Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΑΙΣΧΙΝΗΣ - Κατὰ Κτησιφῶντος (201-212)

[201] Τίς οὖν ἐστιν ἀποτροπὴ τῶν τοιούτων λόγων, ἐγὼ προερῶ. Ἐπειδὰν προελθὼν ἐνταυθοῖ Κτησιφῶν διεξέλθῃ πρὸς ὑμᾶς τοῦτο δὴ τὸ συντεταγμένον αὐτῷ προοίμιον, ἔπειτ᾽ ἐνδιατρίβῃ καὶ μὴ ἀπολογῆται, ὑπομνήσατ᾽ αὐτὸν ἀθορύβως τὸ σανίδιον λαβεῖν καὶ τοὺς νόμους τῷ ψηφίσματι παραναγνῶναι. Ἐὰν δὲ μὴ προσποιῆται ὑμῶν ἀκούειν, μηδὲ ὑμεῖς ἐκείνου ἐθέλετε ἀκούειν· οὐ γὰρ τῶν φευγόντων τὰς δικαίας ἀπολογίας εἰσεληλύθατε ἀκροασόμενοι, ἀλλὰ τῶν ἐθελόντων δικαίως ἀπολογεῖσθαι.

[202] Ἐὰν δ᾽ ὑπερπηδήσας τὴν δικαίαν ἀπολογίαν Δημοσθένην παρακαλῇ, μάλιστα μὲν μὴ προσδέχεσθε σοφιστὴν οἰόμενον ῥήμασι τοὺς νόμους ἀναιρήσειν, μηδ᾽ ἐν ἀρετῇ τοῦθ᾽ ὑμῶν μηδεὶς καταλογιζέσθω, ὃς ἂν ἐπανερομένου Κτησιφῶντος εἰ καλέσῃ Δημοσθένην, πρῶτος ἀναβοήσῃ «κάλει, κάλει.» Ἐπὶ σαυτὸν καλεῖς, ἐπὶ τοὺς νόμους καλεῖς, ἐπὶ τὴν δημοκρατίαν καλεῖς. Ἂν δ᾽ ἄρα ὑμῖν δόξῃ ἀκούειν, ἀξιώσατε τὸν Δημοσθένην τὸν αὐτὸν τρόπον ἀπολογεῖσθαι ὅνπερ κἀγὼ κατηγόρηκα. Ἐγὼ δὲ πῶς κατηγόρηκα; ἵνα καὶ ὑπομνήσω ὑμᾶς.

[203] Οὔτε τὸν ἴδιον βίον τὸν Δημοσθένους πρότερον διεξῆλθον, οὔτε τῶν δημοσίων ἀδικημάτων οὐδενὸς πρότερον ἐμνήσθην, ἄφθονα δήπου καὶ πολλὰ ἔχων λέγειν, ἢ πάντων γ᾽ ἂν εἴην ἀπορώτατος· ἀλλὰ πρῶτον μὲν τοὺς νόμους ἐπέδειξα ἀπαγορεύοντας μὴ στεφανοῦν τοὺς ὑπευθύνους, ἔπειτα τὸν ῥήτορα ἐξήλεγξα γράψαντα Δημοσθένην ὑπεύθυνον ὄντα στεφανοῦν οὐδὲν προβαλόμενον, οὐδὲ προσεγγράψαντα «ἐπειδὰν δῷ τὰς εὐθύνας,» ἀλλὰ παντελῶς καὶ ὑμῶν καὶ τῶν νόμων καταπεφρονηκότα· καὶ τὰς ἐσομένας πρὸς ταῦτα προφάσεις εἶπον, ἃς ἀξιῶ καὶ ὑμᾶς διαμνημονεύειν.

[204] Δεύτερον δ᾽ ὑμῖν διεξῆλθον τοὺς περὶ τῶν κηρυγμάτων νόμους, ἐν οἷς διαρρήδην ἀπείρηται τὸν ὑπὸ τοῦ δήμου στεφανούμενον μὴ κηρύττεσθαι ἔξω τῆς ἐκκλησίας· ὁ δὲ ῥήτωρ ὁ φεύγων τὴν γραφὴν οὐ τοὺς νόμους μόνον παραβέβηκεν, ἀλλὰ καὶ τὸν καιρὸν τῆς ἀναρρήσεως καὶ τὸν τόπον, κελεύων οὐκ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀλλ᾽ ἐν τῷ θεάτρῳ τὴν ἀνάρρησιν γίγνεσθαι, οὐδ᾽ ἐκκλησιαζόντων Ἀθηναίων, ἀλλὰ μελλόντων τραγῳδῶν εἰσιέναι. Ταῦτα δ᾽ εἰπὼν μικρὰ μὲν περὶ τῶν ἰδίων εἶπον, τὰ δὲ πλεῖστα περὶ τῶν δημοσίων ἀδικημάτων.

[205] Οὕτω δὴ καὶ τὸν Δημοσθένην ἀξιώσατε ἀπολογεῖσθαι, πρὸς τὸν τῶν ὑπευθύνων νόμον πρῶτον, τὸν περὶ τῶν κηρυγμάτων δεύτερον, τρίτον δὲ τὸ μέγιστον λέγω, ὡς οὐδὲ ἀνάξιός ἐστι τῆς δωρεᾶς. Ἐὰν δ᾽ ὑμῶν δέηται συγχωρῆσαι αὑτῷ περὶ τῆς τάξεως τοῦ λόγου, κατεπαγγελλόμενος ὡς ἐπὶ τῇ τελευτῇ τῆς ἀπολογίας λύσει τὸ παράνομον, μὴ συγχωρεῖτε, μηδ᾽ ἀγνοεῖθ᾽ ὅτι πάλαισμα τοῦτ᾽ ἔστι δικαστηρίου· οὐ γὰρ εἰσαῦθίς ποτε βούλοιτ᾽ ἂν πρὸς τὸ παράνομον ἀπολογεῖσθαι, ἀλλ᾽ οὐδὲν ἔχων δίκαιον εἰπεῖν ἑτέρων παρεμβολῇ πραγμάτων εἰς λήθην ὑμᾶς βούλεται τῆς κατηγορίας ἐμβαλεῖν.

[206] Ὥσπερ οὖν ἐν τοῖς γυμνικοῖς ἀγῶσιν ὁρᾶτε τοὺς πύκτας περὶ τῆς στάσεως ἀλλήλοις διαγωνιζομένους, οὕτω καὶ ὑμεῖς ὅλην τὴν ἡμέραν ὑπὲρ τῆς πόλεως περὶ τῆς τάξεως αὐτῷ τοῦ λόγου μάχεσθε καὶ μὴ ἐᾶτε αὐτὸν ἔξω τοῦ παρανόμου περιίστασθαι, ἀλλ᾽ ἐγκαθήμενοι καὶ ἐνεδρεύοντες ἐν τῇ ἀκροάσει, εἰσελαύνετε αὐτὸν εἰς τοὺς τοῦ παρανόμου λόγους, καὶ τὰς ἐκτροπὰς αὐτοῦ τῶν λόγων ἐπιτηρεῖτε.

[207] Ἀλλ᾽ ἃ δὴ συμβήσεται ὑμῖν, ἐὰν τοῦτον τὸν τρόπον τὴν ἀκρόασιν ποιήσησθε, ταῦθ᾽ ὑμῖν ἤδη δίκαιός εἰμι προειπεῖν. Ἐπεισάξει γὰρ τὸν γόητα καὶ βαλλαντιοτόμον καὶ διατετμηκότα τὴν πολιτείαν. Οὗτος κλάει μὲν ῥᾷον ἢ οἱ ἄλλοι γελῶσιν, ἐπιορκεῖ δὲ πάντων προχειρότατα· οὐκ ἂν θαυμάσαιμι δὲ εἰ μεταβαλλόμενος τοῖς ἔξωθεν περιεστηκόσι λοιδορήσεται, φάσκων τοὺς μὲν ὀλιγαρχικοὺς ὑπ᾽ αὐτῆς τῆς ἀληθείας διηριθμημένους ἥκειν πρὸς τὸ τοῦ κατηγόρου βῆμα, τοὺς δὲ δημοτικοὺς πρὸς τὸ τοῦ φεύγοντος.

[208] Ὅταν δὴ τὰ τοιαῦτα λέγῃ, πρὸς μὲν τοὺς στασιαστικοὺς λόγους ἐκεῖνο αὐτῷ ὑποβάλλετε· «ὦ Δημόσθενες, εἰ σοὶ ἦσαν ὅμοιοι οἱ ἀπὸ Φυλῆς φεύγοντα τὸν δῆμον καταγαγόντες, οὐκ ἄν ποθ᾽ ἡ δημοκρατία κατέστη. Νῦν δὲ ἐκεῖνοι μὲν μεγάλων κακῶν συμβάντων ἔσωσαν τὴν πόλιν τὸ κάλλιστον ἐκ παιδείας ῥῆμα φθεγξάμενοι, μὴ μνησικακεῖν· σὺ δὲ ἑλκοποιεῖς, καὶ μᾶλλόν σοι μέλει τῶν αὐθημερὸν λόγων, ἢ τῆς σωτηρίας τῆς πόλεως.» Ὅταν δ᾽ ἐπίορκος ὢν εἰς τὴν διὰ τῶν ὅρκων πίστιν καταφυγγάνῃ, ἐκεῖνο ἀπομνημονεύσατε αὐτῷ ὅτι τῷ πολλάκις μὲν ἐπιορκοῦντι, ἀεὶ δὲ μεθ᾽ ὅρκων ἀξιοῦντι πιστεύεσθαι, δυοῖν θάτερον ὑπάρξαι δεῖ, ὧν οὐδέτερόν ἐστι Δημοσθένει ὑπάρχον, ἢ τοὺς θεοὺς καινούς, ἢ τοὺς ἀκροατὰς μὴ τοὺς αὐτούς.

[209] Περὶ δὲ τῶν δακρύων καὶ τοῦ τόνου τῆς φωνῆς, ὅταν ὑμᾶς ἐπερωτᾷ· «ποῖ φύγω, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι; περιεγράψατέ με· οὐκ ἔστιν ὅποι ἀναπτήσομαι», ἀνθυποβάλλετε αὐτῷ· «ὁ δὲ δῆμος ὁ Ἀθηναίων ποῖ καταφύγῃ, Δημόσθενες; πρὸς ποίαν συμμάχων παρασκευήν; πρὸς ποῖα χρήματα; τί προβαλλόμενος ὑπὲρ τοῦ δήμου πεπολίτευσαι; ἃ μὲν γὰρ ὑπὲρ σεαυτοῦ βεβούλευσαι, πάντες ὁρῶμεν. Ἐκλιπὼν μὲν τὸ ἄστυ οὐκ οἰκεῖς, ὡς δοκεῖς, ἐν Πειραιεῖ, ἀλλ᾽ ἐξορμεῖς ἐκ τῆς πόλεως, ἐφόδια δὲ πεπόρισαι τῇ σαυτοῦ ἀνανδρίᾳ τὸ βασιλικὸν χρυσίον καὶ τὰ δημόσια δωροδοκήματα.»

[210] Ὅλως δὲ τί τὰ δάκρυα; τίς ἡ κραυγή; τίς ὁ τόνος τῆς φωνῆς; οὐχ ὁ μὲν τὴν γραφὴν φεύγων ἐστὶ Κτησιφῶν, ὁ δ᾽ ἀγὼν οὐκ ἀτίμητος; σὺ δ᾽ οὔτε περὶ τῆς οὐσίας οὔτε περὶ τοῦ σώματος οὔτε περὶ τῆς ἐπιτιμίας ἀγωνίζῃ· ἀλλὰ περὶ τίνος ἐστὶν αὐτῷ ἡ σπουδή; περὶ χρυσῶν στεφάνων καὶ κηρυγμάτων ἐν τῷ θεάτρῳ παρὰ τοὺς νόμους·

[211] ὃν ἐχρῆν, εἰ καὶ μανεὶς ὁ δῆμος ἢ τῶν καθεστηκότων ἐπιλελησμένος, ἐπὶ τοιαύτης ἀκαιρίας ἐβούλετο στεφανοῦν αὐτόν, παρελθόντα εἰς τὴν ἐκκλησίαν εἰπεῖν· «ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸν μὲν στέφανον δέχομαι, τὸν δὲ καιρὸν ἀποδοκιμάζω ἐν ᾧ τὸ κήρυγμα γίγνεται· οὐ γὰρ δεῖ, ἐφ᾽ οἷς ἡ πόλις ἐπένθησε καὶ ἐκείρατο, ἐπὶ τούτοις ἐμὲ στεφανοῦσθαι.» Ἀλλ᾽ οἶμαι ταῦτα μὲν ἂν εἴποι ἀνὴρ ὄντως βεβιωκὼς μετ᾽ ἀρετῆς· ἃ δὲ σὺ λέξεις, εἴποι ἂν κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν.

[212] Οὐ γὰρ δὴ μὰ τὸν Ἡρακλέα τοῦτό γε ὑμῶν οὐδεὶς φοβήσεται, μὴ Δημοσθένης, ἀνὴρ μεγαλόψυχος καὶ τὰ πολεμικὰ διαφέρων, ἀποτυχὼν τῶν ἀριστείων ἐπανελθὼν οἴκαδε ἑαυτὸν διαχρήσηται· ὃς τοσοῦτον καταγελᾷ τῆς πρὸς ὑμᾶς φιλοτιμίας ὥστε τὴν μιαρὰν κεφαλὴν ταύτην καὶ ὑπεύθυνον, ἣν οὗτος παρὰ πάντας τοὺς νόμους γέγραφε στεφανῶσαι, μυριάκις κατατέτμηκε καὶ τούτων μισθοὺς εἴληφε τραύματος ἐκ προνοίας γραφὰς γραφόμενος, καὶ κατακεκονδύλισται, ὥστε αὐτὸν οἶμαι τὰ τῶν κονδύλων ἴχνη τῶν Μειδίου ἔχειν ἔτι φανερά· ὁ γὰρ ἄνθρωπος οὐ κεφαλήν, ἀλλὰ πρόσοδον κέκτηται.

***
[201] Ποια δυνατότητα υπάρχει να αποφύγετε τέτοιου είδους λόγους, εγώ θα σας το πω. Όταν προχωρήσει προς τα εδώ ο Κτησιφών και απευθυνθεί σε σας διαβάζοντας τον πρόλογο, που του τον έχει συντάξει άλλος, και έπειτα χρονοτριβεί και δεν εισέρχεται στην ουσία της απολογίας, υποδείξτε του ήρεμα να πάρει την πινακίδα και να διαβάσει τους νόμους κατ᾽ αντιπαράθεση με το ψήφισμά του. Αν κάνει πως δεν σας ακούει, αρνηθείτε και εσείς να ακούσετε εκείνον· γιατί δεν έχετε έρθει στο δικαστήριο για να ακούσετε τις δικαιολογίες των κατηγορουμένων αλλά εκείνους που θέλουν να απολογούνται όπως επιβάλει το δίκαιο.

[202] Αν όμως ο Κτησιφών, παρακάμπτοντας τον σωστό τρόπο απολογίας, καλέσει για συνήγορο τον Δημοσθένη, προπάντων μη δεχτείτε για συνήγορο έναν σοφιστή, που φαντάζεται ότι με τα σοφίσματά του θα καταργήσει τους νόμους· μήτε και κανένας από σας να θεωρήσει ενάρετο, όταν ο Κτησιφών ρωτήσει αν επιτρέπεται να καλέσει τον Δημοσθένη, να φωνάξει πρώτος «κάλεσέ τον, κάλεσέ τον». Εάν τον καλέσεις, θα κάνεις κακό στον εαυτό σου, στους νόμους, στη δημοκρατία. Αν όμως αποφασίσετε να τον ακούσετε, αξιώστε από τον Δημοσθένη να απολογηθεί κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο έχω κάνει εγώ το κατηγορητήριο. Πώς το έχω κάνει; Να σας το υπενθυμίσω και πάλι.

[203] Ούτε μίλησα αρχικά για την ιδιωτική ζωή του Δημοσθένη ούτε έκανα λόγο για κανένα από τα αδικήματά του σε βάρος του δημοσίου, αν και είχα άφθονα και διάφορα να απαριθμήσω, αλλιώς θα ήμουν ο πιο φτωχός από όλους. Αντίθετα, πρώτα έδειξα πως οι νόμοι απαγορεύουν την απονομή στεφάνου σε άτομα υπόλογα για δημόσια αξιώματα· έπειτα αποκάλυψα ότι ο ρήτορας πρότεινε να στεφανωθεί ο Δημοσθένης, ενώ ήταν υπόλογος, και μάλιστα χωρίς καμιά δικαιολογία και χωρίς καν να προσθέσει στην εισήγηση «αφού λογοδοτήσει», αλλά έχοντας περιφρονήσει εντελώς και εσάς και τους νόμους. Σας είπα ακόμη και τις δικαιολογίες που πρόκειται να επικαλεστεί ο Κτησιφών, και έχω την αξίωση να τις θυμόσαστε.

[204] Κατόπιν μίλησα για τους νόμους σχετικά με την απονομή των στεφάνων, σύμφωνα με τους οποίους ρητά απαγορεύεται να ανακηρύσσεται έξω από την Εκκλησία του Δήμου αυτός που στεφανώνεται από τον λαό. Ο κατηγορούμενος ρήτορας, με το να ζητάει να γίνει η ανακήρυξη όχι στην Εκκλησία του Δήμου αλλά στο θέατρο, ούτε και όταν συνεδριάζουν οι Αθηναίοι, αλλά όταν πρόκειται να γίνει η εισαγωγή των νέων τραγωδιών, έχει παραβεί όχι μόνο τους νόμους αλλά και τον χρόνο και τον τόπο της ανακήρυξης. Αφού είπα αυτά, ανέφερα λίγα για τα αδικήματα που διέπραξε ως ιδιώτης, αφιερώνοντας το μεγαλύτερο μέρος στα αδικήματά του ως δημοσίου ανδρός.

[205] Με την ίδια σειρά λοιπόν να απαιτήσετε να απολογηθεί και ο Δημοσθένης. Αρχικά σχετικά με τον νόμο για τη λογοδοσία των αρχόντων, στη συνέχεια σχετικά με εκείνον για τις ανακηρύξεις και στο τέλος ότι του αξίζει αυτή η τιμή, πράγμα που είναι και το σπουδαιότερο. Αν όμως ζητήσει από σας να συμφωνήσετε σε δική του σειρά απολογίας, με την υπόσχεση ότι στο τέλος της απολογίας του θα ξεκαθαρίσει το ζήτημα της παρανομίας, μην το δεχτείτε και μην ξεχνάτε ακόμη ότι αυτό είναι δικηγορικό τέχνασμα. Γιατί ποτέ δεν θα ήθελε να επανέλθει στο θέμα άμυνας εναντίον της παρανομίας, αλλά, καθώς δεν έχει να αναφέρει καμιά δίκαιη δικαιολογία, επιδιώκει με την παρεμβολή άσχετων θεμάτων να σας κάνει να ξεχάσετε την κατηγορία.

[206] Όπως ακριβώς λοιπόν στους γυμναστικούς αγώνες βλέπετε τους πυγμάχους να διαγωνίζονται μεταξύ τους για την καλύτερη στάση, έτσι και σεις να αγωνίζεστε για χάρη της πόλης όλη την ημέρα για τη σειρά που θα ακολουθήσει αυτός στον λόγο του και μη τον αφήσετε να ξεφύγει από τα όρια της κατηγορίας για το παράνομο του ψηφίσματος, αλλά, καιροφυλακτώντας και ενεδρεύοντας όσο θα ακούτε, οδηγήστε ξανά τον λόγο του στο ζήτημα της παρανομίας και συνεχώς να τον επιτηρείτε να μην είναι εκτός θέματος.

[207] Θεωρώ όμως σωστό να σας προειδοποιήσω για όσα θα σας συμβούν, εάν ακολουθήσετε την ακροαματική διαδικασία κατά τον δικό τους τρόπο. Θα σας παρουσιάσει λοιπόν ο Κτησιφών τον απατεώνα, κλέφτη, αυτόν που έχει κάνει κομμάτια το πολίτευμα. Ο Δημοσθένης κλαίει ευκολότερα από ό,τι γελούν οι άλλοι και επιορκεί με τη μεγαλύτερη ευκολία από όλους. Δεν θα με εξέπληττε, αν, αλλάζοντας τακτική, συκοφαντούσε το ακροατήριο, λέγοντας ότι οι εκ πεποιθήσεως ολιγαρχικοί έχουν ταχθεί στο πλευρό της κατηγορούσας αρχής, ενώ οι φίλοι του λαού στο πλευρό της υπεράσπισης.

[208] Όταν λοιπόν θα πει παρόμοια λόγια, στους διχαστικούς του λόγους αντιτάξτε του το εξής: «Δημοσθένη, εάν αυτοί που ξεκίνησαν από τη Φυλή και αποκατέστησαν το δημοκρατικό πολίτευμα που είχε καταλυθεί ήταν όμοιοί σου, η δημοκρατία δεν θα είχε ποτέ αποκατασταθεί. Εκείνοι όμως έσωσαν την πόλη από μεγάλα κακά που είχαν συμβεί τότε, διακηρύττοντας την ωραιότατη φράση, που πηγάζει από εσωτερική καλλιέργεια: μη μνησικακείτε, Αθηναίοι· συ όμως ξύνεις πληγές και πιο πολύ σε νοιάζει η εντύπωση των λόγων σου σε κάποια στιγμή παρά η σωτηρία της πόλης». Όταν όμως, ενώ είναι επίορκος, καταφεύγει στους όρκους για να γίνει πιστευτός, θυμίστε του ότι, γι᾽ αυτόν που επιορκεί επανειλημμένα και έχει την αξίωση να γίνεται πιστευτός με όρκο, ένα από τα δύο πρέπει να συμβαίνει, ή να υπάρξουν καινούριοι θεοί ή οι ακροατές να μην είναι οι ίδιοι· από τα δύο αυτά όμως ούτε το ένα ούτε το άλλο ισχύει για τον Δημοσθένη.

[209] Όσο για τα δάκρυα και τον τόνο της φωνής του, όταν σας ρωτήσει: «πού να καταφύγω, Αθηναίοι, με περικυκλώσατε· δεν έχω προς τα πού να στραφώ», ανταπαντήστε του: «ο λαός της Αθήνας πού να καταφύγει, Δημοσθένη; Ποιοι σύμμαχοι τον περιμένουν; Ποια χρήματα; Ποιο καλό για τον λαό έχεις να επιδείξεις με την ως τώρα πολιτική σου; Όσα έχεις σκεφτεί για τον εαυτό σου τα βλέπουμε όλοι. Εγκατέλειψες την Αθήνα, αλλά, όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν μένεις στον Πειραιά· κάνεις εξορμήσεις από την πόλη και έχεις προμηθευτεί τα εφόδια για την άνανδρη φυγή σου από το χρυσάφι του βασιλιά και τις δωροδοκίες σου σε βάρος του δημοσίου».

[210] Γενικά όμως προς τι τα δάκρυα; Προς τι η κραυγή; Προς τι ο τόνος της φωνής; Ο Κτησιφών δεν είναι ο κατηγορούμενος; Δεν πρόκειται για δίκη κατά την οποία η ποινή καθορίζεται από τους δικαστές, ενώ εσύ δεν αγωνίζεσαι ούτε για την περιουσία σου ούτε για τη ζωή σου ούτε για να μη χάσεις τα πολιτικά σου δικαιώματα; Αλλά για ποιο πράγμα το τόσο μεγάλο ενδιαφέρον του; Για χρυσά στεφάνια και για αναγορεύσεις στο θέατρο ενάντια προς τους νόμους.

[211] Αλλά, και αν ακόμη είχε τρελαθεί ο λαός ή είχε ξεχάσει τη σημερινή κατάσταση και ήθελε πράγματι να τον στεφανώσει σε τέτοια ακατάλληλη περίσταση, αυτός είχε υποχρέωση να παρουσιαστεί στην Εκκλησία του Δήμου και να πει: «Αθηναίοι, δέχομαι το στεφάνι, αλλά αποδοκιμάζω την περίσταση κατά την οποία γίνεται η ανακήρυξη· γιατί είναι ανεπίτρεπτο να στεφανωθώ εγώ για όσα οι πολίτες έχουν κόψει τα μαλλιά τους». Αυτά, νομίζω, θα έλεγε ένας πραγματικός άνδρας που έχει ζήσει ενάρετα· όσα όμως θα πεις εσύ θα τα έλεγε ένα κάθαρμα που προσποιείται τον ενάρετο.

[212] Μα τον Ηρακλή, κανένας από σας δεν πρόκειται να φοβηθεί μήπως ο Δημοσθένης, μεγαλόψυχος καθώς είναι και στα πολιτικά διακριθείς, αυτοκτονήσει, όταν επιστρέψει στο σπίτι του χωρίς τα αριστεία. Αυτός τόσο λίγο ενδιαφέρεται για την εκ μέρους σας εκτίμηση, ώστε αυτό το μιαρό και ένοχο κεφάλι, που ο Κτησιφών αντίθετα προς όλους τους νόμους έχει προτείνει να το στεφανώσετε, χίλιες φορές το έχει κάνει κομμάτια ο ίδιος και μάλιστα έχει πάρε και χρήματα για τα τραύματα αυτά, κάνοντας μήνυση για χτύπημα εκ προμελέτης· και έχει γρονθοκοπηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι ακόμη εμφανή, πιστεύω, στο πρόσωπό του τα σημάδια από τις γροθιές του Μειδία. Γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν έχει κεφάλι αλλά προσοδοφόρο κεφάλαιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου