Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας (369-421)

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


— ὅ τοι κατόπτης, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, στρατοῦ
370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν, ὦ φίλαι, νέαν φέρει,
σπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν.
— καὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκος
ἐς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖν·
σπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα.

375 ΑΓ. λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων,
ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλον.
Τυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσιν
βρέμει, πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶν
ὁ μάντις· οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά.
380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος
μεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷ·
θείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόν,
σαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ.
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους
385 σείει, κράνους χαίτωμ᾽, ὑπ᾽ ἀσπίδος δὲ τῷ
χαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβον·
ἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδε,
φλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένον·
λαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει,
390 πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει.
τοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖς
βοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις, μάχης ἐρῶν,
ἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένει,
ὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει κλύων.
395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε; τίς Προίτου πυλῶν
κλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος;
ΕΤ. κόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ ἐγώ,
οὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα·
λόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός.
400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδος
ἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν—
τάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινί.
εἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοι,
τῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε
405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμον,
καὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεται.
ἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκον
τόνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτων,
μάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον
410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας λόγους.
αἰσχρῶν γὰρ ἀργός, μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖ.
σπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν, ὧν Ἄρης ἐφείσατο,
ῥίζωμ᾽ ἀνεῖται, κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριος,
Μελάνιππος· ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ·
415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεται
εἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ.

ΧΟ. τὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖν [στρ. α]
θεοὶ δοῖεν, ὡς δικαίως πόλεως
πρόμαχος ὄρνυται· τρέμω δ᾽ αἱματη-
420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλων
ὀλομένων ἰδέσθαι.

***

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
Νά του στρατού ο κατάσκοπος, αν δε γελιούμαι,
370 κάποια καινούργιαν είδηση, φίλες, μας φέρνει
με βία τ᾽ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του.
Μα νά κι ο ίδιος ο βασιλιάς ο γιος του Οιδίπου
φτάνει να μάθει σε καιρό τα νέα μαντάτα
κι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μας
και για ποιά πύλη τράβηξε καθένας κλήρο.
Πρώτα στου Προίτου εμπρός τις πύλες απ᾽ τα τώρα
380 βροντάει ο Τυδέας· μα ο μάντης του Ισμηνού το ρέμα
δεν τον αφήνει να περάσει, γιατί δείχνουν
όχι καλά οι θυσίες· μ᾽ απ᾽ τη λύσσα εκείνος
και του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένος,
σαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμα
και λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδη,
πως μπρος στη μάχη και στο θάνατο ζαρώνει
από αναντρία· και τέτοια κράζοντας τινάζει
τρεις δασές χήτες που του κρέμουνται απ᾽ το κράνος,
και κάτω απ᾽ την ασπίδα χάλκινα κουδούνια
τρομάρα ηχολογούν· κι έχει σ᾽ αυτήν απάνω
τέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένα:
τον ουρανό που αστράφτει απ᾽ άστρα και στη μέση
βασίλισσα των άστρων σ᾽ όλη της τη δόξα
390 λάμπ᾽ η Σελήνη ολόγιομη, της νύχτας μάτι.
Με τέτοια ξώφρεν᾽ άρματα σα ξεπαρμένος
χουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψώντας μάχη,
σαν τ᾽ άτι που τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμια
και φρουμανίζει ώσπου τη σάλπιγγα ν᾽ ακούσει.
Ποιό θενά στείλεις μπρος σ᾽ αυτόν; ποιός, σα θ᾽ ανοίξουν
του Προίτου οι πύλες, άξιος να τις διαφεντέψει;


ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δεν είμ᾽ εγώ που οι αρματωσιές να με τρομάζουν,
ουδέ ξέρω πληγές ν᾽ ανοίγουν τα σημάδια
και δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια ή φούντες.
400 Μα όσο γι᾽ αυτή τη Νύχτα, που ᾽ναι, λες, απάνω
στην ασπίδα κι αστράφτει με τ᾽ ουράνια τ᾽ άστρα,
ίσως με νόημα μάντης να γενεί για κάποιον.
Γιατ᾽ αν η νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσει
αυτού, που το περήφανο κρατάσει σημάδι,
μ᾽ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσει
κι ο ίδιος την ίδια του πομπή θα ᾽χει μαντέψει.
Μα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσω
γιο του Αστακού, να διαφεντεύει αυτή την πύλη·
από πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο
410 της ντροπής κι αποστρέφεται τις κομποφάνειες,
αργός στα αισχρά, δειλός δε συνηθίζει να ᾽ναι
κι η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένος
π᾽ άφησε ο Άρης ζωντανούς· ντόπιο βλαστάρι
με τα όλα του, ο Μελάνιππος· το τέλος βέβαια
ο Άρης θα κρίνει με τα ζάρια του, αυτόν όμως
το δίκιο της συγγένειας παρά καθ᾽ άλλον
στέλνει, για ν᾽ αποδιώξει το εχθρικό κοντάρι
μακριά απ᾽ τη μάνα γη, που τον γεννούσε.

ΧΟΡΟΣ
Είθε να δώσουν οι θεοί
στο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκη,
που μ᾽ όλα του τα δίκια ξεκινά
για την πατρίδα του να πολεμήσει·
420 μα τρέμω, μη μου γράφεται να ιδώ
το θάνατο δικούς μας να θερίζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου