Μόνο η αγάπη αποκαλύπτει τη μοναδικότητα που όντως είναι ο άλλος. Ο αγαπημένος άλλος.
Ας κοιτάξουμε το πλήθος που περπατά στα πεζοδρόμια στο κέντρο μιας μεγαλούπολης. Τα κεφάλια, τα σώματα, η κίνηση, όσο πιο απόμακρα στεκόμαστε και τα παρατηρούμε, όσο πιο ψηλά πηγαίνουμε και απλώνει η οπτική μας, μας δίνουν την εντύπωση ενός τεράστιου αριθμού παρόμοιων αντικειμένων που κινούνται αδιαλείπτως με την ίδια μονότονη ροή.
Ακόμη και αν το παιδί μας βρίσκεται κάπου εκεί ανάμεσά τους, μπορεί ούτε να το προσέξουμε. Κι όμως, ένας απ’ αυτούς τους δήθεν όμοιους αριθμούς που κυλούν όλοι μαζί, ασήμαντοι και αφανείς, μπορεί να είναι ο Εκείνος ή η Εκείνη της ζωής και του θανάτου μας. Δε διακρίνονται χωρίς εγγύτητα τα πρόσωπα, δε γνωρίζονται και δεν αναγνωρίζονται δίχως σχέση. Με τη σχέση γίνονται εκείνο που είναι, δηλαδή αποκαλύπτονται, φανερώνονται και παίρνουν την αληθινή αξία τους στη ζωή μας.
Από τις πιο ενοχλητικές για μένα «φιλοσοφίες» είναι εκείνη που διαρκώς επαναλαμβάνει: Ουδείς αναντικατάστατος! Μα πώς μπορούμε να το λέμε αυτό για πρόσωπα της ψυχής μας; Είναι δηλαδή αντικαταστάσιμος ο πατέρας μου; Ο ζωντανός αλλά και νεκρός πια πατέρας μου;
Ο άλλος σε σημαδεύει βαθιά, σου κεντάει την καρδιά και τη ζωή για πάντα, ακριβώς γιατί είναι αναντικατάστατος. Μόνο οι μηχανές και κάποια αντικείμενα αντικαθίστανται με τα ανταλλακτικά τους, κι αν ένα πρόσωπο για σένα μπορεί να αντικατασταθεί «συναισθηματικά» με κάποιο άλλο, αποδεικνύεται πως δεν αγαπούσες το ίδιο το πρόσωπο αλλά την κατάσταση, την παράσταση, όπου εκείνο έπαιρνε μέρος και έπαιζε ρόλο. Ρόλος και πρόσωπο είναι άλλο πράγμα.
Το μαρτύριο και η ευδαιμονία μιας αγαπητικής σχέσης είναι, ότι είναι απολύτως προσωπική. Με τίποτα και κανένα δε μοιάζει, τίποτε άλλο δε θυμίζει, όσοι προσπάθησαν να ερωτευτούν κάποιον άλλο, προκειμένου να υπομείνουν την οδύνη ενός χωρισμού από εκείνον που όντως αγαπούσαν, το γνωρίζουν καλά τούτο. Μπορεί να ανακουφίστηκαν κάπως από αντιπερισπασμό, ποτέ όμως από αντικατάσταση.
Από κανέναν ο αγαπώμενος δε γίνεται να αναπληρωθεί. Γι’ αυτό πονάει τόσο βαριά η απώλεια.
Ας κοιτάξουμε το πλήθος που περπατά στα πεζοδρόμια στο κέντρο μιας μεγαλούπολης. Τα κεφάλια, τα σώματα, η κίνηση, όσο πιο απόμακρα στεκόμαστε και τα παρατηρούμε, όσο πιο ψηλά πηγαίνουμε και απλώνει η οπτική μας, μας δίνουν την εντύπωση ενός τεράστιου αριθμού παρόμοιων αντικειμένων που κινούνται αδιαλείπτως με την ίδια μονότονη ροή.
Ακόμη και αν το παιδί μας βρίσκεται κάπου εκεί ανάμεσά τους, μπορεί ούτε να το προσέξουμε. Κι όμως, ένας απ’ αυτούς τους δήθεν όμοιους αριθμούς που κυλούν όλοι μαζί, ασήμαντοι και αφανείς, μπορεί να είναι ο Εκείνος ή η Εκείνη της ζωής και του θανάτου μας. Δε διακρίνονται χωρίς εγγύτητα τα πρόσωπα, δε γνωρίζονται και δεν αναγνωρίζονται δίχως σχέση. Με τη σχέση γίνονται εκείνο που είναι, δηλαδή αποκαλύπτονται, φανερώνονται και παίρνουν την αληθινή αξία τους στη ζωή μας.
Από τις πιο ενοχλητικές για μένα «φιλοσοφίες» είναι εκείνη που διαρκώς επαναλαμβάνει: Ουδείς αναντικατάστατος! Μα πώς μπορούμε να το λέμε αυτό για πρόσωπα της ψυχής μας; Είναι δηλαδή αντικαταστάσιμος ο πατέρας μου; Ο ζωντανός αλλά και νεκρός πια πατέρας μου;
Ο άλλος σε σημαδεύει βαθιά, σου κεντάει την καρδιά και τη ζωή για πάντα, ακριβώς γιατί είναι αναντικατάστατος. Μόνο οι μηχανές και κάποια αντικείμενα αντικαθίστανται με τα ανταλλακτικά τους, κι αν ένα πρόσωπο για σένα μπορεί να αντικατασταθεί «συναισθηματικά» με κάποιο άλλο, αποδεικνύεται πως δεν αγαπούσες το ίδιο το πρόσωπο αλλά την κατάσταση, την παράσταση, όπου εκείνο έπαιρνε μέρος και έπαιζε ρόλο. Ρόλος και πρόσωπο είναι άλλο πράγμα.
Το μαρτύριο και η ευδαιμονία μιας αγαπητικής σχέσης είναι, ότι είναι απολύτως προσωπική. Με τίποτα και κανένα δε μοιάζει, τίποτε άλλο δε θυμίζει, όσοι προσπάθησαν να ερωτευτούν κάποιον άλλο, προκειμένου να υπομείνουν την οδύνη ενός χωρισμού από εκείνον που όντως αγαπούσαν, το γνωρίζουν καλά τούτο. Μπορεί να ανακουφίστηκαν κάπως από αντιπερισπασμό, ποτέ όμως από αντικατάσταση.
Από κανέναν ο αγαπώμενος δε γίνεται να αναπληρωθεί. Γι’ αυτό πονάει τόσο βαριά η απώλεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου