Ο Βούδας είχε περάσει πολλές φορές από ένα συγκεκριμένο χωριό, μέσα στα σαράντα χρόνια που ταξίδευε. Ένας άνθρωπος συνήθιζε να έρχεται, να κάθεται για λίγα λεπτά και να σηκώνεται και να φεύγει. Κι αυτό είχε γίνει συνήθεια. Ποτέ δεν είχε ακούσει τον Βούδα σε μια ολόκληρη ομιλία του.
Ερχόταν, αυτό ήταν σίγουρο και όποτε έφτανε ο Βούδας στο χωριό, περίμενε εκείνον τον άνθρωπο. Εκείνος ερχόταν, αυτό ήταν σίγουρο. Καθόταν για λίγα λεπτά να ακούσει κι ύστερα υποκλινόταν με σεβασμό στον Βούδα κι έφευγε.
Κάποτε ο Ανάντα ρώτησε εκείνον τον άνθρωπο: “Γιατί το κάνεις αυτό;”
Ο άνθρωπος είπε: “Μερικές φορές είναι ώρα αιχμής για τη δουλειά μου, πρέπει όμως να έρθω για να υποβάλω τα σέβη μου και γι’ αυτό έρχομαι. Το μαγαζί μου είναι ανοιχτό και οι πελάτες δεν μπορούν να περιμένουν. Η φώτιση όμως μπορεί να περιμένει. Την επόμενη φορά, θα τον ακούσω”.
Αυτό συνέβαινε ξανά και ξανά.
Την ημέρα που πέθανε ο Βούδας, βρισκόταν κοντά στο χωριό και πριν το θάνατό του, είπε στον Ανάντα: “Εκείνος ο άνθρωπος δεν έχει έρθει. Ποτέ δεν έλειψε. Πάντοτε ερχόταν. Τώρα δεν έχει έρθει”.
Ύστερα ο Βούδας ρώτησε τους μαθητές του: “Έχετε τίποτα να ρωτήσετε; Σύντομα θα μπω στο τελικό σαμάντι, στην τελική έκσταση και δεν θα είμαι σε θέση να επιστρέψω για να σας απαντήσω”·
Εκείνοι άρχισαν να κλαίνε και να θρηνούν, μα δεν υπήρχε καμία ερώτηση. Ο Ανάντα είπε: “Έχουμε ρωτήσει τα πάντα και μας έχεις απαντήσει στα πάντα. Δεν υπάρχει τίποτα. Ο νους μας είναι κενός. Το μόνο που σκεφτόμαστε είναι ότι πρόκειται να εξαφανιστείς”.
Ο Βούδας ρώτησε τρεις φορές. Δεν υπήρχε καμία ερώτηση.
Πήγε λοιπόν πίσω από το δέντρο κι έκλεισε τα μάτια του για να διαλυθεί μέσα στο απέραντο, για να αφήσει το σώμα. Τότε ξαφνικά ήρθε ο άνθρωπος. Άρχισε να τσακώνεται με τους μοναχούς και είπε: “Πρέπει να τον δω. Αυτή είναι η τελευταία φορά. Δεν θα μπορέσω να τον ξαναδώ άλλη φορά. Επί σαράντα χρόνια έχανα κι εγώ να κάνω μια ερώτηση. Ποτέ δεν μπόρεσα να ρωτήσω, γιατί άλλοτε είχαμε γάμο στην οικογένεια, άλλοτε ήταν άρρωστη η γυναίκα μου, άλλοτε είχαμε φιλοξενούμενους. Πάντοτε έχανα, τώρα όμως μην με εμποδίζετε”.
Ο Βούδας βγήκε από την έκστασή του, από το τελικό του σαμάντι. Ήρθε μπροστά στο δέντρο και είπε: “Μην εμποδίζετε αυτόν τον άνθρωπο. Μπορεί να είναι ανόητος, μπορεί να έχει χάσει εξαιτίας της άγνοιάς του, εγώ όμως δεν μπορώ να είμαι σκληρός μαζί του. Είμαι ακόμα ζωντανός, αφήστε τον λοιπόν να έρθει”.
Ο άνθρωπος στάθηκε μπροστά στον Βούδα και ο Βούδας τον ρώτησε: “Τι έχεις έρθει να ρωτήσεις;”
Ο άνθρωπος είπε: “Όταν ήρθα, ήξερα. Τώρα όμως δεν μπορώ να θυμηθώ. Την επόμενη φορά που θα σε δω, θα σου φέρω την ερώτηση”.
Και δεν επρόκειτο να υπάρξει άλλη φορά! Ο Βούδας πέθανε εκείνη τη μέρα και εκείνος ο άνθρωπος αναζητούσε κάπου σ’ αυτή ή σε μια άλλη γη έναν άνθρωπο που να μπορούσε να απαντήσει την ερώτησή του.
Εκείνος ο άνθρωπος έχανε τον Βούδα συνεχώς επί σαράντα χρόνια.
Ερχόταν, αυτό ήταν σίγουρο και όποτε έφτανε ο Βούδας στο χωριό, περίμενε εκείνον τον άνθρωπο. Εκείνος ερχόταν, αυτό ήταν σίγουρο. Καθόταν για λίγα λεπτά να ακούσει κι ύστερα υποκλινόταν με σεβασμό στον Βούδα κι έφευγε.
Κάποτε ο Ανάντα ρώτησε εκείνον τον άνθρωπο: “Γιατί το κάνεις αυτό;”
Ο άνθρωπος είπε: “Μερικές φορές είναι ώρα αιχμής για τη δουλειά μου, πρέπει όμως να έρθω για να υποβάλω τα σέβη μου και γι’ αυτό έρχομαι. Το μαγαζί μου είναι ανοιχτό και οι πελάτες δεν μπορούν να περιμένουν. Η φώτιση όμως μπορεί να περιμένει. Την επόμενη φορά, θα τον ακούσω”.
Αυτό συνέβαινε ξανά και ξανά.
Την ημέρα που πέθανε ο Βούδας, βρισκόταν κοντά στο χωριό και πριν το θάνατό του, είπε στον Ανάντα: “Εκείνος ο άνθρωπος δεν έχει έρθει. Ποτέ δεν έλειψε. Πάντοτε ερχόταν. Τώρα δεν έχει έρθει”.
Ύστερα ο Βούδας ρώτησε τους μαθητές του: “Έχετε τίποτα να ρωτήσετε; Σύντομα θα μπω στο τελικό σαμάντι, στην τελική έκσταση και δεν θα είμαι σε θέση να επιστρέψω για να σας απαντήσω”·
Εκείνοι άρχισαν να κλαίνε και να θρηνούν, μα δεν υπήρχε καμία ερώτηση. Ο Ανάντα είπε: “Έχουμε ρωτήσει τα πάντα και μας έχεις απαντήσει στα πάντα. Δεν υπάρχει τίποτα. Ο νους μας είναι κενός. Το μόνο που σκεφτόμαστε είναι ότι πρόκειται να εξαφανιστείς”.
Ο Βούδας ρώτησε τρεις φορές. Δεν υπήρχε καμία ερώτηση.
Πήγε λοιπόν πίσω από το δέντρο κι έκλεισε τα μάτια του για να διαλυθεί μέσα στο απέραντο, για να αφήσει το σώμα. Τότε ξαφνικά ήρθε ο άνθρωπος. Άρχισε να τσακώνεται με τους μοναχούς και είπε: “Πρέπει να τον δω. Αυτή είναι η τελευταία φορά. Δεν θα μπορέσω να τον ξαναδώ άλλη φορά. Επί σαράντα χρόνια έχανα κι εγώ να κάνω μια ερώτηση. Ποτέ δεν μπόρεσα να ρωτήσω, γιατί άλλοτε είχαμε γάμο στην οικογένεια, άλλοτε ήταν άρρωστη η γυναίκα μου, άλλοτε είχαμε φιλοξενούμενους. Πάντοτε έχανα, τώρα όμως μην με εμποδίζετε”.
Ο Βούδας βγήκε από την έκστασή του, από το τελικό του σαμάντι. Ήρθε μπροστά στο δέντρο και είπε: “Μην εμποδίζετε αυτόν τον άνθρωπο. Μπορεί να είναι ανόητος, μπορεί να έχει χάσει εξαιτίας της άγνοιάς του, εγώ όμως δεν μπορώ να είμαι σκληρός μαζί του. Είμαι ακόμα ζωντανός, αφήστε τον λοιπόν να έρθει”.
Ο άνθρωπος στάθηκε μπροστά στον Βούδα και ο Βούδας τον ρώτησε: “Τι έχεις έρθει να ρωτήσεις;”
Ο άνθρωπος είπε: “Όταν ήρθα, ήξερα. Τώρα όμως δεν μπορώ να θυμηθώ. Την επόμενη φορά που θα σε δω, θα σου φέρω την ερώτηση”.
Και δεν επρόκειτο να υπάρξει άλλη φορά! Ο Βούδας πέθανε εκείνη τη μέρα και εκείνος ο άνθρωπος αναζητούσε κάπου σ’ αυτή ή σε μια άλλη γη έναν άνθρωπο που να μπορούσε να απαντήσει την ερώτησή του.
Εκείνος ο άνθρωπος έχανε τον Βούδα συνεχώς επί σαράντα χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου