Φιλοσοφία: Λόγος και σκέψη
Από τους αρχαίους χρόνους μέχρι και σήμερα, η φιλοσοφία δεν μπορεί να ενταχθεί σε κάποιον επιστημονικό κλάδο και να διδαχτεί ως τέτοια. Παράλληλα δεν συνιστά κάποιο είδος σοφίας, που διδάσκεται και καθιστά κάποιους ανθρώπους πιο σοφούς από τους άλλους. Παρομοίως δεν είναι κοσμοθεωρία ή ιδεολογία, που επιχειρεί δογματικά να χρησμοδοτεί. Η φιλοσοφία έχει την απαρχή της σε μια μορφή προ-κατανόησης του εαυτού της: αρχίζει δηλαδή να είναι πράξη του ανθρώπινου λογισμού, όταν εκκινεί ως πράξη/δραστηριότητα γένεσης της ουσίας της. Τούτο, σύμφωνα με τον Χέγκελ, σημαίνει πως η έναρξη της φιλοσοφίας, σε γενικές γραμμές, ερείδεται σε κάποιες προϋποθέσεις, που δεν είναι εξωτερικές προς την ίδια την ουσία της, αλλά ενυπάρχουν με/σε τούτη την ουσία της φιλοσοφίας. Εάν το φιλοσοφείν γενικώς διαμορφώνεται στην πορεία της ιστορίας ανάλογα με την ωρίμαση και τις διαφοροποιήσεις της ανθρώπινης σκέψης, τότε η φιλοσοφία δεν αρχίζει και δεν τελειώνει στις/με τις αποσπασματικές εμπειρίες ή παγιωμένες γνώσεις των επί μέρους παραστάσεων ή αντιλήψεων. Π.χ. η φιλοσοφία δεν ταυτίζεται με την παραστασιακή σκέψη της θρησκείας ή την αντίστοιχη εποπτική/απεικονιστική της τέχνης.
Τέχνη και θρησκεία, μας λέει ο Χέγκελ, αποτελούν προγενέστερες, υποδεέστερες βαθμίδες της φιλοσοφίας, νοούμενης με τη μορφή του απόλυτου πνεύματος (βλ. Χέγκελ: η φιλοσοφία του πνεύματος, μτφρ. Δημ. Τζωρτζόπουλος. Εκδ. Παπαζήση 2015, σσ. 202 κ.εξ.). Ενώ και οι τρεις περιοχές: τέχνη, θρησκεία και φιλοσοφία έχουν το ίδιο περιεχόμενο, π.χ. το Απόλυτο ως το πιο άρτιο, το πιο τέλειο, ως το απελευθερωμένο, δηλαδή απαλλαγμένο, λυμένο [=από-λυτο] από κάθε περατή συνθήκη, οι δυο πρώτες διαβαθμίζονται ως υποδεέστερες μορφές σκέψης, συγκριτικά με τη φιλοσοφία, γιατί παρουσιάζουν το εν λόγω περιεχόμενο με τη μορφή της παράστασης, της εικόνας ή της εποπτείας, ενώ η φιλοσοφία το παρουσιάζει με τη νοητική σκέψη, με την αφαιρετική έννοια. Πρώτα πρώτα λοιπόν προϋπόθεση της φιλοσοφίας ως τέτοιας, αποφαίνεται ο Χέγκελ, είναι «η πίστη στη δύναμη του πνεύματος», που για τον άνθρωπο συνιστά αρχή ζωής, διότι τον καθιστά άξιο για το ανώτερο, για το ελεύθερο, για το απόλυτα αρμονικό. Τούτο, με τη σειρά του, υποδηλώνει ότι η φιλοσοφία πρωτίστως συμπορεύεται με την πνευματική και διανοητική φύση του ανθρώπου. Κατά δεύτερον, έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι στην περιοχή του πνεύματος ενδημεί ο Λόγος ως λέγειν και λογική ικανότητα, κάτι που πραγματεύεται ο μεγάλος διαλεκτικός φιλόσοφος, μεταξύ άλλων, στη Φαινομενολογία του πνεύματος και στη επιστήμη της Λογικής.
Υπ’ αυτή την οπτική, επομένως, ο Λόγος, η γλώσσα δεν είναι όργανο της φιλοσοφίας, αλλά η ίδια η σκέψη της, η στοχαστική της ουσία και για τον άνθρωπο το πιο ισχυρό θεμέλιο της αυταξίωσής του. Μέσα στη γλώσσα, ο άνθρωπος αισθάνεται σαν στο σπίτι του, γιατί αυτή αποτελεί την εστία του, την πλήρωσή του, την αυτοπραγμάτωσή του. Άνθρωποι που κακοποιούν τη γλώσσα, π.χ. επαγγελματίες πολιτικοί, οργανικοί διανοούμενοι της μαζικής κουλτούρας κ.λπ., συνιστούν τα πιο ανοίκεια, πιο καταστροφικά, πιο φαύλα όντα για τον εαυτό τους και για τους άλλους. Ήδη ο Ηράκλειτος είχε διακρίνει τον Λόγο από την εμπειρική γνώση, με σημερινούς όρους από τη μαζική κουλτούρα, και πάνω σ’ αυτόν θεμελίωνε τη στοχαστική πράξη: «η πολυμάθεια δεν διδάσκει τη βαθύτερη κατανόηση των πραγμάτων. Ειδεμή θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα καθώς και τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο» (απ. 40). Ο Ηράκλειτος εδώ απορρίπτει την εξωτερικά-εμπειρικά συσσωρευμένη γνώση. Ανάγει σε εσωτερικό κριτήριο της ίδιας της στοχαστικής πράξης τον κοινό, δηλαδή καθολικό Λόγο. Βασική, ως εκ τούτου, προϋπόθεση του φιλοσοφείν είναι ότι δεν μπορεί να συνδέεται με χρησιμοθηρικές βλέψεις και ιδιοτελείς σκοπούς. Για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση του Χέγκελ, η φιλοσοφία δεν μπορεί να προϋποτίθεται ως μια «φιλοσοφία της κουζίνας»· δηλαδή δεν μπορεί να νοείται ως ανερεύνητη υποταγή σε εύπεπτες ή ξένες ιδέες ή ως απλή ιδεολογική περιχαράκωση που εξυπηρετεί πρόσκαιρες ανάγκες.
Ο φιλοσοφικός Λόγος, ως γλώσσα και σκέψη, διαχωρίζεται ρητά από τη λεκτική πανουργία εκείνων που είναι «το άχθος της γης» (Πλάτωνος Θεαίτητος, 176d) και προϋποθέτει την ελεύθερη συμμετοχή του καθενός σε στοχαστικούς προβληματισμούς και στην κοινή αναζήτηση της αλήθειας. Έτσι η φιλοσοφία δεν περιορίζεται σε μια απλή διαρρύθμιση/διευθέτηση των πραγμάτων της ζωής ούτε η εμπλοκή του ανθρώπου στη φιλοσοφική σκέψη γίνεται μια επιζήμια, για την εξέλιξή του, εξάρτηση από μηχανισμούς και κατασκευασμένες αντιλήψεις. Στον Θεαίτητο Ο Πλάτων κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στην ανιδιοτέλεια, στον ελεύθερα φιλοτεχνημένο λόγο-σκέψη του φιλόσοφου και στην αποχαύνωση, στη δουλικότητα, που επιφυλάσσει στον κοινό άνθρωπο η ρουτίνα και η πολυπραγμοσύνη της καθημερινής φλυαρίας:
«Ο αληθινός φιλόσοφος, από νέος ακόμη, δεν γνωρίζει που είναι ο δρόμος για την αγορά ούτε ξέρει που είναι το δικαστήριο και το βουλευτήριο ή οποιοδήποτε άλλο δημόσιο κατάστημα. Αδιαφορεί για τη συζήτηση και επικύρωση των νόμων και των ψηφισμάτων και απέχει από τις πολιτικές συζητήσεις, τα δείπνα και τις διασκεδάσεις, γιατί δεν ανήκει σε καμιά πολιτική ομάδα απ’ αυτές που ανταγωνίζονται για την εξουσία» (ό.π., 173c8-d5).
Οι αληθινοί φιλόσοφοι, ως προκύπτει, δεν στρεψοδικούν ούτε γίνονται υπηρέτες της ακατάσχετης φλυαρίας των διαφόρων θεσμικών ή μη σωμάτων ή χώρων. Απεναντίας τοποθετούν τη φιλοσοφία υπό την προοπτική του χρόνου και στο κέντρο μιας εξελικτικής πορείας, η οποία εννοεί να υπακούει στην ελεύθερη πτήση των ιδεών ή των εννοιών και δεν υποβιβάζει το φιλόσοφο σε εξάρτημα μονοδιάστατων θρησκευτικών, πολιτικών, κοινωνικών, πολιτιστικών δοξασιών.
Κατά το αυτό πνεύμα, ο Χέγκελ μας προ-ειδοποιεί ήδη από το 1802:
«η φιλοσοφία, σύμφωνα με τη φύση της, είναι κάτι το εσωτερικό, που διεαυτό [=κατά την αυθύπαρκτη ουσία του] δεν προορίζεται για τον όχλο ούτε προσφέρει κάποια προπαρασκευαστική δυνατότητα γι’ αυτόν. Είναι φιλοσοφία μόνο επειδή είναι ευθέως αντί-θετη προς την απλή νόηση [=τη διάνοια σε αντίθεση με το διαλεκτικό Λόγο] και πολύ περισσότερο, ως εκ τούτου, στον υγιή κοινό νου, υπό τον οποίο νοείται ο τοπικός και χρονικός περιορισμός μιας κατηγορίας ανθρώπων. Αναλογικά προς αυτόν τον κοινό νου, ο κόσμος της φιλοσοφίας, καθεαυτόν και διεαυτόν, είναι ένας ανεστραμμένος κόσμος» (Werke 2, σ. 182).
Η πεμπτουσία της εγελιανής ρήσης: ο ανεστραμμένος Λόγος/λογισμός του καθημερινού ανθρώπου/κόσμου, όπως τον έχει περιγράψει πολύ παραστατικά και πιο πάνω ο Πλάτων, θεωρεί τον αληθινό Λόγο της φιλοσοφίας ανεστραμμένο. Το ίδιο δεν ισχύει και στον καθ’ ημάς δημόσιο βίο του σήμερα: το ανεστραμμένο, το σχιζοφρενές πολιτικών, πολιτιστικών, επιστημονικών, εκπαιδευτικών κατευθύνσεων/επιλογών κ.λπ. να προπαγανδίζεται ως το παραδειγματικά ορθολογικό;
Από τους αρχαίους χρόνους μέχρι και σήμερα, η φιλοσοφία δεν μπορεί να ενταχθεί σε κάποιον επιστημονικό κλάδο και να διδαχτεί ως τέτοια. Παράλληλα δεν συνιστά κάποιο είδος σοφίας, που διδάσκεται και καθιστά κάποιους ανθρώπους πιο σοφούς από τους άλλους. Παρομοίως δεν είναι κοσμοθεωρία ή ιδεολογία, που επιχειρεί δογματικά να χρησμοδοτεί. Η φιλοσοφία έχει την απαρχή της σε μια μορφή προ-κατανόησης του εαυτού της: αρχίζει δηλαδή να είναι πράξη του ανθρώπινου λογισμού, όταν εκκινεί ως πράξη/δραστηριότητα γένεσης της ουσίας της. Τούτο, σύμφωνα με τον Χέγκελ, σημαίνει πως η έναρξη της φιλοσοφίας, σε γενικές γραμμές, ερείδεται σε κάποιες προϋποθέσεις, που δεν είναι εξωτερικές προς την ίδια την ουσία της, αλλά ενυπάρχουν με/σε τούτη την ουσία της φιλοσοφίας. Εάν το φιλοσοφείν γενικώς διαμορφώνεται στην πορεία της ιστορίας ανάλογα με την ωρίμαση και τις διαφοροποιήσεις της ανθρώπινης σκέψης, τότε η φιλοσοφία δεν αρχίζει και δεν τελειώνει στις/με τις αποσπασματικές εμπειρίες ή παγιωμένες γνώσεις των επί μέρους παραστάσεων ή αντιλήψεων. Π.χ. η φιλοσοφία δεν ταυτίζεται με την παραστασιακή σκέψη της θρησκείας ή την αντίστοιχη εποπτική/απεικονιστική της τέχνης.
Τέχνη και θρησκεία, μας λέει ο Χέγκελ, αποτελούν προγενέστερες, υποδεέστερες βαθμίδες της φιλοσοφίας, νοούμενης με τη μορφή του απόλυτου πνεύματος (βλ. Χέγκελ: η φιλοσοφία του πνεύματος, μτφρ. Δημ. Τζωρτζόπουλος. Εκδ. Παπαζήση 2015, σσ. 202 κ.εξ.). Ενώ και οι τρεις περιοχές: τέχνη, θρησκεία και φιλοσοφία έχουν το ίδιο περιεχόμενο, π.χ. το Απόλυτο ως το πιο άρτιο, το πιο τέλειο, ως το απελευθερωμένο, δηλαδή απαλλαγμένο, λυμένο [=από-λυτο] από κάθε περατή συνθήκη, οι δυο πρώτες διαβαθμίζονται ως υποδεέστερες μορφές σκέψης, συγκριτικά με τη φιλοσοφία, γιατί παρουσιάζουν το εν λόγω περιεχόμενο με τη μορφή της παράστασης, της εικόνας ή της εποπτείας, ενώ η φιλοσοφία το παρουσιάζει με τη νοητική σκέψη, με την αφαιρετική έννοια. Πρώτα πρώτα λοιπόν προϋπόθεση της φιλοσοφίας ως τέτοιας, αποφαίνεται ο Χέγκελ, είναι «η πίστη στη δύναμη του πνεύματος», που για τον άνθρωπο συνιστά αρχή ζωής, διότι τον καθιστά άξιο για το ανώτερο, για το ελεύθερο, για το απόλυτα αρμονικό. Τούτο, με τη σειρά του, υποδηλώνει ότι η φιλοσοφία πρωτίστως συμπορεύεται με την πνευματική και διανοητική φύση του ανθρώπου. Κατά δεύτερον, έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι στην περιοχή του πνεύματος ενδημεί ο Λόγος ως λέγειν και λογική ικανότητα, κάτι που πραγματεύεται ο μεγάλος διαλεκτικός φιλόσοφος, μεταξύ άλλων, στη Φαινομενολογία του πνεύματος και στη επιστήμη της Λογικής.
Υπ’ αυτή την οπτική, επομένως, ο Λόγος, η γλώσσα δεν είναι όργανο της φιλοσοφίας, αλλά η ίδια η σκέψη της, η στοχαστική της ουσία και για τον άνθρωπο το πιο ισχυρό θεμέλιο της αυταξίωσής του. Μέσα στη γλώσσα, ο άνθρωπος αισθάνεται σαν στο σπίτι του, γιατί αυτή αποτελεί την εστία του, την πλήρωσή του, την αυτοπραγμάτωσή του. Άνθρωποι που κακοποιούν τη γλώσσα, π.χ. επαγγελματίες πολιτικοί, οργανικοί διανοούμενοι της μαζικής κουλτούρας κ.λπ., συνιστούν τα πιο ανοίκεια, πιο καταστροφικά, πιο φαύλα όντα για τον εαυτό τους και για τους άλλους. Ήδη ο Ηράκλειτος είχε διακρίνει τον Λόγο από την εμπειρική γνώση, με σημερινούς όρους από τη μαζική κουλτούρα, και πάνω σ’ αυτόν θεμελίωνε τη στοχαστική πράξη: «η πολυμάθεια δεν διδάσκει τη βαθύτερη κατανόηση των πραγμάτων. Ειδεμή θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα καθώς και τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο» (απ. 40). Ο Ηράκλειτος εδώ απορρίπτει την εξωτερικά-εμπειρικά συσσωρευμένη γνώση. Ανάγει σε εσωτερικό κριτήριο της ίδιας της στοχαστικής πράξης τον κοινό, δηλαδή καθολικό Λόγο. Βασική, ως εκ τούτου, προϋπόθεση του φιλοσοφείν είναι ότι δεν μπορεί να συνδέεται με χρησιμοθηρικές βλέψεις και ιδιοτελείς σκοπούς. Για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση του Χέγκελ, η φιλοσοφία δεν μπορεί να προϋποτίθεται ως μια «φιλοσοφία της κουζίνας»· δηλαδή δεν μπορεί να νοείται ως ανερεύνητη υποταγή σε εύπεπτες ή ξένες ιδέες ή ως απλή ιδεολογική περιχαράκωση που εξυπηρετεί πρόσκαιρες ανάγκες.
Ο φιλοσοφικός Λόγος, ως γλώσσα και σκέψη, διαχωρίζεται ρητά από τη λεκτική πανουργία εκείνων που είναι «το άχθος της γης» (Πλάτωνος Θεαίτητος, 176d) και προϋποθέτει την ελεύθερη συμμετοχή του καθενός σε στοχαστικούς προβληματισμούς και στην κοινή αναζήτηση της αλήθειας. Έτσι η φιλοσοφία δεν περιορίζεται σε μια απλή διαρρύθμιση/διευθέτηση των πραγμάτων της ζωής ούτε η εμπλοκή του ανθρώπου στη φιλοσοφική σκέψη γίνεται μια επιζήμια, για την εξέλιξή του, εξάρτηση από μηχανισμούς και κατασκευασμένες αντιλήψεις. Στον Θεαίτητο Ο Πλάτων κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στην ανιδιοτέλεια, στον ελεύθερα φιλοτεχνημένο λόγο-σκέψη του φιλόσοφου και στην αποχαύνωση, στη δουλικότητα, που επιφυλάσσει στον κοινό άνθρωπο η ρουτίνα και η πολυπραγμοσύνη της καθημερινής φλυαρίας:
«Ο αληθινός φιλόσοφος, από νέος ακόμη, δεν γνωρίζει που είναι ο δρόμος για την αγορά ούτε ξέρει που είναι το δικαστήριο και το βουλευτήριο ή οποιοδήποτε άλλο δημόσιο κατάστημα. Αδιαφορεί για τη συζήτηση και επικύρωση των νόμων και των ψηφισμάτων και απέχει από τις πολιτικές συζητήσεις, τα δείπνα και τις διασκεδάσεις, γιατί δεν ανήκει σε καμιά πολιτική ομάδα απ’ αυτές που ανταγωνίζονται για την εξουσία» (ό.π., 173c8-d5).
Οι αληθινοί φιλόσοφοι, ως προκύπτει, δεν στρεψοδικούν ούτε γίνονται υπηρέτες της ακατάσχετης φλυαρίας των διαφόρων θεσμικών ή μη σωμάτων ή χώρων. Απεναντίας τοποθετούν τη φιλοσοφία υπό την προοπτική του χρόνου και στο κέντρο μιας εξελικτικής πορείας, η οποία εννοεί να υπακούει στην ελεύθερη πτήση των ιδεών ή των εννοιών και δεν υποβιβάζει το φιλόσοφο σε εξάρτημα μονοδιάστατων θρησκευτικών, πολιτικών, κοινωνικών, πολιτιστικών δοξασιών.
Κατά το αυτό πνεύμα, ο Χέγκελ μας προ-ειδοποιεί ήδη από το 1802:
«η φιλοσοφία, σύμφωνα με τη φύση της, είναι κάτι το εσωτερικό, που διεαυτό [=κατά την αυθύπαρκτη ουσία του] δεν προορίζεται για τον όχλο ούτε προσφέρει κάποια προπαρασκευαστική δυνατότητα γι’ αυτόν. Είναι φιλοσοφία μόνο επειδή είναι ευθέως αντί-θετη προς την απλή νόηση [=τη διάνοια σε αντίθεση με το διαλεκτικό Λόγο] και πολύ περισσότερο, ως εκ τούτου, στον υγιή κοινό νου, υπό τον οποίο νοείται ο τοπικός και χρονικός περιορισμός μιας κατηγορίας ανθρώπων. Αναλογικά προς αυτόν τον κοινό νου, ο κόσμος της φιλοσοφίας, καθεαυτόν και διεαυτόν, είναι ένας ανεστραμμένος κόσμος» (Werke 2, σ. 182).
Η πεμπτουσία της εγελιανής ρήσης: ο ανεστραμμένος Λόγος/λογισμός του καθημερινού ανθρώπου/κόσμου, όπως τον έχει περιγράψει πολύ παραστατικά και πιο πάνω ο Πλάτων, θεωρεί τον αληθινό Λόγο της φιλοσοφίας ανεστραμμένο. Το ίδιο δεν ισχύει και στον καθ’ ημάς δημόσιο βίο του σήμερα: το ανεστραμμένο, το σχιζοφρενές πολιτικών, πολιτιστικών, επιστημονικών, εκπαιδευτικών κατευθύνσεων/επιλογών κ.λπ. να προπαγανδίζεται ως το παραδειγματικά ορθολογικό;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου