«O άνθρωπος είναι ένα ον το οποίο εκπαιδεύτηκε από τις πλάνες του: Πρώτον, πάντα έβλεπε τον εαυτό του ως ατελή, δεύτερον, προίκιζε τον εαυτό του με φανταστικές ιδιότητες, τρίτον, έβαζε τον εαυτό του στην ιεραρχία των όντων σε λάθος βαθμίδα ανάμεσα στο ζώο και τη φύση, τέταρτον, επινοούσε συνεχώς καινούριους πίνακες των καλών και τους δεχόταν για ένα διάστημα ως αιώνιους και μη εξαρτώμενους από όρους.
Το αποτέλεσμα ήταν πως άλλοτε η μια και άλλοτε η άλλη ανθρώπινη ενόρμηση και κατάσταση έπαιρνε την πρώτη θέση και εξευγενιζόταν λόγω αυτής της εκτίμησης. Κάθε επίτευγμα, κάθε βήμα προς τα εμπρός στη γνώση, προκύπτει από το θάρρος, από τη σκληρότητα απέναντι στον εαυτό μας, από την καθαρότητα απέναντι στον εαυτό μας. Μια μικρή εκδίκηση είναι πιο ανθρώπινη από καθόλου εκδίκηση. Σκοπός της εκδίκησης ή της τιμωρίας είναι να κάνει καλύτερους εκείνους που τιμωρούν ή εκδικούνται. Όποιος τιμωρείται, δεν είναι ποτέ εκείνος που έχει κάνει την πράξη. Είναι πάντα ο αποδιοπομπαίος τράγος. Έτσι η μνησικακία γεννημένη από την αδυναμία, βλάπτει περισσότερο από τον καθένα τον ίδιο τον αδύναμο.» Νίτσε
«Ο φθόνος είναι συντετριμμένος θαυμασμός» Σέρεν Κίρκεγκορ
«Όταν σκέφτεσαι πόσοι είναι καλύτερα από σένα, να συλλογίζεσαι και πόσοι είναι χειρότερα από σένα.» Σενέκας
«Στην ηλικία μου ο Αλέξανδρος ήταν κοσμοκράτορας, ενώ εγώ δεν έχω κάνει τίποτα που ν’ αξίζει ακόμα.» Ιούλιος Καίσαρ, όταν σε ηλικία 32 ετών είδε έναν ανδριάντα του Αλέξανδρου.
Οι μνησίκακοι πεθαίνουν με οικτρό τρόπο, η μνησικακία ποτέ.
Είναι αληθινά εκπληκτικό το πόσο εύκολα τα ανθρώπινα ζώα αρέσκονται να ζουν στο μίσος, στην κακία, (μνησικακία) στον φθόνο σε μόνιμη κατάσταση και να αρνούνται να ζήσουν στην μόνιμα χαρούμενη (έστω και χαζοχαρούμενη) αντίστοιχη της. Το να διατηρεί κάποιος στη μνήμη του, ένα κακό που του έγινε (υποθετικό ή αληθινό, είναι αδιάφορο) και να επιθυμεί την ανταπόδοσή του αυτό σημαίνει μνησικακία και ταυτόχρονα σημαίνει ότι η συγκεκριμένη μονάδα δεν ζει στον παρόντα χρόνο.
Αυτό σημαίνει ότι ζει κάπου (οπουδήποτε) αλλού, αλλά όχι εδώ και τώρα. Όταν λοιπόν προσπαθήσεις να επικοινωνήσεις με κάποιο τέτοιο υποκείμενο που βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου διαπιστώνεις κάθε είδους διαστρεβλώσεις και δικαιολογήσεις, τυχαιότητα, ανικανότητα αντιμετώπισης και φυσικά απώλεια σθένους κι άρα αρρώστιες νοητικές και σωματικές. Κάθε υποκείμενο που ζει εκτός παρόντα χρόνου έχει πολύ χαμηλό βαθμό αποδοχής και σχεδόν ανύπαρκτη ικανότητα αντιμετώπισης κι άρα είναι μία πολύ κακή επιλογή για συντροφιά ή συνεργασία, αφού η ανηθικότητα και η ανικανότητα είναι κύριο χαρακτηριστικό του και ο φθόνος με την κακία η βασική του υποδειγματική κατάσταση.
Ο φθόνος βγαίνει από το ρήμα φθίνω που σημαίνει μειώνω, λιγοστεύω, συρρικνώνω και πράγματι, ο φθόνος μειώνει το σθένος κι άρα η μονάδα α-σθενεί. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσεις ότι η μνησικακία που κάθισε στον θρόνο της σκέψης σου και ζει μέσα στο μυαλό σου δηλητηριάζει ολόκληρο το σώμα σου. Φθονερές σκέψεις, μνησίκακα συναισθήματα, πηγάζουν μέσα από εσένα και όχι απ’ τους γύρω σου, άρα μόνο εσένα συρρικνώνουν κι α-σθενούν, ποτέ τους γύρω σου. Η περιφρόνηση, ο φθόνος, η μνησικακία πλημυρίζει με θανατηφόρα συναισθήματα και συνοδεύονται από μνησίκακες ενέργειες που σε οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε απώλεια σωματικού σθένους (ασθένεια) απομόνωση και εξαθλίωση.
Η Μνησικακία είναι ο μοναδικός λόγος που το ανθρώπινο ζώο α-σθενεί (χάνει το σθένος του) και κανένας απολύτως άλλος. Ούτε ιοί, ούτε μικρόβια, ούτε νοσήματα με εξωτικά ονόματα. Η μνησικακία έχει σωματικές συνέπειες: υψηλή πίεση, αύξηση των παλμών, αυξημένο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, καρκίνους, φλεγμονές κ.α. που αποκαλούνται «αυτοάνοσα». Κοινός τόπος όλων η γενικευμένη συστημική οξύτητα μέσα στο σώμα. Όσο περισσότερο κρατάς κακία, τόσο πιο σίγουρο είναι ότι αυτά τα συναισθήματα επηρεάζουν την καρδιά, το σθένος, την υγεία.
«Τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η μνησίκακη νοητική κατάσταση προκαλεί καρδιακά προβλήματα μας άφησαν έκπληκτους», δήλωσε ο Dr. Charles Raison, καθηγητής Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Emory University. «Τα ευρήματα είναι εξίσου στοιχειοθετημένα με αυτά για το κάπνισμα και το μέγεθος των συνεπειών είναι το ίδιο», συμπλήρωσε. Φυσικά, είναι δύσκολο να αποφύγουμε εντελώς τις στιγμές θυμού και θα νιώσουμε πικρία κάποια στιγμή στην ζωή μας, αλλά αυτό πρέπει να είναι απολύτως προσωρινό και φευγάτο. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπουμε να γίνει χρόνιο πρόβλημα η μνησικακία και να διαιωνίζεται.
Ο μνησίκακος είναι ρηχός από συναισθήματα, επιφανειακός και παρασιτικός, αισθάνεται ότι τον αδικούν και ότι κάποιοι πρέπει να του δίνουν μόνιμα ότι του αρέσει χωρίς να δυσανασχετούν, είναι πεπεισμένοι ότι αδικήθηκαν και όλοι τους χρωστάνε κι άρα πρέπει να πληρώσουν τα φαντασιακά χρωστούμενα. Όπως έλεγε ο Νίτσε «το χρυσό θηκάκι της συμπόνοιας κρύβει την λεπίδα του φθόνου» αφού η συμπόνια είτε δίνεται, είτε απαιτείται είναι συγκαλυμμένη μνησικακία. Όσο πιο άδειος είναι συναισθηματικά και ψυχικά ο άνθρωπος τόσο περισσότερο η μνησικακία, ο φθόνος και η απληστία τον διακατέχουν.
Απληστία είναι η υπερβολική κι εγωιστική επιθυμία του υποκειμένου για περισσότερα απ’ όσα χρειάζεται όπως χρήματα, ρούχα, τεχνολογικά κλπ. Ο άπληστος λειτουργεί με γνώμονα το οικονομετρικό ένστικτο αυτοπροβολής και είναι πάντοτε άτομο με χαμηλή αυτοεκτίμηση, που φαντασιώνονται ανεπούλωτα τραύματα μειονεξίας και ματαιώσεις που ενισχύθηκαν κατά την παιδική ηλικία από την οικογένεια που τους φταίει για τα πάντα, αφού θεωρούν ότι υπήρξαν στερημένοι από αγάπη, με καταπιεστικούς ή αδιάφορους γονείς ή από τις συνθήκες οικονομικής δυσχέρειας με πολλές στερήσεις και τώρα απαιτούν από το σύμπαν να συνωμοτήσει υπέρ τους και μάλιστα να κατακεραυνώσει όλους τους φαντασιακούς εχθρούς τους, ειδικά την μαμά και τον μπαμπά.
Η απληστία είναι εθιστική και ο άπληστος τα θέλει όλα δικά του χωρίς ηθικές αναστολές, ή ίχνος λογικής σκέψης κι όπως ένας εξαρτημένος από ουσίες θα σκοτώσει για να βρει την δόση του. Πέρα από την εξάρτηση από τα υλικά αγαθά, αντίστοιχα, υπάρχει και η εξάρτηση από την κοινωνική αναγνώριση ως μοναδικός ακλόνητος κι ανήθικος αυτοσκοπός. Η μάχη για καταξίωση (με ότι αυτό σημαίνει για τον ταραγμένο ψυχισμό του) μετατρέπεται σε ένα ανταγωνιστικό αδυσώπητο επιθετικό κυνήγι εξουσίας με πλήθος από αμετανόητες, παρασιτικές κι ανήθικα παράλογες πράξεις, και προς τον εαυτό του και φυσικά προς το περιβάλλον του.
Η τυχοδιωκτική επιθυμία για οικονομική και κοινωνική υπεροχή συγκαλύπτει ναρκισσιστικά εγωπαθή στοιχεία. Ο άπληστος θεωρεί ότι όλοι «του χρωστάνε», ενώ παράλληλα ο φόβος του θανάτου που τον κυριεύει, τον οδηγεί στην εξάρτηση συλλογής υλικών αγαθών ως αντάλλαγμα για την αιώνια ζωή. Γίνεται ο καλύτερος καταναλωτής και γι αυτόν οι διαφημίσεις είναι απλά μια ευκαιρία για αγορά ανεξάρτητα αν αυτό που βλέπει του είναι χρήσιμο ή το χρειάζεται ή αν έχει τα χρήματα να το αγοράσει.
Η υπέρμετρη εγωπάθεια εκφράζεται μέσα από κτητικές αναφορές, συνοδευόμενες πάντα από το «μου» όπως οι επαγγελματικές επιτυχίες «μου» η γυναίκα «μου», τα παιδιά «μου». Η εγωπάθεια που χαρακτηρίζει τον άπληστο εξυπηρετεί ως μάσκα άμυνας, κουκουλώνοντας τις ανασφάλειες, την οδύνη του και την κακή αυτοεικόνα του.
Αυτό που αποτελεί δραματική κατάσταση για κάποιον, είναι μια περιπέτεια άνευ σημασίας για κάποιον άλλο. Για κάποιους ανθρώπους το να χάσουν χρήματα είναι μια ευκαιρία παιχνιδιού για να βγάλουν περισσότερα και για άλλους είναι αιτία αυτοκτονίας. Η λέξη stress σημαίνει υπογραμμίζω, τονίζω, επισημαίνω. Αυτό σημαίνει ότι το stress δεν είναι τοξικό από μόνο του αλλά αυτό που το stress έρχεται να τονίσει, να υπογραμμίσει. Η ασθένεια δεν είναι αποτέλεσμα του stress αλλά αυτού που εσείς επιλέγεται να τονίσετε και το συναίσθημα που το συνοδεύει.
Μερικοί άνθρωποι ζουν έντονα στρεσογόνες καταστάσεις αλλά τις επισημαίνουν ως προκλήσεις, παιχνίδι, ή ευκαιρίες και ουδέποτε δεν τους αρρωσταίνουν. Επιπλέον αφού τονίζουν το παιχνίδι το συνοδεύουν με τα αντίστοιχα συναισθήματα χαρά για παιχνίδι και ευτυχία για την ευκαιρία, δεν υπάρχει καθόλου στον νου τους σκέψη νοσηρότητας, φθόνου ή μνησικακίας αν χάσουν, αφού ξέρουν πάντοτε ότι μπορούν να ξαναρχίσουν και ότι αφού ο θάνατος δεν τους ακούμπησε ακόμη, το παιχνίδι συνεχίζεται.
«Όποιος δεν προκαλεί το φθόνο, δεν είναι σε θέση να προκαλέσει ούτε το θαυμασμό.» Αισχύλος
Η ένταση της μνησικακίας είναι ένδειξη κατωτερότητας
Ο φθόνος δεν υπάρχει στα ζώα, αλλά μόνο στον άνθρωπο, ο οποίος, επειδή είναι (λένε, δεν είναι σίγουρο) ανώτερο νοητικό ον, λειτουργεί συγκριτικά με τον κοινωνικό περίγυρο. Σπάνια ο μνησίκακος άνθρωπος θα παραδεχτεί στον κοινωνικό του περίγυρο το πως αληθινά νιώθει. Άλλωστε, το να παραδεχτεί ότι μισεί με κακία την χαρά και τα επιτεύγματα του συνανθρώπου του, που δεν τον ενοχλεί, θα ήταν σαν παραδέχεται εξόφθαλμα την κατωτερότητά του. Με λίγα λόγια, ο μνησίκακος άνευ λόγου επιθυμεί το κακό ενός άλλου, που έχει αυτό που εκείνος δεν έχει, ακόμη κι αν αυτό είναι μια αρετή ή ένας καλύτερος τρόπος ζωής. Ο μνησίκακος τυφλώνεται από την κακία και το μίσος.
Τα μνησίκακα υποκείμενα μέσα από τη δικιά τους φαντασιακή ευσεβή αλήθεια επιλέγουν να πιστεύουν αυτό που τους βολεύει, διανθίζουν την «δική τους αλήθεια» με απίστευτες δικαιολογίες, ώστε να καλύψουν την αδικαιολόγητη κακία τους και το αδηφάγο μίσος τους. Όσο πιο μνησίκακος είναι κάποιος, τόσο πιο πολλές δικαιολογίες ανικανότητας χωρίς ίχνος αποτελέσματος η εμπειρίας θα εφευρίσκει. Η συνήθης πρακτική του μνησίκακου είναι να κατασκευάζει φανταστικούς εχθρούς καλλιεργώντας τον φθόνο στον κοινωνικό περίγυρο και αξιοποιώντας τον προς όφελός του, δηλαδή το γνωστό «διαίρει και βασίλευε»! Γι’ αυτό το λόγο, όταν σας φθονούν, αντί να στενοχώριεστε, να χαίρεστε, γιατί σημαίνει ότι είστε όντα με ξεχωριστή νοοτροπία, με ισορροπημένο χαρακτήρα κάτι που ο μνησίκακος ενδόμυχα το θαυμάζει, γιατί δεν το έχει και γνωρίζει ότι δεν μπορεί να το αποκτήσει!
«Μια από τις χειρότερες αιτίες εχθρότητας είναι η λύσσα και η ποταπή επιθυμία να δεις να υποκύπτει, αυτός που τολμάει να αντιστέκεται σ’ αυτό που σε συνθλίβει» Albert Camus, 1913-1960, Γάλλος συγγραφέας, Νόμπελ 1957
Η Μνησικακία ασθενεί πρώτα τον νου και κατόπιν το σώμα
Την είχε ο Ναπολέων Βοναπάρτης. Την είχε ο Ιούλιος Καίσαρας. Την είχε και ο Αλέξανδρος. Παρ’ όλη τη δύναμη και τη δόξα που απέκτησαν, μέσα στην καρδιά τους φώλιαζε μια τάση που μπορεί να δηλητηριάσει τη διάνοια κάθε ανθρώπου. Και οι τρεις ήταν μνησίκακοι για κάποιον άλλον. «Ο Ναπολέων φθονούσε τον Καίσαρα, ο Καίσαρας φθονούσε τον Αλέξανδρο και ο Αλέξανδρος φθονούσε τον ανύπαρκτο Ηρακλή», έγραψε ο Άγγλος φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ. Και οι τρείς ήταν απαίσιοι σαν χαρακτήρες και είχαν άσχημη ζωή και κακό τέλος.
Στην παρασιτικά εγωπαθή κοινωνία που ζούμε, η στάση στο θέμα της μνησικακίας έχει πάρει επικές διαστάσεις. Οι εκδηλώσεις μνησικακίας, φθόνου, αρνητικών σχολίων και μικροψυχίας βρίθουν πίσω από την ανωνυμία του διαδικτύου κ.τ.λ. προσδίδοντας πλέον την απαραίτητη «νομιμοποίηση» στην εκάστοτε εκδήλωσή τους. Έτσι, συγκρινόμαστε πλέον πιο ανοιχτά με φίλους, συναδέλφους και άγνωστους ανθρώπους γύρω μας όμως κυρίως αυτοί που εκφράζουν δημόσια και δυναμικά τις απόψεις τους, γίνονται αποδέκτες του κύριου όγκου του φθόνου των μνησίκακων.
Η οποιαδήποτε δυσφορία, που τυχόν εκφράζεται από την πλευρά του δημόσιου προσώπου για τον οχετό που εισπράττει, αντιμετωπίζεται με την προσχηματική έκφραση: «Από τη στιγμή που είσαι δημόσιο πρόσωπο, θα πρέπει να αποδέχεσαι και την όποια δημόσια κριτική, αλλιώς δεν είσαι δημοκράτης, αλλά φασίστας και ρατσιστής». Στις περιπτώσεις αυτές, ο οχετός της μνησικακίας ταυτίζεται με την «κριτική». Το συνειδητό μίσος ως απόρροια του φθόνου και της κακίας απέναντι στα διάφορα επώνυμα πρόσωπα αντιπροσωπεύουν την ανώνυμη, ανούσια και χωρίς ιδιαίτερο περιεχόμενο ζωή τους και εκφράζεται διαμέσου μιας εμμονής για δημόσια αποδοκιμασία των εν λόγω επωνύμων στο διαδίκτυο.
Από τις πιο δημοφιλείς αναρτήσεις του διαδικτύου παγκοσμίως είναι αυτές που αναφέρονται με αρνητικό τρόπο σε διάφορα επώνυμα πρόσωπα. Ένα παράδειγμα περί αυτού αποτελεί το blog «What Would Tyler Durden Do» όπου πολλά σύγχρονα είδωλα και οτιδήποτε σχετίζεται με αυτά -ακόμα και τα μικρά τους παιδιά- διασύρονται ανελέητα από τους ρηχούς, άδειους, νοσηρούς και μνησίκακους.
Ο μεγάλος στοχαστής πάνω στο θέμα είναι ο Max Scheler (1874 – 1928) ο συγγραφέας του βιβλίου «Ο μνησίκακος άνθρωπος» Ο Max Scheler είναι ένας από τους σημαντικότερους γερμανούς φιλοσόφους κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα. Επηρεασμένος από τους Νίτσε, Ντίλταϋ και Χούσερλ, ο στοχασμός του επιχειρεί μια ανασύνθεση των πλέον παραδοσιακών με τα πλέον νεωτερικά στοιχεία της γερμανικής φιλοσοφίας. Είναι ο Νίτσε εκείνος που εισάγει πρώτος την έννοια της μνησικακίας [ressentiment] στο νοητικό – εννοιολογικό οικοδόμημα της φιλοσοφίας και είναι ο Max Scheler αυτός που επιχειρεί στο ανά χείρας βιβλίο την αναλυτική περιγραφή συνόλων των καταγεγραμμένων εμπειριών και εργαλείων που ιδιάζουν στον μνησίκακο άνθρωπο. Εντάσσει, δε, τη θέση του εντός του πλαισίου της φιλοσοφίας των αξιών.
Η μνησικακία ξεκινάει από ένα αίσθημα αδυναμίας
Η μνησικακία είναι πιο παθητική από τον καθαρό φθόνο. Όταν γνωρίζει το υποκείμενο ότι δεν μπορεί ν’ αλλάξει μια κατάσταση η οποία δεν του αρέσει, αλλά δεν μπορεί και να το πάρει απόφαση, τότε το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης καταλήσει να είναι η μνησικακία. Υπό την κυριαρχία της μνησικακίας, υποτιμάει κι ως εκ τούτου, υποβιβάζει αυτό που δεν μπορεί να έχει ή να φτάσει. Η βασικότερη αφήγηση που άπτεται της μνησικακίας, είναι ο μύθος του Αισώπου «Η αλεπού και τα σταφύλια» αφού η αλεπού τελικά δεν μπορεί να φτάσει τα σταφύλια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να είναι καλά κι έτσι, λέει «ας πάνε στην ευχή»
Η μνησικακία είναι μια αυτό-δηλητηρίαση του νου με προσδιορισμένες αιτίες κι αποτελέσματα. Είναι μια νοητική στάση, με κάποια διάρκεια, που προκαλείται από τις συστηματικές απωθήσεις κάποιων συναισθημάτων που ως τέτοια, είναι φυσιολογικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Η απώθησή τους οδηγεί στην συνεχή τάση να παραδίνεται το ανθρώπινο ζώο σε νοητικά είδη πλάνης ως προς την αξία, καθώς και τις αντίστοιχες κρίσεις ως προς αυτήν. Ανάμεσα στα συναισθήματα που αναφέρω σημαντικά είναι προπάντων τα εξής: η εκδικητικότητα, το μίσος, η κακεντρέχεια, ο φθόνος, η κακολογία και η μοχθηρία.
Έτσι λοιπόν η μνησικακία είναι μια νοητική κατάσταση, μια κατάσταση που αφήνει όσους διακατέχονται απ’ αυτήν, μ’ ένα γενικότερο αίσθημα κακοβουλίας απέναντι στη ζωή, νοιώθοντας την αδυναμία τους, δεν πιστεύουν ότι μπορούν να γίνουν πολλά πράγματα για την πηγή των μνησίκακων αισθημάτων τους. Η μνησικακία μπορούσε να εκδηλωθεί μόνο αν αυτά τα συναισθήματα είναι ιδιαίτερα ισχυρά, όταν έχουν απωθηθεί, όταν συνοδεύονται από το αίσθημα ότι δεν μπορεί να τα κάνουμε πράξη είτε λόγω σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας είτε λόγω φόβου.
Αυτή η νοσηρή κατάσταση οδηγεί στην δηλητηρίαση της προσωπικότητας και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε τελικά, όσοι έχουν μνησικακία σχεδόν απολαμβάνουν τις ευκαιρίες για κριτική που τους επιτρέπει η νοοτροπία τους. Η κριτική που ωθείται από την μνησικακία δεν προσδοκά, ούτε και προσμένει, την εξάλειψη αυτού που θεωρεί λανθασμένο, ή εσφαλμένο ή κακό. Δίχως αυτά τα μειονεκτήματα κι αυτά τα σφάλματα, θα καταστρεφόταν η αυξανόμενη ευχαρίστηση που προσφέρει η εξύβριση κι η άρνηση.
Το στοιχείο της αδυναμίας είναι αυτό που συντελεί στη μνησικακία. Ο φθόνος, το μίσος, η ανάγκη για εκδίκηση, καταλήγουν στη μόνιμη μνησικακία όταν ο μνησίκακος γνωρίζει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό.
Ο φθόνος πάνω απ’ όλα είναι μια τεράστια σπατάλη ενέργειας καθαρής εγωπάθειας. Ενώ είναι σίγουρο ότι ο φθόνος αποτελεί μέρος της ανθρώπινης φύσης, όμως αν αφεθεί ελεύθερος, ο φθόνος έχει την τάση να μειώνει όλους όσους διακατέχει. Όπου τίθεται σε λειτουργία ο φθόνος, η κρίση εκτραχύνεται, ελευθεριάζει κι εκπορνεύεται. Όπως και να λειτουργεί ο νους, ο φθόνος, το γνωρίζουμε, είναι μία από τις υπερβολές του και ως τέτοια πρέπει να προσδιοριστεί και να καταπολεμηθεί με το μόνο μέσο που έχουμε στη διάθεσή μας, με το να μη λέμε ψέματα στον εαυτό μας, με την αυτοανάλυση και με την ισορροπημένη κρίση. Παρεμποδίζει τη διαύγεια, τόσο για τον εαυτό όσο και για τους ανθρώπους που φθονεί και τελικά δίνει μια κακή εικόνα για τον εαυτό και την ζωή. Κανείς δεν μπορεί να δει καθαρά αυτό που φθονεί και μισεί. Η μοχθηρία θολώνει τη σκέψη, συντρίβει την γενναιοδωρία, αποκλείει κάθε ελπίδα για γαλήνη, χαρά, ευτυχία, επιτυχία, υγεία και καταλήγει στο μαρασμό νόησης και σώματος· λόγοι που αρκούν για να μην ξεπέσουμε στον βόρβορο της νοσηρής ασθένειας.
Η μνησικακία είναι ένα καθαρά φαντασιακό φαινόμενο παρελθόντος χρόνου, που τρώει σαν σαράκι τα σωθικά σου κι όταν αυτό γίνει πραγματικότητα, η μνησικακία μετατρέπεται σε καρκίνο, ψωρίαση, έρπη, Αλτσχάιμερ, καρδιοπάθειες και χιλιάδες δήθεν ανίατες ασθένειες. Η αλήθεια είναι πως είναι ανίατες για τους σύγχρονους «θεούς με την άσπρη μπλούζα» τους συνταγογράφους πεϊπερολόγους, τα τσιράκια των φαρμακευτικών, ενώ για την Φυσική Ιατρική είναι παιχνιδάκι γιατί γνωρίζει την αιτία πίσω από την αιτία και καθόλου δεν ασχολείται με το εκδηλωμένο σύμπτωμα που οι τσαρλατάνοι πεϊπερολόγοι το καταστέλλουν με χημικά δηλητήρια και ακρωτηριασμούς. Καλά αυτοί την δουλειά τους κάνουν έχουν να πάρουν το καινούργιο μοντέλο της Μερτσέντες ΕΣΥ όμως ζώο τι διάολο κάνεις; Ρητορική η ερώτηση ξέρω πολύ καλά τι κάνεις, τρέφεις τον καρκίνο με την γκουρμέ μνησικακία και τους προσφέρεις την νέα Μερτσέντες απλόχερα ενώ σε εσένα προσφέρεις μια ζωντανή κόλαση.
Η μνησικακία εκφράζεται μέσα στο σώμα για να δικαιολογήσει την ύπαρξη της και μέσω της ασθένειας δικαιολογεί τον εαυτό της. Επιβεβαιώνει λοιπόν το υποκείμενο μέσω της αρρώστιας ότι έχει δίκιο για το μίσος που αισθάνεται κι άρα δεν είναι της φαντασίας του, αλλά μια αντικειμενική αλήθεια. Μέσω της εκδηλωμένης ασθένειας έχει αποδείξεις για την οδύνη του χωρίς όμως να έχει συνείδηση όλων αυτών και το τίμημα που πληρώνει γι’ αυτόν τον μηχανισμό ο μνησίκακος είναι εξαιρετικά βαρύ. Όλοι μας βάζουμε το σώμα μας να δείξει στο περιβάλλον μας το πώς αισθανόμαστε και μέσω του σώματος μας χρησιμοποιούμε σαν μάρτυρες τους ανθρώπους του περίγυρου μας. Μετατρέποντας την προσωπική οδύνη σε σωματική πραγματικότητα αφαιρούμε από τους γύρω μας την δυνατότητα να την αγνοήσουν ή να αποστασιοποιηθούν από αυτήν.
Οι άρρωστοι είναι κατά βάση μνησίκακοι (ειδικά οι βαρέα νοσούντες ή όποιοι έχουν στην ζωή τους υψηλή τυχαιότητα) αγαπάνε τις αρρώστιες τους γιατί τραβάνε προσοχή ικανοποιούν την νοσηρή εγωπάθεια τους και νοιώθουν σημαντικοί, δυνατοί, αφού έτσι τους λέει ο άρρωστος περίγυρος τους. Στην πραγματικότητα είναι ΑΔΥΝΑΜΟΙ κι ΑΣΗΜΑΝΤΟΙ γιατί είναι ΕΓΩΠΑΘΕΙΣ, αυτός είναι ο πυρήνας της ύπαρξης τους και αυτή η άρρωστη εγωπάθεια είναι η αρρώστια τους.
Δυστυχώς γι αυτούς -αλλά και για εμάς που μας ζαλίζουν- ο ιατρικός τσαρλατανικός επιστημονισμός δεν κατέχει τέτοια πεδία στοχασμού. Ευκολάκι οι δικαιολογίες ανικανότητας και δύσκολο να αναλάβεις την ΕΥΘΥΝΗ της Υγείας σου και πελαγοδρομείς στην άβυσσο του μίσους που φωλιάζει μέσα σου και γι’ αυτό σέρνεσαι από παπά σε γιατρό. Αν φθονείς είναι σαν να πίνεις δηλητήριο εσύ και να περιμένεις να πάθει κακό κάποιος άλλος, που συνήθως είναι πλάσμα κάποιας φαντασίωσης σου. Να θυμάσαι πως μνησικακία στον νου σημαίνει κακό έντερο και κακό έντερο σημαίνει … ραντεβού με τους «θεούς με την άσπρη μπλούζα»
«Τους ικανούς ζηλεύουν, τους ταλαντούχους βλάπτουν, τους μεγαλοφυείς μισούν» Νικολό Παγκανίνι, 1782-1840, Ιταλός βιολονίστας
Τι να κάνεις;
«Αν στον κόσμο σήμερα υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που επιθυμούσε τη δική του ευτυχία περισσότερο απ’ ό,τι επιθυμούσε τη δυστυχία των άλλων, σε μερικά χρόνια θα είχαμε έναν παράδεισο.» Bertrand Russell
Η συνταγή για το μεγαλείο στον άνθρωπο είναι η amor fati (η αγάπη του πεπρωμένου) Το να γνωρίζει κανείς αυτό που είναι προϋποθέτει ότι δε γνωρίζει ποιος είναι. Το να τιμάς ακόμα περισσότερο κάτι που απέτυχε επειδή απέτυχε, αυτό ταιριάζει περισσότερο στην ηθική του Νιτσε. Από αυτή την άποψη, ακόμα και οι γκάφες στη ζωή έχουν το νόημα τους και την αξία τους, οι πρόσκαιρες παρακάμψεις και τα ξεστρατίσματα, οι καθυστερήσεις, η μετριοπάθεια, τα εμπόδια. Το να μη θέλεις να είσαι κάτι άλλο από αυτό που είσαι, ούτε στο μέλλον, ούτε στο παρελθόν, ούτε στον αιώνα τον άπαντα. Όχι απλώς να υπομένεις το αναγκαίο, πόσο μάλλον να το αποκρύπτεις, όλος ο ιδεαλισμός αποτελεί ψευδολογία μπροστά στο αναγκαίο · αλλά και να το αγαπά, αυτό είναι μεγαλείο.
Η ιδέα του Υπεράνθρωπου αφορά το ξεπέρασμα των περιορισμών του εαυτού, την αξιοποίηση των προσωπικών δυνατοτήτων και την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης απέναντι στη ζωή. Ο Υπεράνθρωπος αγαπά τη μοίρα του, την επιλέγει, αγκαλιάζει τα βάσανα του και τα μετατρέπει σε τέχνη και ομορφιά. Έτσι αποκτά μια φιλοσοφική ψυχή και με αυτή την έννοια αντιπροσωπεύει το επόμενο στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης. Ο άνθρωπος κατά τον Νίτσε, οφείλει να κατακτήσει τον εαυτό του μέσα από μια εσωτερική διαδικασία αυτοπραγμάτωσης. Τόνιζε τη σημασία της συμφιλίωσης του ατόμου με την ανθρώπινη μοίρα, με τη βαθύτερη, υπαρξιακή έννοια του όρου. «Ό,τι δε με σκοτώνει, με κάνει πιο δυνατό» ο εξελιγμένος άνθρωπος οφείλει να μπορέσει να κοιτάξει κατάματα αυτή τη μοίρα και ν’ απελευθερωθεί αντέχοντας αυτή τη γνώση.
Αν αντιμετωπίζεις στην ζωή σου κάποιους μνησίκακους ή φθονερούς και δεν γνωρίζεις πώς να τους αντιμετωπίσεις, απλά απομακρύνσου και διώξε τους από το περιβάλλον σου με κάθε τίμημα γιατί είναι κυριολεκτικά ιός και θα σε μολύνει.
Αν πιάνεις τον εαυτό σου να φθονεί περιστασιακά έχεις την ευκαιρία να το διορθώσεις εν τη γενέσει του, πειθαρχία χρειάζεται και τίποτε άλλο.
Αν όμως φθονείς μόνιμα και σου φταίει ο μπαμπάς και η μαμά και η κακιά η κοινωνία και το άδικο σύστημα, να σου θυμίσω ότι αυτά είναι απλές φαντασιώσεις σου και χιλιάδες άνθρωποι με τα ίδια ή και περισσότερα προβλήματα τα υπερπήδησαν και κατάφεραν να ζουν σε υποδειγματική κατάσταση χαράς και υγείας. Η μνησικακία σου (και η υγεία, η καλή ζωή, η ευτυχία, η επιτυχία) είναι απλά θέμα επιλογής, εσύ την διάλεξες και εσύ πρέπει να την αντικαταστήσεις με ευχάριστα συναισθήματα που καθρεφτίζουν έναν βιολογικό οργανισμό γεμάτο σθένος και υγεία. Αν θέλεις να βελτιώσεις τη ζωή σου, χρειάζεται να θεραπεύσεις τη ζωή σου. Τόσο απλό.
Ένας χαρούμενος άνθρωπος δεν ασθενεί ποτέ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου