Η συγχώρεση δεν έχει κανένα νόημα όταν δίνεται δίχως να ζητείται, γιατί τότε είναι ελιτιστική. Επίσης μάταιη, όταν ζητείται πολύ αργά, γιατί είναι εντελώς "δωρεάν" και άχρηστη.
Μάταιη κι όταν ζητείται επειδή ο φταίχτης "πιάστηκε στα πράσα" και δεν μπορεί να γλιτώσει αλλιώς. Στην τελευταία περίπτωση δεν είναι ειλικρινής, γιατί δεν αντιλαμβάνεται το σφάλμα του, παρά μόνο ότι ο θιγμένος αντιλήφθηκε πως θίχτηκε. Είναι μάταιη η πίστη ότι μια τέτοια συγγνώμη έχει ευεργετικές συνέπειες.
Η αίτηση συγγνώμης από μόνη της δεν αρκεί, ακόμη κι αν είναι ειλικρινής. Κάποτε χρειάζεται και η αντίστοιχη πράξη εξιλέωσης – και κάποτε η αντίστοιχη πράξη είναι η εξαφάνιση του φταίχτη, όταν δεν υπάρχει δυνατότητα εξιλέωσης. Αυτό το τελευταίο είναι το μόνο που μπορεί να γίνει (το οποίο ασφαλώς δεν συνιστά άτυπη συγχώρεση εκ μέρους του θιγμένου), ειδικά όταν ο φταίχτης ζητά μηχανικά συγγνώμη δίχως να (είναι πραγματικά πρόθυμος να) αντιληφθεί την ανοησία των θεωρητικών προϋποθέσεών του, οι οποίες οδήγησαν στην διάπραξη του σφάλματος. Καμώνεται πως έχει αγνή τη συνείδηση ή την πρόθεση και πως ό,τι έγινε ήταν ατύχημα, ακριβώς επειδή (εξακολουθεί να) πιστεύει στην ανωτερότητα της "θεωρίας" του (ή του τρόπου σκέψης του). Επίσης μπορεί να ισχυρίζεται ότι ο θιγμένος ο οποίος έχει αντιληφθεί τι γίνεται και πλέον εξεγείρεται είναι απλώς ένας αξιολύπητος αδύναμος επειδή εξεγείρεται (δηλαδή ο φταίχτης θεωρεί ότι ο θιγμένος είναι ανόητος ή κατώτερος, όταν εξεγείρεται-αντιδρά, ενώ κανονικά θα έπρεπε να αποδέχεται ατάραχα και "ανώτερα" την καταπάτηση των δικαιωμάτων του), ότι ο ίδιος, ως μεγαλόψυχος, κατανοεί ή συγχωρεί πρόθυμα τέτοιου είδους υστερικές αντιδράσεις ανθρώπων που είναι (κατά την άποψη του φταίχτη) κομπλεξικοί και αμύνονται δίχως να τους επιτίθεται κανείς ή ανθρώπων με (κατά την άποψη τού φταίχτη) αναίτιες ή ανύπαρκτες φοβίες. Τέτοιες ψυχολογίστικες τακτικές είναι απαραίτητες για την ψυχική αλλά και την κοινωνική επιβίωση του φταίχτη.
Η απολυτότερη μορφή άρνηση συγχώρεσης είναι η σιωπή. Το πέταγμα "εκτός νυμφώνος". Τότε δείχνουμε στον φταίχτη ότι δεν υπάρχει καν, ότι δε μας νοιάζει, ότι με ανόητους δεν συζητάμε άλλο. Βέβαια ο φταίχτης, είτε μισοαντιλήφθηκε το φταίξιμό του είτε παριστάνει πως ζητά συγγνώμη, σε τέτοια περίπτωση το καλύτερο που έχει να κάνει είναι την πάπια κι, εν τέλει, να οχυρωθεί πίσω από την αυτοεκτίμησή του: στην έμπρακτη αδιαφορία για το φταίξιμο και στην εξύμνηση της κοσμοθεωρητικής του στάσης. Αλλιώς ο φταίχτης θα έπρεπε να υποφέρει ψυχικά στον αιώνα τον άπαντα, πράγμα ενάντιο στην αυτοσυντήρησή του.
Η συγχώρεση προϋποθέτει ότι πιστεύουμε πως σε μια δεύτερη ευκαιρία ο φταίχτης δεν θα ξανακάνει τα ίδια. Η πίστη αυτή εν μέρει είναι αφελής κι εν μέρει αβάσιμη. Είναι εν μέρει αβάσιμη γιατί μπορεί, ορισμένες φορές, μία φορά (ένα φταίξιμο) να είναι αρκετή για να καταστρέψει τα πάντα. Είναι εν μέρει αφελής, γιατί η δεύτερη "ευκαιρία" ποτέ δεν είναι η ίδια με την πρώτη ευκαιρία διάπραξης εγκλήματος κι, επομένως, είναι "τζάμπα", δίχως κόστος, η μη διάπραξη δεύτερης αδικίας και η αντίστοιχη υπόσχεση ή προσδοκία. Όταν λ.χ. κάποιος έχει ήδη κάνει "το κομμάτι του" αδικώντας άλλον, τότε η υπόσχεση ότι δεν θα το ξανακάνει είναι "δωρεάν", αφού το κακό (δηλαδή αυτό που θέλησε και ευχαριστήθηκε πολύ να πράξει ο φταίχτης) έχει ήδη γίνει και είναι ανεξίτηλο.
Κι εδώ ερχόμαστε στο κεντρικό θέμα. Το κακό είναι ανεξίτηλο στις περισσότερες περιπτώσεις. Ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται στο μέλλον. Ούτε αντιστρέφεται. Ούτε ξεχνιέται, παρά μόνο χάρη σε αυτεξαπάτηση. Ακόμη και στις περιπτώσεις όπου δεν έχουμε μία μοναδιαία διάπραξη αδικίας και φαίνεται ότι το κακό είναι μικρό, στην πραγματικότητα ενδέχεται να είναι προσθετικό. Η αντιστροφή είναι μια μορφή εκδίκησης, η οποία κατορθώνει απλώς να θίξει τον φταίχτη, δίχως να αποκαταστήσει τον θιγόμενο.
Η θέληση για "συγχώρεση σε κάθε περίπτωση", είναι το ίδιο παθολογική όσο και η θέληση για εκδίκηση ή για δικαιοσύνη. Γιατί ούτε η εκδίκηση αναπληρώνει το κακό ούτε η δικαιοσύνη είναι κάτι άλλο πέρα από νόμιμη αποζημίωση, δηλαδή εκδίκηση, ούτε η συγχώρεση κατορθώνει να γεφυρώσει το χάσμα. Η συγχώρεση είναι δυνατή μόνο όταν υπάρχει κάτι υψηλότερης αξίας, στο οποίο βασισμένος ο θιγμένος θα μπορέσει να ξεγράψει την αδικία που υπέστη. Αλλιώς είναι μια πράξη απολύτως παράλογη. Η σιωπή είναι η πιο ακέραια στάση μετά την διάπραξη της αδικίας. Δείχνει ακριβώς την παγερότητα και το αγεφύρωτο των κοσμοαντιλήψεων χωρίς να εκπίπτει σε συναισθηματισμούς, θετικούς (συγχώρεση) ή αρνητικούς (εκδίκηση, δικαιοσύνη). Πιο ακέραια στάση είναι και από την μεριά του φταίχτη η σιωπή. Δείχνει ακριβώς ότι ο φταίχτης δεν προσπαθεί να παραστήσει τον τρελλό για να γλιτώσει τα επιτίμια, μα ακριβώς όντας έντιμος δεν απολογείται ούτε αρνείται τώρα ό,τι πίστευε ως σωστό όταν διέπραττε την αδικία του – γιατί στα μάτια του δεν είναι αδικία.
Ασφαλώς όλες οι μορφές αντίδρασης (συγχώρεση, εκδίκηση, δικαιοσύνη) είναι ανθρώπινες και δεν υπερέχει η μία έναντι της άλλης, λογικά τουλάχιστον. Η σιωπή δικαιολογείται όπως προαναφέραμε στη βάση της βεβαιωμένης αντιπαλότητας. Η συγχώρεση δικαιολογείται στη βάση της ύπαρξης ενός πράγματος το οποίο ενώνει τον θιγμένο και τον μετανοημένο εγκληματία. Η εκδίκηση δικαιολογείται με την υπόθεση ότι ο πόνος που νοιώθει ο αδικήσας συνεπάγεται χαρά για τον θιγμένο. Η δικαιοσύνη, τέλος, δικαιολογείται βάσει της άποψης ότι υπάρχει ένα σταθμίσιμο και γνωστό επιτίμιο, το οποίο ισοδυναμεί με το προκληθέν κακό.
Οι ενοχές είναι τις περισσότερες φορές ένας τρόπος αυτοάμυνας. Εάν δεν συντελούν στην άμεση αλλαγή συμπεριφοράς, τότε είναι επίσης χαρακτηριστικό διπροσωπίας, όχι προς εκείνον τον οποίο βλάπτουμε ή κοροϊδεύουμε, αλλά προς τον εαυτό μας. Γιατί διπρόσωπος ως προς τον εαυτό του είναι όποιος δέχεται τη σοβαρότητα μιας κατάστασης κι αμέσως μετά δεν λαμβάνει υπόψιν του τα δικά του συμπεράσματα. Οι ενοχές είναι ένας τρόπος αυτοάμυνας, υπό την έννοια ότι μέσω αυτών δίνουμε εσκεμμένα στον εαυτό μας την ψευδή εντύπωση ότι, παρ' όλο που διαπράττουμε το κακό (όπως κι αν το ορίζουμε και το δεχόμαστε εμείς που το διαπράττουμε) κατά βάθος είμαστε καλοί άνθρωποι, αφού στεναχωριόμαστε κι εμείς. Είναι σα να κάνουμε το ηθικό μας καθήκον, έστω και στο επίπεδο της σκέψης, οπότε, στη συνέχεια, όντας ευχαριστημένοι και αυτοϊκανοποιημένοι (άρα με αναπτερωμένες τις ψυχικές δυνάμεις και πιο ορεξάτοι) γι' αυτό, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαπράττουμε το "κακό" απτόητοι. Η διπροσωπία αυτή λοιπόν μπορεί να (μην) γίνεται αντιληπτή από το Εγώ ως τέτοια, ωστόσο συνιστά, είτε το Εγώ το γνωρίζει είτε όχι, έναν τρόπο αυτοάμυνας, άμυνας κατά του ίδιου του του εαυτού. Είναι, συνήθως, μορφή εκτόνωσης λοιπόν οι ενοχές, ώστε το Εγώ να συνεχίσει να ζει με τον ίδιο τρόπο, τον οποίο κατακρίνει. Δεν έχει και πολύ νόημα η συζήτηση εάν πρέπει κάποιοι τρίτοι να δοκιμάσουν να ξεριζώσουν τη συνήθεια αυτή του υποκειμένου. Διότι η δοκιμή αυτή θα είχε θετικά αποτελέσματα μόνο για τρίτους κι όχι για το Εγώ το ίδιο, το οποίο ωφελείται. Ένας πιο ακέραιος τρόπος σκέψης, δηλαδή η περηφάνια και "ντομπροσύνη" είναι αναμφισβήτητα ηθικά ανώτερος, ωστόσο το Εγώ δεν ενδιαφέρεται, λόγω ανάγκης, για "ηθική ανωτερότητα" τη στιγμή που βρίσκεται ανάμεσα στη Σκύλα της ανοιχτής σύγκρουσης με τους άλλους, λόγω της υπερηφάνειας-ντομπροσύνης και πλήρους αποδοχής-ανάληψης των ευθυνών (αν δηλαδή τολμούσε να διακηρύξει ανοικτά ό,τι διέπραττε και σκεφτόταν στα κρυφά), και στη Χάρυβδη της αυτοκτονίας-ψυχική εκμηδένισης, λόγω των τύψεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα είναι αδύνατη η διαφυγή από την διπροσωπία αυτή, γιατί θα σήμαινε την απεμπόληση κάθε ευκολίας και απόκρυψης των ευάλωτων πλευρών του Εγώ από τους σκληρούς ανθρώπους του έξω κόσμου.
Η συγγνώμη προϋποθέτει έναν αγνωστικισμό σχετικά με τον άνθρωπο, μια άγνοια των βαθύτερων κινήτρων του και μια πίστη στην αλλαγή χαρακτήρα. Εφόσον δεν ξέρουμε τα βάθη της ψυχής του ανθρώπου που μας έθιξε, μπορούμε να είμαστε πιο διαλλακτικοί ή με περισσότερη κατανόηση, αφού δεν μπορούμε να ξέρουμε τις ακριβείς αιτίες της συμπεριφοράς του. Αυτή είναι η άλλη προϋπόθεση της συγγνώμης, πέρα από το κοινό σύμβολο. Όμως ο αγνωστικισμός δεν μπορεί να συνεπάγεται τίποτε υπέρ της συγχώρεσης ή, μάλλον, συνεπάγεται τόσα ακριβώς υπέρ αυτής όσο θα συνεπαγόταν και εναντίον της. Τίποτε δεν λέει ότι ο άνθρωπος ο οποίος μάς φέρεται άσχημα είναι δυνάμει ("στα βάθη της ψυχής του") καλός: μπορεί να είναι δυνάμει χειρότερος και απλώς - λόγω του αγνωστικισμού της ψυχής - να αδυνατούμε να το διαπιστώσουμε ή να μην μπόρεσε να εκφράσει τη χειρότερη αυτή δυνατότητά του. Πράγματι υπάρχουν άνθρωποι που ενδεχομένως μπορούν να αλλάξουν ένα τμήμα ή πολλά από τη συμπεριφορά τους, αλλά αυτοί είναι πάντοτε λίγοι και ο χαρακτήρας του ανθρώπου δεν αλλάζει τόσο πολύ όσο δήθεν συμπεραίνεται από τον αγνωστικισμό της ψυχής. Πράγματι αλλάζουν κάποιες πτυχές της συμπεριφοράς, εάν υπάρξει κατάλληλη αντίδραση από το περιβάλλον, αλλά ολοκληρωτική μεταστροφή, με την έννοια της αποκήρυξης όχι μόνο των περιεχομένων της σκέψης μα και της "δομής" της συμπεριφοράς, είναι αδύνατος. Ο τραχύς άνθρωπος, ο οποίος ως τώρα κοιτούσε τον εαυτούλη του, θα παραμείνει τραχύς ακόμη κι αν γίνει κήρυκας της Αγάπης και της Ευσπλαχνίας - εκτός πια κι αν μετατραπεί στο ακριβώς αντίθετο, στον άνθρωπο που ανέχεται να ποδοπατάται από όλους. Αλλά ο αγνωστικισμός, αν εφαρμοζόταν πλήρως, θα σήμαινε ότι κανείς δεν πρέπει να πληρώσει για τις πράξεις του, διότι δεν ξέρουμε τι υπάρχει κατά βάθος μέσα του. Οι φονιάδες δε θα έπρεπε να τιμωρούνται, οι απατεώνες δε θα έπρεπε να καταδικάζονται κ.λπ., στο όνομα της ατέλειας της ανθρώπινης δικαιοσύνης (δικαστικής ή άλλου είδους).
Μάταιη κι όταν ζητείται επειδή ο φταίχτης "πιάστηκε στα πράσα" και δεν μπορεί να γλιτώσει αλλιώς. Στην τελευταία περίπτωση δεν είναι ειλικρινής, γιατί δεν αντιλαμβάνεται το σφάλμα του, παρά μόνο ότι ο θιγμένος αντιλήφθηκε πως θίχτηκε. Είναι μάταιη η πίστη ότι μια τέτοια συγγνώμη έχει ευεργετικές συνέπειες.
Η αίτηση συγγνώμης από μόνη της δεν αρκεί, ακόμη κι αν είναι ειλικρινής. Κάποτε χρειάζεται και η αντίστοιχη πράξη εξιλέωσης – και κάποτε η αντίστοιχη πράξη είναι η εξαφάνιση του φταίχτη, όταν δεν υπάρχει δυνατότητα εξιλέωσης. Αυτό το τελευταίο είναι το μόνο που μπορεί να γίνει (το οποίο ασφαλώς δεν συνιστά άτυπη συγχώρεση εκ μέρους του θιγμένου), ειδικά όταν ο φταίχτης ζητά μηχανικά συγγνώμη δίχως να (είναι πραγματικά πρόθυμος να) αντιληφθεί την ανοησία των θεωρητικών προϋποθέσεών του, οι οποίες οδήγησαν στην διάπραξη του σφάλματος. Καμώνεται πως έχει αγνή τη συνείδηση ή την πρόθεση και πως ό,τι έγινε ήταν ατύχημα, ακριβώς επειδή (εξακολουθεί να) πιστεύει στην ανωτερότητα της "θεωρίας" του (ή του τρόπου σκέψης του). Επίσης μπορεί να ισχυρίζεται ότι ο θιγμένος ο οποίος έχει αντιληφθεί τι γίνεται και πλέον εξεγείρεται είναι απλώς ένας αξιολύπητος αδύναμος επειδή εξεγείρεται (δηλαδή ο φταίχτης θεωρεί ότι ο θιγμένος είναι ανόητος ή κατώτερος, όταν εξεγείρεται-αντιδρά, ενώ κανονικά θα έπρεπε να αποδέχεται ατάραχα και "ανώτερα" την καταπάτηση των δικαιωμάτων του), ότι ο ίδιος, ως μεγαλόψυχος, κατανοεί ή συγχωρεί πρόθυμα τέτοιου είδους υστερικές αντιδράσεις ανθρώπων που είναι (κατά την άποψη του φταίχτη) κομπλεξικοί και αμύνονται δίχως να τους επιτίθεται κανείς ή ανθρώπων με (κατά την άποψη τού φταίχτη) αναίτιες ή ανύπαρκτες φοβίες. Τέτοιες ψυχολογίστικες τακτικές είναι απαραίτητες για την ψυχική αλλά και την κοινωνική επιβίωση του φταίχτη.
Η απολυτότερη μορφή άρνηση συγχώρεσης είναι η σιωπή. Το πέταγμα "εκτός νυμφώνος". Τότε δείχνουμε στον φταίχτη ότι δεν υπάρχει καν, ότι δε μας νοιάζει, ότι με ανόητους δεν συζητάμε άλλο. Βέβαια ο φταίχτης, είτε μισοαντιλήφθηκε το φταίξιμό του είτε παριστάνει πως ζητά συγγνώμη, σε τέτοια περίπτωση το καλύτερο που έχει να κάνει είναι την πάπια κι, εν τέλει, να οχυρωθεί πίσω από την αυτοεκτίμησή του: στην έμπρακτη αδιαφορία για το φταίξιμο και στην εξύμνηση της κοσμοθεωρητικής του στάσης. Αλλιώς ο φταίχτης θα έπρεπε να υποφέρει ψυχικά στον αιώνα τον άπαντα, πράγμα ενάντιο στην αυτοσυντήρησή του.
Η συγχώρεση προϋποθέτει ότι πιστεύουμε πως σε μια δεύτερη ευκαιρία ο φταίχτης δεν θα ξανακάνει τα ίδια. Η πίστη αυτή εν μέρει είναι αφελής κι εν μέρει αβάσιμη. Είναι εν μέρει αβάσιμη γιατί μπορεί, ορισμένες φορές, μία φορά (ένα φταίξιμο) να είναι αρκετή για να καταστρέψει τα πάντα. Είναι εν μέρει αφελής, γιατί η δεύτερη "ευκαιρία" ποτέ δεν είναι η ίδια με την πρώτη ευκαιρία διάπραξης εγκλήματος κι, επομένως, είναι "τζάμπα", δίχως κόστος, η μη διάπραξη δεύτερης αδικίας και η αντίστοιχη υπόσχεση ή προσδοκία. Όταν λ.χ. κάποιος έχει ήδη κάνει "το κομμάτι του" αδικώντας άλλον, τότε η υπόσχεση ότι δεν θα το ξανακάνει είναι "δωρεάν", αφού το κακό (δηλαδή αυτό που θέλησε και ευχαριστήθηκε πολύ να πράξει ο φταίχτης) έχει ήδη γίνει και είναι ανεξίτηλο.
Κι εδώ ερχόμαστε στο κεντρικό θέμα. Το κακό είναι ανεξίτηλο στις περισσότερες περιπτώσεις. Ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται στο μέλλον. Ούτε αντιστρέφεται. Ούτε ξεχνιέται, παρά μόνο χάρη σε αυτεξαπάτηση. Ακόμη και στις περιπτώσεις όπου δεν έχουμε μία μοναδιαία διάπραξη αδικίας και φαίνεται ότι το κακό είναι μικρό, στην πραγματικότητα ενδέχεται να είναι προσθετικό. Η αντιστροφή είναι μια μορφή εκδίκησης, η οποία κατορθώνει απλώς να θίξει τον φταίχτη, δίχως να αποκαταστήσει τον θιγόμενο.
Η θέληση για "συγχώρεση σε κάθε περίπτωση", είναι το ίδιο παθολογική όσο και η θέληση για εκδίκηση ή για δικαιοσύνη. Γιατί ούτε η εκδίκηση αναπληρώνει το κακό ούτε η δικαιοσύνη είναι κάτι άλλο πέρα από νόμιμη αποζημίωση, δηλαδή εκδίκηση, ούτε η συγχώρεση κατορθώνει να γεφυρώσει το χάσμα. Η συγχώρεση είναι δυνατή μόνο όταν υπάρχει κάτι υψηλότερης αξίας, στο οποίο βασισμένος ο θιγμένος θα μπορέσει να ξεγράψει την αδικία που υπέστη. Αλλιώς είναι μια πράξη απολύτως παράλογη. Η σιωπή είναι η πιο ακέραια στάση μετά την διάπραξη της αδικίας. Δείχνει ακριβώς την παγερότητα και το αγεφύρωτο των κοσμοαντιλήψεων χωρίς να εκπίπτει σε συναισθηματισμούς, θετικούς (συγχώρεση) ή αρνητικούς (εκδίκηση, δικαιοσύνη). Πιο ακέραια στάση είναι και από την μεριά του φταίχτη η σιωπή. Δείχνει ακριβώς ότι ο φταίχτης δεν προσπαθεί να παραστήσει τον τρελλό για να γλιτώσει τα επιτίμια, μα ακριβώς όντας έντιμος δεν απολογείται ούτε αρνείται τώρα ό,τι πίστευε ως σωστό όταν διέπραττε την αδικία του – γιατί στα μάτια του δεν είναι αδικία.
Ασφαλώς όλες οι μορφές αντίδρασης (συγχώρεση, εκδίκηση, δικαιοσύνη) είναι ανθρώπινες και δεν υπερέχει η μία έναντι της άλλης, λογικά τουλάχιστον. Η σιωπή δικαιολογείται όπως προαναφέραμε στη βάση της βεβαιωμένης αντιπαλότητας. Η συγχώρεση δικαιολογείται στη βάση της ύπαρξης ενός πράγματος το οποίο ενώνει τον θιγμένο και τον μετανοημένο εγκληματία. Η εκδίκηση δικαιολογείται με την υπόθεση ότι ο πόνος που νοιώθει ο αδικήσας συνεπάγεται χαρά για τον θιγμένο. Η δικαιοσύνη, τέλος, δικαιολογείται βάσει της άποψης ότι υπάρχει ένα σταθμίσιμο και γνωστό επιτίμιο, το οποίο ισοδυναμεί με το προκληθέν κακό.
Οι ενοχές είναι τις περισσότερες φορές ένας τρόπος αυτοάμυνας. Εάν δεν συντελούν στην άμεση αλλαγή συμπεριφοράς, τότε είναι επίσης χαρακτηριστικό διπροσωπίας, όχι προς εκείνον τον οποίο βλάπτουμε ή κοροϊδεύουμε, αλλά προς τον εαυτό μας. Γιατί διπρόσωπος ως προς τον εαυτό του είναι όποιος δέχεται τη σοβαρότητα μιας κατάστασης κι αμέσως μετά δεν λαμβάνει υπόψιν του τα δικά του συμπεράσματα. Οι ενοχές είναι ένας τρόπος αυτοάμυνας, υπό την έννοια ότι μέσω αυτών δίνουμε εσκεμμένα στον εαυτό μας την ψευδή εντύπωση ότι, παρ' όλο που διαπράττουμε το κακό (όπως κι αν το ορίζουμε και το δεχόμαστε εμείς που το διαπράττουμε) κατά βάθος είμαστε καλοί άνθρωποι, αφού στεναχωριόμαστε κι εμείς. Είναι σα να κάνουμε το ηθικό μας καθήκον, έστω και στο επίπεδο της σκέψης, οπότε, στη συνέχεια, όντας ευχαριστημένοι και αυτοϊκανοποιημένοι (άρα με αναπτερωμένες τις ψυχικές δυνάμεις και πιο ορεξάτοι) γι' αυτό, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαπράττουμε το "κακό" απτόητοι. Η διπροσωπία αυτή λοιπόν μπορεί να (μην) γίνεται αντιληπτή από το Εγώ ως τέτοια, ωστόσο συνιστά, είτε το Εγώ το γνωρίζει είτε όχι, έναν τρόπο αυτοάμυνας, άμυνας κατά του ίδιου του του εαυτού. Είναι, συνήθως, μορφή εκτόνωσης λοιπόν οι ενοχές, ώστε το Εγώ να συνεχίσει να ζει με τον ίδιο τρόπο, τον οποίο κατακρίνει. Δεν έχει και πολύ νόημα η συζήτηση εάν πρέπει κάποιοι τρίτοι να δοκιμάσουν να ξεριζώσουν τη συνήθεια αυτή του υποκειμένου. Διότι η δοκιμή αυτή θα είχε θετικά αποτελέσματα μόνο για τρίτους κι όχι για το Εγώ το ίδιο, το οποίο ωφελείται. Ένας πιο ακέραιος τρόπος σκέψης, δηλαδή η περηφάνια και "ντομπροσύνη" είναι αναμφισβήτητα ηθικά ανώτερος, ωστόσο το Εγώ δεν ενδιαφέρεται, λόγω ανάγκης, για "ηθική ανωτερότητα" τη στιγμή που βρίσκεται ανάμεσα στη Σκύλα της ανοιχτής σύγκρουσης με τους άλλους, λόγω της υπερηφάνειας-ντομπροσύνης και πλήρους αποδοχής-ανάληψης των ευθυνών (αν δηλαδή τολμούσε να διακηρύξει ανοικτά ό,τι διέπραττε και σκεφτόταν στα κρυφά), και στη Χάρυβδη της αυτοκτονίας-ψυχική εκμηδένισης, λόγω των τύψεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα είναι αδύνατη η διαφυγή από την διπροσωπία αυτή, γιατί θα σήμαινε την απεμπόληση κάθε ευκολίας και απόκρυψης των ευάλωτων πλευρών του Εγώ από τους σκληρούς ανθρώπους του έξω κόσμου.
Η συγγνώμη προϋποθέτει έναν αγνωστικισμό σχετικά με τον άνθρωπο, μια άγνοια των βαθύτερων κινήτρων του και μια πίστη στην αλλαγή χαρακτήρα. Εφόσον δεν ξέρουμε τα βάθη της ψυχής του ανθρώπου που μας έθιξε, μπορούμε να είμαστε πιο διαλλακτικοί ή με περισσότερη κατανόηση, αφού δεν μπορούμε να ξέρουμε τις ακριβείς αιτίες της συμπεριφοράς του. Αυτή είναι η άλλη προϋπόθεση της συγγνώμης, πέρα από το κοινό σύμβολο. Όμως ο αγνωστικισμός δεν μπορεί να συνεπάγεται τίποτε υπέρ της συγχώρεσης ή, μάλλον, συνεπάγεται τόσα ακριβώς υπέρ αυτής όσο θα συνεπαγόταν και εναντίον της. Τίποτε δεν λέει ότι ο άνθρωπος ο οποίος μάς φέρεται άσχημα είναι δυνάμει ("στα βάθη της ψυχής του") καλός: μπορεί να είναι δυνάμει χειρότερος και απλώς - λόγω του αγνωστικισμού της ψυχής - να αδυνατούμε να το διαπιστώσουμε ή να μην μπόρεσε να εκφράσει τη χειρότερη αυτή δυνατότητά του. Πράγματι υπάρχουν άνθρωποι που ενδεχομένως μπορούν να αλλάξουν ένα τμήμα ή πολλά από τη συμπεριφορά τους, αλλά αυτοί είναι πάντοτε λίγοι και ο χαρακτήρας του ανθρώπου δεν αλλάζει τόσο πολύ όσο δήθεν συμπεραίνεται από τον αγνωστικισμό της ψυχής. Πράγματι αλλάζουν κάποιες πτυχές της συμπεριφοράς, εάν υπάρξει κατάλληλη αντίδραση από το περιβάλλον, αλλά ολοκληρωτική μεταστροφή, με την έννοια της αποκήρυξης όχι μόνο των περιεχομένων της σκέψης μα και της "δομής" της συμπεριφοράς, είναι αδύνατος. Ο τραχύς άνθρωπος, ο οποίος ως τώρα κοιτούσε τον εαυτούλη του, θα παραμείνει τραχύς ακόμη κι αν γίνει κήρυκας της Αγάπης και της Ευσπλαχνίας - εκτός πια κι αν μετατραπεί στο ακριβώς αντίθετο, στον άνθρωπο που ανέχεται να ποδοπατάται από όλους. Αλλά ο αγνωστικισμός, αν εφαρμοζόταν πλήρως, θα σήμαινε ότι κανείς δεν πρέπει να πληρώσει για τις πράξεις του, διότι δεν ξέρουμε τι υπάρχει κατά βάθος μέσα του. Οι φονιάδες δε θα έπρεπε να τιμωρούνται, οι απατεώνες δε θα έπρεπε να καταδικάζονται κ.λπ., στο όνομα της ατέλειας της ανθρώπινης δικαιοσύνης (δικαστικής ή άλλου είδους).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου