Κατ’ αρχήν δειλός δεν είναι αυτός που έχει φόβο, αλλά εκείνος που υποχωρεί μπροστά στο φόβο του. Επιπλέον, δειλός δεν είναι κάποιος επειδή όπως σχεδόν όλοι υποχωρεί μπροστά σ’ έναν πολύ μεγάλης έντασης φόβο, αλλά εκείνος που υποχωρεί μπροστά σ’ ένα φόβο ακόμα και μικρής ή μέτριας έντασης τον οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι υπερνικούν. Στην πραγματικότητα τις περισσότερες φορές που κάποιος αναστέλλεται από το να κάνει κάτι, δεν είναι επειδή είναι δειλός σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, αλλά επειδή φοβάται υπερβολικά σε σχέση με άλλους να κάνει αυτό το κάτι. Και φοβάται υπερβολικά να κάνει κάτι, όχι επειδή είναι δειλός (άλλωστε αυτό εξ’ ορισμού δεν ισχύει) αλλά επειδή πιστεύει αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό του. Κατηγορώντας τον εαυτό μας ή κάποιον άλλο ως δειλό όταν αναστέλλεται από το να κάνει κάτι που φοβάται, επιδεινώνουμε την αναστολή του, αφού ενισχύουμε την αιτία της που είναι η υψηλού βαθμού αυτοαμφισβήτηση.
Συχνά έχουμε την τάση να χαρακτηρίζουμε τους εαυτούς μας ή τους άλλους ως δειλούς όταν φοβόμαστε πολύ να κάνουμε κάτι που οι περισσότεροι υποτίθεται ή όντως το κάνουν σχετικά άνετα.
Π.χ. φοβάμαι να φύγω απ’ αυτή τη σχέση που δεν με ικανοποιεί, γιατί είμαι δειλός. Ή φοβάμαι να πω την αλήθεια για το τάδε ζήτημα, γιατί φοβάμαι να αντιμετωπίσω ευθέως τις συνέπειες, είμαι δειλός. Ή αυτός φοβάται να διεκδικήσει τα δικαιώματά του, είναι δειλός.
Θα πρέπει απ’ την αρχή να ξεκαθαρίσουμε ότι δειλός δεν είναι αυτός που φοβάται πολύ, αλλά αυτός που δεν πάει ενάντια στον φόβο του παρ’ όλο που κάτι τέτοιο θα ήταν ωφέλιμο για τον ίδιο ή για τους συνανθρώπους του. Στα παραπάνω παραδείγματα, όσο πολύ κι αν φοβάται κάποιος να κάνει κάτι, αν το κάνει τελικά, δεν θα θεωρηθεί δειλός ούτε απ’ τον εαυτό του ούτε από άλλους απλά και μόνο επειδή φοβήθηκε πολύ πριν το κάνει. Αντιθέτως, όσο πιο μεγάλος είναι ο φόβος στον οποίο χρειάστηκε να εναντιωθεί για να κάνει κάτι, τόσο πιο θαρραλέος σημαίνει ότι είναι.
Ας πούμε όμως ότι κάποιος κάνει πίσω μπροστά στο φόβο του. Πάλι, δεν σημαίνει ότι είναι δειλός.
Ώστε κατ’ αρχήν, η ουσία της έννοιας «δειλός» είναι η μη εναντίωση στο φόβο και όχι ο φόβος αυτός καθ’ αυτός. Όμως κι αυτός ο ορισμός δεν είναι πλήρης, ο πιο πλήρης ορισμός είναι ο εξής: Δειλός είναι αυτός που δεν πάει ενάντια στο φόβο του παρ’ όλο που κάτι τέτοιο θα ήταν ωφέλιμο και παρ’ όλο που οι περισσότεροι (οι υποτιθέμενοι όχι δειλοί) θα το έκαναν στη θέση του πηγαίνοντας ενάντια στο φόβο τους.
Πράγματι, δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ως δειλό απλά και μόνο επειδή δεν εναντιώθηκε στο φόβο του, θα πρέπει να εξετάσουμε και το μέγεθος του φόβου που αντιμετώπισε, διότι είναι πιθανό να ήταν τόσο μεγάλος που κανένας δεν θα μπορούσε να πάει ενάντιά του. Είναι δε τεράστιο σφάλμα να θεωρούμε ότι απέναντι στο ίδιο ερέθισμα, όλοι νιώθουν τον ίδιο βαθμό φόβου και να κρίνουμε το θάρρος ή τη δειλία του μόνο από τη συμπεριφορά του. Κάποιος π.χ. μπορεί να αποφεύγει να μπει σε ασανσέρ από υπερβολικό φόβο μήπως κλειστεί μέσα. Σημαίνει ότι είναι δειλός επειδή οι περισσότεροι κάνουν χρήση του ασανσέρ; Όχι. Ο καθένας, αν ένιωθε τον ίδιου βαθμού φόβο απέναντι στη χρήση του ασανσέρ, θα το απέφευγε.
Ο φόβος μπορεί όντως να είναι πολύ μεγάλος, δυσανάλογα μεγάλος, ακόμα και παράλογος αναφορικά με το ερέθισμα που τον προκαλεί. Και μπορεί εξ’ αιτίας του μεγέθους του να μας κρατήσει πίσω, να μας οδηγήσει σε πράξεις ή παραλείψεις πράξεων βλαβερές για μας τους ίδιους ή τους άλλους, πράξεις που άλλοι στη θέση μας θα έκαναν σχετικά άνετα. Όμως έχει μεγάλη σημασία να κατανοήσουμε ότι το μέγεθος του φόβου δεν έχει καμία σχέση με δειλία, πρώτο όπως προκύπτει από τον ορισμό της δειλίας και δεύτερο επειδή ο υπερβολικός φόβος είναι αποτέλεσμα αρνητικών πεποιθήσεων που έχουμε υποσυνείδητα για τον εαυτό μας.
Όταν κάποιος έχει μέσα του πεποιθήσεις όπως π.χ. «δεν αξίζω να μ’ αγαπούν» ή «είμαι κακός, εγωιστής», θα αναστέλλεται να φύγει από μία σχέση που δεν τον ικανοποιεί γιατί θα φοβάται να μείνει μόνος ή θα νοιώθει πολλή ενοχή να στενοχωρήσει τον άλλον.
Όταν κάποιος έχει πεποιθήσεις μέσα του όπως π.χ. «δεν αξίζω/ δεν μπορώ να έχω δικαιώματα», «δεν μπορώ να αντιμετωπίσω μία αρνητική στάση απέναντί μου», «δεν αξίζω/ δεν μπορώ να πάρω αποδοχή, σεβασμός» κ.λπ., θα φοβάται να διεκδικήσει τα δικαιώματά του, γιατί αν αποτύχει ή αν συναντήσει κάποιας μορφής απόρριψη εξ’ αιτίας της διεκδίκησής του, θα διεγερθούν αυτές οι πεποιθήσεις μέσα του και θα πονέσει πολύ.
Ώστε λοιπόν όταν κάποιος αναστέλλεται από το να κάνει κάτι που θα ήταν ωφέλιμο, ας μη βιαστεί να κρίνει τον εαυτό του ή κάποιον άλλο ως δειλό· ο λόγος που φέρεται έτσι είναι ο υπερβολικός φόβος και η αιτία του υπερβολικού φόβου οι αρνητικές πεποιθήσεις που έχει υποσυνείδητα συνήθως για τον εαυτό του. Όχι ότι έχει το ελάττωμα της δειλίας.
Αν χαρακτηρίσουμε όμως τον εαυτό μας ή κάποιον άλλον ως δειλό, γιατί οπισθοχωρεί μπροστά στις αναστολές του, τότε ενισχύουμε άθελά μας την αρχική αιτία της δειλής του συμπεριφοράς που είναι η αρνητική του αυτοεικόνα κι έτσι τον προετοιμάζουμε να φερθεί στο μέλλον ακόμα πιο δειλά. Στην πραγματικότητα ο καθένας μας κάνει πάντα το καλύτερο που μπορεί με βάση τα κίνητρα του προς ένα στόχο και τους φόβους που αντιμετωπίζει προς αυτόν τον στόχο και δεν ωφελεί να χαρακτηρίζουμε τους εαυτούς μας ή ο ένας τον άλλον ως δειλό.
Για περισσότερα σχετικά με τις αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό και τα αποτελέσματά τους στην ψυχική κατάσταση και την λειτουργικότητά μας σε διάφορους τομείς.
Επίσης έχει μεγάλη σημασία να έχουμε στο μυαλό μας ότι η αρνητική εικόνα για τον εαυτό είναι συχνά εντελώς υποσυνείδητη και δεν είναι ένα μειονέκτημα όπως γενικά πιστεύεται.
Η αυτοαμφισβήτηση είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο μετά από ένα σημείο εξέλιξης και πέρα του ανθρώπου ως είδος και ως άτομο. Δεν πρόκειται για αδυναμία, αλλά για ένα απολύτως φυσιολογικό και αναστρέψιμο επακόλουθο με δύο βασικά αίτια: εμπειρίες της παιδικής μας ηλικίας που μας κλόνισαν την αυτοεκτίμηση και αυξημένο επίπεδο ευαισθησίας/ευφυΐας/ αυτο-επίγνωσης που μας έκανε να τα παίρνουμε όλα προσωπικά.
Πολλές φορές αυτή κλονισμένη αυτοεκτίμηση μένει εντελώς απωθημένη στο υποσυνείδητο, ακριβώς γιατί όταν έρχεται στην επιφάνεια πονάει πολύ και διότι θεωρείται γενικά από την κοινωνία ως ελάττωμα χωρίς πραγματικά να είναι.
Συχνά έχουμε την τάση να χαρακτηρίζουμε τους εαυτούς μας ή τους άλλους ως δειλούς όταν φοβόμαστε πολύ να κάνουμε κάτι που οι περισσότεροι υποτίθεται ή όντως το κάνουν σχετικά άνετα.
Π.χ. φοβάμαι να φύγω απ’ αυτή τη σχέση που δεν με ικανοποιεί, γιατί είμαι δειλός. Ή φοβάμαι να πω την αλήθεια για το τάδε ζήτημα, γιατί φοβάμαι να αντιμετωπίσω ευθέως τις συνέπειες, είμαι δειλός. Ή αυτός φοβάται να διεκδικήσει τα δικαιώματά του, είναι δειλός.
Θα πρέπει απ’ την αρχή να ξεκαθαρίσουμε ότι δειλός δεν είναι αυτός που φοβάται πολύ, αλλά αυτός που δεν πάει ενάντια στον φόβο του παρ’ όλο που κάτι τέτοιο θα ήταν ωφέλιμο για τον ίδιο ή για τους συνανθρώπους του. Στα παραπάνω παραδείγματα, όσο πολύ κι αν φοβάται κάποιος να κάνει κάτι, αν το κάνει τελικά, δεν θα θεωρηθεί δειλός ούτε απ’ τον εαυτό του ούτε από άλλους απλά και μόνο επειδή φοβήθηκε πολύ πριν το κάνει. Αντιθέτως, όσο πιο μεγάλος είναι ο φόβος στον οποίο χρειάστηκε να εναντιωθεί για να κάνει κάτι, τόσο πιο θαρραλέος σημαίνει ότι είναι.
Ας πούμε όμως ότι κάποιος κάνει πίσω μπροστά στο φόβο του. Πάλι, δεν σημαίνει ότι είναι δειλός.
Ώστε κατ’ αρχήν, η ουσία της έννοιας «δειλός» είναι η μη εναντίωση στο φόβο και όχι ο φόβος αυτός καθ’ αυτός. Όμως κι αυτός ο ορισμός δεν είναι πλήρης, ο πιο πλήρης ορισμός είναι ο εξής: Δειλός είναι αυτός που δεν πάει ενάντια στο φόβο του παρ’ όλο που κάτι τέτοιο θα ήταν ωφέλιμο και παρ’ όλο που οι περισσότεροι (οι υποτιθέμενοι όχι δειλοί) θα το έκαναν στη θέση του πηγαίνοντας ενάντια στο φόβο τους.
Πράγματι, δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ως δειλό απλά και μόνο επειδή δεν εναντιώθηκε στο φόβο του, θα πρέπει να εξετάσουμε και το μέγεθος του φόβου που αντιμετώπισε, διότι είναι πιθανό να ήταν τόσο μεγάλος που κανένας δεν θα μπορούσε να πάει ενάντιά του. Είναι δε τεράστιο σφάλμα να θεωρούμε ότι απέναντι στο ίδιο ερέθισμα, όλοι νιώθουν τον ίδιο βαθμό φόβου και να κρίνουμε το θάρρος ή τη δειλία του μόνο από τη συμπεριφορά του. Κάποιος π.χ. μπορεί να αποφεύγει να μπει σε ασανσέρ από υπερβολικό φόβο μήπως κλειστεί μέσα. Σημαίνει ότι είναι δειλός επειδή οι περισσότεροι κάνουν χρήση του ασανσέρ; Όχι. Ο καθένας, αν ένιωθε τον ίδιου βαθμού φόβο απέναντι στη χρήση του ασανσέρ, θα το απέφευγε.
Ο φόβος μπορεί όντως να είναι πολύ μεγάλος, δυσανάλογα μεγάλος, ακόμα και παράλογος αναφορικά με το ερέθισμα που τον προκαλεί. Και μπορεί εξ’ αιτίας του μεγέθους του να μας κρατήσει πίσω, να μας οδηγήσει σε πράξεις ή παραλείψεις πράξεων βλαβερές για μας τους ίδιους ή τους άλλους, πράξεις που άλλοι στη θέση μας θα έκαναν σχετικά άνετα. Όμως έχει μεγάλη σημασία να κατανοήσουμε ότι το μέγεθος του φόβου δεν έχει καμία σχέση με δειλία, πρώτο όπως προκύπτει από τον ορισμό της δειλίας και δεύτερο επειδή ο υπερβολικός φόβος είναι αποτέλεσμα αρνητικών πεποιθήσεων που έχουμε υποσυνείδητα για τον εαυτό μας.
Όταν κάποιος έχει μέσα του πεποιθήσεις όπως π.χ. «δεν αξίζω να μ’ αγαπούν» ή «είμαι κακός, εγωιστής», θα αναστέλλεται να φύγει από μία σχέση που δεν τον ικανοποιεί γιατί θα φοβάται να μείνει μόνος ή θα νοιώθει πολλή ενοχή να στενοχωρήσει τον άλλον.
Όταν κάποιος έχει πεποιθήσεις μέσα του όπως π.χ. «δεν αξίζω/ δεν μπορώ να έχω δικαιώματα», «δεν μπορώ να αντιμετωπίσω μία αρνητική στάση απέναντί μου», «δεν αξίζω/ δεν μπορώ να πάρω αποδοχή, σεβασμός» κ.λπ., θα φοβάται να διεκδικήσει τα δικαιώματά του, γιατί αν αποτύχει ή αν συναντήσει κάποιας μορφής απόρριψη εξ’ αιτίας της διεκδίκησής του, θα διεγερθούν αυτές οι πεποιθήσεις μέσα του και θα πονέσει πολύ.
Ώστε λοιπόν όταν κάποιος αναστέλλεται από το να κάνει κάτι που θα ήταν ωφέλιμο, ας μη βιαστεί να κρίνει τον εαυτό του ή κάποιον άλλο ως δειλό· ο λόγος που φέρεται έτσι είναι ο υπερβολικός φόβος και η αιτία του υπερβολικού φόβου οι αρνητικές πεποιθήσεις που έχει υποσυνείδητα συνήθως για τον εαυτό του. Όχι ότι έχει το ελάττωμα της δειλίας.
Αν χαρακτηρίσουμε όμως τον εαυτό μας ή κάποιον άλλον ως δειλό, γιατί οπισθοχωρεί μπροστά στις αναστολές του, τότε ενισχύουμε άθελά μας την αρχική αιτία της δειλής του συμπεριφοράς που είναι η αρνητική του αυτοεικόνα κι έτσι τον προετοιμάζουμε να φερθεί στο μέλλον ακόμα πιο δειλά. Στην πραγματικότητα ο καθένας μας κάνει πάντα το καλύτερο που μπορεί με βάση τα κίνητρα του προς ένα στόχο και τους φόβους που αντιμετωπίζει προς αυτόν τον στόχο και δεν ωφελεί να χαρακτηρίζουμε τους εαυτούς μας ή ο ένας τον άλλον ως δειλό.
Για περισσότερα σχετικά με τις αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό και τα αποτελέσματά τους στην ψυχική κατάσταση και την λειτουργικότητά μας σε διάφορους τομείς.
Επίσης έχει μεγάλη σημασία να έχουμε στο μυαλό μας ότι η αρνητική εικόνα για τον εαυτό είναι συχνά εντελώς υποσυνείδητη και δεν είναι ένα μειονέκτημα όπως γενικά πιστεύεται.
Η αυτοαμφισβήτηση είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο μετά από ένα σημείο εξέλιξης και πέρα του ανθρώπου ως είδος και ως άτομο. Δεν πρόκειται για αδυναμία, αλλά για ένα απολύτως φυσιολογικό και αναστρέψιμο επακόλουθο με δύο βασικά αίτια: εμπειρίες της παιδικής μας ηλικίας που μας κλόνισαν την αυτοεκτίμηση και αυξημένο επίπεδο ευαισθησίας/ευφυΐας/ αυτο-επίγνωσης που μας έκανε να τα παίρνουμε όλα προσωπικά.
Πολλές φορές αυτή κλονισμένη αυτοεκτίμηση μένει εντελώς απωθημένη στο υποσυνείδητο, ακριβώς γιατί όταν έρχεται στην επιφάνεια πονάει πολύ και διότι θεωρείται γενικά από την κοινωνία ως ελάττωμα χωρίς πραγματικά να είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου