Φιλοσοφική Ερμηνευτική: Ενάντια στην παραμορφωμένη κατανόηση
Η φιλοσοφική σκέψη του Χ.-Γκ. Γκάνταμερ είναι πλήρως συνυφασμένη με τη φιλοσοφική ερμηνευτική, έτσι όπως αποκρυσταλλώθηκε στη σύγχρονη εποχή. Ο Γκάνταμερ διατύπωσε θεμελιωδώς τη θεωρία του για τη φιλοσοφική ερμηνευτική στο βασικό φιλοσοφικό του έργο, το λεγόμενο opus magnus, με τίτλο: Αλήθεια και Μέθοδος (Wahrheit und Methode) 1960 και με υπότιτλο: Βασικά χαρακτηριστικά μιας φιλοσοφικής ερμηνευτικής (Grundzüge einer philosophischen Hermeneutik). Καθοριστικό ρόλο για τη συνολική φιλοσοφική του εξέλιξη στα θέματα της ερμηνευτικής θεωρίας και πράξης έπαιξε η γνωριμία του με το έργο του Αριστοτέλη, εν ἔτει 1923, όταν ως μαθητής του Heidegger παρακολουθούσε σχετικό σεμινάριο του δασκάλου του με θέμα: τα Ηθικά Νικομάχεια. Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για ένα έργο, που προσφέρει ικανή προπαιδεία γύρω από την κατανόηση και την ερμηνευτική.
Η γενικότερη αριστοτελική επίδραση επί της σκέψης του Gadamer υπήρξε μοναδική. Από εδώ έλκουν την προέλευσή τους, υπό ένα ευρύτερο νόημα βασικές ιδέες της φιλοσοφικής ερμηνευτικής του Γερμανού φιλοσόφου, όπως το τι και το πώς του λόγου περί της αλήθειας της παράδοσης, η ερμηνευτική φιλοσοφία ως κληρονόμος της πρακτικής φιλοσοφίας της αρχαίας παραδόσεως, η συγχώνευση οριζόντων, η υπεροχή του πολιτικο-πρακτικού λόγου έναντι της απόλυτης κυριαρχίας της τεχνολογίας, ακόμη η δυναμική επίδραση της ιστορικής συνείδησης κ.λπ.
Το συνολικό εγχείρημα της φιλοσοφικής ερμηνευτικής του Gadamer δεν αποτελεί ένα δομημένο Όλο από τεχνικούς κανόνες, που θα προορίζονταν να υπαγορεύουν στις πνευματικές επιστήμες τη μέθοδο ενέργειάς τους. Με άλλα λόγια δεν σχετίζεται με μια εισαγωγή έξωθεν, εργαλειακής υφής, μεθοδολογίας των εν λόγω επιστημών. Τούτο σημαίνει πως η φιλοσοφική ερμηνευτική δεν κινείται στην περιοχή του δέοντος ή των θεωρητικών προϋποθέσεων εργασίας των εν λόγω επιστημών, κατά τρόπο που τα γνωσιακά αποτελέσματα μιας τέτοιας εργασίας να έχουν ουσιαστική εφαρμοφή στην πράξη. Απεναντίας ενδιαφέρεται για «το τι συμβαίνει εκείθεν της βούλησης και της πράξης μας» (Wahrheit und Methode, σ. XVI). Υπ’ αυτή την οπτική προχωρεί πέρα από την παραδοσιακή ερμηνευτική ‒από την εποχή του Schleiermacher και ως την εποχή του Gadamer‒ που περιοριζόταν στη μελέτη της μεθοδολογίας, της σχετικής με την επιστημονική κατανόηση. Ένας τέτοιος περιορισμός απέκοπτε την ερμηνευτική μέθοδο από το γενικότερο ζήτημα της κατανόησης. Αντιμετωπίζοντας, από άποψη αρχής, την ερμηνευτική ως καθολικό φαινόμενο της φιλοσοφίας, ο Gadamer την τοποθετούσε [=την ερμηνευτική] στην περιοχή του Είναι, δηλαδή τη θεωρούσε οντολογικό πρόβλημα και όχι ένα απλώς μεθοδολογικό ζήτημα. Αφορά την ίδια την ύπαρξη και όχι απλώς τον έναν ή τον άλλο τρόπο μεθοδικής στάσης· έτσι ανάγει την ίδια την κατανοητική διεργασία σε υπρκτικο-οντολογικό τρόπο του Είναι αυτής τούτης της ουσίας ως υπόστασης.
Έχοντας διέλθει μέσα και από τη χαϊντεγκεριανή σκέψη, ο Gadamer συνδέει τη φιλοσοφική ερμηνευτική με τον θεμελιώδη κινητικό και, υπό μια ορισμένη προοπτική, κινηματικό χαρακτήρα της ίδιας της ύπαρξης· μιας ύπαρξης που τελεί σε πλήρη αποξένωση και αλλοτρίωση: πολιτισμική/πνευματική και ιστορική. Να γιατί η φιλοσοφική ερμηνευτική καλείται, όσο ποτέ άλλοτε, να ασχοληθεί όχι μόνο με επί μέρους επιστημονικά ή επιστημολογικά προβλήματα μεθόδου, αλλά και με το σύνολο της υπαρκτικής εμπειρίας του κόσμου. Έτσι φέρνει στο κέντρο της ζωής και στο επίκεντρο του φιλοσοφικού λόγου την πράξη του κατανοείν ως μια συνολική και δυναμική πράξη που αγκαλιάζει όλες τις μορφές του ανθρώπινου ενεργείν και του αντίστοιχου βίου. Τούτο καθιστά ικανή την ερμηνευτική πράξη να συντελεί, ώστε να μας ομιλεί ό,τι είναι αποξενωμένο από μας ή βυθισμένο και εν πολλοίς ξεχασμένο μέσα σε μακρινές παραδόσεις ή παραμερισμένο για λόγους ιστορικούς, πολιτισμικούς κ.λπ. Ετούτη η συμβολή έχει ιδιαίτερη αξία, γιατί απελευθερώνει τη σκέψη μας ‒επιστημονική, πολιτισμική, πολιτική κ.λπ.‒ αφενός από έναν στερεότυπο και νεκρό μεθοδολογισμό και αφετέρου από ύποπτες και ανυπόστατες προλήψεις για την ιστορική παράδοση του ανθρώπου, για την ιστορικότητά του δηλαδή, και για τον ίδιο τον άνθρωπο ως υπαρκτικό, ομιλητικό, διυποκειμενικό ον. Υπό μια πρώτη συνοπτική θεώρηση λοιπόν, η φιλοσοφική ερμηνευτική αντιμετωπίζει δυναμικά το ρήγμα, που παρατηρείται στον άνθρωπο, ως υποκειμενικό, διυποκειμενικό, κοινωνικο-πολιτικό και ιστορικό ον. Πρόκειται για το ρήγμα της συν-εννόησης/σχέσης-κατανόησης ανάμεσα στα ανθρώπινα υποκείμενα, ατομικά ή συλλογικά, στις γενεές ή στις διάφορες ιστορικές περιόδους. Η ερμηνευτική, ως εκ τούτου, προορίζεται να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο οικείο και το ξένο, το σύνηθες και το ασύνηθες κ.λπ. Το φαινόμενο της κατανόησης, κατ’ αυτό το πνεύμα, αποδεικνύεται εν έργω ότι είναι οντολογικό φαινόμενο. Γι’ αυτό και σήμερα, που η παραμορφωμένη εικόνα της κατανόησης κυριαρχεί σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης ζωής ‒επιστημονικό, πολιτισμικό, πολιτικό κ.α.‒ η υπό συζήτηση φιλοσοφική ερμηνευτική είναι αναγκαία για ένα βίο άξιο του ανθρωπίνως υπάρχειν.
Η φιλοσοφική σκέψη του Χ.-Γκ. Γκάνταμερ είναι πλήρως συνυφασμένη με τη φιλοσοφική ερμηνευτική, έτσι όπως αποκρυσταλλώθηκε στη σύγχρονη εποχή. Ο Γκάνταμερ διατύπωσε θεμελιωδώς τη θεωρία του για τη φιλοσοφική ερμηνευτική στο βασικό φιλοσοφικό του έργο, το λεγόμενο opus magnus, με τίτλο: Αλήθεια και Μέθοδος (Wahrheit und Methode) 1960 και με υπότιτλο: Βασικά χαρακτηριστικά μιας φιλοσοφικής ερμηνευτικής (Grundzüge einer philosophischen Hermeneutik). Καθοριστικό ρόλο για τη συνολική φιλοσοφική του εξέλιξη στα θέματα της ερμηνευτικής θεωρίας και πράξης έπαιξε η γνωριμία του με το έργο του Αριστοτέλη, εν ἔτει 1923, όταν ως μαθητής του Heidegger παρακολουθούσε σχετικό σεμινάριο του δασκάλου του με θέμα: τα Ηθικά Νικομάχεια. Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για ένα έργο, που προσφέρει ικανή προπαιδεία γύρω από την κατανόηση και την ερμηνευτική.
Η γενικότερη αριστοτελική επίδραση επί της σκέψης του Gadamer υπήρξε μοναδική. Από εδώ έλκουν την προέλευσή τους, υπό ένα ευρύτερο νόημα βασικές ιδέες της φιλοσοφικής ερμηνευτικής του Γερμανού φιλοσόφου, όπως το τι και το πώς του λόγου περί της αλήθειας της παράδοσης, η ερμηνευτική φιλοσοφία ως κληρονόμος της πρακτικής φιλοσοφίας της αρχαίας παραδόσεως, η συγχώνευση οριζόντων, η υπεροχή του πολιτικο-πρακτικού λόγου έναντι της απόλυτης κυριαρχίας της τεχνολογίας, ακόμη η δυναμική επίδραση της ιστορικής συνείδησης κ.λπ.
Το συνολικό εγχείρημα της φιλοσοφικής ερμηνευτικής του Gadamer δεν αποτελεί ένα δομημένο Όλο από τεχνικούς κανόνες, που θα προορίζονταν να υπαγορεύουν στις πνευματικές επιστήμες τη μέθοδο ενέργειάς τους. Με άλλα λόγια δεν σχετίζεται με μια εισαγωγή έξωθεν, εργαλειακής υφής, μεθοδολογίας των εν λόγω επιστημών. Τούτο σημαίνει πως η φιλοσοφική ερμηνευτική δεν κινείται στην περιοχή του δέοντος ή των θεωρητικών προϋποθέσεων εργασίας των εν λόγω επιστημών, κατά τρόπο που τα γνωσιακά αποτελέσματα μιας τέτοιας εργασίας να έχουν ουσιαστική εφαρμοφή στην πράξη. Απεναντίας ενδιαφέρεται για «το τι συμβαίνει εκείθεν της βούλησης και της πράξης μας» (Wahrheit und Methode, σ. XVI). Υπ’ αυτή την οπτική προχωρεί πέρα από την παραδοσιακή ερμηνευτική ‒από την εποχή του Schleiermacher και ως την εποχή του Gadamer‒ που περιοριζόταν στη μελέτη της μεθοδολογίας, της σχετικής με την επιστημονική κατανόηση. Ένας τέτοιος περιορισμός απέκοπτε την ερμηνευτική μέθοδο από το γενικότερο ζήτημα της κατανόησης. Αντιμετωπίζοντας, από άποψη αρχής, την ερμηνευτική ως καθολικό φαινόμενο της φιλοσοφίας, ο Gadamer την τοποθετούσε [=την ερμηνευτική] στην περιοχή του Είναι, δηλαδή τη θεωρούσε οντολογικό πρόβλημα και όχι ένα απλώς μεθοδολογικό ζήτημα. Αφορά την ίδια την ύπαρξη και όχι απλώς τον έναν ή τον άλλο τρόπο μεθοδικής στάσης· έτσι ανάγει την ίδια την κατανοητική διεργασία σε υπρκτικο-οντολογικό τρόπο του Είναι αυτής τούτης της ουσίας ως υπόστασης.
Έχοντας διέλθει μέσα και από τη χαϊντεγκεριανή σκέψη, ο Gadamer συνδέει τη φιλοσοφική ερμηνευτική με τον θεμελιώδη κινητικό και, υπό μια ορισμένη προοπτική, κινηματικό χαρακτήρα της ίδιας της ύπαρξης· μιας ύπαρξης που τελεί σε πλήρη αποξένωση και αλλοτρίωση: πολιτισμική/πνευματική και ιστορική. Να γιατί η φιλοσοφική ερμηνευτική καλείται, όσο ποτέ άλλοτε, να ασχοληθεί όχι μόνο με επί μέρους επιστημονικά ή επιστημολογικά προβλήματα μεθόδου, αλλά και με το σύνολο της υπαρκτικής εμπειρίας του κόσμου. Έτσι φέρνει στο κέντρο της ζωής και στο επίκεντρο του φιλοσοφικού λόγου την πράξη του κατανοείν ως μια συνολική και δυναμική πράξη που αγκαλιάζει όλες τις μορφές του ανθρώπινου ενεργείν και του αντίστοιχου βίου. Τούτο καθιστά ικανή την ερμηνευτική πράξη να συντελεί, ώστε να μας ομιλεί ό,τι είναι αποξενωμένο από μας ή βυθισμένο και εν πολλοίς ξεχασμένο μέσα σε μακρινές παραδόσεις ή παραμερισμένο για λόγους ιστορικούς, πολιτισμικούς κ.λπ. Ετούτη η συμβολή έχει ιδιαίτερη αξία, γιατί απελευθερώνει τη σκέψη μας ‒επιστημονική, πολιτισμική, πολιτική κ.λπ.‒ αφενός από έναν στερεότυπο και νεκρό μεθοδολογισμό και αφετέρου από ύποπτες και ανυπόστατες προλήψεις για την ιστορική παράδοση του ανθρώπου, για την ιστορικότητά του δηλαδή, και για τον ίδιο τον άνθρωπο ως υπαρκτικό, ομιλητικό, διυποκειμενικό ον. Υπό μια πρώτη συνοπτική θεώρηση λοιπόν, η φιλοσοφική ερμηνευτική αντιμετωπίζει δυναμικά το ρήγμα, που παρατηρείται στον άνθρωπο, ως υποκειμενικό, διυποκειμενικό, κοινωνικο-πολιτικό και ιστορικό ον. Πρόκειται για το ρήγμα της συν-εννόησης/σχέσης-κατανόησης ανάμεσα στα ανθρώπινα υποκείμενα, ατομικά ή συλλογικά, στις γενεές ή στις διάφορες ιστορικές περιόδους. Η ερμηνευτική, ως εκ τούτου, προορίζεται να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο οικείο και το ξένο, το σύνηθες και το ασύνηθες κ.λπ. Το φαινόμενο της κατανόησης, κατ’ αυτό το πνεύμα, αποδεικνύεται εν έργω ότι είναι οντολογικό φαινόμενο. Γι’ αυτό και σήμερα, που η παραμορφωμένη εικόνα της κατανόησης κυριαρχεί σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης ζωής ‒επιστημονικό, πολιτισμικό, πολιτικό κ.α.‒ η υπό συζήτηση φιλοσοφική ερμηνευτική είναι αναγκαία για ένα βίο άξιο του ανθρωπίνως υπάρχειν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου