Αισθητική και σύγχρονη ζωή
Όταν χρησιμοποιεί κανείς τον όρο Αισθητική, τον χρησιμοποιεί ως κατ’ εξοχήν ιστορική κατηγορία. Το ιστορικό πεδίο έτσι, πάνω στο οποίο νομιμοποιήθηκε η χρήση του όρου Αισθητική, βρίσκει έκφραση στη δυναμική της σχέσης: φύση και τέχνη. Στο πλαίσιο τούτης της δυναμικής, η τέχνη ορίζεται συνήθως, από την αρχαιότητα ακόμη έως και σήμερα σχεδόν, ως μίμηση της φύσης. Μιμούμενη την φύση δεν σημαίνει ότι απλώς την αναπαράγει, την αντιγράφει και την αναπαριστά ως ένα κατασκεύασμα. Απεναντίας την αναπλάθει και την αναδημιουργεί ποικιλοτρόπως, αλλά με γνώμονα πάντοτε το ωραίο, την απόλυτη αρμονία, την πνευματική τελειότητα.
Το θεμελιακό χαρακτηριστικό της Αισθητικής, με βάση τα παραπάνω, είναι το ωραίο, αλλά το τελευταίο τούτο όχι με το νόημα κάποιου απρόσιτου επέκεινα παρά ως ο ωραίος κόσμος που ενδημεί στην περιοχή του φαίνεσθαι και ως τέτοιος εμπνέει την τέχνη, αποτελεί την κινητήρια δύναμή της, αλλά και τον κόσμο της, τον κόσμο της με το αρχαίο ελληνικό νόημα του ευπρεπούς, του εύτακτου, της συμπαντικής αρμονίας. Απ’ αυτή την άποψη, η τέχνη δεν παίζει ένα δευτερεύοντα ρόλο, αλλά είναι η οδός του ποιείν, του δημιουργείν με αυτονομία και σφαιρικότητα-καθολικότητα. Αυτή η οδός ποιεί όχι κατασκευές ή επιτηδεύματα, αλλά εγχειρήματα: είναι ο ίδιος ο φιλοσοφικός λόγος που δοκιμάζεται και επαληθεύεται [ή διαψεύδεται] ως ποίηση με το πιο ευρύ νόημα της ανθρώπινης δημιουργίας.
Υπό την έννοια της Αισθητικής λοιπόν η φιλοσοφία αναλαμβάνει να καταστήσει αντικείμενα του Λόγου τα θέματα της τέχνης και να εισαγάγει έτσι στη ζωή του ανθρώπου τον Λόγο, όπως ορθά σημειώνει ο Καντ, ως δύναμη εκπολιτισμού και πνευματικής χειραφέτησης του ατόμου. Τότε συμβαίνει το άτομο να αποκτά εκείνη την αισθητική καλλιέργεια που του επιτρέπει να δεξιώνεται τις επιταγές του πρακτικού Λόγου και να παράγει ποιητικό έργο με την αυθεντική έννοια του ποιητή, του καλλιτέχνη, αλλά και του υπεύθυνου πολίτη μιας κοινωνίας· υπεύθυνου π.χ., ως πολιτικού, να παράγει πολιτικό έργο και λόγο με αισθητική πληρότητα –απλησίαστο όνειρο για τους πονηρούς και άξεστους πολιτικούς της πατρίδας μας– ή υπεύθυνου, ας πούμε, ως παιδαγωγού για να προτάξει ένα αισθητικό πρόγραμμα ηθικής παιδείας κ.λπ.
Στην καταναλωτική κοινωνία της εποχής μας, τα αισθητικά αγαθά δεν υπερβαίνουν σε ποιότητα τα προϊόντα της μαζικής απόλαυσης και του μαζικού γούστου: έτσι μου αρέσει, έτσι πράττω, ανεξάρτητα αν υπάρχει ή όχι στοιχειώδες αισθητικό κριτήριο. Επομένως το αίτημα μιας αυθεντικά αισθητικής πρόσληψης πρέπει να υπερβαίνει αυτή την κατάσταση όχι απλά και μόνο ή κυρίως καταγγέλλοντας το δεδομένο, ας πούμε, τη χυδαιότητα του γούστου, αλλά αγγέλλοντας την άλλη σκέψη του ανθρώπου, η οποία αναζητεί το αισθητικά ωραίο σε μια διαλεκτική επικοινωνία φιλοσοφίας και τέχνης. Πώς επιτυγχάνεται αυτή η επικοινωνία; Με την ανύψωση της αισθητικής σε παραγωγό φιλοσοφικού Λόγου και συγχρόνως ή παράλληλα με την μετα-ποίηση του φιλοσοφικού Λόγου σε αισθητική πηγή ιδιο-ποίησης των πιο ευγενών σε νοήματα ουτοπικών-φαντασιακών κόσμων ως αντι-κόσμων, δηλαδή ως κόσμων που αντιμάχονται μέχρι θανάτου τον νυν νεκρό κόσμο των κατασκευασμένων ειδώλων και πλανόδιων φουνκτιονάριων.
Όταν χρησιμοποιεί κανείς τον όρο Αισθητική, τον χρησιμοποιεί ως κατ’ εξοχήν ιστορική κατηγορία. Το ιστορικό πεδίο έτσι, πάνω στο οποίο νομιμοποιήθηκε η χρήση του όρου Αισθητική, βρίσκει έκφραση στη δυναμική της σχέσης: φύση και τέχνη. Στο πλαίσιο τούτης της δυναμικής, η τέχνη ορίζεται συνήθως, από την αρχαιότητα ακόμη έως και σήμερα σχεδόν, ως μίμηση της φύσης. Μιμούμενη την φύση δεν σημαίνει ότι απλώς την αναπαράγει, την αντιγράφει και την αναπαριστά ως ένα κατασκεύασμα. Απεναντίας την αναπλάθει και την αναδημιουργεί ποικιλοτρόπως, αλλά με γνώμονα πάντοτε το ωραίο, την απόλυτη αρμονία, την πνευματική τελειότητα.
Το θεμελιακό χαρακτηριστικό της Αισθητικής, με βάση τα παραπάνω, είναι το ωραίο, αλλά το τελευταίο τούτο όχι με το νόημα κάποιου απρόσιτου επέκεινα παρά ως ο ωραίος κόσμος που ενδημεί στην περιοχή του φαίνεσθαι και ως τέτοιος εμπνέει την τέχνη, αποτελεί την κινητήρια δύναμή της, αλλά και τον κόσμο της, τον κόσμο της με το αρχαίο ελληνικό νόημα του ευπρεπούς, του εύτακτου, της συμπαντικής αρμονίας. Απ’ αυτή την άποψη, η τέχνη δεν παίζει ένα δευτερεύοντα ρόλο, αλλά είναι η οδός του ποιείν, του δημιουργείν με αυτονομία και σφαιρικότητα-καθολικότητα. Αυτή η οδός ποιεί όχι κατασκευές ή επιτηδεύματα, αλλά εγχειρήματα: είναι ο ίδιος ο φιλοσοφικός λόγος που δοκιμάζεται και επαληθεύεται [ή διαψεύδεται] ως ποίηση με το πιο ευρύ νόημα της ανθρώπινης δημιουργίας.
Υπό την έννοια της Αισθητικής λοιπόν η φιλοσοφία αναλαμβάνει να καταστήσει αντικείμενα του Λόγου τα θέματα της τέχνης και να εισαγάγει έτσι στη ζωή του ανθρώπου τον Λόγο, όπως ορθά σημειώνει ο Καντ, ως δύναμη εκπολιτισμού και πνευματικής χειραφέτησης του ατόμου. Τότε συμβαίνει το άτομο να αποκτά εκείνη την αισθητική καλλιέργεια που του επιτρέπει να δεξιώνεται τις επιταγές του πρακτικού Λόγου και να παράγει ποιητικό έργο με την αυθεντική έννοια του ποιητή, του καλλιτέχνη, αλλά και του υπεύθυνου πολίτη μιας κοινωνίας· υπεύθυνου π.χ., ως πολιτικού, να παράγει πολιτικό έργο και λόγο με αισθητική πληρότητα –απλησίαστο όνειρο για τους πονηρούς και άξεστους πολιτικούς της πατρίδας μας– ή υπεύθυνου, ας πούμε, ως παιδαγωγού για να προτάξει ένα αισθητικό πρόγραμμα ηθικής παιδείας κ.λπ.
Στην καταναλωτική κοινωνία της εποχής μας, τα αισθητικά αγαθά δεν υπερβαίνουν σε ποιότητα τα προϊόντα της μαζικής απόλαυσης και του μαζικού γούστου: έτσι μου αρέσει, έτσι πράττω, ανεξάρτητα αν υπάρχει ή όχι στοιχειώδες αισθητικό κριτήριο. Επομένως το αίτημα μιας αυθεντικά αισθητικής πρόσληψης πρέπει να υπερβαίνει αυτή την κατάσταση όχι απλά και μόνο ή κυρίως καταγγέλλοντας το δεδομένο, ας πούμε, τη χυδαιότητα του γούστου, αλλά αγγέλλοντας την άλλη σκέψη του ανθρώπου, η οποία αναζητεί το αισθητικά ωραίο σε μια διαλεκτική επικοινωνία φιλοσοφίας και τέχνης. Πώς επιτυγχάνεται αυτή η επικοινωνία; Με την ανύψωση της αισθητικής σε παραγωγό φιλοσοφικού Λόγου και συγχρόνως ή παράλληλα με την μετα-ποίηση του φιλοσοφικού Λόγου σε αισθητική πηγή ιδιο-ποίησης των πιο ευγενών σε νοήματα ουτοπικών-φαντασιακών κόσμων ως αντι-κόσμων, δηλαδή ως κόσμων που αντιμάχονται μέχρι θανάτου τον νυν νεκρό κόσμο των κατασκευασμένων ειδώλων και πλανόδιων φουνκτιονάριων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου