“Τα μοναδικά δυνατά και βαθιά πάθη είναι εκείνα που αντέχουν τη δοκιμασία της λογικής”
“Χωρίς τη μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος,”ισχυρίστηκε ο Nietzsche, ένας από τους σημαντικότερους και πιο δημοφιλείς φιλοσόφους που στοχάστηκαν πάνω στην απαράμιλλη δύναμη της μουσικής.
Δύο γενιές αργότερα ο, Franz Kafka — άλλος ένας συγγραφέας ζοφερής ευφυΐας και ταλέντου που διαφώτισε το πνεύμα με τις ισχυρές και σκοτεινές δηλώσεις του – ασχολήθηκε με το ίδιο θέμα στους διασκεδαστικούς διαλόγους με τον έφηβο σύντροφο και ιδεολογικό συνομιλητή του Gustav Janouch, οι οποίοι βρίσκονται συγκεντρωμένοι στο έργο Κουβεντιάζοντας με τον Kafka, που μας χάρισε ο περιπλανώμενος συγγραφέας σχετικά με τον Ταοϊσμό, το φαίνεσθαι σε αντιπαράθεση με το είναι, τον έρωτα και τη δύναμη της υπομονής.
Κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου το καλοκαίρι του 1922, η κουβέντα στρέφεται προς τη μουσική – ένα θέμα με το οποίο ο δεκαεπτάχρονος Gustav επιθυμούσε διακαώς να ασχοληθεί, αλλά ο πατέρας του αντιμετώπιζε με άρνηση αυτή την επιθυμία και του απαγόρευσε να ακολουθήσει αυτόν τον τομέα. Ο Kafka λέει στον νεαρό του σύντροφο:
“Η Μουσική είναι ο ήχος της ψυχής, η ίδια η φωνή του υποκείμενου κόσμου.”
Aργότερα, σε μία επόμενη συζήτηση, όταν ο Gustav μοιράστηκε με τον μέντορά του ένα διήγημα που είχε συγγράψει με τίτλο Η Μουσική της Σιωπής, ο Kafka στοχάστηκε πάνω στον τρόπο που η μουσική σαγηνεύει και μαγεύει την ψυχή:
“Οτιδήποτε είναι ζωντανό ρέει. Οτιδήποτε είναι ζωντανό εκπέμπει ήχο. Ωστόσο εμείς αντιλαμβανόμαστε μόνο ένα μέρος του ήχου. Δεν ακούμε την κυκλοφορία του αίματος, την ωρίμανση και τη φθορά των ιστών του κορμιού μας, τον ήχο της χημικής διεργασίας που συντελείται μέσα μας. Ωστόσο, τα ευγενή οργανικά μας κύτταρα, οι ιστοί του εγκεφάλου, τα νεύρα μας και το δέρμα μας εμποτίζονται με αυτούς τους αθόρυβους ήχους. Δονούνται ως αντίδραση στο περιβάλλον τους. Αυτή είναι η θεμελίωση της δύναμης που διαθέτει η μουσική. Μπορούμε να απελευθερώσουμε αυτές τις βαθιές συναισθηματικές δονήσεις. Για να το επιτύχουμε αυτό, χρησιμοποιούμε μουσικά όργανα, όπου ο αποφασιστικός αρπάγων είναι η ίδια η εσώτερη δυναμική του ήχου που κρύβουν μέσα τους. Ήτοι: αυτό που είναι αποφασιστικό δεν είναι η ισχύς του ήχου, ή η τονική απόχρωση, αλλά ο κρυφός χαρακτήρας του, η ένταση με την οποία η δύναμη της μουσικής επιδρά στα νεύρα. [Η Μουσική] πρέπει … να ανυψώνει στην ανθρώπινη συνειδητότητα δονήσεις, οι οποίες σε κάθε άλλη περίπτωση παραμένουν αθόρυβες κι ανεπαίσθητες [χαρίζουν] σιωπή στη ζωή …αποκαλύπτουν τον κρυμμένο ήχοι της σιωπής”.
Σε κάποια άλλη συνομιλία, πραγματεύεται τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ μουσικής και ποίησης – στοιχείο πάνω στο οποίο θα στοχαζόταν η Patti Smith σχεδόν έναν αιώνα αργότερα. Ο Kafka λέει στον Gustav:
“Η Μουσική δημιουργεί καινούργιες, ανεπαίσθητες, πιο περίπλοκες, και ως εκ τούτου πιο επικίνδυνες ηδονές … Ωστόσο, η ποίηση στοχεύει στην αποσαφήνιση της αγριότητας των ηδονών, την πνευματικοποίηση, την καθαρότητα, ως εκ τούτου τις εξανθρωπίζει. Η μουσική, αφ΄ενός, είναι ένας πολλαπλασιασμός της αισθησιακής ζωής· η ποίηση, αφ΄ετέρου, πειθαρχεί και εξυψώνει τη ζωή.”
Κι όμως, ο Kafka φαίνεται πως αλλάζει κατεύθυνση σχετικά με τη δύναμη που ασκεί η μουσική:
“Η μουσική για μένα είναι όπως η θάλασσα … Βρίσκομαι υποταγμένος, μαγεμένος, ενθουσιασμένος, κι όμως φοβάμαι, τρέμω την απεραντοσύνη της. Είμαι, πράγματι, κακός ναυτικός.”
Επίσης, για τον Kafka, το μέγεθος της συντριβής του ήταν ίσως ο αμεσότερος τρόπος να μετρήσει την ένταση αυτού του έρωτά του. “Δεν θέλω να ξέρω τι φοράς,” έγραψε κάποτε σε μία από τις όμορφες και σπαρακτικές ερωτικές επιστολές, “με ταλαιπωρεί τόσο πολύ που δεν μπορώ να αντιμετωπίσω τη ζωή μου.”
Όταν ο Gustav θρηνεί και πενθεί λόγω της άρνησης του πατέρα του να τον αφήσει να ασχοληθεί με τη μουσική και αναρωτιέται, εάν το να κάνει του κεφαλιού του, θα του έδινε το δικαίωμα να εναντιωθεί στην επιθυμία του πατέρα του και να κυνηγήσει το όνειρό του, ο Kafka διευρύνει το ζήτημα αυτό και το καθιστά έναν μεγαλύτερο αναστοχασμό σχετικά με την αιτία της καλλιτεχνικής δημιουργίας:
“Μερικές φορές είναι πολύ εύκολο να χάσει κανείς το κεφάλι του, όταν κάνει του κεφαλιού του. Φυσικά, δεν αντιλέγω στην επιθυμία σου να σπουδάσεις μουσική. Αντιθέτως! Τα μοναδικά ισχυρά και βαθιά πάθη είναι εκείνα που αντέχουν στη δοκιμασία της λογικής επεξεργασίας. Υπάρχει πάθος πίσω από κάθε μορφή τέχνης. Για αυτόν τον λόγο υποφέρεις και παλεύεις για τη μουσική σου … Αλλά στην τέχνη αυτός είναι πάντοτε ο δρόμος. Θα πρέπει ο καθένας να χάσει τη ζωή του για να καταφέρει στο τέλος να την κερδίσει.”
Σε μία άλλη συνομιλία, επαναδιαπραγματεύεται το ζήτημα και συνδυάζει τις θυσίες που απαιτεί η τέχνη με τη θυσία της θρησκευτικής αφοσίωσης. Πάνω σε ένα συναίσθημα που ανακαλεί στη μνήμη το διαχρονικό αξίωμα της Simone Weil ότι “η προσοχή είναι η σπανιότερη και πιο αμιγής μορφή γενναιοδωρίας [και,] όταν φτάσει στον ύψιστο βαθμό, δεν διαφέρει από την ίδια την προσευχή” — και τι άλλο μπορεί να είναι η τέχνη, εκτός από γενναιοδωρία ύψιστου βαθμού; — ο Kafka λέει στον Gustav:
“Η προσευχή και η τέχνη είναι παθιασμένες πράξεις θέλησης. Ο δημιουργός επιθυμεί να υπερβεί και να ενισχύσει τις φυσιολογικές δυνατότητες της θέλησης. Η τέχνη, όπως και η προσευχή, είναι ένα χέρι που απλώνεται μέσα στο σκοτάδι, αναζητώντας κάποιο ίχνος χάρης· η χάρη αυτή θα μεταμορφώσει το χέρι, θα του δώσει την ικανότητα να προσφέρει αγαθά και δώρα. Η προσευχή σημαίνει ότι κάποιος βουλιάζει σε ένα θαυμαστό ουράνιο τόξο που επεκτείνεται μεταξύ ζωής και θανάτου, για να κρυφτεί εντελώς μέσα του, να γίνει ένα μαζί του, για να κατορθώσει να μεταγγίσει την ατέρμονη ακτινοβολία του στην αδύναμη λίκνο της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης”.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου