Τα ένδοξα και η διαλεκτική στον Αριστοτέλη
Σύμφωνα με τον Χέγκελ, ο Αριστοτέλης ανήκει στα πιο βαθυστόχαστα μυαλά της ανθρωπότητας και απέναντί του καμιά εποχή δεν έχει να αντιτάξει παρόμοιο ανάστημα[1]. Μια γενικότερη αντίληψη που ισχύει για την αριστοτελική φιλοσοφία, κατά τον γερμανό φιλόσοφο, είναι ότι ο Αριστοτέλης έχει αναγάγει σε αρχή της γνώσης την εμπειρία[2]. Ωστόσο δεν μένει σε αυτή την εμπειρική περιοχή, αλλά επιχειρεί να συνδυάσει την εμπειρικά/εξωτερικά εκτυλισσόμενη συλλογιστική με μια εξόχως θεωρητική διεργασία[3]. Αυτός ο συνδυασμός αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αριστοτελικής θεωρίας περί διαλεκτικής.
Το έργο, στο οποίο ο Αριστοτέλης αναπτύσσει κυρίως την εν λόγω θεωρία του, είναι τα Τοπικά, χωρίς να παραγνωρίζεται ορισμένως και το άλλο έργο του: Σοφιστικοί Έλεγχοι, όπου συζητά περισσότερο τη λειτουργική σχέση και αντίθεση σοφιστικής και διαλεκτικής υπό το πρίσμα μιας θεωρίας της αντίφασης. Στα Τοπικά πραγματεύεται τους τόπους, ήτοι «τις απόψεις, με βάση τις οποίες μπορεί να εξεταστεί ένα πράγμα»[4]. Έτσι, οι τόποι αποτελούν, υπό ένα ευρύ πνεύμα, σχήματα εξέτασης και έρευνας ενός αντικειμένου, κατά Λόγο σχήματα που επιτρέπουν μια σφαιρική κάτοψη του αντικειμένου και μια αντίστοιχη εκδίπλωση επιχειρημάτων, εναρμονισμένων με τις διάφορες όψεις του αντικειμένου. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα είδος διαλεκτικής, που χαρακτηρίζεται από εξωτερικούς προσδιορισμούς ανασκόπησης ή ανασκοπικής επιστροφής[5], κάτι δηλαδή σαν την μεταστοχαστική δραστηριότητα της σκέψης στην εγελιανή θεωρία της ουσίας[6]. Η διαλεκτική κατανοείται ως εκ τούτου στον Αριστοτέλη ως η μέθοδος εκείνη, που μας δίνει τη δυνατότητα να συλλογιζόμαστε για κάθε πρόβλημα και να υποβάλλουμε τη σκέψη μας σε έλεγχο, χωρίς να πέφτουμε σε αντιφάσεις, ακολουθώντας τους εν λόγω τόπους, που γενικώς είναι οι εξής: «α) διαφορετικότητα· β) ομοιότητα· γ) αντίθεσηˑ δ) σχέση-αναλογίαˑ ε) σύγκριση»[7].
Στους καιρούς μας, που οι πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές γενικώς είναι συνυφασμένες με την καταστροφή σχεδόν του Λόγου, η Αριστοτελική Διαλεκτική αποκτά ιδιαίτερη πρακτική αξία, διότι αφορά ευθέως στη διανοητική στάση μας απέναντι στο ένα ή το άλλο θέμα και στην αποκατάσταση ενός αυθεντικώς διαλέγεσθαι, του οποίου οι ρίζες ανάγονται στο αντίστοιχο πλατωνικό διαλέγεσθαι, με όλες φυσικά τις εύλογες διαφοροποιήσεις του Αριστοτέλη. Η εν λόγω διαλεκτική είναι μια συλλογιστική και όχι λιγότερο διαλογική διαδικασία, όπου κατανέμονται ρόλοι και οι συνομιλητές θέτουν και δέχονται ερωτήσεις αντίστοιχα, λαμβάνοντας πάντα ως αφετηρία συζήτησης πιθανές προτάσεις, δηλαδή προτάσεις αποδεκτές από όλους τους ανθρώπους, κοινές για όλους απόψεις ή αντιλήψεις. Αυτές τις κοινές απόψεις ο φιλόσοφος τις ονομάζει ἔνδοξα [: εν-δόξα (=γνώμη)] και, όπως διευκρινίζει, τις «συμμερίζονται όλοι ή οι πιο πολλοί ή οι σοφοί, και από αυτούς-εδώ ή όλοι ή οι περισσότεροι ή οι πιο γνωστοί και πιο ξακουστοί»[8]. Μια άποψη, επομένως, ή αντίληψη συγκροτεί διαλεκτική πρόταση, όταν έχει την αποδοχή ή τη συμφωνία όλων ή των περισσοτέρων ανθρώπων. Το ίδιο ισχύει και για τις απόψεις, τις γνώμες και τις προτάσεις των σοφών [=των ειδικών]: δεν πρέπει να έρχονται σε αντίφαση με την κοινή γνώμη, δηλαδή με τη γνώμη των πολλών, γιατί τότε όλες αυτές είναι παράδοξα και όχι ἔνδοξα[9]. Όπως προκύπτει, το διαλεκτικό κριτήριο που καθιστά μια γνώμη διαλεκτική πρόταση δεν είναι γενικά η αποδοχή, αλλά η αποδοχή που εκπορεύεται από την πλειοψηφία των ανθρώπων, είτε πρόκειται για πλειοψηφία κοινών θνητών είτε ειδημόνων είτε άλλων ομάδων. Και από τον κύκλο τέτοιων και άλλων πλειοψηφιών, ας πούμε γενικώς συντεχνιακών, τον πρώτο λόγο τον έχει η πλειοψηφία των ανθρώπων ως σκεπτόμενων πολιτών. Ανάμεσα λοιπόν στη γνώμη των πολλών και εκείνη των ειδημόνων ή των άλλων ομάδων ο Αριστοτέλης προκρίνει ως ορθότερη τη γνώμη των πολλών. Γιατί; Επειδή προφανώς ετούτη η γνώμη, από άποψη αρχής, είναι περισσότερο κοντά στην αντικειμενική πραγματικότητα από κάθε γνώμη που εκφράζει η μεμονωμένη αυθεντία ή η συντεχνία. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με προσέγγιση της αλήθειας πάνω σε αυθεντικά και όχι φαντασιακά δημοκρατικό/αντικειμενικό έδαφος, στη δεύτερη με υποκειμενική περιχαράκωση της αλήθειας. Έτσι εξηγείται, γιατί και η «ειδημοσύνη», δηλαδή η μεμονωμένη γνώμη διαφόρων «ειδημόνων» –πολιτικών, οικονομολόγων, πανεπιστημόνων κ.λπ.– αποδεικνύεται συνήθως στην πράξη ως μη ρεαλιστική.
Η αναγνωρισμένη γνώμη, έτσι όπως την κατανοεί ο Αριστοτέλης ως ἔνδοξον, εδράζεται σε ένα αληθινά αντικειμενικό έδαφος όχι μόνο επειδή απηχεί ένα είδος εδραίας γνώσης των πολλών, αλλά και γιατί αντικειμενικά, ιστορικά και κοινωνικο-ηθικά, αποτελεί το πρώτο, άδολο και φυσικώ τω τρόπω κεκτημένο γνώσης· γιατί τελικά εκφράζει την κατά φύση τάση του ανθρώπου να ορέγεται τη γνώση, δηλαδή να θέλει να σκέπτεται την αλήθεια. Ενσαρκώνει, με άλλα λόγια, την κατά Νίτσε ελεύθερη έκφραση του δημιουργικού ενστίκτου του ανθρώπου. Κατ’ αυτό το πνεύμα λοιπόν τα ἔνδοξα νομιμοποιούν την παρουσία τους όχι ως απόλυτη αλήθεια, ως θέσφατο, όπως συχνά-πυκνά προβάλλει η γνώμη του ειδήμονα ή η άκριτη κοινή γνώμη, αλλά ως ενδεχόμενη, ως πιθανή αλήθεια. Μια τέτοια σχετική αλήθεια, που είναι αναγνωρισμένη γνώμη της πλειοψηφίας και αληθές τεκμήριο της φυσικής τάσης όλων των ανθρώπων για την αλήθεια, είναι λιγότερο διαψεύσιμη από τη μονοσήμαντη γνώμη του ειδικού. Απ’ αυτή την άποψη, τα ἔνδοξα συγκροτούν την πρώτη ύλη της διαλεκτικής, η οποία ως διαλεκτικός συλλογισμός ασχολείται με τα νοήματα της ζωής, με τον Λόγο και τη Λογική ή το Λογικό-Είναι των πραγμάτων, όχι με τα ίδια τα πράγματα ως φυσικά αντικείμενα. Εάν επομένως ο συλλογισμός, ως τέτοιος, είναι ο «λόγος, στον οποίο, όταν τεθούν κάποια καθορισμένα πράγματα, αναγκαστικά προκύπτει, μέσω εκείνων που τέθηκαν, κάτι διαφορετικό από εκείνα που τέθηκαν»[10], διαλεκτικός είναι «ο συλλογισμός που ξεκινά να συλλογίζεται από κοινώς παραδεκτές απόψεις (ο εξ ἐνδόξων συλλογιζόμενος)»[11]. Δυνάμει αυτού του διαλεκτικού συλλογισμού αναπτύσσεται μια κατά Λόγο, ήτοι δια-Λογική επιχειρηματολογία, που δεν αποβαίνει αυτοσκοπός, αλλά αποβλέπει στην άσκηση της νόησης, έτσι ώστε η τελευταία να διαμορφώνει το δικό της παρατηρητήριο με τα αντίστοιχα υψώματα, τον δικό της στρατηγικό τόπο, ο οποίος δεν είναι αυθαίρετος ή δογματικός, αλλά πάντοτε διαλεκτικός, ήτοι ανοικτός προς συζήτηση και προς παραγωγή καθολικής σκέψης. Η ανοικτή συζήτηση, με τη μορφή του διαλεκτικού συλλογισμού, επιτρέπει στον Διαλεκτικό να επεξεργάζεται τις ενάντιες γνώμες, να εξετάζει το πιθανό ή σχετικό αληθές της μιας ή της άλλης θέσης και, προτού εγκαταλείψει τη μια θέση για χάρη της άλλης ή κάποιας άλλης, να διαπιστώνει πόσο αναγνωρισμένες είναι οι προτάσεις, δηλαδή τα ἔνδοξα, που αντιφάσκουν προς τη συγκεκριμένη θέση, και κατά πόσο οι εν λόγω προτάσεις, που έχουν ήδη ληφθεί ως προκείμενες του συλλογισμού, επιδέχονται τροποποίηση. Γενικώς, η διαλεκτική, όπως ό Αριστοτέλης την εκθέτει στα Τοπικά ως πρακτικό τρόπο σκέψης, είναι ένας «ανηλεής» διαλεκτικός/διαλογικός αγώνας, όπου οι «αντίπαλοι» υποστηρίζουν διαφορετικές θέσεις: ο ένας ως ερωτών και ο άλλος ως απαντών. Ο δεύτερος, κατά κανόνα, δέχεται και αποδέχεται αναγνωρισμένες αποφάνσεις, εκκινεί απ’ αυτές· γι’ αυτό και ο ερωτών πρέπει να διαθέτει απόθεμα από ἔνδοξα σε όλα τα δυνατά πεδία, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της διαλεκτικής αντιπαράθεσης.
[2] Ό.π.
[3] Ό.π.
[4]Ό.π., σ. 235.
[5] Ό.π.
[6] Χέγκελ: Επιστήμη της Λογικής-η Διδασκαλία περί της Ουσίας, εισαγωγή, μτφρ., σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος, «Δωδώνη» 1998, σσ. 85 κ.εξ.
[7] Hegel: Werke 19, σ. 235.
[8] Τοπικά Α1 100b, 22-24.
[9] Ό.π., 104a, 10-12
[10] Τοπικά Α 100a, 25-27.
[11] Ό.π., 100a, 29–100b,1
Σύμφωνα με τον Χέγκελ, ο Αριστοτέλης ανήκει στα πιο βαθυστόχαστα μυαλά της ανθρωπότητας και απέναντί του καμιά εποχή δεν έχει να αντιτάξει παρόμοιο ανάστημα[1]. Μια γενικότερη αντίληψη που ισχύει για την αριστοτελική φιλοσοφία, κατά τον γερμανό φιλόσοφο, είναι ότι ο Αριστοτέλης έχει αναγάγει σε αρχή της γνώσης την εμπειρία[2]. Ωστόσο δεν μένει σε αυτή την εμπειρική περιοχή, αλλά επιχειρεί να συνδυάσει την εμπειρικά/εξωτερικά εκτυλισσόμενη συλλογιστική με μια εξόχως θεωρητική διεργασία[3]. Αυτός ο συνδυασμός αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αριστοτελικής θεωρίας περί διαλεκτικής.
Το έργο, στο οποίο ο Αριστοτέλης αναπτύσσει κυρίως την εν λόγω θεωρία του, είναι τα Τοπικά, χωρίς να παραγνωρίζεται ορισμένως και το άλλο έργο του: Σοφιστικοί Έλεγχοι, όπου συζητά περισσότερο τη λειτουργική σχέση και αντίθεση σοφιστικής και διαλεκτικής υπό το πρίσμα μιας θεωρίας της αντίφασης. Στα Τοπικά πραγματεύεται τους τόπους, ήτοι «τις απόψεις, με βάση τις οποίες μπορεί να εξεταστεί ένα πράγμα»[4]. Έτσι, οι τόποι αποτελούν, υπό ένα ευρύ πνεύμα, σχήματα εξέτασης και έρευνας ενός αντικειμένου, κατά Λόγο σχήματα που επιτρέπουν μια σφαιρική κάτοψη του αντικειμένου και μια αντίστοιχη εκδίπλωση επιχειρημάτων, εναρμονισμένων με τις διάφορες όψεις του αντικειμένου. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα είδος διαλεκτικής, που χαρακτηρίζεται από εξωτερικούς προσδιορισμούς ανασκόπησης ή ανασκοπικής επιστροφής[5], κάτι δηλαδή σαν την μεταστοχαστική δραστηριότητα της σκέψης στην εγελιανή θεωρία της ουσίας[6]. Η διαλεκτική κατανοείται ως εκ τούτου στον Αριστοτέλη ως η μέθοδος εκείνη, που μας δίνει τη δυνατότητα να συλλογιζόμαστε για κάθε πρόβλημα και να υποβάλλουμε τη σκέψη μας σε έλεγχο, χωρίς να πέφτουμε σε αντιφάσεις, ακολουθώντας τους εν λόγω τόπους, που γενικώς είναι οι εξής: «α) διαφορετικότητα· β) ομοιότητα· γ) αντίθεσηˑ δ) σχέση-αναλογίαˑ ε) σύγκριση»[7].
Στους καιρούς μας, που οι πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές γενικώς είναι συνυφασμένες με την καταστροφή σχεδόν του Λόγου, η Αριστοτελική Διαλεκτική αποκτά ιδιαίτερη πρακτική αξία, διότι αφορά ευθέως στη διανοητική στάση μας απέναντι στο ένα ή το άλλο θέμα και στην αποκατάσταση ενός αυθεντικώς διαλέγεσθαι, του οποίου οι ρίζες ανάγονται στο αντίστοιχο πλατωνικό διαλέγεσθαι, με όλες φυσικά τις εύλογες διαφοροποιήσεις του Αριστοτέλη. Η εν λόγω διαλεκτική είναι μια συλλογιστική και όχι λιγότερο διαλογική διαδικασία, όπου κατανέμονται ρόλοι και οι συνομιλητές θέτουν και δέχονται ερωτήσεις αντίστοιχα, λαμβάνοντας πάντα ως αφετηρία συζήτησης πιθανές προτάσεις, δηλαδή προτάσεις αποδεκτές από όλους τους ανθρώπους, κοινές για όλους απόψεις ή αντιλήψεις. Αυτές τις κοινές απόψεις ο φιλόσοφος τις ονομάζει ἔνδοξα [: εν-δόξα (=γνώμη)] και, όπως διευκρινίζει, τις «συμμερίζονται όλοι ή οι πιο πολλοί ή οι σοφοί, και από αυτούς-εδώ ή όλοι ή οι περισσότεροι ή οι πιο γνωστοί και πιο ξακουστοί»[8]. Μια άποψη, επομένως, ή αντίληψη συγκροτεί διαλεκτική πρόταση, όταν έχει την αποδοχή ή τη συμφωνία όλων ή των περισσοτέρων ανθρώπων. Το ίδιο ισχύει και για τις απόψεις, τις γνώμες και τις προτάσεις των σοφών [=των ειδικών]: δεν πρέπει να έρχονται σε αντίφαση με την κοινή γνώμη, δηλαδή με τη γνώμη των πολλών, γιατί τότε όλες αυτές είναι παράδοξα και όχι ἔνδοξα[9]. Όπως προκύπτει, το διαλεκτικό κριτήριο που καθιστά μια γνώμη διαλεκτική πρόταση δεν είναι γενικά η αποδοχή, αλλά η αποδοχή που εκπορεύεται από την πλειοψηφία των ανθρώπων, είτε πρόκειται για πλειοψηφία κοινών θνητών είτε ειδημόνων είτε άλλων ομάδων. Και από τον κύκλο τέτοιων και άλλων πλειοψηφιών, ας πούμε γενικώς συντεχνιακών, τον πρώτο λόγο τον έχει η πλειοψηφία των ανθρώπων ως σκεπτόμενων πολιτών. Ανάμεσα λοιπόν στη γνώμη των πολλών και εκείνη των ειδημόνων ή των άλλων ομάδων ο Αριστοτέλης προκρίνει ως ορθότερη τη γνώμη των πολλών. Γιατί; Επειδή προφανώς ετούτη η γνώμη, από άποψη αρχής, είναι περισσότερο κοντά στην αντικειμενική πραγματικότητα από κάθε γνώμη που εκφράζει η μεμονωμένη αυθεντία ή η συντεχνία. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με προσέγγιση της αλήθειας πάνω σε αυθεντικά και όχι φαντασιακά δημοκρατικό/αντικειμενικό έδαφος, στη δεύτερη με υποκειμενική περιχαράκωση της αλήθειας. Έτσι εξηγείται, γιατί και η «ειδημοσύνη», δηλαδή η μεμονωμένη γνώμη διαφόρων «ειδημόνων» –πολιτικών, οικονομολόγων, πανεπιστημόνων κ.λπ.– αποδεικνύεται συνήθως στην πράξη ως μη ρεαλιστική.
Η αναγνωρισμένη γνώμη, έτσι όπως την κατανοεί ο Αριστοτέλης ως ἔνδοξον, εδράζεται σε ένα αληθινά αντικειμενικό έδαφος όχι μόνο επειδή απηχεί ένα είδος εδραίας γνώσης των πολλών, αλλά και γιατί αντικειμενικά, ιστορικά και κοινωνικο-ηθικά, αποτελεί το πρώτο, άδολο και φυσικώ τω τρόπω κεκτημένο γνώσης· γιατί τελικά εκφράζει την κατά φύση τάση του ανθρώπου να ορέγεται τη γνώση, δηλαδή να θέλει να σκέπτεται την αλήθεια. Ενσαρκώνει, με άλλα λόγια, την κατά Νίτσε ελεύθερη έκφραση του δημιουργικού ενστίκτου του ανθρώπου. Κατ’ αυτό το πνεύμα λοιπόν τα ἔνδοξα νομιμοποιούν την παρουσία τους όχι ως απόλυτη αλήθεια, ως θέσφατο, όπως συχνά-πυκνά προβάλλει η γνώμη του ειδήμονα ή η άκριτη κοινή γνώμη, αλλά ως ενδεχόμενη, ως πιθανή αλήθεια. Μια τέτοια σχετική αλήθεια, που είναι αναγνωρισμένη γνώμη της πλειοψηφίας και αληθές τεκμήριο της φυσικής τάσης όλων των ανθρώπων για την αλήθεια, είναι λιγότερο διαψεύσιμη από τη μονοσήμαντη γνώμη του ειδικού. Απ’ αυτή την άποψη, τα ἔνδοξα συγκροτούν την πρώτη ύλη της διαλεκτικής, η οποία ως διαλεκτικός συλλογισμός ασχολείται με τα νοήματα της ζωής, με τον Λόγο και τη Λογική ή το Λογικό-Είναι των πραγμάτων, όχι με τα ίδια τα πράγματα ως φυσικά αντικείμενα. Εάν επομένως ο συλλογισμός, ως τέτοιος, είναι ο «λόγος, στον οποίο, όταν τεθούν κάποια καθορισμένα πράγματα, αναγκαστικά προκύπτει, μέσω εκείνων που τέθηκαν, κάτι διαφορετικό από εκείνα που τέθηκαν»[10], διαλεκτικός είναι «ο συλλογισμός που ξεκινά να συλλογίζεται από κοινώς παραδεκτές απόψεις (ο εξ ἐνδόξων συλλογιζόμενος)»[11]. Δυνάμει αυτού του διαλεκτικού συλλογισμού αναπτύσσεται μια κατά Λόγο, ήτοι δια-Λογική επιχειρηματολογία, που δεν αποβαίνει αυτοσκοπός, αλλά αποβλέπει στην άσκηση της νόησης, έτσι ώστε η τελευταία να διαμορφώνει το δικό της παρατηρητήριο με τα αντίστοιχα υψώματα, τον δικό της στρατηγικό τόπο, ο οποίος δεν είναι αυθαίρετος ή δογματικός, αλλά πάντοτε διαλεκτικός, ήτοι ανοικτός προς συζήτηση και προς παραγωγή καθολικής σκέψης. Η ανοικτή συζήτηση, με τη μορφή του διαλεκτικού συλλογισμού, επιτρέπει στον Διαλεκτικό να επεξεργάζεται τις ενάντιες γνώμες, να εξετάζει το πιθανό ή σχετικό αληθές της μιας ή της άλλης θέσης και, προτού εγκαταλείψει τη μια θέση για χάρη της άλλης ή κάποιας άλλης, να διαπιστώνει πόσο αναγνωρισμένες είναι οι προτάσεις, δηλαδή τα ἔνδοξα, που αντιφάσκουν προς τη συγκεκριμένη θέση, και κατά πόσο οι εν λόγω προτάσεις, που έχουν ήδη ληφθεί ως προκείμενες του συλλογισμού, επιδέχονται τροποποίηση. Γενικώς, η διαλεκτική, όπως ό Αριστοτέλης την εκθέτει στα Τοπικά ως πρακτικό τρόπο σκέψης, είναι ένας «ανηλεής» διαλεκτικός/διαλογικός αγώνας, όπου οι «αντίπαλοι» υποστηρίζουν διαφορετικές θέσεις: ο ένας ως ερωτών και ο άλλος ως απαντών. Ο δεύτερος, κατά κανόνα, δέχεται και αποδέχεται αναγνωρισμένες αποφάνσεις, εκκινεί απ’ αυτές· γι’ αυτό και ο ερωτών πρέπει να διαθέτει απόθεμα από ἔνδοξα σε όλα τα δυνατά πεδία, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της διαλεκτικής αντιπαράθεσης.
----------------------------
[1] Hegel: Werke 19, σ.132[2] Ό.π.
[3] Ό.π.
[4]Ό.π., σ. 235.
[5] Ό.π.
[6] Χέγκελ: Επιστήμη της Λογικής-η Διδασκαλία περί της Ουσίας, εισαγωγή, μτφρ., σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος, «Δωδώνη» 1998, σσ. 85 κ.εξ.
[7] Hegel: Werke 19, σ. 235.
[8] Τοπικά Α1 100b, 22-24.
[9] Ό.π., 104a, 10-12
[10] Τοπικά Α 100a, 25-27.
[11] Ό.π., 100a, 29–100b,1
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου