Προς μια διαλεκτική της Νεωτερικότητας
Πώς μπορεί να κατανοείται, υπό ένα γενικό πνεύμα, η Νεωτερικότητα; Πρόκειται για μια άκρως αντιθετική, όχι λιγότερο δε ασαφή, έννοια και πραγματικότητα. Από τη μια πλευρά παραπέμπει στην αντίληψη της παγκοσμιοποίησης, συνδέεται με τη λογική της πλανητικής εποχής και εκφράζει την προβληματική της· από την άλλη εκδηλώνεται ως πρόταγμα ή πρόγραμμα χειραφέτησης. Τούτο το πρόταγμα ανάγει την ιστορική του αφετηρία στην περίοδο του Διαφωτισμού (16ος αι.), αλλά στην ιστορική του συνέχεια έλαβε διάφορες τροπές, χωρίς να επιτύχει κάποια μορφή αυτοβεβαιότητας ως το σήμερα. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις μιλάμε για μια προσπάθεια ή τάση σε περιοχές της ανθρώπινης παρουσίας –όπως πολιτική, λογοτεχνία, επιστήμη, φιλοσοφία κ.α.– για ένα πρόγραμμα ή σχέδιο παγκόσμιας χειραφέτησης, το οποίο δεν ολοκληρώθηκε ή δεν βρήκε εφαρμογή ποτέ.
Η ανάδυση της Νεωτερικότητας στηρίχτηκε στον Λόγο και την ιστορία, γι’ αυτό και επιχείρησε να διαλύσει κάθε είδους παραδοσιακή-μεταφυσική-θρησκευτική δοξασία της προνεωτερικής εποχής. Φαινομενικά τα θεμέλια του Λόγου και της ιστορίας θεωρούνταν σταθερά, στην πράξη όμως αποδείχτηκαν τα πιο ασταθή: ο Λόγος δεν οδηγεί πάντοτε στον διά-Λογο, στη διαλεκτική αποκρυπτογράφηση του Λογικού στοιχείου της πραγματικότητας αλλά συχνά εκφράζει το εξουσιαστικό πρόσωπο ενός ψυχρού υπολογισμού, ενός υπολογιστικού τρόπου σκέψης, ο οποίος εκριζώνει την ανθρώπινη ατομικότητα από τη ζωτική της εστία (=μοναδικότητα, ευαισθησία, εσωτερικότητα, ελευθερία, τοπικότητα κ.λπ.), για να την ρίξει ανέστια και ανασφαλή μέσα στην αγέλη που λέγεται μαζική κοινωνία. Κατά ένα παρόμοιο τρόπο, η ιστορία στην προχωρητική της πορεία επιφυλάσσει όχι σπάνια στον άνθρωπο απογοητεύσεις, ξεριζώματα, συντριβές, αφανισμούς. Ουδείς εγγυάται ότι το σήμερα και το αύριο θα είναι καλύτερο από το χθες· ουδείς εκτός από τους χθαμαλούς, εξ επαγγέλματος πολιτικούς που πάσχουν από άνοια.
Όταν κανείς επιδιώκει μια διαλεκτική ερμηνεία και κατανόηση της νεωτερικότητας, άρα μια αυτοσυνείδητη αντιμετώπιση του αφηνιασμένου κόσμου της σύγχρονης εποχής, ξεκινά από τη βίωση του παρόντος και αναζητεί εκείνη την ευέλικτη σταθερότητα, η οποία μπορεί να αντισταθμίζει την ανελαστική σταθερότητα του εργαλειακού-εξουσιαστικού Λόγου. Η ευέλικτη σταθερότητα δεν εξασφαλίζεται με πολιτικά, επιστημονικά ή λογοκρατικά διατάγματα απόρριψης καθετί μη συμβατικού, κάθε αξιακού προτάγματος που προβλήθηκε στο παρελθόν και σήμερα αρνείται να μετατραπεί σε ένα απλό εργαλείο οποιουδήποτε ωφελιμιστικού μοντέλου, αλλά με το άνοιγμα στην κλήση του κοινωνικού Είναι του ανθρώπου. Η εν λόγω κλήση δεν ξεχωρίζει, για παράδειγμα, το παρόν από το παρελθόν ή το μέλλον, αλλά τα περιέχει και τα εκφράζει στην αλληλοσυνάφειά τους. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την κλήση, η κατατρόπωση της πάσης φύσεως βαρβαρότητας –πολιτικής, πολιτισμικής, πνευματικής κ.λπ.– δεν επιτυγχάνεται με την κατάδειξη ή ανάδειξη απλώς του απάνθρωπου χαρακτήρα της, αλλά πρωτίστως μέσα από μια διαρκή ριζοσπαστικοποίηση του ίδιου του συμπαντικού Είναι των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων που διανοίγονται στην πιο πάνω κλήση.
Ριζοσπαστικοποίηση του συμπαντικού τους Είναι σημαίνει να κατανοούν το ίδιο τους το γίγνεσθαι ως υπέρβαση των εσωτερικών τους αντιφάσεων και να αίρουν διαλεκτικά ό,τι τις μεταποιεί σε αποξενωμένο από τον εαυτό τους και από την κοινωνία πολιτικό υποκείμενο· κατ’ επέκταση σημαίνει ότι δεν μάχονται να αντικαταστήσουν τις εξουσιαστικές δομές της αστικής υποκειμενικότητας με εξουσιαστικές δομές μιας άλλης, κατ’ ευφημισμό απελευθερωτικής υποκειμενικότητας, αλλά στην πράξη εξίσου εξουσιαστικής. Απεναντίας μάχονται για να καθιδρύουν την αυτό-οργάνωση της άμεσης ζωής με θεμέλια την αυτοδιευθυνόμενη σκέψη και πράξη. Προς μια τέτοια κατεύθυνση αποβλέπει, για παράδειγμα, η προσπάθεια του Χέγκελ να καταδείξει τη δυνατότητα αυτοθεμελίωσης της νεωτερικότητας με βάση τα αξιακά της προτάγματα και όχι μόνο τις χωροχρονικές της οριοθετήσεις.
1. Με την αυτο-οργάνωση εννοώ, σε μεγάλο βαθμό, το πνεύμα της φαντασιακής αυτοθέσμισης του Καστοριάδη. Φαντασιακή πάντοτε όχι με την αρνητική φορά της καθημερινότητας, δηλ. της εξημμένης κεφαλής, αλλά της υπέρβασης, δια της ποιητικότητας της σκέψης και της άμεσης ζωής, των φραγμών, μέσα στους οποίους καταδικάζεται να ζήσει συχνά-πυκνά η ανθρώπινη ατομικότητα. Υπέρβαση= ζω (σ)την καθημερινότητα, χωρίς να κατατεμαχίζομαι μέσα σ' αυτήν. Άρα την αντιμετωπίζω ως μια επιστάθμευση, για να επαναχαράξω τους βηματισμούς μου προς την ελευθερία, πνευματική, πολιτική, κοινωνική κ.λπ. Έτσι συγκροτούνται και οι λεγόμενες ατομικές νησίδες ελευθερίας ως το αντίπαλο δέος απέναντι σε κάθε είδους ορατό ή συγκαλυμμένο εξουσιαστικό μηχανισμό και σε κάθε μορφή αυταπάτης.
2.Το πρόταγμα της Νεωτερικότητας, με όλες τις εκδηλώσεις ή μορφές του (τεχνικοποίηση των πάντων, ανεστιότητα, γενίκευση, μοντερνισμός στη λογοτεχνία κ.α.) είναι μια αδυσώπητη πραγματικότητα, από τη μια πλευρά, την οποία δεν μπορούμε να αποφύγουμε. Από την άλλη όμως αυτή η πραγματικότητα εκτυλίσσεται πλειστάκις και ενάντια στους σχεδιασμούς των εκάστοτε υποκειμένων, άρα ενάντια στην ίδια της την προσχεδιασμένη πορεία, Με αυτό τον τρόπο το εν λόγω πρόταγμα φέρει μέσα του μια a priori δυνατότητα αποτυχίας, μη άτεγκτης εφαρμογής του. Ετούτη η δυνατότητα αποτελεί και το ελεύθερο πεδίο δράσης της ατομικότητας. Ο Χάιντεγκερ, για παράδειγμα, έζησε τη νεωτερικότητα και τους τριγμούς της ως μετανεωτερικότητα, αλλά σκέφτηκε προνεωτερικά. Εδώ έγκειται και το ότι σε βασικά σημεία της σκέψης του διαβάζεται ακόμη απελευθερωτικά και όχι ολοκληρωτικά.
Εύχομαι πάντοτε ό,τι το καλύτερο και θαλερό!
Πώς μπορεί να κατανοείται, υπό ένα γενικό πνεύμα, η Νεωτερικότητα; Πρόκειται για μια άκρως αντιθετική, όχι λιγότερο δε ασαφή, έννοια και πραγματικότητα. Από τη μια πλευρά παραπέμπει στην αντίληψη της παγκοσμιοποίησης, συνδέεται με τη λογική της πλανητικής εποχής και εκφράζει την προβληματική της· από την άλλη εκδηλώνεται ως πρόταγμα ή πρόγραμμα χειραφέτησης. Τούτο το πρόταγμα ανάγει την ιστορική του αφετηρία στην περίοδο του Διαφωτισμού (16ος αι.), αλλά στην ιστορική του συνέχεια έλαβε διάφορες τροπές, χωρίς να επιτύχει κάποια μορφή αυτοβεβαιότητας ως το σήμερα. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις μιλάμε για μια προσπάθεια ή τάση σε περιοχές της ανθρώπινης παρουσίας –όπως πολιτική, λογοτεχνία, επιστήμη, φιλοσοφία κ.α.– για ένα πρόγραμμα ή σχέδιο παγκόσμιας χειραφέτησης, το οποίο δεν ολοκληρώθηκε ή δεν βρήκε εφαρμογή ποτέ.
Η ανάδυση της Νεωτερικότητας στηρίχτηκε στον Λόγο και την ιστορία, γι’ αυτό και επιχείρησε να διαλύσει κάθε είδους παραδοσιακή-μεταφυσική-θρησκευτική δοξασία της προνεωτερικής εποχής. Φαινομενικά τα θεμέλια του Λόγου και της ιστορίας θεωρούνταν σταθερά, στην πράξη όμως αποδείχτηκαν τα πιο ασταθή: ο Λόγος δεν οδηγεί πάντοτε στον διά-Λογο, στη διαλεκτική αποκρυπτογράφηση του Λογικού στοιχείου της πραγματικότητας αλλά συχνά εκφράζει το εξουσιαστικό πρόσωπο ενός ψυχρού υπολογισμού, ενός υπολογιστικού τρόπου σκέψης, ο οποίος εκριζώνει την ανθρώπινη ατομικότητα από τη ζωτική της εστία (=μοναδικότητα, ευαισθησία, εσωτερικότητα, ελευθερία, τοπικότητα κ.λπ.), για να την ρίξει ανέστια και ανασφαλή μέσα στην αγέλη που λέγεται μαζική κοινωνία. Κατά ένα παρόμοιο τρόπο, η ιστορία στην προχωρητική της πορεία επιφυλάσσει όχι σπάνια στον άνθρωπο απογοητεύσεις, ξεριζώματα, συντριβές, αφανισμούς. Ουδείς εγγυάται ότι το σήμερα και το αύριο θα είναι καλύτερο από το χθες· ουδείς εκτός από τους χθαμαλούς, εξ επαγγέλματος πολιτικούς που πάσχουν από άνοια.
Όταν κανείς επιδιώκει μια διαλεκτική ερμηνεία και κατανόηση της νεωτερικότητας, άρα μια αυτοσυνείδητη αντιμετώπιση του αφηνιασμένου κόσμου της σύγχρονης εποχής, ξεκινά από τη βίωση του παρόντος και αναζητεί εκείνη την ευέλικτη σταθερότητα, η οποία μπορεί να αντισταθμίζει την ανελαστική σταθερότητα του εργαλειακού-εξουσιαστικού Λόγου. Η ευέλικτη σταθερότητα δεν εξασφαλίζεται με πολιτικά, επιστημονικά ή λογοκρατικά διατάγματα απόρριψης καθετί μη συμβατικού, κάθε αξιακού προτάγματος που προβλήθηκε στο παρελθόν και σήμερα αρνείται να μετατραπεί σε ένα απλό εργαλείο οποιουδήποτε ωφελιμιστικού μοντέλου, αλλά με το άνοιγμα στην κλήση του κοινωνικού Είναι του ανθρώπου. Η εν λόγω κλήση δεν ξεχωρίζει, για παράδειγμα, το παρόν από το παρελθόν ή το μέλλον, αλλά τα περιέχει και τα εκφράζει στην αλληλοσυνάφειά τους. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την κλήση, η κατατρόπωση της πάσης φύσεως βαρβαρότητας –πολιτικής, πολιτισμικής, πνευματικής κ.λπ.– δεν επιτυγχάνεται με την κατάδειξη ή ανάδειξη απλώς του απάνθρωπου χαρακτήρα της, αλλά πρωτίστως μέσα από μια διαρκή ριζοσπαστικοποίηση του ίδιου του συμπαντικού Είναι των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων που διανοίγονται στην πιο πάνω κλήση.
Ριζοσπαστικοποίηση του συμπαντικού τους Είναι σημαίνει να κατανοούν το ίδιο τους το γίγνεσθαι ως υπέρβαση των εσωτερικών τους αντιφάσεων και να αίρουν διαλεκτικά ό,τι τις μεταποιεί σε αποξενωμένο από τον εαυτό τους και από την κοινωνία πολιτικό υποκείμενο· κατ’ επέκταση σημαίνει ότι δεν μάχονται να αντικαταστήσουν τις εξουσιαστικές δομές της αστικής υποκειμενικότητας με εξουσιαστικές δομές μιας άλλης, κατ’ ευφημισμό απελευθερωτικής υποκειμενικότητας, αλλά στην πράξη εξίσου εξουσιαστικής. Απεναντίας μάχονται για να καθιδρύουν την αυτό-οργάνωση της άμεσης ζωής με θεμέλια την αυτοδιευθυνόμενη σκέψη και πράξη. Προς μια τέτοια κατεύθυνση αποβλέπει, για παράδειγμα, η προσπάθεια του Χέγκελ να καταδείξει τη δυνατότητα αυτοθεμελίωσης της νεωτερικότητας με βάση τα αξιακά της προτάγματα και όχι μόνο τις χωροχρονικές της οριοθετήσεις.
1. Με την αυτο-οργάνωση εννοώ, σε μεγάλο βαθμό, το πνεύμα της φαντασιακής αυτοθέσμισης του Καστοριάδη. Φαντασιακή πάντοτε όχι με την αρνητική φορά της καθημερινότητας, δηλ. της εξημμένης κεφαλής, αλλά της υπέρβασης, δια της ποιητικότητας της σκέψης και της άμεσης ζωής, των φραγμών, μέσα στους οποίους καταδικάζεται να ζήσει συχνά-πυκνά η ανθρώπινη ατομικότητα. Υπέρβαση= ζω (σ)την καθημερινότητα, χωρίς να κατατεμαχίζομαι μέσα σ' αυτήν. Άρα την αντιμετωπίζω ως μια επιστάθμευση, για να επαναχαράξω τους βηματισμούς μου προς την ελευθερία, πνευματική, πολιτική, κοινωνική κ.λπ. Έτσι συγκροτούνται και οι λεγόμενες ατομικές νησίδες ελευθερίας ως το αντίπαλο δέος απέναντι σε κάθε είδους ορατό ή συγκαλυμμένο εξουσιαστικό μηχανισμό και σε κάθε μορφή αυταπάτης.
2.Το πρόταγμα της Νεωτερικότητας, με όλες τις εκδηλώσεις ή μορφές του (τεχνικοποίηση των πάντων, ανεστιότητα, γενίκευση, μοντερνισμός στη λογοτεχνία κ.α.) είναι μια αδυσώπητη πραγματικότητα, από τη μια πλευρά, την οποία δεν μπορούμε να αποφύγουμε. Από την άλλη όμως αυτή η πραγματικότητα εκτυλίσσεται πλειστάκις και ενάντια στους σχεδιασμούς των εκάστοτε υποκειμένων, άρα ενάντια στην ίδια της την προσχεδιασμένη πορεία, Με αυτό τον τρόπο το εν λόγω πρόταγμα φέρει μέσα του μια a priori δυνατότητα αποτυχίας, μη άτεγκτης εφαρμογής του. Ετούτη η δυνατότητα αποτελεί και το ελεύθερο πεδίο δράσης της ατομικότητας. Ο Χάιντεγκερ, για παράδειγμα, έζησε τη νεωτερικότητα και τους τριγμούς της ως μετανεωτερικότητα, αλλά σκέφτηκε προνεωτερικά. Εδώ έγκειται και το ότι σε βασικά σημεία της σκέψης του διαβάζεται ακόμη απελευθερωτικά και όχι ολοκληρωτικά.
Εύχομαι πάντοτε ό,τι το καλύτερο και θαλερό!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου