς να με διδάξεις εσύ, πώς μπορεί να με διδάξει αυτός ο άνθρωπος, ο Τζανάκ; Εσύ είσαι σπουδαίος σοφός, εκείνος είναι απλώς βασιλιάς. Τι γνωρίζει εκείνος από διαλογισμό και από επίγνωση;”
Ο σοφός είπε: “Εσύ ακολούθησε απλώς τις οδηγίες μου. Πήγαινε εκεί και υποκλίσου με βαθύ σεβασμό. Μην είσαι εγωιστής. Μη σκέφτεσαι ότι εσύ είσαι σαννυάσιν, ότι είσαι πνευματικός άνθρωπος κι ότι εκείνος είναι άνθρωπος που ασχολείται με τα εγκόσμια. Ξέχνα τα όλα αυτά. Σε στέλνω σ’ εκείνον για να μάθεις κάτι. Αυτό τον καιρό λοιπόν, εκείνος είναι ο δάσκαλό σου. Για την ώρα, δεν μπορείς να καταλάβεις. Για να καταλάβεις, χρειάζεσαι ένα διαφορετικό πλαίσιο και το παλάτι θα σου δώσει το σωστό πλαίσιο. Εσύ απλώς πήγαινε εκεί και υποκλίσου με σεβασμό. Αυτές τις λίγες μέρες, εκείνος θα με αντιπροσωπεύει”.
Ο νεαρός πήγε απρόθυμα. Ο ίδιος ήταν βραχμάνος, από την ανώτερη κάστα. Κι αυτός ο Τζανάκ τι ήταν; Ήταν πλούσιος, είχε ένα μεγάλο βασίλειο, μα τι μπορούσε να διδάξει σε ένα βραχμάνο; Οι βραχμάνοι πάντοτε θεωρούν ότι μόνο εκείνοι μπορούν να διδάσκουν τους ανθρώπους. Και ο Τζανάκ δεν ήταν βραχμάνος, ήταν κσατρίγια, από την κάστα των πολεμιστών.
Θεωρούνται δεύτεροι. Η βραχμάνοι είναι η ανώτατη τάξη και οι πολεμιστές είναι η δεύτερη τάξη. Να πάει και να υποκλιθεί με σεβασμό σ’ αυτόν τον άνθρωπο; Αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ! Το να υποκλιθεί ένας βραχμάνος σε έναν πολεμιστή είναι κάτι που δεν μπορεί να το συλλάβει ο ινδικός νους.
Αφού όμως το είχε πει ο δάσκαλος, έπρεπε να το κάνει.
Ο νεαρός απρόθυμα πήγε και απρόθυμα υποκλίθηκε. Κι όταν υποκλινόταν, ήταν πολύ θυμωμένος με το δάσκαλό του, επειδή το να χρειαστεί να υποκλιθεί στον Τζανάκ, του φαινόταν πολύ άσχημο.
Στο παλάτι, μια όμορφη γυναίκα χόρευε κι οι άντρες έπιναν κρασί και την έβλεπαν. Ο Τζανάκ καθόταν μαζί τους. Ο νεαρός το κατέκρινε μέσα του όλο αυτό, έπρεπε όμως να υποκλιθεί.
Ο Τζανάκ γέλασε και είπε: “Δεν χρειάζεται να υποκλίνεσαι μπροστά μου, αν κουβαλάς τόση επίκριση μέσα σου. Και μην είσαι τόσο προκατειλημμένος πριν με ζήσεις. Ο δάσκαλός σου με γνωρίζει καλά, γι’ αυτό σ’ έστειλε εδώ. Σε έχει στείλει για να μάθεις κάτι, μ’ αυτή την επίκριση όμως μέσα σου, δεν είναι δυνατόν να μάθεις”.
Ο νεαρός είπε: “Δεν με νοιάζει. Εκείνος με έστειλε, εγώ ήρθα, το πρωί όμως θα φύγω, θα γυρίσω πίσω, γιατί δεν βλέπω τι μπορώ να μάθω εδώ. Για την ακρίβεια, αν μάθω κάτι από σένα, θα χαραμίσω όλη μου τη ζωή! Εγώ δεν ήρθα εδώ για να μάθω να πίνω κρασί και να βλέπω μια όμορφη γυναίκα να χορεύει και όλους αυτούς τους ανθρώπους να έχουν παραδοθεί στις απολαύσεις!”
Ο Τζανάκ συνέχισε να χαμογελάει και είπε: “Μπορείς να φύγεις το πρωί. Μια που ήρθες όμως και είσαι τόσο κουρασμένος, ξεκουράσου τουλάχιστον απόψε και το πρωί μπορείς να φύγεις. Και ποιος ξέρει; Απόψε είναι πιθανό να μάθεις αυτό για το οποίο σε έστειλε σ’ εμένα ο δάσκαλός σου”.
Τώρα αυτό ήταν μυστήριο. Πώς μπορούσε μέσα στη νύχτα να τον διδάξει κάτι; Αφού όμως ήταν αναγκασμένος να περάσει τη νύχτα στο παλάτι, ας μην το έκανε θέμα. Έμεινε.
Ο βασιλιάς κανόνισε να πάρει το πιο όμορφο δωμάτιο του παλατιού, το πιο πολυτελές. Ο βασιλιάς ήταν δίπλα στο νεαρό, φροντίζοντας για το φαγητό του και για τον ύπνο του κι όταν ήρθε η ώρα να πάει για ύπνο, ο Τζανάκ αποχώρησε.
Ο νεαρός όμως όλη τη νύχτα δεν μπορούσε να κοιμηθεί, επειδή κοιτάζοντας προς το ταβάνι, είχε δει ένα γυμνό σπαθί να κρέμεται από μια πολύ λεπτή κλωστή πάνω από το κεφάλι του. Τώρα αυτό ήταν τόσο επικίνδυνο, που οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να πέσει το σπαθί και να τον σκοτώσει. Έμεινε λοιπόν όλη τη νύχτα ξύπνιος, ώστε να αποφύγει την καταστροφή αν συνέβαινε.
Το πρωί, ο βασιλιάς ρώτησε: “Ήταν άνετο το κρεβάτι; Ήταν άνετο το δωμάτιο;”
Ο νεαρός είπε: “Μόνο άνετο; Τα πάντα ήταν άνετα, όμως εκείνο το σπαθί τι γύρευε εκεί πάνω; Γιατί έπαιξες τέτοιο παιχνίδι σε βάρος μου; Ήμουν πολύ κουρασμένος μετά από τόσο μεγάλο ταξίδι κι εσύ έπαιξες σε βάρος μου ένα τόσο σκληρό παιχνίδι. Γιατί κρέμασες ένα γυμνό σπαθί από μια τόσο λεπτή κλωστή, ώστε να φοβάμαι ότι με την παραμικρή κίνηση του ανέμου, θα τελείωνα; Εγώ δεν ήρθα εδώ για να αυτοκτονήσω”.
Ο βασιλιάς είπε: “Θέλω να σε ρωτήσω ένα πράγμα. Ήσουν τόσο κουρασμένος, μπορούσες να κοιμηθείς πολύ εύκολα, δεν μπόρεσες όμως να κοιμηθείς. Τι συνέβη; Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος, ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Γι’ αυτό κι έμεινες ξυπνητός και δεν έχασες στιγμή την εγρήγορσή σου και την επίγνωσή σου. Αυτή ακριβώς είναι και η δική μου διδασκαλία. Τώρα μπορείς να φύγεις ή αν θέλεις, μπορείς να μείνεις μερικές μέρες ακόμη μαζί μου, να με παρατηρείς.
Αν και καθόμουν μαζί με τους άντρες εκεί που χόρευε η όμορφη γυναίκα, είχα επίγνωση του γυμνού σπαθιού πάνω από το κεφάλι μου. Είναι αόρατο. Το όνομά του είναι θάνατος. Εγώ δεν κοίταζα την όμορφη γυναίκα. Όπως εσύ βρισκόσουν μέσα σε ένα πολυτελές δωμάτιο, αλλά δεν μπόρεσες να ευχαριστηθείς την πολυτέλεια του δωματίου, έτσι κι εγώ καθόμουν μαζί με τους άντρες, αλλά δεν έπινα κρασί. Εγώ είχα απλώς επίγνωση του θανάτου, ο οποίος μπορεί να έρθει οποιαδήποτε στιγμή. Έχω συνεχώς επίγνωση του θανάτου. Ζω μέσα στο παλάτι κι όμως είμαι ερημίτης. Ο δάσκαλός σου με γνωρίζει και με καταλαβαίνει. Γι’ αυτό και σ’ έστειλε εδώ. Αν μείνεις εδώ για μερικές μέρες, θα μπορέσεις να το παρατηρήσεις και μόνος σου”.
Θέλεις να μάθεις πώς θα ξυπνήσεις, πώς θα αποκτήσεις περισσότερη επίγνωση; Με το να έχεις επίγνωση του πόσο επισφαλής, πόσο πρόσκαιρη και πόσο επικίνδυνη είναι η ζωή. Ο θάνατος μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή. Την επόμενη στιγμή μπορεί να χτυπήσει την πόρτα σου. Μπορείς να συνεχίσεις να ζεις κοιμισμένος και να μην έχεις επίγνωση, θεωρώντας ότι εσύ πρόκειται να ζήσεις για πάντα.
Ο νεαρός είπε: “Αν δεν μπορείς να με διδάξεις εσύ, πώς μπορεί να με διδάξει αυτός ο άνθρωπος, ο Τζανάκ; Εσύ είσαι σπουδαίος σοφός, εκείνος είναι απλώς βασιλιάς. Τι γνωρίζει εκείνος από διαλογισμό και από επίγνωση;”
Ο σοφός είπε: “Εσύ ακολούθησε απλώς τις οδηγίες μου. Πήγαινε εκεί και υποκλίσου με βαθύ σεβασμό. Μην είσαι εγωιστής. Μη σκέφτεσαι ότι εσύ είσαι σαννυάσιν, ότι είσαι πνευματικός άνθρωπος κι ότι εκείνος είναι άνθρωπος που ασχολείται με τα εγκόσμια. Ξέχνα τα όλα αυτά. Σε στέλνω σ’ εκείνον για να μάθεις κάτι. Αυτό τον καιρό λοιπόν, εκείνος είναι ο δάσκαλό σου. Για την ώρα, δεν μπορείς να καταλάβεις. Για να καταλάβεις, χρειάζεσαι ένα διαφορετικό πλαίσιο και το παλάτι θα σου δώσει το σωστό πλαίσιο. Εσύ απλώς πήγαινε εκεί και υποκλίσου με σεβασμό. Αυτές τις λίγες μέρες, εκείνος θα με αντιπροσωπεύει”.
Ο νεαρός πήγε απρόθυμα. Ο ίδιος ήταν βραχμάνος, από την ανώτερη κάστα. Κι αυτός ο Τζανάκ τι ήταν; Ήταν πλούσιος, είχε ένα μεγάλο βασίλειο, μα τι μπορούσε να διδάξει σε ένα βραχμάνο; Οι βραχμάνοι πάντοτε θεωρούν ότι μόνο εκείνοι μπορούν να διδάσκουν τους ανθρώπους. Και ο Τζανάκ δεν ήταν βραχμάνος, ήταν κσατρίγια, από την κάστα των πολεμιστών.
Θεωρούνται δεύτεροι. Η βραχμάνοι είναι η ανώτατη τάξη και οι πολεμιστές είναι η δεύτερη τάξη. Να πάει και να υποκλιθεί με σεβασμό σ’ αυτόν τον άνθρωπο; Αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ! Το να υποκλιθεί ένας βραχμάνος σε έναν πολεμιστή είναι κάτι που δεν μπορεί να το συλλάβει ο ινδικός νους.
Αφού όμως το είχε πει ο δάσκαλος, έπρεπε να το κάνει.
Ο νεαρός απρόθυμα πήγε και απρόθυμα υποκλίθηκε. Κι όταν υποκλινόταν, ήταν πολύ θυμωμένος με το δάσκαλό του, επειδή το να χρειαστεί να υποκλιθεί στον Τζανάκ, του φαινόταν πολύ άσχημο.
Στο παλάτι, μια όμορφη γυναίκα χόρευε κι οι άντρες έπιναν κρασί και την έβλεπαν. Ο Τζανάκ καθόταν μαζί τους. Ο νεαρός το κατέκρινε μέσα του όλο αυτό, έπρεπε όμως να υποκλιθεί.
Ο Τζανάκ γέλασε και είπε: “Δεν χρειάζεται να υποκλίνεσαι μπροστά μου, αν κουβαλάς τόση επίκριση μέσα σου. Και μην είσαι τόσο προκατειλημμένος πριν με ζήσεις. Ο δάσκαλός σου με γνωρίζει καλά, γι’ αυτό σ’ έστειλε εδώ. Σε έχει στείλει για να μάθεις κάτι, μ’ αυτή την επίκριση όμως μέσα σου, δεν είναι δυνατόν να μάθεις”.
Ο νεαρός είπε: “Δεν με νοιάζει. Εκείνος με έστειλε, εγώ ήρθα, το πρωί όμως θα φύγω, θα γυρίσω πίσω, γιατί δεν βλέπω τι μπορώ να μάθω εδώ. Για την ακρίβεια, αν μάθω κάτι από σένα, θα χαραμίσω όλη μου τη ζωή! Εγώ δεν ήρθα εδώ για να μάθω να πίνω κρασί και να βλέπω μια όμορφη γυναίκα να χορεύει και όλους αυτούς τους ανθρώπους να έχουν παραδοθεί στις απολαύσεις!”
Ο Τζανάκ συνέχισε να χαμογελάει και είπε: “Μπορείς να φύγεις το πρωί. Μια που ήρθες όμως και είσαι τόσο κουρασμένος, ξεκουράσου τουλάχιστον απόψε και το πρωί μπορείς να φύγεις. Και ποιος ξέρει; Απόψε είναι πιθανό να μάθεις αυτό για το οποίο σε έστειλε σ’ εμένα ο δάσκαλός σου”.
Τώρα αυτό ήταν μυστήριο. Πώς μπορούσε μέσα στη νύχτα να τον διδάξει κάτι; Αφού όμως ήταν αναγκασμένος να περάσει τη νύχτα στο παλάτι, ας μην το έκανε θέμα. Έμεινε.
Ο βασιλιάς κανόνισε να πάρει το πιο όμορφο δωμάτιο του παλατιού, το πιο πολυτελές. Ο βασιλιάς ήταν δίπλα στο νεαρό, φροντίζοντας για το φαγητό του και για τον ύπνο του κι όταν ήρθε η ώρα να πάει για ύπνο, ο Τζανάκ αποχώρησε.
Ο νεαρός όμως όλη τη νύχτα δεν μπορούσε να κοιμηθεί, επειδή κοιτάζοντας προς το ταβάνι, είχε δει ένα γυμνό σπαθί να κρέμεται από μια πολύ λεπτή κλωστή πάνω από το κεφάλι του. Τώρα αυτό ήταν τόσο επικίνδυνο, που οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να πέσει το σπαθί και να τον σκοτώσει. Έμεινε λοιπόν όλη τη νύχτα ξύπνιος, ώστε να αποφύγει την καταστροφή αν συνέβαινε.
Το πρωί, ο βασιλιάς ρώτησε: “Ήταν άνετο το κρεβάτι; Ήταν άνετο το δωμάτιο;”
Ο νεαρός είπε: “Μόνο άνετο; Τα πάντα ήταν άνετα, όμως εκείνο το σπαθί τι γύρευε εκεί πάνω; Γιατί έπαιξες τέτοιο παιχνίδι σε βάρος μου; Ήμουν πολύ κουρασμένος μετά από τόσο μεγάλο ταξίδι κι εσύ έπαιξες σε βάρος μου ένα τόσο σκληρό παιχνίδι. Γιατί κρέμασες ένα γυμνό σπαθί από μια τόσο λεπτή κλωστή, ώστε να φοβάμαι ότι με την παραμικρή κίνηση του ανέμου, θα τελείωνα; Εγώ δεν ήρθα εδώ για να αυτοκτονήσω”.
Ο βασιλιάς είπε: “Θέλω να σε ρωτήσω ένα πράγμα. Ήσουν τόσο κουρασμένος, μπορούσες να κοιμηθείς πολύ εύκολα, δεν μπόρεσες όμως να κοιμηθείς. Τι συνέβη; Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος, ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Γι’ αυτό κι έμεινες ξυπνητός και δεν έχασες στιγμή την εγρήγορσή σου και την επίγνωσή σου. Αυτή ακριβώς είναι και η δική μου διδασκαλία. Τώρα μπορείς να φύγεις ή αν θέλεις, μπορείς να μείνεις μερικές μέρες ακόμη μαζί μου, να με παρατηρείς.
Αν και καθόμουν μαζί με τους άντρες εκεί που χόρευε η όμορφη γυναίκα, είχα επίγνωση του γυμνού σπαθιού πάνω από το κεφάλι μου. Είναι αόρατο. Το όνομά του είναι θάνατος. Εγώ δεν κοίταζα την όμορφη γυναίκα. Όπως εσύ βρισκόσουν μέσα σε ένα πολυτελές δωμάτιο, αλλά δεν μπόρεσες να ευχαριστηθείς την πολυτέλεια του δωματίου, έτσι κι εγώ καθόμουν μαζί με τους άντρες, αλλά δεν έπινα κρασί. Εγώ είχα απλώς επίγνωση του θανάτου, ο οποίος μπορεί να έρθει οποιαδήποτε στιγμή. Έχω συνεχώς επίγνωση του θανάτου. Ζω μέσα στο παλάτι κι όμως είμαι ερημίτης. Ο δάσκαλός σου με γνωρίζει και με καταλαβαίνει. Γι’ αυτό και σ’ έστειλε εδώ. Αν μείνεις εδώ για μερικές μέρες, θα μπορέσεις να το παρατηρήσεις και μόνος σου”.
Θέλεις να μάθεις πώς θα ξυπνήσεις, πώς θα αποκτήσεις περισσότερη επίγνωση; Με το να έχεις επίγνωση του πόσο επισφαλής, πόσο πρόσκαιρη και πόσο επικίνδυνη είναι η ζωή. Ο θάνατος μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή. Την επόμενη στιγμή μπορεί να χτυπήσει την πόρτα σου. Μπορείς να συνεχίσεις να ζεις κοιμισμένος και να μην έχεις επίγνωση, θεωρώντας ότι εσύ πρόκειται να ζήσεις για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου