Η Συνωμοσία του Κινάδωνα ήταν ένα αποτυχημένο πραξικόπημα που έλαβε χώρα στην Αρχαία Σπάρτη κατά τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του Αγησιλάου Β' (α’ μισό του 4ου αιώνα π.Χ.) το 399 π.Χ.. Η απόπειρα αυτή στοχοποιούσε την αυξανόμενη δύναμη των εφόρων αλλά και τον αυστηρά ολιγαρχικό χαρακτήρα του σπαρτιατικού πολιτεύματος κατά την περίοδο αυτή.
Τα Γεγονότα
Υποψίες για στάση κίνησε πρώτος ένας ερμηνευτής χρησμών, ο οποίος υπηρετούσε το βασιλιά Αγησίλαο κατά τη διάρκεια μιας θυσίας. Όπως αποκάλυψε, ένας μεγάλος κίνδυνος επρόκειτο να χτυπήσει πολύ σύντομα την πόλη.
Πέντε ημέρες μετά, παρουσιάστηκε ενώπιον των εφόρων ένας άνδρας που τους διηγήθηκε το παρακάτω περιστατικό: μια ημέρα ο Κινάδων τον οδήγησε στην Αγορά και του ζήτησε να μετρήσει τους Σπαρτιάτες που ήταν παρόντες. Ανάμεσα στο πλήθος που τους περιέβαλε, ο άνδρας μέτρησε έναν από τους βασιλείς, τους εφόρους, κάποια μέλη της Γερουσίας και άλλους άνδρες από την τάξη των «Ομοίων», κάπου σαράντα άτομα.
Τότε ο Κινάδων του ενέσπειρε την ιδέα να θεωρήσει τους άνδρες αυτούς εχθρούς του και τους υπόλοιπους τέσσερις χιλιάδες άνδρες που εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν πλάι τους, συμμάχους του. Κατόπιν επεσήμανε πως ανάλογη εικόνα μπορούσε κανείς να δει σε όλη τη χώρα. Ο Κινάδων επίσης του αποκάλυψε πως οι επικεφαλής της συνωμοσίας ήταν λίγοι, αλλά πολύ αξιόπιστοι, ενώ στο σκοπό τους θα ενώνονταν όλοι οι είλωτες, οι νεοδαμώδεις (πρώην είλωτες με πολιτικά δικαιώματα), και οι υπομείονες (ελεύθεροι που για διάφορες αιτίες είχαν χάσει τα πολιτικά τους δικαιώματα), οι οποίοι, όταν κάποιος ανέφερε μπροστά τους τούς Σπαρτιάτες, αδυνατούσαν να κρύψουν το μίσος τους.
Οι έφοροι τότε ρώτησαν τον άνδρα αν οι συνωμότες ήταν καλά οπλισμένοι. Εκείνος απάντησε πως διέθεταν διάφορα μαχαίρια, σπαθιά, τσεκούρια από την αγορά, καθώς και τα εργαλεία της καθημερινής τους εργασίας. Τέλος ανέφερε πως ο Κινάδων τον είχε συμβουλέψει να μην κυκλοφορεί πολύ καθώς ο καιρός που θα εκδηλωνόταν το κίνημα πλησίαζε.
Οι έφοροι, επειδή δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν την έκταση του σχεδίου και ποια άτομα εμπλέκονταν, δεν κάλεσαν συνέλευση αλλά σε σύσκεψη με τους γέροντες αποφάσισαν να τον συλλάβουν αιφνίδια με απάτη εκτός πόλης. Στον Κινάδωνα είχαν αναθέσει στο παρελθόν διάφορες μυστικές αποστολές, κι έτσι, με αφορμή κάποια δήθεν καινούρια, τον έστειλαν στον Αυλώνα της Μεσσηνίας, παρά τα σύνορα με την Ηλεία.
Ωστόσο ορισμένοι από τους άνδρες που τον συνόδευσαν και οι οποίοι επιλέχτηκαν με προσοχή, είχαν οδηγίες να συλλάβουν το νεαρό άνδρα με την κατηγορία της συνωμοσίας. Πράγματι και ενώ ο Κινάδων μετέβαινε αμέριμνος κάποια στιγμή συνελήφθη από τους συνοδούς του όπου υποβαλλόμενος σε βασανιστήρια αποκάλυψε τους συνενόχους του. Η Σπάρτη ειδοποιήθηκε σχετικά κι έτσι συνελήφθησαν κι άλλοι
Στις περαιτέρω ανακρίσεις ο Κινάδων ομολόγησε πως αυτό που τον ώθησε στη δράση ήταν η επιθυμία να «μην νιώθει κατώτερος από κανέναν άνδρα στη Λακεδαίμονα».
Ο Κινάδων και οι συνένοχοί του, αλυσοδεμένοι και φέροντας στον τράχηλο σιδερένιο κλοιό αφού σύρθηκαν προηγουμένως στους δρόμους της πόλης, μαστιγούμενοι, και βασανιζόμενοι ποικιλότροπα τους επιβλήθηκε θανατική καταδίκη.
Τα Γεγονότα
Υποψίες για στάση κίνησε πρώτος ένας ερμηνευτής χρησμών, ο οποίος υπηρετούσε το βασιλιά Αγησίλαο κατά τη διάρκεια μιας θυσίας. Όπως αποκάλυψε, ένας μεγάλος κίνδυνος επρόκειτο να χτυπήσει πολύ σύντομα την πόλη.
Πέντε ημέρες μετά, παρουσιάστηκε ενώπιον των εφόρων ένας άνδρας που τους διηγήθηκε το παρακάτω περιστατικό: μια ημέρα ο Κινάδων τον οδήγησε στην Αγορά και του ζήτησε να μετρήσει τους Σπαρτιάτες που ήταν παρόντες. Ανάμεσα στο πλήθος που τους περιέβαλε, ο άνδρας μέτρησε έναν από τους βασιλείς, τους εφόρους, κάποια μέλη της Γερουσίας και άλλους άνδρες από την τάξη των «Ομοίων», κάπου σαράντα άτομα.
Τότε ο Κινάδων του ενέσπειρε την ιδέα να θεωρήσει τους άνδρες αυτούς εχθρούς του και τους υπόλοιπους τέσσερις χιλιάδες άνδρες που εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν πλάι τους, συμμάχους του. Κατόπιν επεσήμανε πως ανάλογη εικόνα μπορούσε κανείς να δει σε όλη τη χώρα. Ο Κινάδων επίσης του αποκάλυψε πως οι επικεφαλής της συνωμοσίας ήταν λίγοι, αλλά πολύ αξιόπιστοι, ενώ στο σκοπό τους θα ενώνονταν όλοι οι είλωτες, οι νεοδαμώδεις (πρώην είλωτες με πολιτικά δικαιώματα), και οι υπομείονες (ελεύθεροι που για διάφορες αιτίες είχαν χάσει τα πολιτικά τους δικαιώματα), οι οποίοι, όταν κάποιος ανέφερε μπροστά τους τούς Σπαρτιάτες, αδυνατούσαν να κρύψουν το μίσος τους.
Οι έφοροι τότε ρώτησαν τον άνδρα αν οι συνωμότες ήταν καλά οπλισμένοι. Εκείνος απάντησε πως διέθεταν διάφορα μαχαίρια, σπαθιά, τσεκούρια από την αγορά, καθώς και τα εργαλεία της καθημερινής τους εργασίας. Τέλος ανέφερε πως ο Κινάδων τον είχε συμβουλέψει να μην κυκλοφορεί πολύ καθώς ο καιρός που θα εκδηλωνόταν το κίνημα πλησίαζε.
Οι έφοροι, επειδή δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν την έκταση του σχεδίου και ποια άτομα εμπλέκονταν, δεν κάλεσαν συνέλευση αλλά σε σύσκεψη με τους γέροντες αποφάσισαν να τον συλλάβουν αιφνίδια με απάτη εκτός πόλης. Στον Κινάδωνα είχαν αναθέσει στο παρελθόν διάφορες μυστικές αποστολές, κι έτσι, με αφορμή κάποια δήθεν καινούρια, τον έστειλαν στον Αυλώνα της Μεσσηνίας, παρά τα σύνορα με την Ηλεία.
Ωστόσο ορισμένοι από τους άνδρες που τον συνόδευσαν και οι οποίοι επιλέχτηκαν με προσοχή, είχαν οδηγίες να συλλάβουν το νεαρό άνδρα με την κατηγορία της συνωμοσίας. Πράγματι και ενώ ο Κινάδων μετέβαινε αμέριμνος κάποια στιγμή συνελήφθη από τους συνοδούς του όπου υποβαλλόμενος σε βασανιστήρια αποκάλυψε τους συνενόχους του. Η Σπάρτη ειδοποιήθηκε σχετικά κι έτσι συνελήφθησαν κι άλλοι
Στις περαιτέρω ανακρίσεις ο Κινάδων ομολόγησε πως αυτό που τον ώθησε στη δράση ήταν η επιθυμία να «μην νιώθει κατώτερος από κανέναν άνδρα στη Λακεδαίμονα».
Ο Κινάδων και οι συνένοχοί του, αλυσοδεμένοι και φέροντας στον τράχηλο σιδερένιο κλοιό αφού σύρθηκαν προηγουμένως στους δρόμους της πόλης, μαστιγούμενοι, και βασανιζόμενοι ποικιλότροπα τους επιβλήθηκε θανατική καταδίκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου