Η Ελένη ως θεατής της μονομαχίας Μενέλαου-Πάρη, δεν είναι μόνη.
Συνθεατές της ο Πρίαμος και όλοι οι πρωτόγεροι της Τροίας, που τα γηρατειά εμποδίζουν τους ώμους τους να σηκώσουν τ’ άρματα του πολέμου.
Ατενίζοντας με τα γέρικα μάτια τους την ομορφιά της, βγαίνουν από το στόμα τους τα γνωστά λόγια, που περιγράφουν αυτή την ομορφιά αντικειμενικότερα απ' τον καθένα, αφού τα εκφράζουν άνθρωποι μιας ηλικίας, που τους έχει απομακρύνει από τον πόλεμο και τον ερωτικό τον πόθο.
“Δεν είναι να οργίζεσαι, αν Αχαιοί και Τρώες
τόσον καιρό πάσχουν πολλά για μια γυναίκα τέτοια'
με τις αθάνατες θεές στην όψη τόσο μοιάζει”.
(Ιλιάδα ραψ. Γ)
Όταν την καλεί ο Πρίαμος κοντά του και της ζητά να του δείχνει τους Αργείτες στρατηγούς, του απαντά ευγενικά και με ενσυναίσθηση της ευθύνης:
“Για σένα έχω σεβασμό και φόβο, πεθερέ μου.
Ο θάνατος ας μ' έβρικε, όταν ακολουθούσα
τον γιο σου κι άφηνα πίσω όσους γνωστούς κι αν είχα
και τη μικρούλα κόρη μου και τις καλές μου φίλες”
Του δείχνει τον Αγαμέμνονα, τον Οδυσσέα τον Αίαντα, τον Ιδομενέα.
Τα μάτια όμως της Ελένης ψάχνουν τ' αδέλφια της και, μη βλέποντάς τους, υποθέτει πως από τις δικές της ντροπές ή κρύβονται, ή καθόλου δεν ήρθαν στην Τροία.
Δεν ξέρει πως από χρόνια έχουν πεθάνει:
Ελένη: “Ή απ' τη Λακεδαίμονα την ποθητή δεν ήρθαν,
ή ακολούθησαν εδώ με ποντοπόρα πλοία,
αλλά δεν έχουν όρεξη να μπουν στη μάχη μέσα,
καθώς φοβούνται την ντροπή, τα άσχημά μου έργα”.
Η Ελένη, στο έπος, υπολογίζει την κοινή γνώμη, συναισθάνεται το βαρύ της σφάλμα, τα άσχημά της έργα, για τα οποία θα ευχόταν να πεθάνει, παρά να τα έκανε...
Η κοινή γνώμη σε όλους τους χρόνους είναι υπολογίσιμη, καθορίζει τη στάση των άλλων απέναντί μας, όπως και τα δικά μας συναισθήματα και συμπεριφορά.
Η μονομαχία λήγει με το Μενέλαο να σέρνει από τη φούντα της περικεφαλαίας του τον Πάρη, τον οποίον την κρίσιμη στιγμή σώζει η Αφροδίτη, η ευγνώμων για τον τίτλο θεά, μέσα σ' ένα πυκνό σύννεφο μεταφέροντάς τον στο παλάτι.
Συνθεατές της ο Πρίαμος και όλοι οι πρωτόγεροι της Τροίας, που τα γηρατειά εμποδίζουν τους ώμους τους να σηκώσουν τ’ άρματα του πολέμου.
Ατενίζοντας με τα γέρικα μάτια τους την ομορφιά της, βγαίνουν από το στόμα τους τα γνωστά λόγια, που περιγράφουν αυτή την ομορφιά αντικειμενικότερα απ' τον καθένα, αφού τα εκφράζουν άνθρωποι μιας ηλικίας, που τους έχει απομακρύνει από τον πόλεμο και τον ερωτικό τον πόθο.
“Δεν είναι να οργίζεσαι, αν Αχαιοί και Τρώες
τόσον καιρό πάσχουν πολλά για μια γυναίκα τέτοια'
με τις αθάνατες θεές στην όψη τόσο μοιάζει”.
(Ιλιάδα ραψ. Γ)
Όταν την καλεί ο Πρίαμος κοντά του και της ζητά να του δείχνει τους Αργείτες στρατηγούς, του απαντά ευγενικά και με ενσυναίσθηση της ευθύνης:
“Για σένα έχω σεβασμό και φόβο, πεθερέ μου.
Ο θάνατος ας μ' έβρικε, όταν ακολουθούσα
τον γιο σου κι άφηνα πίσω όσους γνωστούς κι αν είχα
και τη μικρούλα κόρη μου και τις καλές μου φίλες”
Του δείχνει τον Αγαμέμνονα, τον Οδυσσέα τον Αίαντα, τον Ιδομενέα.
Τα μάτια όμως της Ελένης ψάχνουν τ' αδέλφια της και, μη βλέποντάς τους, υποθέτει πως από τις δικές της ντροπές ή κρύβονται, ή καθόλου δεν ήρθαν στην Τροία.
Δεν ξέρει πως από χρόνια έχουν πεθάνει:
Ελένη: “Ή απ' τη Λακεδαίμονα την ποθητή δεν ήρθαν,
ή ακολούθησαν εδώ με ποντοπόρα πλοία,
αλλά δεν έχουν όρεξη να μπουν στη μάχη μέσα,
καθώς φοβούνται την ντροπή, τα άσχημά μου έργα”.
Η Ελένη, στο έπος, υπολογίζει την κοινή γνώμη, συναισθάνεται το βαρύ της σφάλμα, τα άσχημά της έργα, για τα οποία θα ευχόταν να πεθάνει, παρά να τα έκανε...
Η κοινή γνώμη σε όλους τους χρόνους είναι υπολογίσιμη, καθορίζει τη στάση των άλλων απέναντί μας, όπως και τα δικά μας συναισθήματα και συμπεριφορά.
Η μονομαχία λήγει με το Μενέλαο να σέρνει από τη φούντα της περικεφαλαίας του τον Πάρη, τον οποίον την κρίσιμη στιγμή σώζει η Αφροδίτη, η ευγνώμων για τον τίτλο θεά, μέσα σ' ένα πυκνό σύννεφο μεταφέροντάς τον στο παλάτι.
Αμέσως τρέχει να ειδοποιήσει την Ελένη, που αρνείται να την ακολουθήσει, αλλά, κι όταν εξαναγκάζεται από τις απειλές της να υπακούσει, είναι γεμάτη αποστροφή για τον Πάρη, που γλύτωσε με θεϊκή βοήθεια.
Ο επιθετικός διάλογος που ακολουθεί αποκαλύπτει μια γυναίκα που ρίχνει την ευθύνη στη θεά για τη ζωή στην Τροία, αλλά και μια θεά που απειλεί με θάνατο αυτή που δεν υπακούει στις εντολές της.
Αποκορύφωμα του ανθρωπομορφισμού είναι αυτή η διαλεκτική συνδιαλλαγή:
Ελένη:
«Γιατί το θέλεις, πονηρή, μ' αυτά να με γελάσεις
Αλήθεια, ακόμη θα με πας και σ' άλλη πόλη τώρα,
απ' τις καλοκατοίκητες Φρυγίας, Μαιονίας
αν κάποιον έχεις και εκεί θνητό αγαπημένο..»
Αφροδίτη:
«Μη μ' ερεθίζεις, δύστυχη, μ' αυτά μη μ' αναγκάσεις,
όσο πολύ σ' αγάπησα, τόσο να σε μισήσω,
κι ανάψω έχθρα ανάμεσα σε Αχαιούς και Τρώες
και από θάνατο κακό και συ χαθείς μαζί τους».
Την Ελένη την ξανασυναντάμε στην ραψ. Ζ, όταν ο Έκτορας αφήνει τη μάχη, για να φέρει τον Πάρη στη μάχη.
Στη σκηνή αυτή εμφανίζεται αδιάφορη για τον πόλεμο που μανιάζει.
Έτσι φιλοτεχνεί την εικόνα της ο Όμηρος, την εικόνα μιας γυναίκας διχασμένης συναισθηματικά, που αγαπά και αποστρέφεται τον Πάρη, που στενάζει για το κακό που έφερε, αλλά και αδιαφορεί.
Για τον Έκτορα, τον κουνιάδο της, τρέφει απέραντο θαυμασμό και σεβασμό, αλλά και αυτός, δεν την κατηγορεί, θεωρώντας υπέυθυνο μόνο τον αδελφό του, που την ξελόγιασε.
Στη συνέχεια της Ιλιάδας, όταν ο πόλεμος αγριεύει, η Ελένη εξαφανίζεται από την πένα του ποιητή, για να τη φέρει στο προσκήνιο στο τέλος του έπους, όταν μοιρολογεί το νεκρό Έκτορα και καταριέται τον εαυτό της για όσες συμφορές έφερε.
Έτσι συμπληρώνεται η εικόνα της στην Ιλιάδα, όπου όλοι σχεδόν, πλην του Πρίαμου και του Έκτορα, την βλέπουν ως υπεύθυνη αυτού του πολέμου.
Σε όλο το έπος η Ελένη δε φέρεται να μιλά ούτε με την Εκάβη, μάνα του Πάρη, ούτε με την Αντρομάχη, γυναίκα του Έκτορα, ούτε με καμιά άλλη Τρωαδίτισσα.
Μετά το θάνατο του Έκτορα παρουσιάζεται ως απομονωμένη σε ένα περιβάλλον, που είναι απόλυτα εχθρικό στο πρόσωπό της.
Ο επικός μας ποιητής δεν φαίνεται να εξαπολύει μύδρους για την απιστία και τα πάθη που αυτή προκάλεσε, όπως οι τραγικοί ποιητές μας αργότερα, αντίθετα παρουσιάζει μια ντροπιασμένη και μετανιωμένη γυναίκα, που παλεύει με τα συναισθήματά της και την ενοχή, τη διχογνωμία για τους δυο άντρες της και ελαφρύνει το βάρος της ψυχής της, με το να τη βάζει να θεωρεί τη θεά του Έρωτα ως άμεσα συμμέτοχη στη μοιχεία της, το ηθικό παράπτωμα που την κάνει διάσημη.
Η μνησικακία της θεάς και η εξ αμελείας ασέβεια του δικού της πατέρα, του Τυνδάρεω, είναι οι ηθικοί αυτουργοί αυτής της περιβόητης και πολύπαθης απιστίας.
Η Τυνδαρίδα Ελένη γίνεται η μούσα πολλών ποιητών και η μοιχεία της τραγούδι και ποίημα που δε χάνεται, αλλά διασώζεται ανά τους αιώνες.
Το άσμα της Ελένης πιότερο τονίζει την ομορφιά, λιγότερο την απιστία.
Συμφωνείτε πως το «κάλλος» έχει καλύψει την απιστία με την εκτυφλωτική του λάμψη;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου