Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ - •Διθύραμβος III - Ἠίθεοι ἢ Θησεὺς ‹Κηΐοις εἰς Δῆλον› (3.1-3.66)

Αποτέλεσμα εικόνας για θησεασ και μινωταυροσΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ IΙI ΗΙΘΕΟΙ Ή ΘΗΣΕΥΣ ‹ΚΗΙΟΙΣ ΕΙΣ ΔΗΛΟΝ›


Κυανόπρῳρα μὲν ναῦς μενέκτυ[πον [στρ. α]
Θησέα δὶς ἑπτ[ά] τ᾽ ἀγλαοὺς ἄγουσα
κούρους Ἰαόνω[ν
Κρητικὸν τάμνε πέλαγος·
5 τηλαυγέϊ γὰρ [ἐν] φάρεϊ
βορήϊαι πίτνο[ν] αὖραι
κλυτᾶς ἕκατι π[ε]λεμαίγιδος Ἀθάν[ας·
κνίσεν τε Μίνωϊ κέαρ
ἱμεράμπυκος θεᾶς
10 Κύπριδος [ἁ]γνὰ δῶρα·
χεῖρα δ᾽ οὐ[κέτι] παρθενικᾶς
ἄτερθ᾽ ἐράτυεν, θίγεν
δὲ λευκᾶν παρηΐδων·
βόασέ τ᾽ Ἐρίβοια χαλκο-
15θώρα[κα Π]ανδίονος
ἔκγ[ο]νον· ἴδεν δὲ Θησεύς,
μέλαν δ᾽ ὑπ᾽ ὀφρύων
δίνα[σ]εν ὄμμα, καρδίαν τέ οἱ
σχέτλιον ἄμυξεν ἄλγος,
20 εἶρέν τε· «Διὸς υἱὲ φερτάτου,
ὅσιον οὐκέτι τεᾶν
ἔσω κυβερνᾷς φρενῶν
θυμ[όν]· ἴσχε μεγάλαυχον ἥρως βίαν.

ὅ τι μ[ὲ]ν ἐκ θεῶν μοῖρα παγκρατὴς [αντ. α]
25ἄμμι κατένευσε καὶ Δίκας ῥέπει τά-
λαντον, πεπρωμέν[α]ν
αἶσαν [ἐ]κπλήσομεν, ὅτ[α]ν
ἔλθῃ· [σ]ὺ δὲ βαρεῖαν κάτε-
χε μῆτιν. εἰ καί σε κεδνὰ
30τέκεν λέχει Διὸς ὑπὸ κρόταφον Ἴδας
μιγεῖσα Φοίνικος ἐρα-
τώνυμος κόρα βροτῶν
φέρτατον, ἀλλὰ κἀμὲ
Πιτθ[έ]ος θυγάτηρ ἀφνεοῦ
35πλαθεῖσα ποντίῳ τέκεν
Ποσειδᾶνι, χρύσεόν
τέ οἱ δόσαν ἰόπλοκοι κά-
λυμμα† Νηρηΐδες.
τῶ σε, πολέμαρχε Κνωσίων,
40κέλομαι πολύστονον
ἐρύκεν ὕβριν· οὐ γὰρ ἂν θέλοι-
μ᾽ ἀμβρότοι᾽ ἐραννὸν Ἀο[ῦς
ἰδεῖν φάος, ἐπεί τιν᾽ ἠϊθέ[ων
σὺ δαμάσειας ἀέκον-
45τα· πρόσθε χειρῶν βίαν
δε[ί]ξομεν· τὰ δ᾽ ἐπιόντα δα[ίμω]ν κρινεῖ.»

τόσ᾽ εἶπεν ἀρέταιχμος ἥρως· [επωδ. α]
τ]άφον δὲ ναυβάται
φ]ωτὸς ὑπεράφανον
50 θ]άρσος· Ἁλίου τε γαμβρῷ χόλωσεν ἦτορ,
ὕφαινέ τε ποταινίαν
μῆτιν, εἶπέν τε· «μεγαλοσθενὲς
Ζεῦ πάτερ, ἄκουσον· εἴ πέρ με νύμ[φα
Φοίνισσα λευκώλενος σοὶ τέκεν,
55 νῦν πρόπεμπ᾽ ἀπ᾽ οὐρανοῦ θοὰν
πυριέθειραν ἀστραπὰν
σᾶμ᾽ ἀρίγνωτον· εἰ
δὲ καὶ σὲ Τροιζηνία σεισίχθονι
φύτευσεν Αἴθρα Ποσει-
60δᾶνι τόνδε χρύσεον
χειρὸς ἀγλαὸν
ἔνεγκε κόσμον ἐκ βαθείας ἁλός,
δικὼν θράσει σῶμα πατρὸς ἐς δόμους.
εἴσεαι δ᾽ αἴκ᾽ ἐμᾶς κλύῃ
65Κρόνιος εὐχᾶς
ἀναξιβρέντας ὁ πάντω[ν με]δ[έω]ν.»

***

ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ III ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΝΕΕΣ Ή Ο ΘΗΣΕΑΣ


Έσκιζε ένα γαλαζόπλωρο καράβι [στρ. α]τα νερά του κρητικού πελάγου· μέσα,ήρωας άσκιαχτος σε αγώνες, ο Θησέας,και μαζί του αγόρια εφτά και εφτά κοπέλες·όλοι απ᾽ τη φυλή των Ιώνων·στο πανί, που λαμποκόπαε πέρα, εφύσαο βοριάς, για να χαρεί και η Αθηνά,η θεά που του πολέμου ορίζει ασπίδα.Μα του Μίνωα την καρδιά μια αψιά κεντιάκέντησε, σταλτή απ᾽ την Κύπρη,10τη θεά με το μαγνάδι των ερώτων·δε συγκράτησε το χέρι του, σε μιατ᾽ άπλωσε από τις κοπέλεςκαι της άγγιξε τα ολόασπρα μάγουλά της·τότες έμπηξε η Ερίβοια μια φωνή,του Πανδίονα για ν᾽ ακούσει ο εγγονόςο χαλκοθωρακισμένος· μόλις το ᾽δεο Θησέας, κάτω απ᾽ τα φρύδια σκοτεινέςάγριες παίξανε οι ματιές του· από τον πόνοσπάραξε η καρδιά του και είπε:20«Γιε του υπέρτατου του Δία, στα στήθια μέσατην καρδιά σου ευλαβικά δεν κυβερνάς·την αγέρωχη συγκράτησε, ήρωα, βία.
Κείνο που ᾽ναι απ᾽ τους θεούς, αυτό που η Μοίρα, [αντ. α]παντοδύναμη, έχει γράψει, και της Δίκηςόπου γέρνει η ζυγαριά, σα φτάσει η ώρα,θα το κάμουμε ώς την άκρη, εσύ όμως πάλιτη βαριά βουλή συγκράτα.Αν του Φοίνικα η τρισάξια, η παινεμένη30θυγατέρα σ᾽ έχει κάμει εσένα, αφούσε ψηλή πλαγιά της Ίδης είχε σμίξειμε το Δία, κι αν είσαι ασύγκριτος θνητός,μα κι εμένα είναι γονιός μουτου πελάγου ο Ποσειδώνας, κι έχω μάνατου Πιτθέα του πλούσιου κόρη, που χρυσόοι μενεξεδομαλλούσεςθυγατέρες του Νηρέα τής δώσαν πέπλο.Της Κνωσού πολέμαρχε, άκου με λοιπόν·τόσο αυθαίρετος μην είσαι· αυτό μπορεί40συμφορές πολλές να φέρει· κάλιο το ᾽χωτης αθάνατης Αυγής πια να μη δωτο γλυκό το φως ποτέ, παρά ν᾽ αφήσωένα νέο απ᾽ τους δικούς μουνα προσβάλεις άθελά του· πριν, θα δείξωτων χεριών μου εγώ τη δύναμη· ο θεόςπια θα κρίνει τί θα γίνει παραπέρα.»
Είπε ο Θησέας, ο δεινός [επωδ. α]κονταρομάχος, κι οι ναύτες ξαφνιάστηκανγια το περήφανο που έδειχνε θάρρος.50Χόλιασε του Ήλιου ο γαμπρός, και μια σκέψη βαθιά και πρωτάκουστηέβαλε αμέσως στο νου:«Μεγαλοδύναμε Δία και πατέρα μας,δέηση σου κάνω θερμή·αν μ᾽ έχεις γιο σου στ᾽ αλήθεια απ᾽ του Φοίνικατην κρουσταλλόκορφη κόρη,στείλε ολοφάνερο αμέσως σημάδιφλογομαλλούσα αστραπή· κι αν εσύ αληθινά,που η Τροιζηνιώτισσα σ᾽ έκαμε η Αίθρα, Θησέα,τον Ποσειδώνα έχεις κύρη σουτον κοσμοσείστη, μπρος, ρίξου στη θάλασσα,μες στο παλάτι του,60και το χρυσό δαχτυλίδι μου αυτό, που στολίζει το χέρι μου,φέρ᾽ το απ᾽ τα βάθη ξανά.Κι έτσι θα δειςαν ο τρανός γιος του Κρόνου μ᾽ ακούει, σαν του κάνω μια δέηση,που όλα τα ορίζει, κι αυτός κυβερνά τη βροντή.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου