Πριν από τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα, η σχέση σώματος και ψυχής ακολουθεί την ιστορία του ανθρώπινου είδους. Οι πρωτόγονες κοινωνίες πίστευαν στις δυνάμεις των πνευμάτων και του εξορκισμού.
Ο Σωκράτης δίδασκε ότι το σώμα δε θεραπεύεται χωρίς την ψυχή, ο Γαληνός ανέπτυξε τη «χημική θεωρία» του, δηλαδή ότι οι ασθένειες προέρχονται από τη διαταραχή των υγρών (χυμοί) του σώματος και ο Ιπποκράτης θεράπευε με αυτές τις πεποιθήσεις. Ο Πλάτων διαφοροποιήθηκε από τη γνώμη που θέλει το γερό σώμα να κάνει καλή ψυχή, ενώ ο ίδιος πρέσβευε ότι η καλή ψυχή, με την αρετή της, βελτιώνει όσο το δυνατόν το σώμα.
Σε περίπτωση δε, ασθενειών του σώματος, υποστήριζε την αρχή ότι δεν είναι δυνατό να γιατρεύεται το σώμα με το σώμα, αλλά αντιθέτως η ψυχή με την αρετή της είναι αυτή που γιατρεύει το σώμα, ενώ εάν είναι «κακή», δε θα τα καταφέρει ούτε εκείνη. Τέλος, ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι η νόηση δεν υπάρχει χωρίς το σώμα και η ψυχή είναι εκείνη που προσδίδει στο σώμα την ατομικότητα και τη σημασία του. Αργότερα, η θρησκεία θεώρησε την αμαρτία (ενοχή) ως αιτία ασθένειας, δηλαδή ως μια μορφή θεϊκής τιμωρίας.
Σήμερα, οι έρευνες στρέφονται στα σημεία επαφής των ενδοψυχικών γεγονότων και των ερευνητικών δεδομένων της Νευροβιολογίας, στο πώς δηλαδή «διαβάζει» ο εγκέφαλος τις ψυχολογικές εμπειρίες και πώς τις μεταφράζει σε συμπεριφορά. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι ψυχοσωματικές ασθένειες ξεκινούν από την περιοχή της επιθυμίας, η ικανοποίηση της οποίας δεν εξαρτάται από το ίδιο το άτομο, αλλά από άλλους παράγοντες ή άτομα, με τα οποία δεν έχει κανείς τη δυνατότητα να συνδιαλλαγεί και να διαπραγματευθεί την ικανοποίηση της επιθυμίας. Το αποτέλεσμα αυτής της ασυνείδητης διεργασίας είναι να βιώνει μια κατάσταση αδυναμίας, όμοια με αυτή του μικρού παιδιού, που εξαρτάται ολοκληρωτικά από τη μητέρα του.
Το γεγονός ότι ψυχικοί παράγοντες επιδρούν καθοριστικά στην υγεία μας είναι, άλλωστε, ήδη γνωστό στη «λαϊκή σοφία», εξ’ ου και το πλούσιο ψυχοσωματικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε καθημερινά – δεν μπορώ να το χωνέψω, μου ραγίζει την καρδιά... Εν τέλει ζούμε ενσαρκωμένοι σε ένα σώμα με το οποίο κινούμαστε, συναντιόμαστε, αγαπάμε και φυσικά ερχόμαστε σε επαφή με τις ανάγκες μας και αλληλεπιδρούμε με τους άλλους. Το σώμα είναι μέρος του εαυτού μας, όπως είναι και οι σκέψεις μας, η φαντασία μας, οι ιδέες μας, τα συναισθήματά μας. Το σώμα είναι αυτό το οποίο εισάγει τον άνθρωπο στο Είναι και στον κόσμο. Είναι ίσως το μόνο μέρος του οργανισμού που μιλάει αυθεντικά, χωρίς να μπερδεύεται και να διστάζει, χωρίς να αποκρύπτει και ενθυμούμενο όλα όσα ο άνθρωπος σκέφτεται, αισθάνεται και τον διακατέχουν.
Πράγματι το συναίσθημα δεν υπάρχει κάπου αόριστα. Εγκαθίσταται στο σώμα μας και, όπως μας δείχνει και η ετυμολογία της λέξης, μας κινεί κυριολεκτικά – συν- αίσθημα. Ο θυμός, ο φόβος, η χαρά, η λύπη κινούν κυριολεκτικά το σώμα μας. Αλλάζουν την έκφραση του προσώπου μας εφόσον συγκεκριμένοι μύες κινούνται με απόλυτα συγκεκριμένο τρόπο. Τέτοιον που οικουμενικά οι εκφράσεις αυτές να είναι αναγνωρίσιμες και διακεκριμένες σε κάθε συναίσθημα. Όλα τα συναισθήματα μας προτρέπουν να μείνουμε ή να φύγουμε από συγκεκριμένες καταστάσεις ή να αναλάβουμε κάποια δράση. Για να το κατορθώσουμε αυτό ο οργανισμός μας παράγει αδρεναλίνη, μια ορμόνη που χύνεται με αφθονία στον οργανισμό, πριν ακόμα συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος ή την αιτία του συναισθήματος. Έτσι, ο οργανισμός μας, μας προφυλάσσει από το να μείνουμε παγωμένοι και ανήμποροι. Η καρδιά μας χτυπά με ένταση για να στείλει το αίμα παντού, να μας ζεστάνει και να μας δώσει την απαιτούμενη ενέργεια για να τα βγάλουμε πέρα. Οι πνεύμονές μας κινούνται με ένταση για να μας βοηθήσουν να ανταποκριθούμε στην μεγαλύτερη ζήτηση οξυγόνου. Οι πόνοι του σώματος υποχωρούν. Το στομάχι αναστέλλει την πέψη και η προσοχή μας στρέφεται σε σημεία διαφυγής ή στην αναζήτηση κάποιου εργαλείου ή όπλου προκειμένου να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τον ενδεχόμενο κίνδυνο. Παρατηρούμε, επομένως, μια άριστη και άρρηκτη συνεργασία πνεύματος και σώματος μέσω συναισθήματος. Όλα ξεκινούν από το πνεύμα μας.
Τι γίνεται όταν προσπαθούμε να αναστείλουμε τα συναισθήματα, να τα καταπιέσουμε, να φέρουμε εμπόδια στην επαφή; Τότε, ο μεν οργανισμός θα λειτουργήσει όπως πρέπει, ενώ η αδρεναλίνη δεν θα μπορέσει να υποχωρήσει αφού δεν θα πάρει σωστά το μήνυμα ότι ο κίνδυνος έχει φύγει. Ο κίνδυνος σε αυτή την περίπτωση είναι η χρονιότητα της κατάστασης συναγερμού σε επίπεδα τέτοια που δεν γίνονται αντιληπτά από τον οργανισμό, ώστε να αναλάβει τη δουλειά του, δηλαδή να τα αναστείλει. Και η κατάσταση αυτή μπορεί να είναι ένα χρόνιο στρες.
Βασική αρχή της Gestalt όπως την έθεσε ο ιδρυτής της, ο Perls, είναι ότι η ψυχολογική υγεία και ασθένεια περιγράφονται απλά. Υγεία είναι η σύνδεσή μας και ασθένεια η απομάκρυνσή μας από τον εαυτό μας, μια αντίληψη που βρίσκεται πολύ κοντά σε πολλές παραδοσιακές αντιλήψεις που πρεσβεύουν ότι η ασθένεια δεν υπάρχει. Σύμφωνα με αυτές, η ασθένεια μπορεί να χαρακτηριστεί ως σημάδι ανισορροπίας που προέρχεται τις περισσότερες φορές από τη συμπεριφορά, συνειδητή ή ασυνείδητη. Βάσει αυτής της αντίληψης, τα συμπτώματα είναι οι ορατές ενδείξεις μιας φυσικής ή ψυχικής ανισορροπίας, η οποία είναι μη ορατή.
Εντέλει, τα συμπτώματα είναι σύμμαχοι που μας φέρνουν πολύτιμες πληροφορίες στο τι πρέπει να κάνουμε για επαναφορά της ισορροπίας του οργανισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου