Ο Αριστοτέλης έγραψε ότι ο άνθρωπος είναι “φύσει ζώον πολιτικόν” και, εν πολλοίς, είχε δίκιο, γιατί δε νοείται ολοκληρωμένος άνθρωπος-πολίτης που να μη ζει στο πλαίσιο μίας πόλης.
Αφήνοντας κατά μέρος όλες τις σχετικές θεωρίες κι απόψεις περί την πόλιν, τις υποκατηγορίες της και τις λειτουργίες της για άλλη φορά, ας επικεντρωθούμε στο πιο πρακτικό και ουσιώδες κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης.
Κι αυτό δεν είναι άλλο από την ανθρώπινη επαφή. Πόσο διαφορετική θα ήταν, άραγε, η ζωή μας, αν δε ζούσαμε στο πλαίσιο μίας πόλις ή οποιασδήποτε υποκατηγορίας της; Πως θα ήταν ο άνθρωπος αν δε συνυπήρχε, δεν αλληλεπιδρούσε, δε μιλούσε, δε συζητούσε, δεν επικοινωνούσε όσα έχει μέσα του;
Παραδείγματα υπάρχουν πολλά, από άτομα που αφέθηκαν μόνα τους, χωρίς ερεθίσματα από το εξωτερικό περιβάλλον που να τα βοηθήσουν να αναπτύξουν το πολυεπίπεδο ανθρώπινο οικοδόμημά τους. Και δεν είναι προς μίμηση. Αυτά, δείχνουν κατάφωρα την κακοποίηση και τα αποτελέσματά της.
Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ουσιώδεις, βασικές, απαραίτητες. Κάθε είδος ανθρώπινης διαντίδρασης και αλληλεπίδρασης, απευθύνεται σε έναν, τουλάχιστον, συγκεκριμένο κοινωνικό ρόλο. Και, εννοείται, ότι ο κάθε κοινωνικός ρόλος κι ο τρόπος που εκπληρώνεται, υποδεικνύουν ξεκάθαρα το ψυχολογικό υπόβαθρο που υπάρχει.
Γεννιόμαστε μέσα σε ένα προϋπάρχον πλαίσιο και σύστημα αξιών, το οποίο αποτελεί ήδη ένα ενδοβλημένο κομμάτι των γονέων μας ή των κηδεμόνων μας κι εκείνοι, ως πρώτοι φορείς της κοινωνικοποίησής μας, αναλαμβάνουν, πολύ φυσικά, να μας το εμφυσήσουν, προκειμένου να γίνουμε “σωστοί” και “ικανοί” πολίτες. “Σωστοί” γιατί θα κάνουμε πάντα το “πρέπον” και “ικανοί” γιατί θα μπορούμε να αντεπεξέλθουμε στις απαιτήσεις της κοινωνίας, οι οποίες υπάρχουν για να μπορέσουμε να επιτύχουμε το κοινωνικά προσδοκώμενο και να είμαστε επιτυχημένοι, αφού ακολουθούμε όλες τις παραδεδεγμένες νόρμες, για την κοινωνική θέση στην οποία βρισκόμαστε, τουλάχιστον. Αλλά ας μην αναφερθώ περισσότερο σε αυτό, γιατί ανοίγει ένα μεγάλο κοινωνιολογικό θέμα.
Ας επιστρέψω στο, περισσότερο, ψυχολογικό κομμάτι. Είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει ένας και μοναδικός, καθολικά αναγνωρισμένος “Οδηγός Καλής Γονεϊκής Πρακτικής”. Κι όμως, πόση σημασία δίδεται στο να γίνουμε “καλοί πολίτες” κι όχι απλώς “καλοί άνθρωποι”; Και πόσο κακοποιητικό μπορεί να είναι αυτό για την ψυχή κάθε νεογέννητου πλάσματος; Γιατί χρησιμοποιούμε πάντα τον όρο “κοινωνικοποίηση” και όχι κάποιον άλλον; Σαφέστατα και ο ορισμός του όρου αυτού περιλαμβάνει μία μεγάλη γκάμα πραγμάτων, όμως, ετυμολογικά, εξακολουθούμε να ακούμε τον όρο “κοινωνία”.
Γιατί, τελικά, το ότι ο άνθρωπος είναι “φύσει ζώον πολιτικόν”, έχει υπερτερήσει της ίδιας της φύσης του.
Ξεχνάμε εύκολα ότι κάθε νεογέννητο ανθρώπινο πλάσμα δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα σύνολο γενετικών προδιαθέσεων, τάσεων, κλίσεων και ταλέντων, αλλά κι ένα απόλυτο Ασυνείδητο. Δεν είναι ένα “λευκό χαρτί”, αλλά δεν είναι και γραμμένο. Και πόσο άκρατα κακοποιητικό μπορεί να είναι να πρέπει να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής, που δεν επέλεξε, δεν είχε καν τη δυνατότητα να γνωρίσει τις επιλογές που υπάρχουν, που είναι άπειρες;
Μεγαλώνει, ενδοβάλλει, εσωτερικεύει, απορροφά μία σειρά πραγμάτων που επιβάλλονται από τους γονείς του. Ταυτίζεται με αυτά. Είναι υποχρεωμένο να το κάνει, δεν έχει άλλη επιλογή, οι γονείς του είναι το απόλυτο γι’ αυτό και θέλει να το αγαπούν. Όμως, ποιος, άραγε, έχει “ελέγξει” αυτούς τους γονείς; Κανένας, είναι η πιο συχνή απάντηση. Γιατί θεωρείται αυταπόδεικτο ότι ο άνθρωπος γεννιέται για να διαιωνίσει το είδος του. Άλλο τόσο αυτονόητο θεωρείται και ότι είναι έτοιμος από πάντα.
Μα, αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος. Κανένας μας δε γεννήθηκε έτοιμος για κάτι. Όλοι γίναμε στην πορεία, άλλοι νωρίτερα, άλλοι αργότερα. Κι αυτό, γιατί “ο άνθρωπος γίνεται, δε γεννιέται”. Τροφή για σκέψη το ότι μπορεί να ήμαστε κάτι διαφορετικό αν είχαμε γεννηθεί σε άλλη πόλη, χώρα, ιστορική περίοδο.
Και κάθε γονέας, σε συνειδητό επίπεδο, θέλει το καλύτερο για το παιδί του και θεωρεί ότι πάντα πράττει το σωστό. Γιατί υπάρχει και η κοινωνική πεποίθηση ότι οι γονείς πάντα ξέρουν τι είναι καλύτερο για τα παιδιά τους. Κι αυτό, με τη σειρά του, υποκρύπτει τη λανθασμένη -κοινωνική και πάλι- πεποίθηση ότι τα παιδιά είναι κτήμα των γονέων του. Αλλά αυτό “το καλύτερο”, δεν έχει ελεγχθεί ποτέ, ούτε έχουν αμφισβητηθεί τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξή του, εκτός από αυτά που απαγορεύονται από το νόμο και κατακρίνονται ενεργά από την κοινωνία.
Όμως, πόσα ακόμα μέσα υπάρχουν που δεν απαγορεύονται από το νόμο και δεν κατακρίνονται από την κοινωνία; Και δεν κατακρίνονται γιατί είναι ευρέως χρησιμοποιούμενα και δε γίνονται κομμάτι νομικής απαγόρευσης γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Κι όμως, είναι τόσο κακοποιητικά για την παιδική ψυχή. Μόνο η παντοδυναμία και η απόλυτη εξουσία των γονέων στα παιδιά τους, υποκρύπτει την πρώτη κακοποίηση.
Κι αυτοί οι γονείς, αντίστοιχα, βίωσαν τα ίδια από τους δικούς τους γονείς. Κι αυτό πάει πίσω αμέτρητες γενεές, πολλούς αιώνες. Κι όσο δεν σπάει ο κύκλος αυτός, τόσο τα “patterns” (επαναλαμβανόμενα πρότυπα συμπεριφοράς) θα μεταδίδονται από γενιά σε γενιά. Έτσι, είναι λογικό να χαρακτηρίζονται τα άτομα από στασιμότητα και η κοινωνία από εντροπία. Γιατί, έτσι ενώνεται το ατομικό με το συλλογικό, το ψυχολογικό με το κοινωνιολογικό/κοινωνικό.
Και όταν μία κοινωνία, ως σύστημα, πάσχει συλλογικά, είναι εύλογο ότι πάσχει και κάθε υποσύστημά της, ακόμα κι αν υπάρχουν πολλές εξαιρέσεις -για τις οποίες χαιρόμαστε και τις οποίες καλωσορίζουμε με αγαλλίαση.
Η ουσία είναι να δοθεί έμφαση στην πρώτη ψυχοκοινωνική μονάδα κι ομάδα, την πρώτη “κοινωνία” του καθένα μας: στην οικογένεια.
Όμως, πόσο εύκολο είναι, για τον κάθε άνθρωπο, να αμφισβητήσει όλα όσα τον “βοήθησαν” (;) να πορευτεί στη ζωή του, όλα όσα, ίσως, πλαισίωσαν τη γονεϊκή πρακτική του, να αντιμετωπίσει του φόβους του, να αρχίσει να βλέπει αντί να κοιτάζει την αλήθεια που υπάρχει καλά κρυμμένη μέσα του;
Δεν είναι εύκολο και δε θα το κάνει ο καθένας μας. Ωστόσο, είναι η απόλυτη κίνηση και ένδειξη απογαλακτισμού και ελευθερίας να γνωρίζουμε τι υπάρχει πίσω από κάθε συμπεριφορά μας, πίσω από κάθε απογοήτευση που δοκιμάσαμε, πίσω από κάθε επιτυχία που είχαμε, πίσω από κάθε επιθυμία κι απαίτησή μας. Αυτό είναι αυτογνωσία. Και είναι μία καθαρά προσωπική υπόθεση. Και δέσμευση. Δέσμευση σ’ εμάς τους ίδιους και, ύστερα, στα παιδιά μας και την κοινωνία όπου διαβιούμε κι αλληλεπιδρούμε. Η ύπαρξη αυτογνωσίας ή μη, είναι ένα αναπόσπαστο και, εν πολλοίς, καθοριστικό κομμάτι της υστεροφημίας μας
Όσο απελευθερωμένοι και αν είμαστε, όσο κι αν θέλουμε να είμαστε καλά με τον εαυτό μας, πάντα θα νοιαζόμαστε να αφήσουμε πίσω μας κάτι καλό. Και αν, πράγματι, είμαστε καλά με τον εαυτό μας, μας αγαπάμε και γνωρίζουμε τι κρύβουμε ακόμα και πίσω από τις πιο σκοτεινές πόρτες της ψυχής μας, τότε σίγουρα θα αφήσουμε κάτι καλό πίσω μας.
Αρκεί να είμαστε έτοιμοι να “κάνουμε βουτιά” στα άδυτα της ψυχής μας.
Αφήνοντας κατά μέρος όλες τις σχετικές θεωρίες κι απόψεις περί την πόλιν, τις υποκατηγορίες της και τις λειτουργίες της για άλλη φορά, ας επικεντρωθούμε στο πιο πρακτικό και ουσιώδες κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης.
Κι αυτό δεν είναι άλλο από την ανθρώπινη επαφή. Πόσο διαφορετική θα ήταν, άραγε, η ζωή μας, αν δε ζούσαμε στο πλαίσιο μίας πόλις ή οποιασδήποτε υποκατηγορίας της; Πως θα ήταν ο άνθρωπος αν δε συνυπήρχε, δεν αλληλεπιδρούσε, δε μιλούσε, δε συζητούσε, δεν επικοινωνούσε όσα έχει μέσα του;
Παραδείγματα υπάρχουν πολλά, από άτομα που αφέθηκαν μόνα τους, χωρίς ερεθίσματα από το εξωτερικό περιβάλλον που να τα βοηθήσουν να αναπτύξουν το πολυεπίπεδο ανθρώπινο οικοδόμημά τους. Και δεν είναι προς μίμηση. Αυτά, δείχνουν κατάφωρα την κακοποίηση και τα αποτελέσματά της.
Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ουσιώδεις, βασικές, απαραίτητες. Κάθε είδος ανθρώπινης διαντίδρασης και αλληλεπίδρασης, απευθύνεται σε έναν, τουλάχιστον, συγκεκριμένο κοινωνικό ρόλο. Και, εννοείται, ότι ο κάθε κοινωνικός ρόλος κι ο τρόπος που εκπληρώνεται, υποδεικνύουν ξεκάθαρα το ψυχολογικό υπόβαθρο που υπάρχει.
Γεννιόμαστε μέσα σε ένα προϋπάρχον πλαίσιο και σύστημα αξιών, το οποίο αποτελεί ήδη ένα ενδοβλημένο κομμάτι των γονέων μας ή των κηδεμόνων μας κι εκείνοι, ως πρώτοι φορείς της κοινωνικοποίησής μας, αναλαμβάνουν, πολύ φυσικά, να μας το εμφυσήσουν, προκειμένου να γίνουμε “σωστοί” και “ικανοί” πολίτες. “Σωστοί” γιατί θα κάνουμε πάντα το “πρέπον” και “ικανοί” γιατί θα μπορούμε να αντεπεξέλθουμε στις απαιτήσεις της κοινωνίας, οι οποίες υπάρχουν για να μπορέσουμε να επιτύχουμε το κοινωνικά προσδοκώμενο και να είμαστε επιτυχημένοι, αφού ακολουθούμε όλες τις παραδεδεγμένες νόρμες, για την κοινωνική θέση στην οποία βρισκόμαστε, τουλάχιστον. Αλλά ας μην αναφερθώ περισσότερο σε αυτό, γιατί ανοίγει ένα μεγάλο κοινωνιολογικό θέμα.
Ας επιστρέψω στο, περισσότερο, ψυχολογικό κομμάτι. Είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει ένας και μοναδικός, καθολικά αναγνωρισμένος “Οδηγός Καλής Γονεϊκής Πρακτικής”. Κι όμως, πόση σημασία δίδεται στο να γίνουμε “καλοί πολίτες” κι όχι απλώς “καλοί άνθρωποι”; Και πόσο κακοποιητικό μπορεί να είναι αυτό για την ψυχή κάθε νεογέννητου πλάσματος; Γιατί χρησιμοποιούμε πάντα τον όρο “κοινωνικοποίηση” και όχι κάποιον άλλον; Σαφέστατα και ο ορισμός του όρου αυτού περιλαμβάνει μία μεγάλη γκάμα πραγμάτων, όμως, ετυμολογικά, εξακολουθούμε να ακούμε τον όρο “κοινωνία”.
Γιατί, τελικά, το ότι ο άνθρωπος είναι “φύσει ζώον πολιτικόν”, έχει υπερτερήσει της ίδιας της φύσης του.
Ξεχνάμε εύκολα ότι κάθε νεογέννητο ανθρώπινο πλάσμα δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα σύνολο γενετικών προδιαθέσεων, τάσεων, κλίσεων και ταλέντων, αλλά κι ένα απόλυτο Ασυνείδητο. Δεν είναι ένα “λευκό χαρτί”, αλλά δεν είναι και γραμμένο. Και πόσο άκρατα κακοποιητικό μπορεί να είναι να πρέπει να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής, που δεν επέλεξε, δεν είχε καν τη δυνατότητα να γνωρίσει τις επιλογές που υπάρχουν, που είναι άπειρες;
Μεγαλώνει, ενδοβάλλει, εσωτερικεύει, απορροφά μία σειρά πραγμάτων που επιβάλλονται από τους γονείς του. Ταυτίζεται με αυτά. Είναι υποχρεωμένο να το κάνει, δεν έχει άλλη επιλογή, οι γονείς του είναι το απόλυτο γι’ αυτό και θέλει να το αγαπούν. Όμως, ποιος, άραγε, έχει “ελέγξει” αυτούς τους γονείς; Κανένας, είναι η πιο συχνή απάντηση. Γιατί θεωρείται αυταπόδεικτο ότι ο άνθρωπος γεννιέται για να διαιωνίσει το είδος του. Άλλο τόσο αυτονόητο θεωρείται και ότι είναι έτοιμος από πάντα.
Μα, αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος. Κανένας μας δε γεννήθηκε έτοιμος για κάτι. Όλοι γίναμε στην πορεία, άλλοι νωρίτερα, άλλοι αργότερα. Κι αυτό, γιατί “ο άνθρωπος γίνεται, δε γεννιέται”. Τροφή για σκέψη το ότι μπορεί να ήμαστε κάτι διαφορετικό αν είχαμε γεννηθεί σε άλλη πόλη, χώρα, ιστορική περίοδο.
Και κάθε γονέας, σε συνειδητό επίπεδο, θέλει το καλύτερο για το παιδί του και θεωρεί ότι πάντα πράττει το σωστό. Γιατί υπάρχει και η κοινωνική πεποίθηση ότι οι γονείς πάντα ξέρουν τι είναι καλύτερο για τα παιδιά τους. Κι αυτό, με τη σειρά του, υποκρύπτει τη λανθασμένη -κοινωνική και πάλι- πεποίθηση ότι τα παιδιά είναι κτήμα των γονέων του. Αλλά αυτό “το καλύτερο”, δεν έχει ελεγχθεί ποτέ, ούτε έχουν αμφισβητηθεί τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξή του, εκτός από αυτά που απαγορεύονται από το νόμο και κατακρίνονται ενεργά από την κοινωνία.
Όμως, πόσα ακόμα μέσα υπάρχουν που δεν απαγορεύονται από το νόμο και δεν κατακρίνονται από την κοινωνία; Και δεν κατακρίνονται γιατί είναι ευρέως χρησιμοποιούμενα και δε γίνονται κομμάτι νομικής απαγόρευσης γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Κι όμως, είναι τόσο κακοποιητικά για την παιδική ψυχή. Μόνο η παντοδυναμία και η απόλυτη εξουσία των γονέων στα παιδιά τους, υποκρύπτει την πρώτη κακοποίηση.
Κι αυτοί οι γονείς, αντίστοιχα, βίωσαν τα ίδια από τους δικούς τους γονείς. Κι αυτό πάει πίσω αμέτρητες γενεές, πολλούς αιώνες. Κι όσο δεν σπάει ο κύκλος αυτός, τόσο τα “patterns” (επαναλαμβανόμενα πρότυπα συμπεριφοράς) θα μεταδίδονται από γενιά σε γενιά. Έτσι, είναι λογικό να χαρακτηρίζονται τα άτομα από στασιμότητα και η κοινωνία από εντροπία. Γιατί, έτσι ενώνεται το ατομικό με το συλλογικό, το ψυχολογικό με το κοινωνιολογικό/κοινωνικό.
Και όταν μία κοινωνία, ως σύστημα, πάσχει συλλογικά, είναι εύλογο ότι πάσχει και κάθε υποσύστημά της, ακόμα κι αν υπάρχουν πολλές εξαιρέσεις -για τις οποίες χαιρόμαστε και τις οποίες καλωσορίζουμε με αγαλλίαση.
Η ουσία είναι να δοθεί έμφαση στην πρώτη ψυχοκοινωνική μονάδα κι ομάδα, την πρώτη “κοινωνία” του καθένα μας: στην οικογένεια.
Όμως, πόσο εύκολο είναι, για τον κάθε άνθρωπο, να αμφισβητήσει όλα όσα τον “βοήθησαν” (;) να πορευτεί στη ζωή του, όλα όσα, ίσως, πλαισίωσαν τη γονεϊκή πρακτική του, να αντιμετωπίσει του φόβους του, να αρχίσει να βλέπει αντί να κοιτάζει την αλήθεια που υπάρχει καλά κρυμμένη μέσα του;
Δεν είναι εύκολο και δε θα το κάνει ο καθένας μας. Ωστόσο, είναι η απόλυτη κίνηση και ένδειξη απογαλακτισμού και ελευθερίας να γνωρίζουμε τι υπάρχει πίσω από κάθε συμπεριφορά μας, πίσω από κάθε απογοήτευση που δοκιμάσαμε, πίσω από κάθε επιτυχία που είχαμε, πίσω από κάθε επιθυμία κι απαίτησή μας. Αυτό είναι αυτογνωσία. Και είναι μία καθαρά προσωπική υπόθεση. Και δέσμευση. Δέσμευση σ’ εμάς τους ίδιους και, ύστερα, στα παιδιά μας και την κοινωνία όπου διαβιούμε κι αλληλεπιδρούμε. Η ύπαρξη αυτογνωσίας ή μη, είναι ένα αναπόσπαστο και, εν πολλοίς, καθοριστικό κομμάτι της υστεροφημίας μας
Όσο απελευθερωμένοι και αν είμαστε, όσο κι αν θέλουμε να είμαστε καλά με τον εαυτό μας, πάντα θα νοιαζόμαστε να αφήσουμε πίσω μας κάτι καλό. Και αν, πράγματι, είμαστε καλά με τον εαυτό μας, μας αγαπάμε και γνωρίζουμε τι κρύβουμε ακόμα και πίσω από τις πιο σκοτεινές πόρτες της ψυχής μας, τότε σίγουρα θα αφήσουμε κάτι καλό πίσω μας.
Αρκεί να είμαστε έτοιμοι να “κάνουμε βουτιά” στα άδυτα της ψυχής μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου