Δεν αναφέρομαι στους θρασείς αντιρρησίες σε ό,τι κι αν διαβάσουν ή ακούσουν που δεν ανταποκρίνεται στη δική τους δομημένη θεώρηση ζωή. Δεν αναφέρομαι ούτε στους «εξυπνάκηδες» που θέλουν να κάνουν επίδειξη πληροφορίας (θεωρητικά, γιατί η προσωπική στάση ζωής τους παραμένει πάντα αθέατη), διεκδικώντας αξία και εγωιστικό όφελος, χωρίς ουσιαστικά να κατανοούν βαθύτερα αυτό που λένε.
Αναφέρομαι στους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους – εμένα και εσένα – που προσπαθούν να ζήσουν απλά τη ζωούλα τους, να λύσουν τις προσωπικές, πρακτικές, υπαρξιακές τους απορίες, να μάθουν πέντε πράγματα ώστε να λειτουργούν ουσιαστικά την καθημερινότητά τους και τέλος να θεραπεύουν τον εαυτό τους και αυτούς που αγαπούν από τα δεινά τους (σωματικά – ψυχολογικά – νοητικά).
Γιατί λοιπόν όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν μιλάνε, δεν ρωτάνε, δεν εκφέρουν προσωπική άποψη, παρά διαβάζουν ή ακούν βουβά, χωρίς να εκδηλώνουν τον εαυτό τους; Γιατί δεν τολμούν τις απορίες τους, τις απλές, αληθινές, αυθόρμητες σκέψεις τους; Γιατί δειλιάζουν μπροστά στις «αυθεντίες» ή όποιον φαίνεται να γνωρίζει περισσότερα από αυτούς;
Μερικοί από τους λόγους που οι άνθρωποι δεν μιλάνε και κρυφά ομολογούν στον εαυτό τους είναι:
Δεν γνωρίζω αρκετά ώστε να εκφέρω άποψη
Δεν γράφω σωστά, δεν ξέρω να εκφράζομαι σωστά.
Θα γελοιοποιηθώ
Μπορεί να είναι λάθος αυτό που θα πω
Ας μην εκτεθώ εγώ, θα περιμένω να ρωτήσει κάποιος άλλος πρώτα.
Θα απειλήσω την εικόνα μου, αυτό που θέλω να προβάλλω
Υπάρχουν κρυφές πτυχές του εαυτού μου που δεν θέλω να φανερώσω
Πίσω από αυτές τις αρχικές δικαιολογίες που ο καθένας μας παραδέχεται σε κάποιες στιγμές, ανάλογα με τον ποιον ή τι έχουμε απέναντί μας, βρίσκεται η υποτίμηση του εαυτού μας και η εξουσία που άθελά μας παραδίδουμε σε ονόματα, αξιώματα, δημόσια πρόσωπα, αυθεντίες. Υπάρχει επίσης και η βαθιά ριζωμένη πεποίθηση του "κακού" που αναζητά το κρυφό.
Όλο αυτό είναι μια υποσυνείδητη λειτουργία που έχουμε μάθει πολύ νωρίς να λειτουργούμε. Θα μπορούσαμε να πούμε βολικά, ότι συνδέεται άμεσα με την παιδική μας ηλικία, τότε που μας έλεγαν «να σιωπούμε όταν μιλάνε οι μεγάλοι», τότε που αξιολογούμασταν σύμφωνα με αυτά που γνωρίζαμε και όχι σύμφωνα με τις ερωτήσεις που θέταμε, τότε που χάθηκε ασυνείδητα η παιδικότητα και η αθωότητά μας. Και φυσικά, χωρίς να χρειάζεται να πάμε ακόμα πιο πίσω (ή πιο βαθιά) στην κατανόησή μας, θα διαπιστώσουμε ότι τα πιο πάνω είναι αρκετά για να διαμορφώσουν τον συμβιβασμένο χαραχτήρα μας. Μέρα με τη μέρα, γεγονός με γεγονός, επανάληψη με επανάληψη.
Ολόκληρο το σύστημα της κοινωνίας του μάτριξ των κατώτερων ενστίκτων που έχουμε δημιουργήσει, ενισχύει την υποτίμηση του εαυτού μας, όσο αναπτύσσει την εγωιστική αντίδραση, την επιφανειακή θεωρητικο-λογικο-αναλυτική διαφωνία και ενισχύει το δυαδικό μοτίβο «πειθούς – υποταγής/συμβιβασμού». Σας φαίνεται περίεργο; Κοιτάξτε λίγο γύρω σας. Τι άλλο συμβαίνει παρά προσπάθειες να πείσουν οι μεν τους δε ή υποταγής όσων αισθάνονται αδύναμοι, εν αγνοία, ασήμαντοι;
Χρειάζεται να καταλάβουμε ότι δεν είμαστε ανεξάρτητα άτομα όπως νομίζουμε και όπως φαίνεται στην επιφάνεια της μορφολογικής ύπαρξής μας. Είμαστε αλληλένδετοι και επηρεάζουμε ο ένας τον άλλον ΚΑΙ θετικά ΚΑΙ αρνητικά, με τρόπους που αδυνατούμε να αντιληφθούμε μέσα από τις αισθήσεις μας και την κατώτερη διάνοια. Πώς; Συναισθηματικά και νοητικά.
Είναι τεράστια πλάνη να πιστεύουμε ότι επειδή το συναίσθημα δεν εκφράζεται, επειδή η σκέψη δεν ομολογείται, άρα και δεν επηρεάζει, δεν φτάνει στον αποδέκτη της. Τεράστια πλάνη! Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει: ό,τι δεν ομολογείται, επηρεάζει πολύ περισσότερο από το ομολογούμενο. Γιατί;
Μα γιατί, κρατώντας το μέσα μας ενισχύεται, παραμορφώνεται και παίρνει διαστάσεις παράνοιας, χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Η κατώτερη διάνοια δημιουργεί (εν αγνοία μας πάντα) μορφοποιήσεις, σενάρια, εκδοχές, που ελάχιστα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Και όλο αυτό, απλά επειδή πιστεύουμε ότι μπορεί να υπάρξει το «κρυφό». Στην ουσία βέβαια, δεν κρυβόμαστε και είναι αδύνατον να αποσυνδεθούμε από το σύνολο των ανθρώπων, από το περιβάλλον μας από τη συλλογική ενέργεια. Απλά έχουμε την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να προφυλαχτούμε, αποκρύπτοντας τον εαυτό μας. Μόνο τον εαυτό μας ξεγελάμε.
Στην πραγματικότητα, αυτή η μυστικοπάθεια, η ανάγκη διατήρησης της ατομικότητάς μας ανεξάρτητα και ανεπηρέαστα από τους άλλους, είναι και η αιτία της δυστυχίας μας, της οδύνης που μετατρέπεται σε ηδονή, από την οποία δεν καταφέρνουμε να απεγκλωβιστούμε. Όσο μας απωθεί, τόσο μας έλκει. Όσο την απορρίπτουμε αναζητώντας τη σύνδεση, άλλο τόσο την έχουμε ανάγκη, φοβούμενοι για την ακύρωση και την ανυπαρξία μας.
Δεν χρειαζόμαστε άλλους επικριτές, αυθεντίες, εξουσιαστές. Χρειαζόμαστε ανθρώπους και ευκαιρίες ώστε να βγούμε από τις περιοριστικές πρακτικές μας και να τολμήσουμε την εκδήλωση του εαυτού μας, απλά και αληθινά. Χρειαζόμαστε κοινότητες, ανοιχτούς χώρους έκφρασης για όσους είναι έτοιμοι να κάνουν το άλμα της εξωτερίκευσης του εαυτού τους. Χρειαζόμαστε χώρους ελεύθερης έκφρασης (με την πραγματική έννοια του όρου), λειτουργώντας την αθωότητα, την αληθινή, αυθόρμητη έκφραση του εαυτού μας.
Σίγουρα δεν γίνεται ακόμα αυτοί οι χώροι να είναι «ανοιχτοί» στο πλατύ κοινό, αφού πολλοί είναι αυτοί που έχουν ακόμα ανάγκη να παρουσιάζουν την «αυθεντικότητά τους», την υπεροχή τους και την επιφανειακή επικριτική τους ταυτότητα, μη θέλοντας να μετακινηθούν από τη ζώνη άνεσης των ήδη διαμορφωμένων δεδομένων τους. Όμως είναι χώροι όπου η εκδήλωση του κάθε εαυτού θα αρχίσει να διαφαίνεται καθώς συμβάλλουμε όλοι μαζί στην διεύρυνση της συνειδητότητάς μας, ΜΑΖΙ και όχι υποτακτικά.
Μαθαίνουμε επηρεαζόμενοι, συνθέτουμε συλλογικά το πάζλ της συνειδητότητάς μας, προσθέτουμε ο ένας στον άλλον, λαμβάνουμε ο ένας από τον άλλον, μοιραζόμαστε αυτά που γνωρίζουμε ενώ ταυτόχρονα αυτά μεταβάλλονται σε επιπρόσθετες πληροφορίες που γίνονται γνώση βιωματικά στις ζωές μας.
Για όλους του πιο πάνω λόγους, οι δημόσιοι χώροι και τα διαδικτυακά δημόσια βήματα, δεν αλλάζουν ουσιαστικά την πραγματικότητά μας, αλλά ενισχύουν την διεκδίκηση της εικόνας μας, προς μια εξ’ ολοκλήρου δέσμευση της ελεύθερης βούλησης και της δημιουργικής μας έκφρασης. Το παιχνίδι παίζεται στα παρασκήνια του επιφανειακού νου, πίσω από τα φαινόμενα, που συχνά εξαπατούν.
Αναφέρομαι στους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους – εμένα και εσένα – που προσπαθούν να ζήσουν απλά τη ζωούλα τους, να λύσουν τις προσωπικές, πρακτικές, υπαρξιακές τους απορίες, να μάθουν πέντε πράγματα ώστε να λειτουργούν ουσιαστικά την καθημερινότητά τους και τέλος να θεραπεύουν τον εαυτό τους και αυτούς που αγαπούν από τα δεινά τους (σωματικά – ψυχολογικά – νοητικά).
Γιατί λοιπόν όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν μιλάνε, δεν ρωτάνε, δεν εκφέρουν προσωπική άποψη, παρά διαβάζουν ή ακούν βουβά, χωρίς να εκδηλώνουν τον εαυτό τους; Γιατί δεν τολμούν τις απορίες τους, τις απλές, αληθινές, αυθόρμητες σκέψεις τους; Γιατί δειλιάζουν μπροστά στις «αυθεντίες» ή όποιον φαίνεται να γνωρίζει περισσότερα από αυτούς;
Μερικοί από τους λόγους που οι άνθρωποι δεν μιλάνε και κρυφά ομολογούν στον εαυτό τους είναι:
Δεν γνωρίζω αρκετά ώστε να εκφέρω άποψη
Δεν γράφω σωστά, δεν ξέρω να εκφράζομαι σωστά.
Θα γελοιοποιηθώ
Μπορεί να είναι λάθος αυτό που θα πω
Ας μην εκτεθώ εγώ, θα περιμένω να ρωτήσει κάποιος άλλος πρώτα.
Θα απειλήσω την εικόνα μου, αυτό που θέλω να προβάλλω
Υπάρχουν κρυφές πτυχές του εαυτού μου που δεν θέλω να φανερώσω
Πίσω από αυτές τις αρχικές δικαιολογίες που ο καθένας μας παραδέχεται σε κάποιες στιγμές, ανάλογα με τον ποιον ή τι έχουμε απέναντί μας, βρίσκεται η υποτίμηση του εαυτού μας και η εξουσία που άθελά μας παραδίδουμε σε ονόματα, αξιώματα, δημόσια πρόσωπα, αυθεντίες. Υπάρχει επίσης και η βαθιά ριζωμένη πεποίθηση του "κακού" που αναζητά το κρυφό.
Όλο αυτό είναι μια υποσυνείδητη λειτουργία που έχουμε μάθει πολύ νωρίς να λειτουργούμε. Θα μπορούσαμε να πούμε βολικά, ότι συνδέεται άμεσα με την παιδική μας ηλικία, τότε που μας έλεγαν «να σιωπούμε όταν μιλάνε οι μεγάλοι», τότε που αξιολογούμασταν σύμφωνα με αυτά που γνωρίζαμε και όχι σύμφωνα με τις ερωτήσεις που θέταμε, τότε που χάθηκε ασυνείδητα η παιδικότητα και η αθωότητά μας. Και φυσικά, χωρίς να χρειάζεται να πάμε ακόμα πιο πίσω (ή πιο βαθιά) στην κατανόησή μας, θα διαπιστώσουμε ότι τα πιο πάνω είναι αρκετά για να διαμορφώσουν τον συμβιβασμένο χαραχτήρα μας. Μέρα με τη μέρα, γεγονός με γεγονός, επανάληψη με επανάληψη.
Ολόκληρο το σύστημα της κοινωνίας του μάτριξ των κατώτερων ενστίκτων που έχουμε δημιουργήσει, ενισχύει την υποτίμηση του εαυτού μας, όσο αναπτύσσει την εγωιστική αντίδραση, την επιφανειακή θεωρητικο-λογικο-αναλυτική διαφωνία και ενισχύει το δυαδικό μοτίβο «πειθούς – υποταγής/συμβιβασμού». Σας φαίνεται περίεργο; Κοιτάξτε λίγο γύρω σας. Τι άλλο συμβαίνει παρά προσπάθειες να πείσουν οι μεν τους δε ή υποταγής όσων αισθάνονται αδύναμοι, εν αγνοία, ασήμαντοι;
Χρειάζεται να καταλάβουμε ότι δεν είμαστε ανεξάρτητα άτομα όπως νομίζουμε και όπως φαίνεται στην επιφάνεια της μορφολογικής ύπαρξής μας. Είμαστε αλληλένδετοι και επηρεάζουμε ο ένας τον άλλον ΚΑΙ θετικά ΚΑΙ αρνητικά, με τρόπους που αδυνατούμε να αντιληφθούμε μέσα από τις αισθήσεις μας και την κατώτερη διάνοια. Πώς; Συναισθηματικά και νοητικά.
Είναι τεράστια πλάνη να πιστεύουμε ότι επειδή το συναίσθημα δεν εκφράζεται, επειδή η σκέψη δεν ομολογείται, άρα και δεν επηρεάζει, δεν φτάνει στον αποδέκτη της. Τεράστια πλάνη! Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει: ό,τι δεν ομολογείται, επηρεάζει πολύ περισσότερο από το ομολογούμενο. Γιατί;
Μα γιατί, κρατώντας το μέσα μας ενισχύεται, παραμορφώνεται και παίρνει διαστάσεις παράνοιας, χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Η κατώτερη διάνοια δημιουργεί (εν αγνοία μας πάντα) μορφοποιήσεις, σενάρια, εκδοχές, που ελάχιστα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Και όλο αυτό, απλά επειδή πιστεύουμε ότι μπορεί να υπάρξει το «κρυφό». Στην ουσία βέβαια, δεν κρυβόμαστε και είναι αδύνατον να αποσυνδεθούμε από το σύνολο των ανθρώπων, από το περιβάλλον μας από τη συλλογική ενέργεια. Απλά έχουμε την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να προφυλαχτούμε, αποκρύπτοντας τον εαυτό μας. Μόνο τον εαυτό μας ξεγελάμε.
Στην πραγματικότητα, αυτή η μυστικοπάθεια, η ανάγκη διατήρησης της ατομικότητάς μας ανεξάρτητα και ανεπηρέαστα από τους άλλους, είναι και η αιτία της δυστυχίας μας, της οδύνης που μετατρέπεται σε ηδονή, από την οποία δεν καταφέρνουμε να απεγκλωβιστούμε. Όσο μας απωθεί, τόσο μας έλκει. Όσο την απορρίπτουμε αναζητώντας τη σύνδεση, άλλο τόσο την έχουμε ανάγκη, φοβούμενοι για την ακύρωση και την ανυπαρξία μας.
Δεν χρειαζόμαστε άλλους επικριτές, αυθεντίες, εξουσιαστές. Χρειαζόμαστε ανθρώπους και ευκαιρίες ώστε να βγούμε από τις περιοριστικές πρακτικές μας και να τολμήσουμε την εκδήλωση του εαυτού μας, απλά και αληθινά. Χρειαζόμαστε κοινότητες, ανοιχτούς χώρους έκφρασης για όσους είναι έτοιμοι να κάνουν το άλμα της εξωτερίκευσης του εαυτού τους. Χρειαζόμαστε χώρους ελεύθερης έκφρασης (με την πραγματική έννοια του όρου), λειτουργώντας την αθωότητα, την αληθινή, αυθόρμητη έκφραση του εαυτού μας.
Σίγουρα δεν γίνεται ακόμα αυτοί οι χώροι να είναι «ανοιχτοί» στο πλατύ κοινό, αφού πολλοί είναι αυτοί που έχουν ακόμα ανάγκη να παρουσιάζουν την «αυθεντικότητά τους», την υπεροχή τους και την επιφανειακή επικριτική τους ταυτότητα, μη θέλοντας να μετακινηθούν από τη ζώνη άνεσης των ήδη διαμορφωμένων δεδομένων τους. Όμως είναι χώροι όπου η εκδήλωση του κάθε εαυτού θα αρχίσει να διαφαίνεται καθώς συμβάλλουμε όλοι μαζί στην διεύρυνση της συνειδητότητάς μας, ΜΑΖΙ και όχι υποτακτικά.
Μαθαίνουμε επηρεαζόμενοι, συνθέτουμε συλλογικά το πάζλ της συνειδητότητάς μας, προσθέτουμε ο ένας στον άλλον, λαμβάνουμε ο ένας από τον άλλον, μοιραζόμαστε αυτά που γνωρίζουμε ενώ ταυτόχρονα αυτά μεταβάλλονται σε επιπρόσθετες πληροφορίες που γίνονται γνώση βιωματικά στις ζωές μας.
Για όλους του πιο πάνω λόγους, οι δημόσιοι χώροι και τα διαδικτυακά δημόσια βήματα, δεν αλλάζουν ουσιαστικά την πραγματικότητά μας, αλλά ενισχύουν την διεκδίκηση της εικόνας μας, προς μια εξ’ ολοκλήρου δέσμευση της ελεύθερης βούλησης και της δημιουργικής μας έκφρασης. Το παιχνίδι παίζεται στα παρασκήνια του επιφανειακού νου, πίσω από τα φαινόμενα, που συχνά εξαπατούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου