Υπάρχουν φορές που τη μεγαλύτερη, την πυκνότερη ανοικειότητα και ξενότητα την αισθανόμαστε σε οικεία, γνώριμα, ασφαλή (safe), ακόμα και οικογενειακά, φιλικά ή/και συντροφικά περιβάλλοντα.
Αυτή η αίσθηση συνήθως σωματοποιείται, εκδηλώνεται με διάφορους ένσαρκους τρόπους: κουλούριασμα του σώματος, χωρική απόσταση από το επίκεντρο ή από τα διερευνητικά βλέμματα, συνοφρύωμα, αλαλία, νευρικές, σπασμωδικές κινήσεις, τρέμουλο, απασχόληση των χεριών με κάτι, άβολες στάσεις του σώματος, και πολλούς άλλους. Αυτή η αίσθηση μπορεί ενίοτε να προκληθεί από κάτι εντελώς δευτερεύον, ακόμα και ασήμαντο, κάτι ανεπαίσθητο, κάτι δυσεξήγητο, και, παραδόξως, είναι συνήθως σ΄αυτή την περίπτωση που λαμβάνει τη μεγαλύτερη οξύτητα. Τις περισσότερες φορές μοχθούμε να απωθήσουμε νοητικά αυτή την αίσθηση, να την υποβαθμίσουμε αξιολογικά, να τη διαχειριστούμε με κάποιον εσωτερικευμένο, σχετικά ανώδυνο τρόπο. Στη σκέψη και μόνο ότι αυτή η αίσθηση δεν χωρά κανονικά σε αυτά τα περιβάλλοντα τρομάζουμε. Και τον τρόμο αυτόν επιτείνει η φαντασιακή προβολή μιας ενδεχόμενης παράλυσης ή κατάρρευσης εν μέσω οικείων προσώπων.
Κι όμως νομίζουμε ότι αυτή η αγωνιώδης αίσθηση, της ανοικειότητας και της ξενότητας, χωρά κατεξοχήν σε αυτά τα περιβάλλοντα, και ότι αυτά τα περιβάλλοντα είναι μάλιστα προνομιακά γι’ αυτήν. Γιατί η ασφάλεια, η θαλπωρή, η βολή, η συνήθεια, η οικειότητα ενέχουν μια τυρρανία που συνήθως μας διαφεύγει, κι αυτή δεν είναι άλλη από την τυραννία της ενοποιητικής, ολοποιητικής ταυτότητας: η κατάσταση όπου ο εαυτός τείνει να γίνει μια ζελατινώδης μορφή, χωρίς σαφές περίγραμμα, χυμένος σε μια ενιαία αρμονική λάβα. Εδώ, η διαφωνία και η σύγκρουση εξοβελίζονται ή αναστέλλονται επ’ αόριστον, τα σώματα ακουμπάνε το ένα το άλλο με περισσή ευκολία, σχεδόν θράσος, η λαλιά παίρνει διαστάσεις καταιγιστικές και επεκτατικές, η επικοινωνία δεν διαμεσολαβείται από δεύτερες ή πίσω σκέψεις, η ταυτοχρονία επιβάλλεται συντριπτικά στη συγχρονία, η εμπειρία ομογενοποιείται, και (φαινομενικά παραδόξως) οι εγωισμοί δεν αμβλύνονται αλλά ενισχύονται από την εντατική, εκτατική, επιπόλαιη και ενθουσιώδη προσπάθεια του καθενός να διακριθεί έστω και στο ελάχιστο από τους άλλους. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι η ατομικότητα εξεγείρεται, ακόμα και με τρόπους υπόγειους, αόρατους, συχνά ασυνείδητους και ασυναίσθητους, ενάντια σε αυτή τη μειλίχια, συγκαταβατική, εναρμονίζουσα κατάσταση, ενάντια στην αποστέρηση από τα ειδοποιά γνωρίσματά της, ανάμεσα στα οποία είναι και η χιαστί συγκρότηση του εαυτού, δηλαδή όχι μόνο ως εγώ αλλά και ως άλλου.
Αντιθέτως, με την παραπάνω έννοια, δεν είναι καθόλου παράξενο ή παράδοξο ότι αισθανόμαστε μια πλήρωση και μια ευτυχία, πως η ύπαρξη είναι στο σπίτι, όταν βρισκόμαστε ως ταξιδιώτες σε μέρη εντελώς ανοίκεια και ξένα, και μάλιστα με συντροφιά ανθρώπους που ελάχιστα γνωρίζουμε και με τους οποίους ελάχιστα μας συνδέουν. Ο εαυτός εκεί διατηρεί τη μοναδικότητά του και συγχρόνως γίνεται ένα με τον κόσμο. Η μοναξιά του συναρμόζεται με τους προσίδιους ρυθμούς της και όχι εκβιαστικά και αγχωτικά, το εγώ γίνεται πιο ανοιχτό και δυναμικό και λιγότερο εγωιστικό, η μέριμνα για τον άλλο γίνεται πιο ευαίσθητη, η δύναμη της ορατής και αόρατης παρουσίας και ίχνους του καθενός και της καθεμιάς γίνεται περισσότερο λεπταίσθητη και λιγότερο επιβλητική, ανταγωνιστική και αλαζονική. Οι σπουδαιότεροι έρωτες και φιλίες άλλωστε γεννιούνται ακριβώς σε τέτοιες ιδιαζόντως ανοίκειες συνθήκες, έστω κι αν η επιστροφή στα γνώριμα μέρη σηματοδοτεί -άλλοτε στιγμιαία άλλοτε βαθμιαία και προοδευτικά- την αποκατάσταση της κανονικότητας και την απενεργοποίηση της πρωτογενούς, θαυματουργής α-μηχανίας.
Αυτή η αίσθηση συνήθως σωματοποιείται, εκδηλώνεται με διάφορους ένσαρκους τρόπους: κουλούριασμα του σώματος, χωρική απόσταση από το επίκεντρο ή από τα διερευνητικά βλέμματα, συνοφρύωμα, αλαλία, νευρικές, σπασμωδικές κινήσεις, τρέμουλο, απασχόληση των χεριών με κάτι, άβολες στάσεις του σώματος, και πολλούς άλλους. Αυτή η αίσθηση μπορεί ενίοτε να προκληθεί από κάτι εντελώς δευτερεύον, ακόμα και ασήμαντο, κάτι ανεπαίσθητο, κάτι δυσεξήγητο, και, παραδόξως, είναι συνήθως σ΄αυτή την περίπτωση που λαμβάνει τη μεγαλύτερη οξύτητα. Τις περισσότερες φορές μοχθούμε να απωθήσουμε νοητικά αυτή την αίσθηση, να την υποβαθμίσουμε αξιολογικά, να τη διαχειριστούμε με κάποιον εσωτερικευμένο, σχετικά ανώδυνο τρόπο. Στη σκέψη και μόνο ότι αυτή η αίσθηση δεν χωρά κανονικά σε αυτά τα περιβάλλοντα τρομάζουμε. Και τον τρόμο αυτόν επιτείνει η φαντασιακή προβολή μιας ενδεχόμενης παράλυσης ή κατάρρευσης εν μέσω οικείων προσώπων.
Κι όμως νομίζουμε ότι αυτή η αγωνιώδης αίσθηση, της ανοικειότητας και της ξενότητας, χωρά κατεξοχήν σε αυτά τα περιβάλλοντα, και ότι αυτά τα περιβάλλοντα είναι μάλιστα προνομιακά γι’ αυτήν. Γιατί η ασφάλεια, η θαλπωρή, η βολή, η συνήθεια, η οικειότητα ενέχουν μια τυρρανία που συνήθως μας διαφεύγει, κι αυτή δεν είναι άλλη από την τυραννία της ενοποιητικής, ολοποιητικής ταυτότητας: η κατάσταση όπου ο εαυτός τείνει να γίνει μια ζελατινώδης μορφή, χωρίς σαφές περίγραμμα, χυμένος σε μια ενιαία αρμονική λάβα. Εδώ, η διαφωνία και η σύγκρουση εξοβελίζονται ή αναστέλλονται επ’ αόριστον, τα σώματα ακουμπάνε το ένα το άλλο με περισσή ευκολία, σχεδόν θράσος, η λαλιά παίρνει διαστάσεις καταιγιστικές και επεκτατικές, η επικοινωνία δεν διαμεσολαβείται από δεύτερες ή πίσω σκέψεις, η ταυτοχρονία επιβάλλεται συντριπτικά στη συγχρονία, η εμπειρία ομογενοποιείται, και (φαινομενικά παραδόξως) οι εγωισμοί δεν αμβλύνονται αλλά ενισχύονται από την εντατική, εκτατική, επιπόλαιη και ενθουσιώδη προσπάθεια του καθενός να διακριθεί έστω και στο ελάχιστο από τους άλλους. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι η ατομικότητα εξεγείρεται, ακόμα και με τρόπους υπόγειους, αόρατους, συχνά ασυνείδητους και ασυναίσθητους, ενάντια σε αυτή τη μειλίχια, συγκαταβατική, εναρμονίζουσα κατάσταση, ενάντια στην αποστέρηση από τα ειδοποιά γνωρίσματά της, ανάμεσα στα οποία είναι και η χιαστί συγκρότηση του εαυτού, δηλαδή όχι μόνο ως εγώ αλλά και ως άλλου.
Αντιθέτως, με την παραπάνω έννοια, δεν είναι καθόλου παράξενο ή παράδοξο ότι αισθανόμαστε μια πλήρωση και μια ευτυχία, πως η ύπαρξη είναι στο σπίτι, όταν βρισκόμαστε ως ταξιδιώτες σε μέρη εντελώς ανοίκεια και ξένα, και μάλιστα με συντροφιά ανθρώπους που ελάχιστα γνωρίζουμε και με τους οποίους ελάχιστα μας συνδέουν. Ο εαυτός εκεί διατηρεί τη μοναδικότητά του και συγχρόνως γίνεται ένα με τον κόσμο. Η μοναξιά του συναρμόζεται με τους προσίδιους ρυθμούς της και όχι εκβιαστικά και αγχωτικά, το εγώ γίνεται πιο ανοιχτό και δυναμικό και λιγότερο εγωιστικό, η μέριμνα για τον άλλο γίνεται πιο ευαίσθητη, η δύναμη της ορατής και αόρατης παρουσίας και ίχνους του καθενός και της καθεμιάς γίνεται περισσότερο λεπταίσθητη και λιγότερο επιβλητική, ανταγωνιστική και αλαζονική. Οι σπουδαιότεροι έρωτες και φιλίες άλλωστε γεννιούνται ακριβώς σε τέτοιες ιδιαζόντως ανοίκειες συνθήκες, έστω κι αν η επιστροφή στα γνώριμα μέρη σηματοδοτεί -άλλοτε στιγμιαία άλλοτε βαθμιαία και προοδευτικά- την αποκατάσταση της κανονικότητας και την απενεργοποίηση της πρωτογενούς, θαυματουργής α-μηχανίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου