Change. Veränderung. Changement. Αλλαγή. Υπάρχει σε όλες τις γλώσσες. Υπάρχει σε όλες τις εθνικότητες. Υπάρχει σε κάθε απόμερη γωνία του πλανήτη, σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε πράξη, σκέψη, ενέργεια της μαριονέτας που λέγετε άνθρωπος. Γιατί τι άλλο εκτός από μαριονέτες είμαστε; Τι άλλο εκτός από άβουλα όντα πειθήνια σε εντολές, πρέπει, θέλω, δεσμευμένοι από εξαρτήσεις, έξεις, συνήθειες, την ίδια την ρουτίνα, την καθημερινότητα, υπάκουοι σε περίεργους ανθρώπους, σε εντολές, στην αναζήτηση τάχα της ευημερίας. Νομίσαμε ότι είμαστε ελεύθεροι, μετά από τόσους αγώνες, η ελευθερία όμως τελικά μας βλάπτει, είμαστε ασφαλέστεροι κάτω από επιβλητικά καθεστώτα κάθε είδους για να επιβιώσουμε… Σωστά; Έλα παραδέξου το, δεν μας ταιριάζει η ελευθερία, δεν είμαστε σε θέση να ανταποκριθούμε σε κάτι τόσο ιδανικό, ωραίο και τέλειο… Σωστά;
Λάθος! Η αλλαγή υπάρχει παντού, είναι καταχωνιασμένη κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ σαν τα κέρματα ή τα άλλα αντικείμενα που βρίσκονται περιέργως εκεί, είναι καλά κρυμμένη μέσα στα λαγούμια του μυαλού, σε απόμερα σκοτεινά σοκάκια, ρέει στο αίμα μας. Δεν νομίζεις ότι ήρθε η ώρα να την τραβήξουμε έξω στο φως να την μοιραστούμε μεταξύ μας, να την αγγίξουμε, να σπάσουμε τα ινία με τα οποία είναι δεμένα τα χέρια μας, να πάψουμε μα είμαστε άβουλες μαριονέτες;
Είναι πιστεύω ώρα να ξεφύγουμε από το λαβύρινθο στον οποίο μας ανάγκασαν να μπούμε με κλειστά μάτια οδεύοντας στο άγνωστο, να ξεχάσουμε την ηλεκτρονική πραγματικότητα, να ανταποδώσουμε την ψυχολογική βία που μας ασκούν οι διάφοροι φορείς από διάφορα μέσα. Όλοι μας είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε επιβιώνουμε σε λαβυρίνθους, αντιμετωπίζουμε χωρίς να επιλύουμε τα διάφορα αδιέξοδα προχωράμε χωρίς να ξέρουμε για που, ξέροντας μονάχα πως κάποτε θα συναντήσουμε τον μαυροφορεμένο κύριο με το σκεπάρνι, την κουκούλα και το διαβολικό βλέμμα. Πόσο βολικό βέβαια είναι αυτό, σαν να καθόμαστε μπροστά από ένα άσπρο πανί και να βλέπουμε τον κόσμο να προχωρά.
Η αλλαγή δεν είναι επιλογή είναι ανάγκη. Είναι ανάγκη να γκρεμίσουμε συθέμελα τον κόσμο και να τον χτίσουμε από την αρχή. Είναι και όμως ανάγκη γιατί αξίζουμε την ελευθερία, δεν είναι αξιοπρεπές να ζούμε έτσι. Η ίδια η φύση θα ντρέπεται για εμάς. Δεν έπλασε τον άνθρωπο για να καταλήξει έτσι. Ίσως το θέμα να είναι και εγωιστικό, να θέλουμε να τον αλλάξουμε επειδή μας εξυπηρετεί να είναι αλλιώς. Εγώ δεν μιλάω γι αυτή την αλλαγή μιλάω για εκείνη που ταιριάζει με τον εξιδανικευμένο σκοπό της ύπαρξης μας.
Τον άκουγα γοητευμένος. Είχε πάντοτε κρυμμένο το θυμό μέσα του, τον συνόδευε παντού χωρίς να μπορεί να τον αποβάλλει, ήταν κομμάτι του, τα συνοφρυωμένα φρύδια, το θλιμμένο χαμόγελο, ο νευριασμενος στόμφος του λόγου του. Δεν ξέρω αν ήταν Ιδέα, άνθρωπος, αερικό, ήταν φίλος μου. Εκείνη τη βραδιά που καθόμασταν έχοντας την πολιτεία από κάτω μας να απλώνεται στα πόδια μας, ακούγοντας τον αχό που δεν έλεγε να σταματήσει, φαντάστηκα σαν όραμα την πολιτεία να κλείνει τα τσίνορά της, να σβήνει τα φώτα της να σταματάει κάθε κίνηση των ανθρώπων, των αυτοκινήτων, να νεκρώνεται για μια στιγμή και έπειτα… τα φώτα ξανανοίγουν, ο αχός επανέρχεται, η πολιτεία ξαναλειτουργεί, όμως αυτή τη φορά… Να!
Οι άνθρωποι είναι χαρούμενοι κάνεις δεν είναι αδικημένος, μόνος, άρρωστος, άνεργος, φτωχός, πλούσιος, όλοι ασκούν την εξουσία, που πια είναι κοινό κτήμα όλων. Όλα φαίνονται καλύτερα. Ο φίλος μου είχε κλείσει και αυτός τα μάτια. Μάλλον είχαμε το ίδιο όραμα. Ήταν ιερή τούτη η στιγμή. Το ξημέρωμα πλησίαζε. Δεν ήθελα να ξημερώσει. Δεν ήθελα να αντικρίσω το σάπιο κουφάρι της πολιτείας. Ένιωθα την αλλαγή να έρχεται . Αυτή ήθελα να αντικρίσω. Ήθελα να την αγγίξω. Σηκωθήκαμε και φύγαμε στεναχωρημένοι και αμίλητοι. Δεν θέλαμε να δούμε την κατάντια, δεν θέλαμε να αμαυρώσουμε το όνειρο
Λάθος! Η αλλαγή υπάρχει παντού, είναι καταχωνιασμένη κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ σαν τα κέρματα ή τα άλλα αντικείμενα που βρίσκονται περιέργως εκεί, είναι καλά κρυμμένη μέσα στα λαγούμια του μυαλού, σε απόμερα σκοτεινά σοκάκια, ρέει στο αίμα μας. Δεν νομίζεις ότι ήρθε η ώρα να την τραβήξουμε έξω στο φως να την μοιραστούμε μεταξύ μας, να την αγγίξουμε, να σπάσουμε τα ινία με τα οποία είναι δεμένα τα χέρια μας, να πάψουμε μα είμαστε άβουλες μαριονέτες;
Είναι πιστεύω ώρα να ξεφύγουμε από το λαβύρινθο στον οποίο μας ανάγκασαν να μπούμε με κλειστά μάτια οδεύοντας στο άγνωστο, να ξεχάσουμε την ηλεκτρονική πραγματικότητα, να ανταποδώσουμε την ψυχολογική βία που μας ασκούν οι διάφοροι φορείς από διάφορα μέσα. Όλοι μας είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε επιβιώνουμε σε λαβυρίνθους, αντιμετωπίζουμε χωρίς να επιλύουμε τα διάφορα αδιέξοδα προχωράμε χωρίς να ξέρουμε για που, ξέροντας μονάχα πως κάποτε θα συναντήσουμε τον μαυροφορεμένο κύριο με το σκεπάρνι, την κουκούλα και το διαβολικό βλέμμα. Πόσο βολικό βέβαια είναι αυτό, σαν να καθόμαστε μπροστά από ένα άσπρο πανί και να βλέπουμε τον κόσμο να προχωρά.
Η αλλαγή δεν είναι επιλογή είναι ανάγκη. Είναι ανάγκη να γκρεμίσουμε συθέμελα τον κόσμο και να τον χτίσουμε από την αρχή. Είναι και όμως ανάγκη γιατί αξίζουμε την ελευθερία, δεν είναι αξιοπρεπές να ζούμε έτσι. Η ίδια η φύση θα ντρέπεται για εμάς. Δεν έπλασε τον άνθρωπο για να καταλήξει έτσι. Ίσως το θέμα να είναι και εγωιστικό, να θέλουμε να τον αλλάξουμε επειδή μας εξυπηρετεί να είναι αλλιώς. Εγώ δεν μιλάω γι αυτή την αλλαγή μιλάω για εκείνη που ταιριάζει με τον εξιδανικευμένο σκοπό της ύπαρξης μας.
Τον άκουγα γοητευμένος. Είχε πάντοτε κρυμμένο το θυμό μέσα του, τον συνόδευε παντού χωρίς να μπορεί να τον αποβάλλει, ήταν κομμάτι του, τα συνοφρυωμένα φρύδια, το θλιμμένο χαμόγελο, ο νευριασμενος στόμφος του λόγου του. Δεν ξέρω αν ήταν Ιδέα, άνθρωπος, αερικό, ήταν φίλος μου. Εκείνη τη βραδιά που καθόμασταν έχοντας την πολιτεία από κάτω μας να απλώνεται στα πόδια μας, ακούγοντας τον αχό που δεν έλεγε να σταματήσει, φαντάστηκα σαν όραμα την πολιτεία να κλείνει τα τσίνορά της, να σβήνει τα φώτα της να σταματάει κάθε κίνηση των ανθρώπων, των αυτοκινήτων, να νεκρώνεται για μια στιγμή και έπειτα… τα φώτα ξανανοίγουν, ο αχός επανέρχεται, η πολιτεία ξαναλειτουργεί, όμως αυτή τη φορά… Να!
Οι άνθρωποι είναι χαρούμενοι κάνεις δεν είναι αδικημένος, μόνος, άρρωστος, άνεργος, φτωχός, πλούσιος, όλοι ασκούν την εξουσία, που πια είναι κοινό κτήμα όλων. Όλα φαίνονται καλύτερα. Ο φίλος μου είχε κλείσει και αυτός τα μάτια. Μάλλον είχαμε το ίδιο όραμα. Ήταν ιερή τούτη η στιγμή. Το ξημέρωμα πλησίαζε. Δεν ήθελα να ξημερώσει. Δεν ήθελα να αντικρίσω το σάπιο κουφάρι της πολιτείας. Ένιωθα την αλλαγή να έρχεται . Αυτή ήθελα να αντικρίσω. Ήθελα να την αγγίξω. Σηκωθήκαμε και φύγαμε στεναχωρημένοι και αμίλητοι. Δεν θέλαμε να δούμε την κατάντια, δεν θέλαμε να αμαυρώσουμε το όνειρο
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου