Ήταν, καθώς θυμάσαι ίσως πρώιμος σ’ όλα για την ηλικία του και φυσικά για μένα που μόλις έβγαινα στον κόσμο, ό,τι έλεγε ασκούσε πάνω μου μιαν απέραντη γοητεία. Αλλά και τώρα μπορώ να πω, ύστερ’ από τόσα χρόνια, όταν θυμάμαι τις συζητήσεις που είχαμε μαζί, αισθάνομαι συχνά το ίδιο ρίγος και μια περίεργη έκπληξη γιατί πολλά απ’ αυτά που έλεγε τότε σαν μια παράξενη Κασσάνδρα συνέβηκαν κατά τον πιο απίθανο τρόπο...
Ήταν, ρομαντικά απαισιόδοξος κι ο ίδιος έλεγε τότε πως είχε μια «τραγική αντίληψη του κόσμου» – ξέρεις αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Θυμάμαι λ.χ. όταν έμενε στο σπίτι μας που είχε μαζί του τον «Ζαρατούστρα» του Νίτσε. Πόσο απαίσιο, έλεγε, που ο Χίτλερ προσπάθησε να τον ράψει στα μέτρα του … Όμως και άλλοι στο μέλλον θα προσπαθούσαν ίσως κάτι τέτοιο, από παρεξήγηση βέβαια ή τρέλα. Είναι αστείο τώρα που το λέω, μα θυμάμαι τη βαρειά νεανική του φωνή όταν μου διάβαζε αποσπάσματα από τη μετάφραση του Καζαντζάκη κι επαναλάμβανε το μοτίβο: «Γιατί σ’ αγαπώ, ώ αιωνιότητα … Γιατί σ’ αγαπώ, ώ αιωνιότητα!»
Οι γυναίκες, έλεγε, είμαστε όντα αντιθεωρητικά και μου χάιδευε τα μέλη σαν κάτι το απόλυτα συγκεκριμένο, σαν να ’θελε να τ’ αποδείξει. Μ’ έκανε ακριβώς να νιώθω έτσι, εντελώς περιορισμένη στα όριά μου, και η μουσική των λόγων του με μάγευε. Με λίγα λόγια ήμουν μια νέα επίσης ρομαντική κι όταν άρχισε να μου μιλάει για ένα μικρόκοσμο, τον «μικρόκοσμό μας», όπως έμελλε να γίνει, δεν ήταν παράξενο πως εύρισκε μέσα μου όλη την ανταπόκριση.
Ποιος θα ’ταν αυτός ο μικρόκοσμος; Ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ μας, έλεγε, μεταχειριζόμενος σχεδόν αστρονομική ορολογία, που θ’ αναπτύσσονταν μέσα σε μιαν απόλυτη μυστικότητα, κάτω απ’ την κινούμενη επιφάνεια των πραγμάτων. Θα ήταν ένας πυρήνας που θα βάθαινε με το πέρασμα του χρόνου, ένα ταξίδι ίσως στον αυθεντικό χρόνο, πέρ’ από τις περισπάσεις της καθημερινότητας, τα γεγονότα και τη φθορά. Θα ’ταν ένας κόσμος όπου κάθε αξία, κάθε νόημα, θα ’παιρνε τη σημασία του σε σχέση του προς εμάς.
Η κοινωνική και ηθική συμβατικότητα θ’ αφορούσε τις σχέσεις μας με τους άλλους, μα ποτέ δεν θα παρεμβάλλονταν στη δική μας επαφή. Δεν θα υπήρχε κανένας ιδιαίτερος νόμος στις σχέσεις μας, παρά μονάχα η άνευ όρων παραδοχή της παρουσίας του ενός από τον άλλο κι αυτό ανεξαρτήτως των απόψεών μας σ’ οτιδήποτε.
Δεν έκανε καμιά προσπάθεια π.χ. για να με πείσει να συμμετάσχω στην πολιτική δράση ή έστω να παραδεχθώ ορισμένες από τις επαναστατικές του ιδέες, μολονότι δεν είχε παρά να μ’ ενθαρρύνει κάπως για κάτι τέτοιο. Απεναντίας, δεν έδειχνε να τον ενοχλεί καθόλου το γεγονός ότι πάντα είχα ένα είδος αντιπάθειας για τον κομμουνισμό – ναι, θα πρέπει να το γνωρίζεις! Μα δεν ξέρω αν δεν ήταν ο ίδιος που μ’ ωθούσε να αισθάνομαι έτσι, γιατί όταν συζητούσαμε μεταξύ μας έκανε πάντα άγρια κριτική για το κόμμα, για τους ανθρώπους που το εκπροσωπούσαν, για τη Σοβιετική Ένωση, ακόμη και για τους Λένιν και Μαρξ.
Μια ριζική κριτική, έλεγε, δεν σταματάει πουθενά. Όταν όμως έφθανε στο σημείο να γίνεται αρνητικός ή κυνικός ακόμη πάνω σε πολλά πράγματα και τον ρωτούσα γιατί συνέχιζε τις πολιτικές του δεσμεύσεις, τότε γελούσε και μου έλεγε: τίποτε δεν μπορούσε να είναι πραγματικό χωρίς να έχει κάπου βαθιά τις αρνητικές του ρίζες. Κι εγώ – εξηγούσε – ήμουν αυτό το έδαφος όπου βυθίζονταν βαθιά όλες του οι αρνήσεις, αυτό που του έδινε τη δυνατότητα ν’ αντέχει τη μωρία, την κοινοτυπία και τις ματαιώσεις της θετικότητας που ήταν αναπόφευκτες!
Ήταν, ρομαντικά απαισιόδοξος κι ο ίδιος έλεγε τότε πως είχε μια «τραγική αντίληψη του κόσμου» – ξέρεις αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Θυμάμαι λ.χ. όταν έμενε στο σπίτι μας που είχε μαζί του τον «Ζαρατούστρα» του Νίτσε. Πόσο απαίσιο, έλεγε, που ο Χίτλερ προσπάθησε να τον ράψει στα μέτρα του … Όμως και άλλοι στο μέλλον θα προσπαθούσαν ίσως κάτι τέτοιο, από παρεξήγηση βέβαια ή τρέλα. Είναι αστείο τώρα που το λέω, μα θυμάμαι τη βαρειά νεανική του φωνή όταν μου διάβαζε αποσπάσματα από τη μετάφραση του Καζαντζάκη κι επαναλάμβανε το μοτίβο: «Γιατί σ’ αγαπώ, ώ αιωνιότητα … Γιατί σ’ αγαπώ, ώ αιωνιότητα!»
Οι γυναίκες, έλεγε, είμαστε όντα αντιθεωρητικά και μου χάιδευε τα μέλη σαν κάτι το απόλυτα συγκεκριμένο, σαν να ’θελε να τ’ αποδείξει. Μ’ έκανε ακριβώς να νιώθω έτσι, εντελώς περιορισμένη στα όριά μου, και η μουσική των λόγων του με μάγευε. Με λίγα λόγια ήμουν μια νέα επίσης ρομαντική κι όταν άρχισε να μου μιλάει για ένα μικρόκοσμο, τον «μικρόκοσμό μας», όπως έμελλε να γίνει, δεν ήταν παράξενο πως εύρισκε μέσα μου όλη την ανταπόκριση.
Ποιος θα ’ταν αυτός ο μικρόκοσμος; Ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ μας, έλεγε, μεταχειριζόμενος σχεδόν αστρονομική ορολογία, που θ’ αναπτύσσονταν μέσα σε μιαν απόλυτη μυστικότητα, κάτω απ’ την κινούμενη επιφάνεια των πραγμάτων. Θα ήταν ένας πυρήνας που θα βάθαινε με το πέρασμα του χρόνου, ένα ταξίδι ίσως στον αυθεντικό χρόνο, πέρ’ από τις περισπάσεις της καθημερινότητας, τα γεγονότα και τη φθορά. Θα ’ταν ένας κόσμος όπου κάθε αξία, κάθε νόημα, θα ’παιρνε τη σημασία του σε σχέση του προς εμάς.
Η κοινωνική και ηθική συμβατικότητα θ’ αφορούσε τις σχέσεις μας με τους άλλους, μα ποτέ δεν θα παρεμβάλλονταν στη δική μας επαφή. Δεν θα υπήρχε κανένας ιδιαίτερος νόμος στις σχέσεις μας, παρά μονάχα η άνευ όρων παραδοχή της παρουσίας του ενός από τον άλλο κι αυτό ανεξαρτήτως των απόψεών μας σ’ οτιδήποτε.
Δεν έκανε καμιά προσπάθεια π.χ. για να με πείσει να συμμετάσχω στην πολιτική δράση ή έστω να παραδεχθώ ορισμένες από τις επαναστατικές του ιδέες, μολονότι δεν είχε παρά να μ’ ενθαρρύνει κάπως για κάτι τέτοιο. Απεναντίας, δεν έδειχνε να τον ενοχλεί καθόλου το γεγονός ότι πάντα είχα ένα είδος αντιπάθειας για τον κομμουνισμό – ναι, θα πρέπει να το γνωρίζεις! Μα δεν ξέρω αν δεν ήταν ο ίδιος που μ’ ωθούσε να αισθάνομαι έτσι, γιατί όταν συζητούσαμε μεταξύ μας έκανε πάντα άγρια κριτική για το κόμμα, για τους ανθρώπους που το εκπροσωπούσαν, για τη Σοβιετική Ένωση, ακόμη και για τους Λένιν και Μαρξ.
Μια ριζική κριτική, έλεγε, δεν σταματάει πουθενά. Όταν όμως έφθανε στο σημείο να γίνεται αρνητικός ή κυνικός ακόμη πάνω σε πολλά πράγματα και τον ρωτούσα γιατί συνέχιζε τις πολιτικές του δεσμεύσεις, τότε γελούσε και μου έλεγε: τίποτε δεν μπορούσε να είναι πραγματικό χωρίς να έχει κάπου βαθιά τις αρνητικές του ρίζες. Κι εγώ – εξηγούσε – ήμουν αυτό το έδαφος όπου βυθίζονταν βαθιά όλες του οι αρνήσεις, αυτό που του έδινε τη δυνατότητα ν’ αντέχει τη μωρία, την κοινοτυπία και τις ματαιώσεις της θετικότητας που ήταν αναπόφευκτες!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου