Έν αρχή ήν η προσπάθεια τού ανθρώπου νά κατανοήσει τόν κόσμο μέσα στόν οποίο βρέθηκε, αλλά καί τόν εαυτό του, τόν εσωτερικό του κόσμο. Ποιά ήταν τά εργαλεία του;
Οι αισθήσεις του καί η γλώσσα. Μέσω τών αισθήσεων δεχόταν πληροφορίες γιά τό περιβάλλον του, τό εξωτερικό περιβάλλον. Αλλά πληροφορίες δεχόταν καί από μέσα του από τό εσωτερικό του περιβάλλον. Οι πληροφορίες αυτές μαζί μέ τήν ανάγκη τής επικοινωνίας μέ τούς άλλους, πού καθώς περνούσαν τά χρόνια γινόταν όλο καί πιό σύνθετη, όλο καί πιό περίπλοκη, οδήγησαν στήν τελειοποίηση τού εργαλείου πού λέγεται γλώσσα. Έτσι, σιγά–σιγά περάσαμε στήν προσπάθεια ερμηνείας τού κόσμου μέσω τής γλώσσας δηλαδή στή φιλοσοφία. Καί είχαμε αποτελέσματα. Οι πληροφορίες τόσο από τό εξωτερικό όσο καί από τό εσωτερικό περιβάλλον αφού πρώτα μεταφράζoνταν σέ λέξεις καί φράσεις, άρχισαν νά αξιολογούνται, νά ιεραρχούνται καί νά ταξινομούνται. Έγιναν γνώσεις. Στή συνέχεια μέσω τής νοητικής (γλωσσικής πάντα) διαδικασίας τής αφαίρεσης και τής σύνθεσης άρχισαν νά δομούνται ερμηνευτικά σχήματα αυτών τών γνώσεων μέ συνοχή αξιόλογη καί αυτοσυνέπεια πού οδηγούσαν καί σέ προβλέψεις. Γιά παράδειγμα νά αναφέρουμε τό σύστημα ερμηνείας τού Αριστοτέλη, πού διατηρήθηκε πάνω από 1000 χρόνια. Παράλληλα η φιλοσοφία είχε καί τόν «εφαρμοσμένο» κλάδο της κυρίως σέ σχέση μέ τήν οργάνωση καί τή διεύθυνση τής κοινωνίας.
Αρκετά νωρίς, ξεκίνησε καί ο κλάδος τών μαθηματικών που στήν αρχή ήταν κομμάτι τής φιλοσοφίας μετά όμως αυτονομήθηκε καί εξελίχθηκε ανεξάρτητα, παρουσιάζοντας λαμπρά επιτεύγματα καί προσφέροντας πολύ αργότερα ένα σίγουρο βάθρο γιά τή στήριξη τής επιστήμης. Τά μαθηματικά προυποθέτουν μεγαλύτερη αφαίρεση από τήν φιλοσοφία ενώ τό αντικείμενό τους είναι η διερεύνηση τών σχέσεων μεταξύ αριθμών ή μεταξύ σχημάτων καί μορφών. Είναι επομένως, σέ αντίθεση μέ τή φιλοσοφία, ένα μή γλωσσικό εργαλείο. Τά μαθηματικά ποτέ δέν αμφισβήτησαν τήν πρωτοκαθεδρία τής φιλοσοφίας στή διερεύνηση τής φύσης καθώς μέχρι τήν καθιέρωση τής επιστήμης εθεωρούντο περισσότερο ένα παιχνίδι γιά τήν όξυνση τού μυαλού, παρά ένα εργαλείο μελέτης τής φύσης. Είχαν όμως καί αυτά τόν εφαρμοσμένο κλάδο τους που αφορούσε κυρίως μετρήσεις τής επιφάνειας τής γής. Νά θυμηθούμε τόν Ερατοσθένη που μέτρησε, στηριζόμενος σέ θεωρήματα τής γεωμετρίας μέ εκπληκτική γιά τήν εποχή του ακρίβεια, τήν ακτίνα τής γής.
Μετά τόν 16ο αιώνα σημειώθηκε μιά επανάσταση στήν φιλοσοφία. Εμφανίστηκαν άνθρωποι οι οποίοι δέν ικανοποιούνταν από τίς πληροφορίες πού έπαιρναν μέσω τών αισθήσεών τους καί προσπάθησαν νά τίς διευρύνουν κατασκευάζοντας όργανα πού επέκτειναν τίς δυνατότητές τών αισθήσεών τους σημαντικά (τηλεσκόπιο, μικροσκόπιο κ.λ.π). Τήν ίδια εποχή κάποιοι άρχισαν νά αναπαριστούν μέ ελεγχόμενο τρόπο μέσα σέ εργαστήρια φυσικά φαινόμενα, μέ σκοπό τήν λεπτομερή μελέτη τους. Γεννήθηκε έτσι τό πείραμα. Λίγο αργότερα όταν μαζεύτηκαν αρκετά δεδομένα καί χρειάστηκε νά ερμηνευθούν, δέν χρησιμοποιήθηκε η γλώσσα γιά τήν ερμηνεία τους, καθώς στά πειράματα γίνονται μετρήσεις καί προκύπτουν αριθμοί, αλλά τά μαθηματικά. Γεννήθηκε έτσι η επιστήμη η οποία εξ’ αρχής άρχισε νά αμφισβητεί τήν φιλοσοφία τουλάχιστον όσον αφορά τήν διερεύνηση τού εξωτερικού περιβάλλοντος τού ανθρώπου, αλλά καί τού ίδιου τού σώματός του. Πολύ γρήγορα η επιστήμη κυριάρχησε σ’ αυτόν τόν τομέα. Η φιλοσοφία υποχώρησε όχι χωρίς αντιδράσεις, πού ενίοτε ήσαν καί βίαιες, μέχρι νά γίνει δεκτή η λύση τού Καρτέσιου πού «ενεργώντας διπλωματικά» χώρισε τίς περιοχές. Τό υλικό σώμα (res extensa) καί κατ’ επέκταση η φύση γενικά, ανήκει στήν αρμοδιότητα τής επιστήμης, ενώ τό σκεπτόμενο, ο άυλος νούς (res cogitans), ανήκει στήν αρμοδιότητα τής φιλοσοφίας.
Μετά από τόν «διαχωρισμό τών αρμοδιοτήτων» η επιστήμη απογειώθηκε. Ανακάλυψε νέα φαινόμενα καί προχώρησε τήν ερμηνεία τού κόσμου πού μάς περιβάλλει, σέ επίπεδα ασύλληπτα γιά τή φιλοσοφία. Παράλληλα οδήγησε καί σέ επανάσταση τήν τεχνολογία, αλλάζοντας στήν κυριολεξία τόν τρόπο τής ζωής μας. Απέκτησε τέτοιο κύρος πού η λέξη «επιστημονικό» νά προσδιορίζει εξ’ ορισμού τό έγκυρο καί τό αληθινό.
Η φιλοσοφία εξακολούθησε νά ασχολείται μέ τόν νού. Γιά ένα διάστημα πήγαινε παράλληλα μέ τήν επιστήμη μέχρι πού αυτή η δεύτερη άρχισε νά μπαίνει στά χωράφια της καί νά τήν εκτοπίζει σιγά–σιγά καί από τόν προνομιακό χώρο της του res cogitans. Αυτό έγινε καί εξακολουθεί καί σήμερα νά γίνεται μέ δύο τρόπους μέσω τής ψυχολογίας ο ένας, μέσω τής νευροεπιστήμης ο άλλος καί κυριώτερος. Κατά τόν 19ο αιώνα αναπτύχθηκε μιά ενδιάμεση, λειτουργική επιστήμη, η ψυχολογία η οποία βρίσκεται στή βάση τών λεγόμενων ανθρωπιστικών επιστημών, όπως είναι η παιδαγωγική, η οικονομία, η γλωσσολογία κ.λ.π. Η ψυχολογία λέμε ότι είναι λειτουργική επιστήμη διότι ενώ δέχεται ότι ο ψυχισμός του ανθρώπου καί η συνείδησή του είναι τό αποτέλεσμα διεργασιών στόν εγκέφαλο, δέν ξεκινάει από εκεί αλλά από ένα παραπάνω επίπεδο, ένα λειτουργικό επίπεδο, προσπαθώντας νά εξηγήσει καί νά προβλέψει τήν ανθρώπινη συμπεριφορά. Η μέθοδός της είναι επιστημονική, χρησιμοποιεί όμως ως εργαλείο της καί τή γλώσσα γι’ αυτό τήν αναφέρουμε καί ως ενδιάμεση. Ενδιάμεση μέ τήν έννοια, ότι βρίσκεται πιό κοντά στή φιλοσοφία απ’ ότι οι άλλες, οι «καθαρές» επιστήμες. Σήμερα όμως μέ τήν ανάπτυξη τής επιστήμης τού εγκεφάλου, τής νευροεπιστήμης, φαίνεται ότι βρισκόμαστε κοντά στό νά ανακαλύψουμε τήν υλική–νευρολογική βάση τής ανθρώπινης συνείδησης, η οποία απ’ ότι δείχνουν τά πράγματα, είναι τό αποτέλεσμα τής υπερπολύπλοκης δομής τού ανθρώπινου εγκεφάλου. Οπότε αφαιρείται πλέον κάθε έδαφος ανάπτυξης τής φιλοσοφίας. Άλλωστε οι σημερινοί φιλόσοφοι στή μεγάλη τους πλειοψηφία έχουν πάψει νά ασχολούνται μέ τόν «νού», καί ασχολούνται κυρίως μέ αυτό πού λέμε: φιλοσοφία τής επιστήμης. Προσπαθούν δηλαδή νά ανιχνεύσουν τίς γενικώτερες ιδέες πίσω από τόν τρόπο δουλειάς καί τά αποτελέσματα στά οποία καταλήγει η επιστήμη καί σέ ένα δεύτερο επίπεδο, βασιζόμενοι σ’ αυτές, νά διατυπώσουν δικά τους κοσμολογικά συμπεράσματα.
Έφτασε λοιπόν τό τέλος τής φιλοσοφίας; Σίγουρα η φιλοσοφία μέ τόν τρόπο που τήν ασκούσαν στό παρελθόν, έχει τελειώσει ή κοντεύει νά τελειώσει όπως δείχνουν τά πράγματα, αφού χάνει τό αντικείμενό της. Μιλάμε όμως γιά τήν φιλοσοφία όπως τήν αντιλαμβανόμαστε στή δύση. Γιά τή δυτική φιλοσοφία. Γιατί υπάρχει καί η λεγόμενη ανατολική φιλοσοφία ή ο ανατολικός τρόπος προσέγγισης τής φύσης καί τού ανθρώπου. Η ανατολική φιλοσοφία είναι πανάρχαιη τό ίδιο αρχαία ή καί πιό αρχαία από τή δυτική φιλοσοφία. Κανονικά δέν θά έπρεπε βέβαια νά λέγεται φιλοσοφία, αφού δέν πρόκειται γιά γλωσσικό εργαλείο. Δέν βασίζεται στή γλώσσα. Στήν ουσία είναι εναλλακτικός τρόπος προσέγγισης τής φύσης καί ως πρός τή δυτική φιλοσοφία καί ως πρός τό παιδί της τήν επιστήμη. Στηρίζεται στή βαθιά ενδοσκόπηση, στόν διαλογισμό. Η γνώση πού προσφέρει είναι προσωπική καί βιωματική. Ελάχιστα έχει εξελιχθεί από τότε που πρωτοεμφανίστηκε δέν δείχνει όμως σημάδια εξαφάνισης. Είναι παρούσα όλα αυτά τά χιλιάδες χρόνια καί τό πιό εντυπωσιακό είναι ότι τά συμπεράσματα τής σύγχρονης επιστήμης προσεγγίζουν μερικές από τίς βασικές «αλήθειες» της.
Οι αισθήσεις του καί η γλώσσα. Μέσω τών αισθήσεων δεχόταν πληροφορίες γιά τό περιβάλλον του, τό εξωτερικό περιβάλλον. Αλλά πληροφορίες δεχόταν καί από μέσα του από τό εσωτερικό του περιβάλλον. Οι πληροφορίες αυτές μαζί μέ τήν ανάγκη τής επικοινωνίας μέ τούς άλλους, πού καθώς περνούσαν τά χρόνια γινόταν όλο καί πιό σύνθετη, όλο καί πιό περίπλοκη, οδήγησαν στήν τελειοποίηση τού εργαλείου πού λέγεται γλώσσα. Έτσι, σιγά–σιγά περάσαμε στήν προσπάθεια ερμηνείας τού κόσμου μέσω τής γλώσσας δηλαδή στή φιλοσοφία. Καί είχαμε αποτελέσματα. Οι πληροφορίες τόσο από τό εξωτερικό όσο καί από τό εσωτερικό περιβάλλον αφού πρώτα μεταφράζoνταν σέ λέξεις καί φράσεις, άρχισαν νά αξιολογούνται, νά ιεραρχούνται καί νά ταξινομούνται. Έγιναν γνώσεις. Στή συνέχεια μέσω τής νοητικής (γλωσσικής πάντα) διαδικασίας τής αφαίρεσης και τής σύνθεσης άρχισαν νά δομούνται ερμηνευτικά σχήματα αυτών τών γνώσεων μέ συνοχή αξιόλογη καί αυτοσυνέπεια πού οδηγούσαν καί σέ προβλέψεις. Γιά παράδειγμα νά αναφέρουμε τό σύστημα ερμηνείας τού Αριστοτέλη, πού διατηρήθηκε πάνω από 1000 χρόνια. Παράλληλα η φιλοσοφία είχε καί τόν «εφαρμοσμένο» κλάδο της κυρίως σέ σχέση μέ τήν οργάνωση καί τή διεύθυνση τής κοινωνίας.
Αρκετά νωρίς, ξεκίνησε καί ο κλάδος τών μαθηματικών που στήν αρχή ήταν κομμάτι τής φιλοσοφίας μετά όμως αυτονομήθηκε καί εξελίχθηκε ανεξάρτητα, παρουσιάζοντας λαμπρά επιτεύγματα καί προσφέροντας πολύ αργότερα ένα σίγουρο βάθρο γιά τή στήριξη τής επιστήμης. Τά μαθηματικά προυποθέτουν μεγαλύτερη αφαίρεση από τήν φιλοσοφία ενώ τό αντικείμενό τους είναι η διερεύνηση τών σχέσεων μεταξύ αριθμών ή μεταξύ σχημάτων καί μορφών. Είναι επομένως, σέ αντίθεση μέ τή φιλοσοφία, ένα μή γλωσσικό εργαλείο. Τά μαθηματικά ποτέ δέν αμφισβήτησαν τήν πρωτοκαθεδρία τής φιλοσοφίας στή διερεύνηση τής φύσης καθώς μέχρι τήν καθιέρωση τής επιστήμης εθεωρούντο περισσότερο ένα παιχνίδι γιά τήν όξυνση τού μυαλού, παρά ένα εργαλείο μελέτης τής φύσης. Είχαν όμως καί αυτά τόν εφαρμοσμένο κλάδο τους που αφορούσε κυρίως μετρήσεις τής επιφάνειας τής γής. Νά θυμηθούμε τόν Ερατοσθένη που μέτρησε, στηριζόμενος σέ θεωρήματα τής γεωμετρίας μέ εκπληκτική γιά τήν εποχή του ακρίβεια, τήν ακτίνα τής γής.
Μετά τόν 16ο αιώνα σημειώθηκε μιά επανάσταση στήν φιλοσοφία. Εμφανίστηκαν άνθρωποι οι οποίοι δέν ικανοποιούνταν από τίς πληροφορίες πού έπαιρναν μέσω τών αισθήσεών τους καί προσπάθησαν νά τίς διευρύνουν κατασκευάζοντας όργανα πού επέκτειναν τίς δυνατότητές τών αισθήσεών τους σημαντικά (τηλεσκόπιο, μικροσκόπιο κ.λ.π). Τήν ίδια εποχή κάποιοι άρχισαν νά αναπαριστούν μέ ελεγχόμενο τρόπο μέσα σέ εργαστήρια φυσικά φαινόμενα, μέ σκοπό τήν λεπτομερή μελέτη τους. Γεννήθηκε έτσι τό πείραμα. Λίγο αργότερα όταν μαζεύτηκαν αρκετά δεδομένα καί χρειάστηκε νά ερμηνευθούν, δέν χρησιμοποιήθηκε η γλώσσα γιά τήν ερμηνεία τους, καθώς στά πειράματα γίνονται μετρήσεις καί προκύπτουν αριθμοί, αλλά τά μαθηματικά. Γεννήθηκε έτσι η επιστήμη η οποία εξ’ αρχής άρχισε νά αμφισβητεί τήν φιλοσοφία τουλάχιστον όσον αφορά τήν διερεύνηση τού εξωτερικού περιβάλλοντος τού ανθρώπου, αλλά καί τού ίδιου τού σώματός του. Πολύ γρήγορα η επιστήμη κυριάρχησε σ’ αυτόν τόν τομέα. Η φιλοσοφία υποχώρησε όχι χωρίς αντιδράσεις, πού ενίοτε ήσαν καί βίαιες, μέχρι νά γίνει δεκτή η λύση τού Καρτέσιου πού «ενεργώντας διπλωματικά» χώρισε τίς περιοχές. Τό υλικό σώμα (res extensa) καί κατ’ επέκταση η φύση γενικά, ανήκει στήν αρμοδιότητα τής επιστήμης, ενώ τό σκεπτόμενο, ο άυλος νούς (res cogitans), ανήκει στήν αρμοδιότητα τής φιλοσοφίας.
Μετά από τόν «διαχωρισμό τών αρμοδιοτήτων» η επιστήμη απογειώθηκε. Ανακάλυψε νέα φαινόμενα καί προχώρησε τήν ερμηνεία τού κόσμου πού μάς περιβάλλει, σέ επίπεδα ασύλληπτα γιά τή φιλοσοφία. Παράλληλα οδήγησε καί σέ επανάσταση τήν τεχνολογία, αλλάζοντας στήν κυριολεξία τόν τρόπο τής ζωής μας. Απέκτησε τέτοιο κύρος πού η λέξη «επιστημονικό» νά προσδιορίζει εξ’ ορισμού τό έγκυρο καί τό αληθινό.
Η φιλοσοφία εξακολούθησε νά ασχολείται μέ τόν νού. Γιά ένα διάστημα πήγαινε παράλληλα μέ τήν επιστήμη μέχρι πού αυτή η δεύτερη άρχισε νά μπαίνει στά χωράφια της καί νά τήν εκτοπίζει σιγά–σιγά καί από τόν προνομιακό χώρο της του res cogitans. Αυτό έγινε καί εξακολουθεί καί σήμερα νά γίνεται μέ δύο τρόπους μέσω τής ψυχολογίας ο ένας, μέσω τής νευροεπιστήμης ο άλλος καί κυριώτερος. Κατά τόν 19ο αιώνα αναπτύχθηκε μιά ενδιάμεση, λειτουργική επιστήμη, η ψυχολογία η οποία βρίσκεται στή βάση τών λεγόμενων ανθρωπιστικών επιστημών, όπως είναι η παιδαγωγική, η οικονομία, η γλωσσολογία κ.λ.π. Η ψυχολογία λέμε ότι είναι λειτουργική επιστήμη διότι ενώ δέχεται ότι ο ψυχισμός του ανθρώπου καί η συνείδησή του είναι τό αποτέλεσμα διεργασιών στόν εγκέφαλο, δέν ξεκινάει από εκεί αλλά από ένα παραπάνω επίπεδο, ένα λειτουργικό επίπεδο, προσπαθώντας νά εξηγήσει καί νά προβλέψει τήν ανθρώπινη συμπεριφορά. Η μέθοδός της είναι επιστημονική, χρησιμοποιεί όμως ως εργαλείο της καί τή γλώσσα γι’ αυτό τήν αναφέρουμε καί ως ενδιάμεση. Ενδιάμεση μέ τήν έννοια, ότι βρίσκεται πιό κοντά στή φιλοσοφία απ’ ότι οι άλλες, οι «καθαρές» επιστήμες. Σήμερα όμως μέ τήν ανάπτυξη τής επιστήμης τού εγκεφάλου, τής νευροεπιστήμης, φαίνεται ότι βρισκόμαστε κοντά στό νά ανακαλύψουμε τήν υλική–νευρολογική βάση τής ανθρώπινης συνείδησης, η οποία απ’ ότι δείχνουν τά πράγματα, είναι τό αποτέλεσμα τής υπερπολύπλοκης δομής τού ανθρώπινου εγκεφάλου. Οπότε αφαιρείται πλέον κάθε έδαφος ανάπτυξης τής φιλοσοφίας. Άλλωστε οι σημερινοί φιλόσοφοι στή μεγάλη τους πλειοψηφία έχουν πάψει νά ασχολούνται μέ τόν «νού», καί ασχολούνται κυρίως μέ αυτό πού λέμε: φιλοσοφία τής επιστήμης. Προσπαθούν δηλαδή νά ανιχνεύσουν τίς γενικώτερες ιδέες πίσω από τόν τρόπο δουλειάς καί τά αποτελέσματα στά οποία καταλήγει η επιστήμη καί σέ ένα δεύτερο επίπεδο, βασιζόμενοι σ’ αυτές, νά διατυπώσουν δικά τους κοσμολογικά συμπεράσματα.
Έφτασε λοιπόν τό τέλος τής φιλοσοφίας; Σίγουρα η φιλοσοφία μέ τόν τρόπο που τήν ασκούσαν στό παρελθόν, έχει τελειώσει ή κοντεύει νά τελειώσει όπως δείχνουν τά πράγματα, αφού χάνει τό αντικείμενό της. Μιλάμε όμως γιά τήν φιλοσοφία όπως τήν αντιλαμβανόμαστε στή δύση. Γιά τή δυτική φιλοσοφία. Γιατί υπάρχει καί η λεγόμενη ανατολική φιλοσοφία ή ο ανατολικός τρόπος προσέγγισης τής φύσης καί τού ανθρώπου. Η ανατολική φιλοσοφία είναι πανάρχαιη τό ίδιο αρχαία ή καί πιό αρχαία από τή δυτική φιλοσοφία. Κανονικά δέν θά έπρεπε βέβαια νά λέγεται φιλοσοφία, αφού δέν πρόκειται γιά γλωσσικό εργαλείο. Δέν βασίζεται στή γλώσσα. Στήν ουσία είναι εναλλακτικός τρόπος προσέγγισης τής φύσης καί ως πρός τή δυτική φιλοσοφία καί ως πρός τό παιδί της τήν επιστήμη. Στηρίζεται στή βαθιά ενδοσκόπηση, στόν διαλογισμό. Η γνώση πού προσφέρει είναι προσωπική καί βιωματική. Ελάχιστα έχει εξελιχθεί από τότε που πρωτοεμφανίστηκε δέν δείχνει όμως σημάδια εξαφάνισης. Είναι παρούσα όλα αυτά τά χιλιάδες χρόνια καί τό πιό εντυπωσιακό είναι ότι τά συμπεράσματα τής σύγχρονης επιστήμης προσεγγίζουν μερικές από τίς βασικές «αλήθειες» της.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου