Με αφορμή τη σχολική χρονιά που μόλις ξεκίνησε, το άρθρο αυτό στόχο έχει να συζητήσει την επίδραση του σχολείου στη ζωή του παιδιού, τις θετικές και αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχοκοινωνική του εξέλιξη.
Η σχολική ηλικία στην οποία αναφερόμαστε αφορά κυρίως τη λανθάνουσα περίοδο, δηλαδή τη διάρκεια των χρόνων που θα περάσει το παιδί στο δημοτικό σχολείο. Ακόμη κι αν προηγούμενα το παιδί έχει πάει στον παιδικό σταθμό ή στο νηπιαγωγείο, μέχρι τότε η οικογένεια παραμένει το σημείο αναφοράς και το σημαντικότερο κομμάτι της ζωής του. Φυσικά το παιδί μπορεί να αντέξει τη συνύπαρξη με άλλα παιδιά στον παιδικό σταθμό και αντλεί οφέλη από την παραμονή του στο νηπιαγωγείο όμως, είναι κατά τη διάρκεια της λανθάνουσας περιόδου που το παιδί μπορεί να διοχετεύει τις ενορμητικές του ενέργειες σε γνωστικές δραστηριότητες και να στρέψει το ενδιαφέρον του στους συνομηλίκους. Με την είσοδό του στο δημοτικό, το σχολείο αποκτά μεγαλύτερη σημασία καθώς χρονικά και γνωστικά οι απαιτήσεις αυξάνονται.
Με τον όρο «Λανθάνουσα περίοδο» αναφερόμαστε στην περίοδο της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης του παιδιού η οποία διαρκεί από το πέμπτο ή έκτο έτος έως την εφηβεία και κατά την οποία τα σεξουαλικά ενδιαφέροντα και οι σεξουαλικές δραστηριότητες του παιδιού σιγούν, υποχωρούν. Ο Φρόυντ θεώρησε την περίοδο αυτή της σχολικής ηλικίας απαλλαγμένη, συγκριτικά με τις προηγούμενες και τις επόμενες, από την πίεση των ενστικτωδών ενορμήσεων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου το «εγώ» του παιδιού θα πρέπει να κάνει μια σοβαρή δουλειά προσαρμογής: ενώ μέχρι τώρα είχε κυρίως να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις των εσωτερικών του δυνάμεων καλείται πια να χειριστεί και την εξωτερική πραγματικότητα. Η αρχή της πραγματικότητας αντικαθιστά την αρχή της ηδονής στη ζωή του, έχει δηλαδή τη δυνατότητα να αξιολογεί τις συνθήκες που επικρατούν και μπορεί να περιμένει για την ικανοποίηση των επιθυμιών του, χωρίς να αποζητά άμεση ικανοποίηση, ανεξάρτητα από τις συνθήκες.
Φθάνοντας λοιπόν, στο σχολείο το παιδί είναι φορέας όλης της εμπειρίας που απέκτησε στις σχέσεις με την οικογένειά του. Αυτό δε σημαίνει ότι ως το σημείο αυτό η προσωπικότητά έχει διαμορφωθεί ολοκληρωτικά και ότι πλέον δεν υπάρχει περαιτέρω εξέλιξη. Μετά τα έξι χρόνια η ψυχική και σωματική ωρίμανση συνεχίζεται ενώ επηρεάζεται διαρκώς από το περιβάλλον. Στη φάση αυτή της ανάπτυξης το παιδί ζει υπό την διπλή επίδραση των γονέων και των σχολικών σχέσεων και βιώνει την απερίσπαστη ανακατάξη των ενδιαφερόντων του, των αξιών και των επιδιώξεών του.
Η συναισθηματική ενέργειά του προσανατολίζεται περισσότερο προς τη δραστηριότητα, δηλαδή αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη επιθυμία για γνώση και κατανόηση. Το παιδί έχει αυξημένη ικανότητα για συγκέντρωση, αντλεί ευχαρίστηση από τη δουλειά του σχολείου και βρίσκει ικανοποίηση στο να μαθαίνει συνεχώς νέα πράγματα. Με τον τρόπο αυτό νιώθει ότι αρχίζει η σταδιακή του είσοδος στον κόσμο των ενηλίκων.
Εκτός βέβαια από το να βοηθά το παιδί στην κατάκτηση των γνώσεων, το σχολείο έχει και μια άλλη πολύ σημαντική αποστολή – είναι ο χώρος και ο θεσμός μέσω του οποίου αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μέλος μιας κοινότητας ανθρώπων. Στο σχολείο θα γνωρίσει τη σημασία της κοινωνικής ζωής και θα αναπτύξει τις κοινωνικές του ικανότητες. Μαθαίνει να υπάρχει και να λειτουργεί ως μονάδα εκτός οικογένειας καθώς προσαρμόζεται με άγνωστους συνομηλίκους και ενηλίκους, εδραιώνει δηλαδή καινούριους δεσμούς με τους δασκάλους και τους συμμαθητές του.
Η σχολική επιτυχία δεν είναι μια εύκολη υπόθεση καθώς οι απαιτήσεις από το παιδί είναι πολλές. Πρώτα απ’όλα πρέπει να μπορεί να αντέχει ένα μεγάλο διάστημα την ημέρα μακριά από το οικογενειακό περιβάλλον. Επίσης, το παιδί εκτός από το ότι οφείλει να ανταποκρίνεται στα μαθησιακά του καθήκοντα πρέπει όπως είδαμε νωρίτερα, να προσαρμόζεται με αγνώστους συνομηλίκους και ενηλίκους, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να ξεφεύγει από το συγκεκριμένο πλαίσιο.
Οι κανόνες και οι μέθοδοι εφαρμογής της πειθαρχίας στο σχολικό πλαίσιο αποτελούν στοιχεία που επηρεάζουν τη ζωή στο σχολείο. Η σχολική κοινότητα απαιτεί να προσαρμοσθεί ο καθένας σε αυτή και να δεχθεί τους κανόνες της. Έχει σημασία όμως, να σκεφτόμαστε ότι η καλή ή κακή προσαρμογή ενός παιδιού στο σχολείο εξαρτάται και από το ίδιο το σχολικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, η δυσκολία ενός παιδιού να προσαρμοστεί μπορεί να οφείλεται σε αδυναμίες του σχολείου και όχι σε διαταραχή του παιδιού.
Η πίεση για ακαδημαϊκή επιτυχία από γονείς και εκπαιδευτικούς είναι ένας επιπρόσθετος παράγοντας που επηρεάζει τη σχολική πορεία. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί προβάλλουν ασυνείδητα πάνω στο παιδί δικές τους επιθυμίες και φιλοδοξίες. Με τον τρόπο αυτό το παιδί καθίσταται προέκταση του ενηλίκου που οφείλει να ικανοποιήσει τα σχέδιά τους. Έτσι, ξεχνούν το ίδιο το παιδί και τις δυνατότητές του με αποτέλεσμα να γίνεται εργαλείο της ενήλικης επιθυμίας και εάν δεν απαντά σε αυτή να γίνεται αντικείμενο άγχους και επιθετικότητας.
Οι συμπεριφορές, οι σκέψεις και τα συναισθήματα των παιδιών βρίσκονται πάντα σε μια συσχέτιση με αυτά του περιβάλλοντός τους. Όταν μας απασχολεί κάτι σε σχέση με ένα παιδί είναι καλό να σκεφτόμαστε πώς οι άνθρωποι και το περιβάλλον που ζει (σπίτι, σχολείο, γονείς, εκπαιδευτικοί, συμμαθητές) σχετίζονται μαζί του. Πολλές φορές η αλλαγή του πλαισίου ή η βελτίωση σε μια συνιστώσα είναι από μόνη της ικανή συνθήκη να βοηθήσει το παιδί.
Εκείνο που είναι σημαντικό να θυμόμαστε είτε είμαστε γονείς, είτε εκπαιδευτικοί, είτε ειδικοί ψυχικής υγείας είναι ότι στα διάφορα θέματα που μας απασχολούν σε σχέση με τα παιδιά δεν υπάρχουν απαντήσεις γενικού χαρακτήρα και ισχύος, αλλά λύσεις που αφορούν το κάθε παιδί και τα προβλήματά του στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Πρέπει επίσης, να τονίσουμε ότι η αναπτυξιακή ηλικία του παιδιού δεν ταυτίζεται πάντα με τη βιολογική του ηλικία και κάθε παιδί έχει το δικό του ρυθμό συναισθηματικής ανάπτυξης και κοινωνικής προσαρμογής. Θα πρέπει λοιπόν οι απαιτήσεις, που έχουμε από το κάθε παιδί, να είναι ανάλογες προς τις εκάστοτε ικανότητές του.
Η σχολική ηλικία στην οποία αναφερόμαστε αφορά κυρίως τη λανθάνουσα περίοδο, δηλαδή τη διάρκεια των χρόνων που θα περάσει το παιδί στο δημοτικό σχολείο. Ακόμη κι αν προηγούμενα το παιδί έχει πάει στον παιδικό σταθμό ή στο νηπιαγωγείο, μέχρι τότε η οικογένεια παραμένει το σημείο αναφοράς και το σημαντικότερο κομμάτι της ζωής του. Φυσικά το παιδί μπορεί να αντέξει τη συνύπαρξη με άλλα παιδιά στον παιδικό σταθμό και αντλεί οφέλη από την παραμονή του στο νηπιαγωγείο όμως, είναι κατά τη διάρκεια της λανθάνουσας περιόδου που το παιδί μπορεί να διοχετεύει τις ενορμητικές του ενέργειες σε γνωστικές δραστηριότητες και να στρέψει το ενδιαφέρον του στους συνομηλίκους. Με την είσοδό του στο δημοτικό, το σχολείο αποκτά μεγαλύτερη σημασία καθώς χρονικά και γνωστικά οι απαιτήσεις αυξάνονται.
Με τον όρο «Λανθάνουσα περίοδο» αναφερόμαστε στην περίοδο της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης του παιδιού η οποία διαρκεί από το πέμπτο ή έκτο έτος έως την εφηβεία και κατά την οποία τα σεξουαλικά ενδιαφέροντα και οι σεξουαλικές δραστηριότητες του παιδιού σιγούν, υποχωρούν. Ο Φρόυντ θεώρησε την περίοδο αυτή της σχολικής ηλικίας απαλλαγμένη, συγκριτικά με τις προηγούμενες και τις επόμενες, από την πίεση των ενστικτωδών ενορμήσεων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου το «εγώ» του παιδιού θα πρέπει να κάνει μια σοβαρή δουλειά προσαρμογής: ενώ μέχρι τώρα είχε κυρίως να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις των εσωτερικών του δυνάμεων καλείται πια να χειριστεί και την εξωτερική πραγματικότητα. Η αρχή της πραγματικότητας αντικαθιστά την αρχή της ηδονής στη ζωή του, έχει δηλαδή τη δυνατότητα να αξιολογεί τις συνθήκες που επικρατούν και μπορεί να περιμένει για την ικανοποίηση των επιθυμιών του, χωρίς να αποζητά άμεση ικανοποίηση, ανεξάρτητα από τις συνθήκες.
Φθάνοντας λοιπόν, στο σχολείο το παιδί είναι φορέας όλης της εμπειρίας που απέκτησε στις σχέσεις με την οικογένειά του. Αυτό δε σημαίνει ότι ως το σημείο αυτό η προσωπικότητά έχει διαμορφωθεί ολοκληρωτικά και ότι πλέον δεν υπάρχει περαιτέρω εξέλιξη. Μετά τα έξι χρόνια η ψυχική και σωματική ωρίμανση συνεχίζεται ενώ επηρεάζεται διαρκώς από το περιβάλλον. Στη φάση αυτή της ανάπτυξης το παιδί ζει υπό την διπλή επίδραση των γονέων και των σχολικών σχέσεων και βιώνει την απερίσπαστη ανακατάξη των ενδιαφερόντων του, των αξιών και των επιδιώξεών του.
Η συναισθηματική ενέργειά του προσανατολίζεται περισσότερο προς τη δραστηριότητα, δηλαδή αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη επιθυμία για γνώση και κατανόηση. Το παιδί έχει αυξημένη ικανότητα για συγκέντρωση, αντλεί ευχαρίστηση από τη δουλειά του σχολείου και βρίσκει ικανοποίηση στο να μαθαίνει συνεχώς νέα πράγματα. Με τον τρόπο αυτό νιώθει ότι αρχίζει η σταδιακή του είσοδος στον κόσμο των ενηλίκων.
Εκτός βέβαια από το να βοηθά το παιδί στην κατάκτηση των γνώσεων, το σχολείο έχει και μια άλλη πολύ σημαντική αποστολή – είναι ο χώρος και ο θεσμός μέσω του οποίου αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μέλος μιας κοινότητας ανθρώπων. Στο σχολείο θα γνωρίσει τη σημασία της κοινωνικής ζωής και θα αναπτύξει τις κοινωνικές του ικανότητες. Μαθαίνει να υπάρχει και να λειτουργεί ως μονάδα εκτός οικογένειας καθώς προσαρμόζεται με άγνωστους συνομηλίκους και ενηλίκους, εδραιώνει δηλαδή καινούριους δεσμούς με τους δασκάλους και τους συμμαθητές του.
Η σχολική επιτυχία δεν είναι μια εύκολη υπόθεση καθώς οι απαιτήσεις από το παιδί είναι πολλές. Πρώτα απ’όλα πρέπει να μπορεί να αντέχει ένα μεγάλο διάστημα την ημέρα μακριά από το οικογενειακό περιβάλλον. Επίσης, το παιδί εκτός από το ότι οφείλει να ανταποκρίνεται στα μαθησιακά του καθήκοντα πρέπει όπως είδαμε νωρίτερα, να προσαρμόζεται με αγνώστους συνομηλίκους και ενηλίκους, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να ξεφεύγει από το συγκεκριμένο πλαίσιο.
Οι κανόνες και οι μέθοδοι εφαρμογής της πειθαρχίας στο σχολικό πλαίσιο αποτελούν στοιχεία που επηρεάζουν τη ζωή στο σχολείο. Η σχολική κοινότητα απαιτεί να προσαρμοσθεί ο καθένας σε αυτή και να δεχθεί τους κανόνες της. Έχει σημασία όμως, να σκεφτόμαστε ότι η καλή ή κακή προσαρμογή ενός παιδιού στο σχολείο εξαρτάται και από το ίδιο το σχολικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, η δυσκολία ενός παιδιού να προσαρμοστεί μπορεί να οφείλεται σε αδυναμίες του σχολείου και όχι σε διαταραχή του παιδιού.
Η πίεση για ακαδημαϊκή επιτυχία από γονείς και εκπαιδευτικούς είναι ένας επιπρόσθετος παράγοντας που επηρεάζει τη σχολική πορεία. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί προβάλλουν ασυνείδητα πάνω στο παιδί δικές τους επιθυμίες και φιλοδοξίες. Με τον τρόπο αυτό το παιδί καθίσταται προέκταση του ενηλίκου που οφείλει να ικανοποιήσει τα σχέδιά τους. Έτσι, ξεχνούν το ίδιο το παιδί και τις δυνατότητές του με αποτέλεσμα να γίνεται εργαλείο της ενήλικης επιθυμίας και εάν δεν απαντά σε αυτή να γίνεται αντικείμενο άγχους και επιθετικότητας.
Οι συμπεριφορές, οι σκέψεις και τα συναισθήματα των παιδιών βρίσκονται πάντα σε μια συσχέτιση με αυτά του περιβάλλοντός τους. Όταν μας απασχολεί κάτι σε σχέση με ένα παιδί είναι καλό να σκεφτόμαστε πώς οι άνθρωποι και το περιβάλλον που ζει (σπίτι, σχολείο, γονείς, εκπαιδευτικοί, συμμαθητές) σχετίζονται μαζί του. Πολλές φορές η αλλαγή του πλαισίου ή η βελτίωση σε μια συνιστώσα είναι από μόνη της ικανή συνθήκη να βοηθήσει το παιδί.
Εκείνο που είναι σημαντικό να θυμόμαστε είτε είμαστε γονείς, είτε εκπαιδευτικοί, είτε ειδικοί ψυχικής υγείας είναι ότι στα διάφορα θέματα που μας απασχολούν σε σχέση με τα παιδιά δεν υπάρχουν απαντήσεις γενικού χαρακτήρα και ισχύος, αλλά λύσεις που αφορούν το κάθε παιδί και τα προβλήματά του στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Πρέπει επίσης, να τονίσουμε ότι η αναπτυξιακή ηλικία του παιδιού δεν ταυτίζεται πάντα με τη βιολογική του ηλικία και κάθε παιδί έχει το δικό του ρυθμό συναισθηματικής ανάπτυξης και κοινωνικής προσαρμογής. Θα πρέπει λοιπόν οι απαιτήσεις, που έχουμε από το κάθε παιδί, να είναι ανάλογες προς τις εκάστοτε ικανότητές του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου