Με τον όρο «παιχνίδι στην κοινότητα» εννοούµε το παιχνίδι στη γειτονιά. Η βιβλιογραφική έρευνα έχει δείξει τα πολλαπλά του οφέλη, καθώς σχετίζεται µε τη δηµιουργία ταυτότητας στα παιδιά και την ανάπτυξη ή και την ενδυνάµωση των σχέσεων τόσο των παιδιών όσο και των ενηλίκων.
Ήδη από τη δεκαετία του 1960 είχε επισηµανθεί ότι η γειτονιά παρέχει σηµαντικές ευκαιρίες στα παιδιά για να γνωρίσουν και να εξερευνήσουν το περιβάλλον τους, χωρίς την καθοδήγηση των ενηλίκων τους.
Η γειτονιά είναι ο «ενδιάµεσος χώρος», το µεταβατικό στάδιο ανάµεσα στην παιδική-εφηβική ηλικία και την ενήλικη ζωή.
∆ίνει στα παιδιά την αίσθηση της κοινότητας και βοηθάει παράλληλα τους ενήλικες να δηµιουργήσουν ένα δίκτυο βοήθειας και αλληλοϋποστήριξης, καθώς έχουν την ευκαιρία να διευρύνουν τον κοινωνικό τους κύκλο και να ανταλλάξουν πληροφορίες για το µεγάλωµα των παιδιών τους, ή και να µοιραστούν πιο προσωπικά τους θέµατα.
Ερευνητές από την Ελβετία έχουν αποδείξει ότι υπάρχει άµεση συσχέτιση ανάµεσα στο παιχνίδι στη γειτονιά και στην δηµιουργία σταθερών υποστηρικτικών κοινωνικών δικτύων. Τα παιδιά αναπτύσσουν φιλίες και µαθαίνουν κοινωνικούς κανόνες. Πολλές φορές, δε, προλαµβάνονται διαταραχές συµπεριφοράς – σε έρευνα µε δείγµα 5.000 παιδιά ηλικίας 4 και 5 ετών, αποδείχτηκε ότι συµπεριφορές όπως οι καβγάδες, ο εκφοβισµός, τα ψέµατα και οι κρίσεις έντονου θυµού, σχετίζονται µε την έλλειψη της αίσθησης του ανήκειν κάπου (Edwars and Bromfiels, 2009). Το παιχνίδι στη γειτονιά δίνει στα παιδιά µια πιο θετική εικόνα για την κοινότητα στην οποία ζουν και τα κάνει να νιώθουν ευπρόσδεκτα και ασφαλή (Beunderman, 2010). Είναι σηµαντικό για τη βελτίωση της ψυχικής υγείας των παιδιών (Bird 2007).
Γειτονιά είναι ο φυσικός χώρος;
Γειτονιά, κάποιοι θεωρούν τον φυσικό χώρο, κάποιοι άλλοι τους ανθρώπους και κάποιοι άλλοι και τα δύο. Η Valentine (2004) θεωρεί πως η έννοια της γειτονιάς δεν πρέπει να θεωρείται σταθερή και καθορισµένη, αλλά δοµηµένη σε ένα κοινό νόηµα και όχι στον φυσικό χώρο. Αυτό σηµαίνει ότι για δύο παιδιά που µένουν στην ίδια πολυκατοικία, η γειτονιά για το ένα µπορεί να είναι πιο «µεγάλη» και για το άλλο πιο «µικρή». Ενδιαφέρουσα είναι µια έρευνα (De Visscher et al 2008) που δείχνει ότι τα παιδιά προτιµούν να παίζουν σε συγκεκριµένα σηµεία, όχι λόγω του χώρου που προσφέρουν αλλά κυρίως λόγω κοινωνικών στοιχείων, δηλαδή λόγω των ανθρώπων που συναντούν εκεί, των φίλων τους. Γειτονιά, λοιπόν, είναι εκεί που νιώθω καλά µε τους φίλους µου.
Παιχνίδι και σχέσεις στη γειτονιά
Ο περιορισµός της χρήσης των δρόµων και των ελεύθερων χώρων έχει οδηγήσει σε φτωχές ή ανύπαρκτες κοινωνικές σχέσεις (Living streets report, 2009). Ένας βασικός λόγος είναι η κατακόρυφη αύξηση της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων στους δρόµους. Όσο πιο πολυσύχναστος είναι ένας δρόµος τόσο λιγότερες είναι οι κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων (Hart and Parkhurst, 2011). Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι τα παιδιά που περπατάνε για να πάνε σχολείο (σε αντίθεση µε όσα πηγαίνουν µε τους γονείς τους µε το αυτοκίνητο) φαίνεται να έχουν πιο ενεργητική θέση στη γειτονιά και ότι τείνουν να δηµιουργούν πιο γερές κοινωνικές σχέσεις (Living streets report, 2009), πολύ σηµαντικό καθώς έτσι διαµορφώνονται πιο ενεργοί πολίτες, που συµµετέχουν στα κοινά.
Η ασφάλεια των δηµόσιων χώρων και της παιδικής χαράς αποτελεί σηµαντικό και βάσιµο λόγο που τα παιδιά δεν παίζουν έξω από το σπίτι. Συχνά οι λίγες παιδικές χαρές που υπάρχουν είναι αφύλακτες, δεν ελέγχονται κατάλληλα, είναι κακοσυντηρηµένες και κατεστραµµένες, γεµάτες σκουπίδια, γόπες από τσιγάρα, περιττώµατα ζώων, σπασµένα γυαλιά, εκθέτοντας τα παιδιά σε κίνδυνο.
Πέρα από τους παραπάνω σοβαρούς παράγοντες, οι γονείς, επηρεασµένοι και από τα ΜΜΕ, ανησυχούν και για κινδύνους κοινωνικής φύσης: εκφοβισµός, κακές συναναστροφές, αγνώστους, που µπορεί να βλάψουν τα παιδιά. Κατά συνέπεια, καλλιεργείται στα παιδιά ο φόβος. Παρόλο που δεν γίνεται να µη λαµβάνονται υπόψη οι πάσης φύσεως κίνδυνοι, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι απαγωγές έχουν αυξηθεί, από έρευνες στο εξωτερικό τουλάχιστον. Η έλλειψη εµπιστοσύνης απέναντι στην κοινότητα και οι φοβισµένοι γονείς δίνουν στα παιδιά σαφή εντύπωση και εικόνα για τον κόσµο: ότι εκεί έξω υπάρχει κίνδυνος, ενώ ο ιδιωτικός χώρος είναι πιο ασφαλής, κάτι επίσης που δυστυχώς είναι αναληθές, καθώς µεγάλο ποσοστό των κακοποιήσεων γίνεται από γνωστούς και σε ιδιωτικούς χώρους.
Στις πόλεις παρατηρείται το φαινόµενο της αποµόνωσης, της έλλειψης εµπιστοσύνης των ενηλίκων απέναντι στους γείτονές τους, και της ελλιπούς στήριξης στον γονεϊκό ρόλο. Σε έρευνα του Irwin et al (2007) αποδείχτηκε ότι η πλειοψηφία των γονέων χαρακτηρίζει την γειτονιά που ζει επικίνδυνη και ισχυρίστηκε πως δεν έχει εµπιστοσύνη στους γείτονες να προσέχουν τα παιδιά τους. Τα παιδιά, λοιπόν, δεν κινούνται πλέον αυτόνοµα και δεν παίζουν σχεδόν ποτέ στον δρόµο της γειτονιάς τους. Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, το 80% των παιδιών µεταξύ 7 και 8 ετών στη Μεγάλη Βρετανία, περπατούσαν από και προς το σχολείο τους χωρίς επιτήρηση. Τη δεκαετία του 1990 το ποσοστό αυτό είχε ήδη πέσει στο 10%. (Hillman, Adams and Whitelegg, 1990). Επίσης η ακτίνα από το σπίτι τους όπου τα παιδιά επιτρέπεται να παίζουν χωρίς επίβλεψη έχει µειωθεί κατά 90% από το 1970 (Moss, 2012). Τα στοιχεία λοιπόν δείχνουν πως, ακόµα κι αν βελτιωθούν οι χώροι για ελεύθερο παιχνίδι, δεν θα είναι και πάλι αρκετό για να δηµιουργηθεί η αίσθηση ασφάλειας (Willets, 2008). Πρέπει να δηµιουργηθεί ή να αποκατασταθεί η εµπιστοσύνη ανάµεσα τους ανθρώπους που διαµένουν στην ίδια γειτονιά.
Λόγω των δυσκολιών που έχουν συµβάλει στη µείωση του αυθόρµητου, σε αρκετές χώρες του εξωτερικού οργανώνονται δράσεις στο δρόµο, µε τη συνεργασία των κατοίκων και της κοινότητας, και µε την άδεια της τροχαίας. Οι δράσεις αυτές φαίνεται να αναβιώνουν την αίσθηση της γειτονιάς, δίνουν την ευκαιρία στα παιδιά να παίζουν µπροστά στο σπίτι τους και ενισχύουν την εµπιστοσύνη και την αλληλοϋποστήριξη µεταξύ των γειτόνων. Τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να παίξουν, µε ασφάλεια, παιχνίδια που απαιτούν κίνηση, όπως για παράδειγµα, ποδήλατο, πατίνια, µπάλα, κουτσό, κλπ., αλλά και να κοινωνικοποιηθούν γνωρίζοντας τα παιδιά που µένουν κοντά τους. Τα παραπάνω δείχνουν µε τον πιο σαφή τρόπο ότι δράσεις ενδυνάµωσης της γειτονιάς, µε παιχνίδι και δραστηριότητες στην κοινότητα, είναι απαραίτητα για τη ανάπτυξη κοινωνικών δεσµών. Με πρωτοβουλία δράσεων τέτοιου τύπου, µπορεί να βελτιωθούν και να αναδιαµορφωθούν οι ελεύθεροι χώροι και οι παιδικές χαρές – είναι σηµαντικό, όµως, να λαµβάνονται υπόψη οι ανάγκες όλων των µελών της κοινότητας, συµπεριλαµβανοµένων και των παιδιών. Τα παιδιά νιώθουν ότι παρότι οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί συχνά ακούν τη γνώµη τους, η φωνή τους δεν φτάνει στους αρµόδιους που παίρνουν τις αποφάσεις στην κοινότητα και στη γειτονιά. ∆εν έχει νόηµα, όµως, να φτιαχτεί ένας χώρος µε ακριβά παιχνίδια, χωρίς να έχει ληφθεί υπόψη η γνώµη των παιδιών και των γονιών που θα τον χρησιµοποιήσουν.
Ήδη από τη δεκαετία του 1960 είχε επισηµανθεί ότι η γειτονιά παρέχει σηµαντικές ευκαιρίες στα παιδιά για να γνωρίσουν και να εξερευνήσουν το περιβάλλον τους, χωρίς την καθοδήγηση των ενηλίκων τους.
Η γειτονιά είναι ο «ενδιάµεσος χώρος», το µεταβατικό στάδιο ανάµεσα στην παιδική-εφηβική ηλικία και την ενήλικη ζωή.
∆ίνει στα παιδιά την αίσθηση της κοινότητας και βοηθάει παράλληλα τους ενήλικες να δηµιουργήσουν ένα δίκτυο βοήθειας και αλληλοϋποστήριξης, καθώς έχουν την ευκαιρία να διευρύνουν τον κοινωνικό τους κύκλο και να ανταλλάξουν πληροφορίες για το µεγάλωµα των παιδιών τους, ή και να µοιραστούν πιο προσωπικά τους θέµατα.
Ερευνητές από την Ελβετία έχουν αποδείξει ότι υπάρχει άµεση συσχέτιση ανάµεσα στο παιχνίδι στη γειτονιά και στην δηµιουργία σταθερών υποστηρικτικών κοινωνικών δικτύων. Τα παιδιά αναπτύσσουν φιλίες και µαθαίνουν κοινωνικούς κανόνες. Πολλές φορές, δε, προλαµβάνονται διαταραχές συµπεριφοράς – σε έρευνα µε δείγµα 5.000 παιδιά ηλικίας 4 και 5 ετών, αποδείχτηκε ότι συµπεριφορές όπως οι καβγάδες, ο εκφοβισµός, τα ψέµατα και οι κρίσεις έντονου θυµού, σχετίζονται µε την έλλειψη της αίσθησης του ανήκειν κάπου (Edwars and Bromfiels, 2009). Το παιχνίδι στη γειτονιά δίνει στα παιδιά µια πιο θετική εικόνα για την κοινότητα στην οποία ζουν και τα κάνει να νιώθουν ευπρόσδεκτα και ασφαλή (Beunderman, 2010). Είναι σηµαντικό για τη βελτίωση της ψυχικής υγείας των παιδιών (Bird 2007).
Γειτονιά είναι ο φυσικός χώρος;
Γειτονιά, κάποιοι θεωρούν τον φυσικό χώρο, κάποιοι άλλοι τους ανθρώπους και κάποιοι άλλοι και τα δύο. Η Valentine (2004) θεωρεί πως η έννοια της γειτονιάς δεν πρέπει να θεωρείται σταθερή και καθορισµένη, αλλά δοµηµένη σε ένα κοινό νόηµα και όχι στον φυσικό χώρο. Αυτό σηµαίνει ότι για δύο παιδιά που µένουν στην ίδια πολυκατοικία, η γειτονιά για το ένα µπορεί να είναι πιο «µεγάλη» και για το άλλο πιο «µικρή». Ενδιαφέρουσα είναι µια έρευνα (De Visscher et al 2008) που δείχνει ότι τα παιδιά προτιµούν να παίζουν σε συγκεκριµένα σηµεία, όχι λόγω του χώρου που προσφέρουν αλλά κυρίως λόγω κοινωνικών στοιχείων, δηλαδή λόγω των ανθρώπων που συναντούν εκεί, των φίλων τους. Γειτονιά, λοιπόν, είναι εκεί που νιώθω καλά µε τους φίλους µου.
Παιχνίδι και σχέσεις στη γειτονιά
Ο περιορισµός της χρήσης των δρόµων και των ελεύθερων χώρων έχει οδηγήσει σε φτωχές ή ανύπαρκτες κοινωνικές σχέσεις (Living streets report, 2009). Ένας βασικός λόγος είναι η κατακόρυφη αύξηση της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων στους δρόµους. Όσο πιο πολυσύχναστος είναι ένας δρόµος τόσο λιγότερες είναι οι κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων (Hart and Parkhurst, 2011). Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι τα παιδιά που περπατάνε για να πάνε σχολείο (σε αντίθεση µε όσα πηγαίνουν µε τους γονείς τους µε το αυτοκίνητο) φαίνεται να έχουν πιο ενεργητική θέση στη γειτονιά και ότι τείνουν να δηµιουργούν πιο γερές κοινωνικές σχέσεις (Living streets report, 2009), πολύ σηµαντικό καθώς έτσι διαµορφώνονται πιο ενεργοί πολίτες, που συµµετέχουν στα κοινά.
Η ασφάλεια των δηµόσιων χώρων και της παιδικής χαράς αποτελεί σηµαντικό και βάσιµο λόγο που τα παιδιά δεν παίζουν έξω από το σπίτι. Συχνά οι λίγες παιδικές χαρές που υπάρχουν είναι αφύλακτες, δεν ελέγχονται κατάλληλα, είναι κακοσυντηρηµένες και κατεστραµµένες, γεµάτες σκουπίδια, γόπες από τσιγάρα, περιττώµατα ζώων, σπασµένα γυαλιά, εκθέτοντας τα παιδιά σε κίνδυνο.
Πέρα από τους παραπάνω σοβαρούς παράγοντες, οι γονείς, επηρεασµένοι και από τα ΜΜΕ, ανησυχούν και για κινδύνους κοινωνικής φύσης: εκφοβισµός, κακές συναναστροφές, αγνώστους, που µπορεί να βλάψουν τα παιδιά. Κατά συνέπεια, καλλιεργείται στα παιδιά ο φόβος. Παρόλο που δεν γίνεται να µη λαµβάνονται υπόψη οι πάσης φύσεως κίνδυνοι, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι απαγωγές έχουν αυξηθεί, από έρευνες στο εξωτερικό τουλάχιστον. Η έλλειψη εµπιστοσύνης απέναντι στην κοινότητα και οι φοβισµένοι γονείς δίνουν στα παιδιά σαφή εντύπωση και εικόνα για τον κόσµο: ότι εκεί έξω υπάρχει κίνδυνος, ενώ ο ιδιωτικός χώρος είναι πιο ασφαλής, κάτι επίσης που δυστυχώς είναι αναληθές, καθώς µεγάλο ποσοστό των κακοποιήσεων γίνεται από γνωστούς και σε ιδιωτικούς χώρους.
Στις πόλεις παρατηρείται το φαινόµενο της αποµόνωσης, της έλλειψης εµπιστοσύνης των ενηλίκων απέναντι στους γείτονές τους, και της ελλιπούς στήριξης στον γονεϊκό ρόλο. Σε έρευνα του Irwin et al (2007) αποδείχτηκε ότι η πλειοψηφία των γονέων χαρακτηρίζει την γειτονιά που ζει επικίνδυνη και ισχυρίστηκε πως δεν έχει εµπιστοσύνη στους γείτονες να προσέχουν τα παιδιά τους. Τα παιδιά, λοιπόν, δεν κινούνται πλέον αυτόνοµα και δεν παίζουν σχεδόν ποτέ στον δρόµο της γειτονιάς τους. Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, το 80% των παιδιών µεταξύ 7 και 8 ετών στη Μεγάλη Βρετανία, περπατούσαν από και προς το σχολείο τους χωρίς επιτήρηση. Τη δεκαετία του 1990 το ποσοστό αυτό είχε ήδη πέσει στο 10%. (Hillman, Adams and Whitelegg, 1990). Επίσης η ακτίνα από το σπίτι τους όπου τα παιδιά επιτρέπεται να παίζουν χωρίς επίβλεψη έχει µειωθεί κατά 90% από το 1970 (Moss, 2012). Τα στοιχεία λοιπόν δείχνουν πως, ακόµα κι αν βελτιωθούν οι χώροι για ελεύθερο παιχνίδι, δεν θα είναι και πάλι αρκετό για να δηµιουργηθεί η αίσθηση ασφάλειας (Willets, 2008). Πρέπει να δηµιουργηθεί ή να αποκατασταθεί η εµπιστοσύνη ανάµεσα τους ανθρώπους που διαµένουν στην ίδια γειτονιά.
Λόγω των δυσκολιών που έχουν συµβάλει στη µείωση του αυθόρµητου, σε αρκετές χώρες του εξωτερικού οργανώνονται δράσεις στο δρόµο, µε τη συνεργασία των κατοίκων και της κοινότητας, και µε την άδεια της τροχαίας. Οι δράσεις αυτές φαίνεται να αναβιώνουν την αίσθηση της γειτονιάς, δίνουν την ευκαιρία στα παιδιά να παίζουν µπροστά στο σπίτι τους και ενισχύουν την εµπιστοσύνη και την αλληλοϋποστήριξη µεταξύ των γειτόνων. Τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να παίξουν, µε ασφάλεια, παιχνίδια που απαιτούν κίνηση, όπως για παράδειγµα, ποδήλατο, πατίνια, µπάλα, κουτσό, κλπ., αλλά και να κοινωνικοποιηθούν γνωρίζοντας τα παιδιά που µένουν κοντά τους. Τα παραπάνω δείχνουν µε τον πιο σαφή τρόπο ότι δράσεις ενδυνάµωσης της γειτονιάς, µε παιχνίδι και δραστηριότητες στην κοινότητα, είναι απαραίτητα για τη ανάπτυξη κοινωνικών δεσµών. Με πρωτοβουλία δράσεων τέτοιου τύπου, µπορεί να βελτιωθούν και να αναδιαµορφωθούν οι ελεύθεροι χώροι και οι παιδικές χαρές – είναι σηµαντικό, όµως, να λαµβάνονται υπόψη οι ανάγκες όλων των µελών της κοινότητας, συµπεριλαµβανοµένων και των παιδιών. Τα παιδιά νιώθουν ότι παρότι οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί συχνά ακούν τη γνώµη τους, η φωνή τους δεν φτάνει στους αρµόδιους που παίρνουν τις αποφάσεις στην κοινότητα και στη γειτονιά. ∆εν έχει νόηµα, όµως, να φτιαχτεί ένας χώρος µε ακριβά παιχνίδια, χωρίς να έχει ληφθεί υπόψη η γνώµη των παιδιών και των γονιών που θα τον χρησιµοποιήσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου