Δεν μπορείς να φας, δυσκολεύεσαι να κοιμηθείς και το μόνο που σκέφτεσαι είναι η επόμενη συνάντηση με τον σύντροφό σου; Ίσως έχεις εθιστεί στον έρωτα, εκτιμούν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Τα ερωτικά αισθήματα συνοδεύονται συχνά από συμπτώματα όμοια με αυτά του εθισμού σε ουσίες, όπως η ευφορία, ηλαχτάρα, η εξάρτηση, η στέρηση και ηυποτροπή, και αποδεικνύεται χάρη στην τεχνική της εγκεφαλικής απεικόνισης ότι συνδέονται με χαρακτηριστικήδραστηριότητα στα κέντρα ανταμοιβής του εγκεφάλου που μοιάζει με τον εθισμό στα ναρκωτικά.
Ωστόσο, η ιδέα ότι μπορεί κανείς να εθιστεί πραγματικά στον έρωτα παραμένειαμφιλεγόμενη. «Τα πράγματα γίνονται περίπλοκα, καθώς δεν υπάρχει συμφωνία όσον αφορά τη θεωρία του εθισμού και κυρίως επειδή δεν υπάρχει συμφωνία για το τι εννοούμε όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη ‘έρωτας’» δηλώνει ο Μπράιαν Ερπ από το Κέντρο Νευροηθικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, σύμφωνα με το New Scientist. «Νομίζω ότι [εθισμός στον έρωτα] σημαίνει να συνειδητοποιείς ότι δεν θέλεις να είσαι ερωτευμένος αλλά να μην μπορείς να το αποφύγεις και αυτό να προκαλεί άσχημες καταστάσεις. Εκεί είναι που ξεπερνάμε το όριο και βιώνουμε κάτι που μοιάζει με εθισμό» προσθέτει με τη σειρά του ο Άντερς Σάντμπεργκ, επίσης από το Κέντρο Νευροηθικής.
Σύμφωνα με νέα ερευνητικά στοιχεία του Ερπ και των συνεργατών του από το βρετανικό πανεπιστήμιο, ο εθισμός στον έρωτα όχι μόνο είναι υπαρκτός αλλά μάλιστα έχει δύο διαφορετικές μορφές.
Η σχετική μελέτη που δημοσιεύουν οι επιστήμονες στην επιθεώρηση Philosophy, Psychiatry & Psychology, η οποία βασίστηκε σε 64 προηγούμενες έρευνες σχετικά με τον έρωτα και τον εθισμό οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1956 και 2016, αναφέρει ότι οι δύο μορφές εθισμού στον έρωτα είναι ο «στενός» (narrow) και ο «ευρύς» (broad).
«Στενός» εθισμός στον έρωτα
Ο «στενός» εθισμός στον έρωτα, σύμφωνα με τους επιστήμονες, διαπιστώνεται σε άτομα που νιώθουν αβάσταχτη μοναξιά όταν δεν βρίσκονται σε σχέση και λόγω αυτού προσπαθούν να αντικαταστήσουν έναν σύντροφο όσο το δυνατόν πιο άμεσα μετά από έναν χωρισμό. Τα άτομα αυτά πασχίζουν να κατανικήσουν τη λαχτάρα να βρεθούν κοντά στο αντικείμενο του πόθου τους, επιθυμούν να περνούν όλο τον ελεύθερο χρόνο τους μαζί του και ταλαιπωρούνται από εμμονικές σκέψεις και συμπεριφορές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο «στενός» εθισμός στον έρωτα οδηγεί στην επίμονη παρακολούθηση (κοινώς stalking) ή ακόμη και στον φόνο (τα γνωστά εγκλήματα πάθους)! Αυτό το είδος εθισμού θεωρείται ότι οφείλεται στα δυσλειτουργικά συστήματα αυτοελέγχου του ατόμου αλλά και σεκοινωνικής φύσεως ανεπάρκειες. Όπως και άλλες μορφές εθισμού, ο «στενός» εθισμός στον έρωτα πυροδοτείται από μη φυσιολογικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στον εγκέφαλο και οι οποίες ενισχύουν τα νευρολογικά σήματα της ανταμοιβής στα αντίστοιχα κέντρα του.
«Τα ναρκωτικά που προκαλούν εθισμό γεμίζουν τον εγκέφαλο ντοπαμίνη, προκαλώντας την ενεργοποίηση σημάτων ανταμοιβής σε ασυνήθιστα μεγάλο βαθμό. Έτσι, το άτομο επιθυμεί να κάνει ξανά χρήση του ναρκωτικού, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται προβλήματα σε κάποιες πτυχές της ζωής του» αναφέρει ο Ερπ. Στις μελέτες που ανέλυσαν οι επιστήμονες εντόπισαν περιπτώσεις ανθρώπων που, όντας υπό την «επήρεια» του έρωτα, παρουσίαζαν αντίστοιχα ασυνήθιστη ενεργοποίηση στα κέντρα ανταμοιβής του εγκεφάλου τους, κάτι που τους κινητοποιούσε να αναζητήσουν και πάλι τη «δόση» τους.
«Ευρύς» εθισμός στον έρωτα
Από την άλλη, ο «ευρύς» εθισμός στον έρωτα χαρακτηρίζεται από πολύ ισχυρή –αλλά ελέγξιμη– λαχτάρα. Σε αυτή τη δεύτερη μορφή εθισμού, το άτομο βιώνει μια έντονη ευφορία μετά από μια συνάντηση με το αντικείμενο του πόθου, η οποία ακολουθείται από απελπισία,θλίψη ή και κατάθλιψη αν και εφόσον η σχέση έχει άδοξο τέλος. Ορισμένοι δεν αποδέχονται τον «ευρύ» εθισμό ως πραγματικό εθισμό, καθώς εκτιμούν ότι τα συναισθηματικά στάδια από τα οποία περνά το άτομο δεν είναι απαραιτήτως επιβαρυντικά για τον ψυχισμό του μακροπρόθεσμα.
Οι επιπτώσεις
Ο Ερπ και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν, ωστόσο, ότι τόσο ο «στενός» όσο και ο «ευρύς» εθισμός στον έρωτα συνδέονται με αρνητικές εκβάσεις στη ζωή ενός «εξαρτημένου» ατόμου. Για παράδειγμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία, ο εθισμός στον έρωτα ήταν δυνατό να εξηγήσει γιατί κάποια άτομα παρέμεναν σε σχέσεις όπου βίωνανκακοποίηση.
Η Λούσι Μπράουν, νευροεπιστήμονας στο Κολέγιο Ιατρικής Άλμπερτ Αϊνστάιν της Νέας Υόρκης, ήταν μία από τις πρώτες που πρότεινε τη θεωρία του έρωτα ως εθισμού. Η ομάδα της υποστήριξε ότι η ερωτική αγάπη αποτελεί φυσικό εθισμό που εξελίχθηκε πριν από εκατομμύρια χρόνια ως μηχανισμός επιβίωσης που ενθάρρυνε τη σύναψη δεσμών ανάμεσα σε δύο συντρόφους. Η Μπράουν δεν συμφωνεί με τη διάκριση ανάμεσα σε «στενό» και «ευρύ» εθισμό, εάν όμως έπρεπε να επιλέξει ποια από τις δύο μορφές αντανακλά καλύτερα τη δική της θεώρηση του εθισμού στον έρωτα, δηλώνει πως αυτή μάλλον θα ήταν ο «ευρύς».
Ο εθισμός στον έρωτα χρειάζεται θεραπεία;
«Ο έρωτας πονά και χρειάζεται θεραπεία κυρίως όταν το άτομο πληγώνεται από αυτόν» υποστηρίζει η Μπράουν. Για τους περισσότερους ανθρώπους, τα άσχημα συναισθήματα καταλαγιάζουν όσο περνά ο καιρός, με τη βοήθεια ψυχοθεραπείας ή ακόμη και με αντικαταθλιπτικά, συμπληρώνει.
Δεν αποκλείεται όμως το ενδεχόμενο τα άτομα με εθισμό στον έρωτα να ωφεληθούν μελλοντικά και από άλλα είδη φαρμάκων πέραν των αντικαταθλιπτικών, αφού, τουλάχιστον στη θεωρία, είναι δυνατό να αναπτυχθούν εξειδικευμένα φάρμακα που θα στοχεύουν στους συναισθηματικούς δεσμούς που αναπτύσσουμε με ένα άλλο άτομο.
Στο πλαίσιο μελέτης του 2013, οι επιστήμονες επενέβησαν στο ορμονικό σύστημα των τρωκτικών Microtus ochrogaster. Τα ζώα αυτά είναι μονογαμικά και συνάπτουν μεταξύ τους ισχυρούς δεσμούς, διαδικασία στην οποία εμπλέκεται η ορμόνη βαζοπρεσσίνη. Όταν οι επιστήμονες μπλόκαραν τους υποδοχείς βαζοπρεσσίνης στα πειραματόζωα, τα αρσενικά σταμάτησαν να υπερασπίζονται το ταίρι τους και άρχισαν να περνούν περισσότερο χρόνο με άλλα θηλυκά.
Υπάρχουν επίσης ερευνητικά στοιχεία που υποδεικνύουν ότι εμείς οι άνθρωποι διαθέτουμε στον εγκέφαλό μας εξειδικευμένα «δίκτυα ενάντια στον έρωτα» (anti-love networks), τα οποία μας βοηθούν να απομακρυνόμαστε συναισθηματικά από άτομα που παλαιότερα μας ήταν ιδιαιτέρως αγαπητά. Η βαθύτερη κατανόηση αυτών των δικτύων –και ίσως η παρέμβαση σε αυτά– θα μπορούσε να επιταχύνει τη διαδικασία «ανάρρωσης» από έναν χωρισμό, αν και το πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο παραμένει προς το παρόν άγνωστο.
Τα ερωτικά αισθήματα συνοδεύονται συχνά από συμπτώματα όμοια με αυτά του εθισμού σε ουσίες, όπως η ευφορία, ηλαχτάρα, η εξάρτηση, η στέρηση και ηυποτροπή, και αποδεικνύεται χάρη στην τεχνική της εγκεφαλικής απεικόνισης ότι συνδέονται με χαρακτηριστικήδραστηριότητα στα κέντρα ανταμοιβής του εγκεφάλου που μοιάζει με τον εθισμό στα ναρκωτικά.
Ωστόσο, η ιδέα ότι μπορεί κανείς να εθιστεί πραγματικά στον έρωτα παραμένειαμφιλεγόμενη. «Τα πράγματα γίνονται περίπλοκα, καθώς δεν υπάρχει συμφωνία όσον αφορά τη θεωρία του εθισμού και κυρίως επειδή δεν υπάρχει συμφωνία για το τι εννοούμε όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη ‘έρωτας’» δηλώνει ο Μπράιαν Ερπ από το Κέντρο Νευροηθικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, σύμφωνα με το New Scientist. «Νομίζω ότι [εθισμός στον έρωτα] σημαίνει να συνειδητοποιείς ότι δεν θέλεις να είσαι ερωτευμένος αλλά να μην μπορείς να το αποφύγεις και αυτό να προκαλεί άσχημες καταστάσεις. Εκεί είναι που ξεπερνάμε το όριο και βιώνουμε κάτι που μοιάζει με εθισμό» προσθέτει με τη σειρά του ο Άντερς Σάντμπεργκ, επίσης από το Κέντρο Νευροηθικής.
Σύμφωνα με νέα ερευνητικά στοιχεία του Ερπ και των συνεργατών του από το βρετανικό πανεπιστήμιο, ο εθισμός στον έρωτα όχι μόνο είναι υπαρκτός αλλά μάλιστα έχει δύο διαφορετικές μορφές.
Η σχετική μελέτη που δημοσιεύουν οι επιστήμονες στην επιθεώρηση Philosophy, Psychiatry & Psychology, η οποία βασίστηκε σε 64 προηγούμενες έρευνες σχετικά με τον έρωτα και τον εθισμό οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1956 και 2016, αναφέρει ότι οι δύο μορφές εθισμού στον έρωτα είναι ο «στενός» (narrow) και ο «ευρύς» (broad).
«Στενός» εθισμός στον έρωτα
Ο «στενός» εθισμός στον έρωτα, σύμφωνα με τους επιστήμονες, διαπιστώνεται σε άτομα που νιώθουν αβάσταχτη μοναξιά όταν δεν βρίσκονται σε σχέση και λόγω αυτού προσπαθούν να αντικαταστήσουν έναν σύντροφο όσο το δυνατόν πιο άμεσα μετά από έναν χωρισμό. Τα άτομα αυτά πασχίζουν να κατανικήσουν τη λαχτάρα να βρεθούν κοντά στο αντικείμενο του πόθου τους, επιθυμούν να περνούν όλο τον ελεύθερο χρόνο τους μαζί του και ταλαιπωρούνται από εμμονικές σκέψεις και συμπεριφορές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο «στενός» εθισμός στον έρωτα οδηγεί στην επίμονη παρακολούθηση (κοινώς stalking) ή ακόμη και στον φόνο (τα γνωστά εγκλήματα πάθους)! Αυτό το είδος εθισμού θεωρείται ότι οφείλεται στα δυσλειτουργικά συστήματα αυτοελέγχου του ατόμου αλλά και σεκοινωνικής φύσεως ανεπάρκειες. Όπως και άλλες μορφές εθισμού, ο «στενός» εθισμός στον έρωτα πυροδοτείται από μη φυσιολογικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στον εγκέφαλο και οι οποίες ενισχύουν τα νευρολογικά σήματα της ανταμοιβής στα αντίστοιχα κέντρα του.
«Τα ναρκωτικά που προκαλούν εθισμό γεμίζουν τον εγκέφαλο ντοπαμίνη, προκαλώντας την ενεργοποίηση σημάτων ανταμοιβής σε ασυνήθιστα μεγάλο βαθμό. Έτσι, το άτομο επιθυμεί να κάνει ξανά χρήση του ναρκωτικού, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται προβλήματα σε κάποιες πτυχές της ζωής του» αναφέρει ο Ερπ. Στις μελέτες που ανέλυσαν οι επιστήμονες εντόπισαν περιπτώσεις ανθρώπων που, όντας υπό την «επήρεια» του έρωτα, παρουσίαζαν αντίστοιχα ασυνήθιστη ενεργοποίηση στα κέντρα ανταμοιβής του εγκεφάλου τους, κάτι που τους κινητοποιούσε να αναζητήσουν και πάλι τη «δόση» τους.
«Ευρύς» εθισμός στον έρωτα
Από την άλλη, ο «ευρύς» εθισμός στον έρωτα χαρακτηρίζεται από πολύ ισχυρή –αλλά ελέγξιμη– λαχτάρα. Σε αυτή τη δεύτερη μορφή εθισμού, το άτομο βιώνει μια έντονη ευφορία μετά από μια συνάντηση με το αντικείμενο του πόθου, η οποία ακολουθείται από απελπισία,θλίψη ή και κατάθλιψη αν και εφόσον η σχέση έχει άδοξο τέλος. Ορισμένοι δεν αποδέχονται τον «ευρύ» εθισμό ως πραγματικό εθισμό, καθώς εκτιμούν ότι τα συναισθηματικά στάδια από τα οποία περνά το άτομο δεν είναι απαραιτήτως επιβαρυντικά για τον ψυχισμό του μακροπρόθεσμα.
Οι επιπτώσεις
Ο Ερπ και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν, ωστόσο, ότι τόσο ο «στενός» όσο και ο «ευρύς» εθισμός στον έρωτα συνδέονται με αρνητικές εκβάσεις στη ζωή ενός «εξαρτημένου» ατόμου. Για παράδειγμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία, ο εθισμός στον έρωτα ήταν δυνατό να εξηγήσει γιατί κάποια άτομα παρέμεναν σε σχέσεις όπου βίωνανκακοποίηση.
Η Λούσι Μπράουν, νευροεπιστήμονας στο Κολέγιο Ιατρικής Άλμπερτ Αϊνστάιν της Νέας Υόρκης, ήταν μία από τις πρώτες που πρότεινε τη θεωρία του έρωτα ως εθισμού. Η ομάδα της υποστήριξε ότι η ερωτική αγάπη αποτελεί φυσικό εθισμό που εξελίχθηκε πριν από εκατομμύρια χρόνια ως μηχανισμός επιβίωσης που ενθάρρυνε τη σύναψη δεσμών ανάμεσα σε δύο συντρόφους. Η Μπράουν δεν συμφωνεί με τη διάκριση ανάμεσα σε «στενό» και «ευρύ» εθισμό, εάν όμως έπρεπε να επιλέξει ποια από τις δύο μορφές αντανακλά καλύτερα τη δική της θεώρηση του εθισμού στον έρωτα, δηλώνει πως αυτή μάλλον θα ήταν ο «ευρύς».
Ο εθισμός στον έρωτα χρειάζεται θεραπεία;
«Ο έρωτας πονά και χρειάζεται θεραπεία κυρίως όταν το άτομο πληγώνεται από αυτόν» υποστηρίζει η Μπράουν. Για τους περισσότερους ανθρώπους, τα άσχημα συναισθήματα καταλαγιάζουν όσο περνά ο καιρός, με τη βοήθεια ψυχοθεραπείας ή ακόμη και με αντικαταθλιπτικά, συμπληρώνει.
Δεν αποκλείεται όμως το ενδεχόμενο τα άτομα με εθισμό στον έρωτα να ωφεληθούν μελλοντικά και από άλλα είδη φαρμάκων πέραν των αντικαταθλιπτικών, αφού, τουλάχιστον στη θεωρία, είναι δυνατό να αναπτυχθούν εξειδικευμένα φάρμακα που θα στοχεύουν στους συναισθηματικούς δεσμούς που αναπτύσσουμε με ένα άλλο άτομο.
Στο πλαίσιο μελέτης του 2013, οι επιστήμονες επενέβησαν στο ορμονικό σύστημα των τρωκτικών Microtus ochrogaster. Τα ζώα αυτά είναι μονογαμικά και συνάπτουν μεταξύ τους ισχυρούς δεσμούς, διαδικασία στην οποία εμπλέκεται η ορμόνη βαζοπρεσσίνη. Όταν οι επιστήμονες μπλόκαραν τους υποδοχείς βαζοπρεσσίνης στα πειραματόζωα, τα αρσενικά σταμάτησαν να υπερασπίζονται το ταίρι τους και άρχισαν να περνούν περισσότερο χρόνο με άλλα θηλυκά.
Υπάρχουν επίσης ερευνητικά στοιχεία που υποδεικνύουν ότι εμείς οι άνθρωποι διαθέτουμε στον εγκέφαλό μας εξειδικευμένα «δίκτυα ενάντια στον έρωτα» (anti-love networks), τα οποία μας βοηθούν να απομακρυνόμαστε συναισθηματικά από άτομα που παλαιότερα μας ήταν ιδιαιτέρως αγαπητά. Η βαθύτερη κατανόηση αυτών των δικτύων –και ίσως η παρέμβαση σε αυτά– θα μπορούσε να επιταχύνει τη διαδικασία «ανάρρωσης» από έναν χωρισμό, αν και το πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο παραμένει προς το παρόν άγνωστο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου