Το παιχνίδι και η κίνηση αποτελεί ενστικτώδη εκδήλωση της εσωτερικής έκφρασης του ανθρώπου, που φανερώνεται με μια ποικιλία κινήσεων και αισθήσεων. Το παιχνίδι είναι πάντα παρόν, είναι μια γενική ένδειξη ζωής, γιατί δεν παίζουν μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα. Στον άνθρωπο όμως συνδυάζεται η ενστικτώδης ορμή για κίνηση και χαρά με την ανάγκη για δημιουργία. Παιδί και παιχνίδι είναι δύο λέξεις που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους και άρα δεν μπορεί να λείψει το παιχνίδι από το παιδί.
Μέσα από το παιχνίδι εδώ και χιλιάδες χρόνια τα παιδιά ψυχαγωγούνται, αυτοδιαπαιδαγωγούνται, ανταγωνίζονται σωστά με τα συνομήλικά τους, μαθαίνουν να πειθαρχούν, διαμορφώνουν χαρακτήρα, δημιουργούν προσωπικότητα, κοινωνικοποιούνται.
Πρώτοι οι Έλληνες φιλόσοφοι Πλάτωνας, Αριστοτέλης, Αναξαγόρας, Πλούταρχος και ο ιατροφιλόσοφος Γαληνός, κατανόησαν τη μεγάλη αξία του.
Ο Πλάτωνας θεώρησε, το παιχνίδι μέσο αγωγής, αυτογνωσίας και καλλιέργειας του παιδιού. Είπε ότι: «Έλληνες αεί παίδες εστέ».
Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι το παιχνίδι συμβάλλει στην ψυχική και πνευματική προαγωγή του παιδιού, ενώ παράλληλα αναπτύσσει τη δημιουργικότητά του.
Κατά τον Πλούταρχο, ο φιλόσοφος Αναξαγόρας ζήτησε τη μέρα που θα πεθάνει, να μην τον κηδέψουν με τιμές, αλλά να αφήσουν τα παιδιά να σχολάσουν από τα μαθήματά τους και να παίξουν.
Ο Schiller πίστευε ότι: «Τα παιχνίδια σε ένα λαό βοηθούν να ανακαλύψουμε την ποιότητά του και την αξία της τέχνης του».
Ο Piaget ότι: «Τα παιχνίδια είναι μέσο ανάπτυξης της νοημοσύνης και των άλλων γνωστικών δεξιοτήτων».
Ο Freud θεωρεί ότι «Το παιχνίδι είναι έκφραση του υποσυνείδητου και της φαντασίας του παιδιού».
Τέλος ο Erikson υποστηρίζει ότι: «Το παιδί στο παιχνίδι απαλλάσσεται από ψυχικά συμπλέγματα, αγωνίες και δειλίες, γίνεται ελεύθερο, πειθαρχικό και κοινωνικό».
Οι θεωρίες αυτές αλληλοσυμπληρώνονται και δείχνουν τη μέγιστη σημασία του παιχνιδιού για τη ζωή των παιδιών και συνεπώς για την κοινωνία. Το παιχνίδι είναι πηγή χαράς και δικαίωμα του κάθε παιδιού.
Μέσα από το παιχνίδι παρέχονται πολύτιμες ευκαιρίες μάθησης σε πολλούς διαφορετικούς τομείς κοινωνικής και προσωπικής εξέλιξης. Το παιχνίδι διδάσκει το νήπιο και το παιδί, γιατί του δίνει την ευχέρεια να δοκιμάσει τις σωματικές και πνευματικές δυνατότητές του, να συνεργασθεί και να κοινωνικοποιηθεί. Μέσα στο παιχνίδι συνειδητοποιεί το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση, αναπτύσσει κοινωνική επίγνωση και συνείδηση και δημιουργεί ευκαιρίες διερεύνησης εννοιών, όπως η δικαιοσύνη και η ισότητα. Αποκτά θάρρος, μαθαίνει να παρατηρεί, να υποστηρίζει, να κρίνει, να έχει πρωτοβουλία. Μαθαίνει να οργανώνεται, να κερδίζει και να χάνει. Αναπτύσσει την έκφραση και την φαντασία, την ευελιξία σε διαφορετικές καταστάσεις και τη μάθηση που πηγάζει από την ενεργό συμμετοχή του.
Το παιχνίδι είναι μια σταθερή αξία της παιδικής ηλικίας σε όλες τις κοινωνίες, το μέσο για την ομαλή ψυχοσωματική και πνευματική ανάπτυξη, ένα στάδιο προπαρασκευαστικό για τη μετέπειτα ζωή του.
Αν ένα παιδί στερηθεί κατά την πρώιμη παιδική ηλικία ορισμένα κινητικά ερεθίσματα αυτό πιθανόν να έχει δυσμενή επίδραση σε ορισμένα κέντρα του εγκεφάλου, η πλήρης ανάπτυξη των οποίων εξαρτάται από εξωτερικά ερεθίσματα.
Στην παιδική ηλικία ενεργοποιείται μέσα από το παιχνίδι μια παιχνιδιάρικη προσέγγιση της ζωής, η οποία συμπεριλαμβάνει την ικανότητα του ανθρώπου να προσφέρει χιούμορ και διασκέδαση στις σχέσεις του και να βλέπει τις δυσκολίες της ζωής ως προκλήσεις κι όχι ως αξεπέραστα εμπόδια.
Το παιχνίδι είναι μια δράση απαραίτητη στο παιδί, όπως το ψωμί και ο αέρας, είναι μια αυτοέκφραση φυσική. Ξεκινά από τη χαρά και καταλήγει σε αυτή. Εκεί ξεχειλίζει η θέληση του παιδιού να ζήσει. Εάν στερηθεί το παιχνίδι είναι σα να του στερείται η ευκαιρία να απολαύσει τη ζωή. Η χαρά αυτή κοκκινίζει τα μάγουλά του, κάνει τα μάτια του να λαμπυρίζουν, χαρίζει γέλιο, καλοσύνη, αγάπη για όλο τον κόσμο.
Ο ρόλος του παιχνιδιού ήταν πολύ σημαντικός για την ομαλή ανάπτυξη πολλών γενεών παιδιών, αφού, καθώς ήταν το προϊόν του δρόμου, της γειτονιάς, της πλατείας, αποτελούσε ταυτόχρονα μοχλό για δημιουργική απασχόληση και έκφραση των στοιχείων του χαρακτήρα και του εσωτερικού κόσμου κάθε παιδιού. Μέσα από το παιχνίδι τα παιδιά διασκέδαζαν, δημιουργούσαν, εκφράζονταν, ανέπτυσσαν τη φαντασία και την ευρηματικότητά τους και μάθαιναν να υπακούουν σε κανόνες απαραίτητους στη διαδικασία του παιχνιδιού, να συνεργάζονται, να κερδίζουν και να χάνουν. Δε χρειαζόταν πολλά. Αρκούσε ο αυθορμητισμός τους, το κέφι και απλά υλικά όπως πετραδάκια, κουρέλια, ξύλα, λάσπη, κλωστές, κεραμίδια κι ότι άλλο παλιό έβρισκαν παραπεταμένο.
Είναι αξιοσημείωτο το πόσο έρχονται σε αντίθεση όλα τα παραπάνω με τα σημερινά ακριβά βιομηχανικά και ηλεκτρονικά παιχνίδια που δύσκολα προάγουν τη διαπροσωπική επαφή, αλλά αντίθετα ενισχύουν την αρνητική μοναχικότητα, την παθητικότητα, την υπερκατανάλωση και κάποιες φορές ακόμα και τη βία απομονώνοντας τα παιδιά μέσα στα σπίτια τους μπροστά στην τηλεόραση ή την οθόνη ενός υπολογιστή.
Κι όμως είναι δυνατόν να αντληθούν οι θετικές επιδράσεις του παιχνιδιού πρώτα μέσα στην οικογένεια με τον ξεχωριστό χρόνο που μοιράζονται οι γονείς με τα παιδιά κατά τη διάρκεια ενός ευχάριστου παιχνιδιού. Μετά στη σχολική κοινότητα μπορούν και πρέπει να δοθούν οι δυνατότητες στα παιδιά να δημιουργούν μόνα τους παιχνίδια που θα λειτουργήσουν ως μοχλός για την δημιουργική φαντασία τους.
Μέσα από το παιχνίδι τα παιδιά αποκτούν συγκεκριμένες δεξιότητες π.χ.:
• Ανάπτυξη γλωσσικών και δεξιοτήτων ακρόασης και παρατήρησης.
• Ικανότητα τήρησης και παροχής σύνθετων οδηγιών.
• Ανάπτυξη δεξιοτήτων μνήμης και ικανότητας αναστοχασμού.
• Δημιουργία νέων κανόνων και προτύπων.
• Ανάπτυξη δεξιοτήτων συνεργασίας και επίλυσης προβλημάτων.
• Καλλιέργεια της ικανότητας επιμονής σε μια δραστηριότητα.
• Ανάπτυξη υπευθυνότητας και ηγετικών δεξιοτήτων.
• Πραγματοποίηση λαθών μέσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον.
• Ικανότητα αναγνώρισης των πράξεων των άλλων.
• Ανάπτυξη της εικόνας και επίγνωσης του σώματος
Μέσα από το παιχνίδι εδώ και χιλιάδες χρόνια τα παιδιά ψυχαγωγούνται, αυτοδιαπαιδαγωγούνται, ανταγωνίζονται σωστά με τα συνομήλικά τους, μαθαίνουν να πειθαρχούν, διαμορφώνουν χαρακτήρα, δημιουργούν προσωπικότητα, κοινωνικοποιούνται.
Πρώτοι οι Έλληνες φιλόσοφοι Πλάτωνας, Αριστοτέλης, Αναξαγόρας, Πλούταρχος και ο ιατροφιλόσοφος Γαληνός, κατανόησαν τη μεγάλη αξία του.
Ο Πλάτωνας θεώρησε, το παιχνίδι μέσο αγωγής, αυτογνωσίας και καλλιέργειας του παιδιού. Είπε ότι: «Έλληνες αεί παίδες εστέ».
Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι το παιχνίδι συμβάλλει στην ψυχική και πνευματική προαγωγή του παιδιού, ενώ παράλληλα αναπτύσσει τη δημιουργικότητά του.
Κατά τον Πλούταρχο, ο φιλόσοφος Αναξαγόρας ζήτησε τη μέρα που θα πεθάνει, να μην τον κηδέψουν με τιμές, αλλά να αφήσουν τα παιδιά να σχολάσουν από τα μαθήματά τους και να παίξουν.
Ο Schiller πίστευε ότι: «Τα παιχνίδια σε ένα λαό βοηθούν να ανακαλύψουμε την ποιότητά του και την αξία της τέχνης του».
Ο Piaget ότι: «Τα παιχνίδια είναι μέσο ανάπτυξης της νοημοσύνης και των άλλων γνωστικών δεξιοτήτων».
Ο Freud θεωρεί ότι «Το παιχνίδι είναι έκφραση του υποσυνείδητου και της φαντασίας του παιδιού».
Τέλος ο Erikson υποστηρίζει ότι: «Το παιδί στο παιχνίδι απαλλάσσεται από ψυχικά συμπλέγματα, αγωνίες και δειλίες, γίνεται ελεύθερο, πειθαρχικό και κοινωνικό».
Οι θεωρίες αυτές αλληλοσυμπληρώνονται και δείχνουν τη μέγιστη σημασία του παιχνιδιού για τη ζωή των παιδιών και συνεπώς για την κοινωνία. Το παιχνίδι είναι πηγή χαράς και δικαίωμα του κάθε παιδιού.
Μέσα από το παιχνίδι παρέχονται πολύτιμες ευκαιρίες μάθησης σε πολλούς διαφορετικούς τομείς κοινωνικής και προσωπικής εξέλιξης. Το παιχνίδι διδάσκει το νήπιο και το παιδί, γιατί του δίνει την ευχέρεια να δοκιμάσει τις σωματικές και πνευματικές δυνατότητές του, να συνεργασθεί και να κοινωνικοποιηθεί. Μέσα στο παιχνίδι συνειδητοποιεί το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση, αναπτύσσει κοινωνική επίγνωση και συνείδηση και δημιουργεί ευκαιρίες διερεύνησης εννοιών, όπως η δικαιοσύνη και η ισότητα. Αποκτά θάρρος, μαθαίνει να παρατηρεί, να υποστηρίζει, να κρίνει, να έχει πρωτοβουλία. Μαθαίνει να οργανώνεται, να κερδίζει και να χάνει. Αναπτύσσει την έκφραση και την φαντασία, την ευελιξία σε διαφορετικές καταστάσεις και τη μάθηση που πηγάζει από την ενεργό συμμετοχή του.
Το παιχνίδι είναι μια σταθερή αξία της παιδικής ηλικίας σε όλες τις κοινωνίες, το μέσο για την ομαλή ψυχοσωματική και πνευματική ανάπτυξη, ένα στάδιο προπαρασκευαστικό για τη μετέπειτα ζωή του.
Αν ένα παιδί στερηθεί κατά την πρώιμη παιδική ηλικία ορισμένα κινητικά ερεθίσματα αυτό πιθανόν να έχει δυσμενή επίδραση σε ορισμένα κέντρα του εγκεφάλου, η πλήρης ανάπτυξη των οποίων εξαρτάται από εξωτερικά ερεθίσματα.
Στην παιδική ηλικία ενεργοποιείται μέσα από το παιχνίδι μια παιχνιδιάρικη προσέγγιση της ζωής, η οποία συμπεριλαμβάνει την ικανότητα του ανθρώπου να προσφέρει χιούμορ και διασκέδαση στις σχέσεις του και να βλέπει τις δυσκολίες της ζωής ως προκλήσεις κι όχι ως αξεπέραστα εμπόδια.
Το παιχνίδι είναι μια δράση απαραίτητη στο παιδί, όπως το ψωμί και ο αέρας, είναι μια αυτοέκφραση φυσική. Ξεκινά από τη χαρά και καταλήγει σε αυτή. Εκεί ξεχειλίζει η θέληση του παιδιού να ζήσει. Εάν στερηθεί το παιχνίδι είναι σα να του στερείται η ευκαιρία να απολαύσει τη ζωή. Η χαρά αυτή κοκκινίζει τα μάγουλά του, κάνει τα μάτια του να λαμπυρίζουν, χαρίζει γέλιο, καλοσύνη, αγάπη για όλο τον κόσμο.
Ο ρόλος του παιχνιδιού ήταν πολύ σημαντικός για την ομαλή ανάπτυξη πολλών γενεών παιδιών, αφού, καθώς ήταν το προϊόν του δρόμου, της γειτονιάς, της πλατείας, αποτελούσε ταυτόχρονα μοχλό για δημιουργική απασχόληση και έκφραση των στοιχείων του χαρακτήρα και του εσωτερικού κόσμου κάθε παιδιού. Μέσα από το παιχνίδι τα παιδιά διασκέδαζαν, δημιουργούσαν, εκφράζονταν, ανέπτυσσαν τη φαντασία και την ευρηματικότητά τους και μάθαιναν να υπακούουν σε κανόνες απαραίτητους στη διαδικασία του παιχνιδιού, να συνεργάζονται, να κερδίζουν και να χάνουν. Δε χρειαζόταν πολλά. Αρκούσε ο αυθορμητισμός τους, το κέφι και απλά υλικά όπως πετραδάκια, κουρέλια, ξύλα, λάσπη, κλωστές, κεραμίδια κι ότι άλλο παλιό έβρισκαν παραπεταμένο.
Είναι αξιοσημείωτο το πόσο έρχονται σε αντίθεση όλα τα παραπάνω με τα σημερινά ακριβά βιομηχανικά και ηλεκτρονικά παιχνίδια που δύσκολα προάγουν τη διαπροσωπική επαφή, αλλά αντίθετα ενισχύουν την αρνητική μοναχικότητα, την παθητικότητα, την υπερκατανάλωση και κάποιες φορές ακόμα και τη βία απομονώνοντας τα παιδιά μέσα στα σπίτια τους μπροστά στην τηλεόραση ή την οθόνη ενός υπολογιστή.
Κι όμως είναι δυνατόν να αντληθούν οι θετικές επιδράσεις του παιχνιδιού πρώτα μέσα στην οικογένεια με τον ξεχωριστό χρόνο που μοιράζονται οι γονείς με τα παιδιά κατά τη διάρκεια ενός ευχάριστου παιχνιδιού. Μετά στη σχολική κοινότητα μπορούν και πρέπει να δοθούν οι δυνατότητες στα παιδιά να δημιουργούν μόνα τους παιχνίδια που θα λειτουργήσουν ως μοχλός για την δημιουργική φαντασία τους.
Μέσα από το παιχνίδι τα παιδιά αποκτούν συγκεκριμένες δεξιότητες π.χ.:
• Ανάπτυξη γλωσσικών και δεξιοτήτων ακρόασης και παρατήρησης.
• Ικανότητα τήρησης και παροχής σύνθετων οδηγιών.
• Ανάπτυξη δεξιοτήτων μνήμης και ικανότητας αναστοχασμού.
• Δημιουργία νέων κανόνων και προτύπων.
• Ανάπτυξη δεξιοτήτων συνεργασίας και επίλυσης προβλημάτων.
• Καλλιέργεια της ικανότητας επιμονής σε μια δραστηριότητα.
• Ανάπτυξη υπευθυνότητας και ηγετικών δεξιοτήτων.
• Πραγματοποίηση λαθών μέσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον.
• Ικανότητα αναγνώρισης των πράξεων των άλλων.
• Ανάπτυξη της εικόνας και επίγνωσης του σώματος
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου